Γλωσσολογικοί όροι

Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Όρος/θέμα Παραπομπές Πεδίο Αγγλικά
κυπριακή διάλεκτος διαλεκτολογία Cypriot dialect
κύρια πρόταση σύνταξη main clause
κύριο ουσιαστικό μορφολογία, σημασιολογία proper noun
κυριολεκτική σημασία σημασιολογία literal meaning
κυρίως σύμφωνο φωνητική main consonant
κύρος διαλέκτου κοινωνιογλωσσολογία dialect prestige
κωδικοποίηση κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας codification
λάθος στην ξένη γλώσσα από ενήλικο εκμάθηση της γλώσσας, ψυχογλωσσολογία errors in foreign language by adults
λαϊκά δάνεια κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας vulgar loanwords
λαϊκή γλώσσα κοινωνιογλωσσολογία, κοινωνιολογία της γλώσσας vulgar language
λατινικά: επικράτηση στη Δύση ιστορία της γλώσσας, γλωσσική επαφή, κοινωνιογλωσσολογία Latin: domination in the West
λειτουργίες της γλώσσας /γλωσσικές λειτουργίες γενική γλωσσολογία language functions
λειτουργικές και γραμματικές λέξεις: αδιάκοπη συνέχεια μορφολογία functional and grammatical words: a continuum
λειτουργική γλωσσολογία γλωσσολογικά ρεύματα/σχολές functional linguistics
λειτουργική κατηγορία σύνταξη functional category
λειτουργική λέξη μορφολογία, σύνταξη functional word
λειτουργική ποικιλία κοινωνιογλωσσολογία functional variety / register
λειτουργικό μόρφημα μορφολογία functional morpheme
λειτουργικό μόρφημα: σειρά στη λέξη, μορφολογία functional morphemes: order within the word
λειτουργικότητα του λεξιλογίου λεξικολογία vocabulary functionality
λεκτική πράξη πραγματολογία locutionary act
λέξη μορφολογία, λεξικολογία word
λέξη περιεχομένου μορφολογία, λεξικολογία content word
λέξη, γραμματική μορφολογία, σύνταξη, μορφοσύνταξη grammatical word
λέξη, ελεύθερη μορφολογία, λεξικολογία free word