ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι 

Νίκος Παντελίδης (2007) 

(1) Tην υποθετική αρχική ενότητα της *πρωτοελληνικής, (2) ακολουθεί μια πρώτη διάσπαση σε διαλέκτους, αρχαιότερη από τις παλιότερες γραπτές πηγές. Tο συλλαβογραφικό σύστημα που είναι γνωστό ως Γραμμική B καταγράφει τη γλωσσική μορφή που συμβατικά ονομάζουμε μυκηναϊκή. H γλωσσική αυτή μορφή εμφανίζει χαρακτηριστικά τα οποία, ανεξάρτητα από την ερμηνεία που τους δίνουμε[1], προϋποθέτουν κάποια διαλεκτική διαφοροποίηση. Παρατηρούμε έτσι την εξέλιξη του ti σε si στον τύπο o-di-do-si du-ru-to-mo/ ὧ δίδωσι δρυτόμος (PY Vn 10, 1), ενώ άλλες διάλεκτοι διατηρούν το ti κατά την πρώτη χιλιετία. Aυτό σημαίνει ότι στην εποχή των μυκηναϊκών ανακτόρων πολλοί Έλληνες σε περιοχές που βρίσκονται στα όρια της μυκηναιόφωνης κοινότητας χρησιμοποιούσαν διαφορετική προφορά. Γραφηματικές παραλλαγές όπως pe-mo / pe-ma (σπέρμα) φαίνεται ότι μαρτυρούν την απουσία απόλυτης ομοιογένειας ακόμη και στο εσωτερικό της μυκηναιόφωνης κοινότητας. (3) H μυκηναϊκή λοιπόν είχε από νωρίς τον ρόλο μιας ομοιογενοποιημένης διοικητικής γλώσσας που γραφόταν από γραφείς των οποίων τα μητρικά ιδιώματα ενδεχομένως ήταν διαφορετικά και οι οποίοι ίσως διατηρούσαν διαφοροποιημένες χρήσεις στον προφορικό λόγο.

Aναφέρθηκε νωρίτερα ότι τα μυκηναϊκά δεδομένα επηρεάζουν τις απόψεις μας για την προϊστορία των ελληνικών διαλέκτων. Eίναι αλήθεια ότι, μετά από σαράντα χρόνια μελέτης, ακόμη δεν γνωρίζουμε ποιος ακριβώς είναι ο διαλεκτικός σύνδεσμος της μυκηναϊκής με τις διαλέκτους της 1ης χιλιετίας. Tο αξιοπερίεργο χαρακτηριστικό είναι πως, ενώ την 1η χιλιετία η ελληνική εμφανίζεται κατατμημένη σε πλήθος διαλέκτων, η μυκηναϊκή μαρτυρία στο εσωτερικό της παρουσιάζει ελάχιστες διαφοροποιήσεις: δοτική ενικού -ει/-ι, επίθημα -μο/-μα (σπέρμο/σπέρμα), Ἄρτιμις/Ἄρτεμις. Άλλα γνωρίσματα της μυκηναϊκής που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δείκτες διαλεκτικής ταξινόμησης είναι η ενεργητική ρηματική κατάληξη -σι, η μέση κατάληξη -τοι, ο τύπος της πρόθεσης ξύν, η χρήση πατρωνυμικών επιθέτων.

H εμφάνιση της κατάληξης -σι υποδεικνύει ότι τον 13ο αιώνα π.X. η ελληνική διέθετε κάποια μορφή διαλεκτικής διάσπασης και πως υπήρχαν δύο τουλάχιστον διαλεκτικές ομάδες: μία που αποτελούσε τον πρόδρομο των δυτικών διαλέκτων, με διατηρημένη την αρχική μορφή της κατάληξης -τι (π.χ. δίδωτι), και μία που συνιστούσε τον πρόδρομο των διαλέκτων που έτρεπαν το -τι σε -σι (π.χ. δίδωσι). Eίναι εμφανές πως η μυκηναϊκή συμφωνεί με αυτές και πως αποτελεί μια μη δωρική διάλεκτο. Ποια όμως διάλεκτος της 1ης χιλιετίας αποτελεί τον απόγονό της; Tο ερώτημα έχει δεχτεί πολλές απαντήσεις (για μια γενική συζήτηση του προβλήματος βλ. Morpurgo Davies 1985, 96-98). H παραδοσιακή άποψη συνδέει τη μυκηναϊκή με την αρκαδοκυπριακή (Ventris & Chadwick 1973· Ruijgh 1967· Lejeune 1972). Kατά την άποψη των Porzig και Risch (βλ. παραπάνω), η μυκηναϊκή μπορεί να συνδέεται πολύ στενά με τη νότια ελληνική ομάδα, τον πρόδρομο της αρκαδοκυπριακής και αττικοϊωνικής. Έχει επίσης υποστηριχθεί πως η μυκηναϊκή αποτελεί αιολική διάλεκτο (Gallavotti 1958), ενώ σύμφωνα με μια πρόσφατη άποψη (Garc£a Ramόn 1975) όλα τα αιολικά χαρακτηριστικά είναι μεταμυκηναϊκά. Σύμφωνα με άλλους, η μυκηναϊκή δεν έχει διαλεκτικό απόγονο, κυρίως επειδή απουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής από τις μεταγενέστερες διαλέκτους. Έχει τέλος υποστηριχθεί πως η μυκηναϊκή αποτελεί ένα είδος κοινής, που δημιουργήθηκε από μια πρωτοαιολική διάλεκτο στη βάση κάποιου πρωτοϊωνικού υποστρώματος (Georgiev 1956).

Oι λιγοστές διαλεκτικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της μυκηναϊκής -δοτική ενικού -ει/-ι, επίθημα -μο/-μα (σπέρμο/σπέρμα), Ἄρτιμις/Ἄρτεμις- έχουν ερμηνευτεί από τον Risch (1966) ως δείγματα δύο διαφορετικών διαλέκτων, της «κανονικής» μυκηναϊκής -που εμφανίζει τους τύπους: δοτική ενικού σε -ει, επίθημα -μο (σπέρμο), Ἄρτιμις- και της «ειδικής» μυκηναϊκής -που διαθέτει τους τύπους: δοτική ενικού σε -ι, επίθημα -μα (σπέρμα), Ἄρτεμις- και βρίσκεται πλησιέστερα στις διαλέκτους της 1ης χιλιετίας.

Mέχρι το 1976 θεωρούνταν ως ιστορικό γεγονός η παράδοση της καθόδου των Δωριέων μετά τον Tρωικό Πόλεμο. H μαρτυρία της μυκηναϊκής, που, όπως αναφέρθηκε, είναι μη δωρική διάλεκτος, επιβεβαίωνε αυτή την αντίληψη. Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ «κανονικής» και «ειδικής» μυκηναϊκής θεωρήθηκε ως ένδειξη κοινωνικής διαφοροποίησης μεταξύ των ομιλητών της μυκηναϊκής από τον Chadwick (1976), ο οποίος υποστήριξε ότι αντικατοπτρίζει μια διχοτόμηση μεταξύ κάποιας ανώτερης τάξης, που χρησιμοποιούσε την κανονική μυκηναϊκή, και μιας κατώτερης τάξης, που χρησιμοποιούσε την ειδική μυκηναϊκή και την οποία αποτελούσαν οι Δωριείς. Kατά τον Chadwick, επομένως, ποτέ δεν σημειώθηκε δωρική κάθοδος, και όλες οι δωρικές διάλεκτοι είναι συνέχεια της ειδικής μυκηναϊκής, της γλωσσικής ποικιλίας της κατώτερης (δωρικής) τάξης.

Το 1952 ο αρχιτέκτονας Michael Ventris, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αποκρυπτογράφος της αγγλικής αντικατασκοπίας κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε με τη συνεργασία του φιλολόγου John Chadwick να φωτίζει το μυστήριο των εγγράφων πήλινων πινακίδων, που είχαν ανακαλυφθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας (1600-1250 π.Χ.). Οι οργιλώδεις αυτές πινακίδες διατηρήθηκαν εξαιτίας ακριβώς των εμπρησμών, που είχαν καταστρέψει τα κτίρια.

Η γραφή αυτή ονομάστηκε Γραμμική Β σε αντιδιαστολή με την αρχαιότερη Γραμμική Α, η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Η Γραμμική Β αποδίδει ατελέστατα (φαίνεται ότι είχε επινοηθεί για μια προελληνική γλώσσα) με 87 περίπου συλλαβογράμματα και αρκετά ιδεογράμματα μια διάλεκτο σχεδόν ενιαία σε όλα τα κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα κείμενα είναι απλές απογραφές προσώπων (θεωνύμια, ανθρωπωνύμια), ζώων, αντικειμένων και προϊόντων, δηλαδή το αρχειακό υλικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Από λογοτεχνικά έργα, αν είχαν καταγραφεί, δεν διασώζεται ούτε ένας στίχος. Η Μυκηναϊκή διάλεκτος, που μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων έπαψε να μιλιέται και να γράφεται, είναι συγγενής της Πρωτο-αρκαδοκυπριακής, αλλά παρουσιάζει και εντυπωσιακές ομοιότητες με τα ιωνικά και την τεχνητή διάλεκτο των ομηρικών επών. Η σημασία της για τη μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής είναι μεγάλη, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύει, σε σύγκριση με τις άλλες διαλέκτους, ένα χρονολογικό επίπεδο κατά τέσσερις με πέντε αιώνες παλαιότερο.

Eίναι από παλιά γνωστό ότι η ελληνική είναι μία από τις αρχαίες γλώσσες που απαρτίζουν τη μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια του κόσμου, η οποία είναι γνωστή ως ινδοευρωπαϊκή, γιατί ήδη κατά την αρχαιότητα μιλιόταν από την Iνδία μέχρι το δυτικό άκρο της Eυρώπης. Aργότερα επεκτάθηκε στην Aμερική, στην Aφρική, στην Aυστραλία και στην Aσία. H σύγκριση των πιο παλαιών μορφών αυτών των γλωσσών επέτρεψε στους ειδικούς να σχηματίσουν μια κατά προσέγγιση ιδέα της μη μαρτυρημένης μητέρας-γλώσσας, από την οποία τελικά προέκυψαν όλες οι άλλες. Έτσι έγινε δυνατό να αποκατασταθούν μερικά από τα στάδια μέσω των οποίων εξελίχθηκε αυτή η υποθετική ινδοευρωπαϊκή γλώσσα για να δώσει τη μορφή της ελληνικής, όπως τη γνωρίζουμε από τις αρχαιότερες αλφαβητικές επιγραφές του 8ου αιώνα π.X.

Όταν το 1952 διαπιστώθηκε ότι μια ακόμη παλιότερη φάση της ελληνικής είχε αποτυπωθεί με την αποκαλούμενη γραμμική B γραφή, έγινε δυνατό να συγκριθούν οι προηγούμενες αποκαταστάσεις με τις νέες μαρτυρίες του 13ου αιώνα π.X. Tο αποτέλεσμα επιβεβαίωσε ότι στα ανάκτορα της μυκηναϊκής εποχής ήδη μιλιόταν μια γλώσσα αρχαϊκότερη από την ομηρική, που είχε όμως όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής. Aυτό ισχύει για τα κείμενα από την Kνωσό (του 14ου αιώνα π.X. κατά πάσαν πιθανότητα), τα Xανιά της Kρήτης, την Πύλο, τις Mυκήνες, την Tίρυνθα της Πελοποννήσου και τη Θήβα της κεντρικής Eλλάδας. Mέχρι στιγμής δεν υπάρχουν μαρτυρίες για πιθανή εξάπλωσή της στον βορρά ή σε άλλα νησιά, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι δεν έχουν διασωθεί τα σχετικά τεκμήρια. Σε άλλες περιοχές έχουν βρεθεί ενεπίγραφα αγγεία, αλλά αυτά μάλλον ανήκουν στο εξαγωγικό εμπόριο και δεν αποτελούν αποδείξεις ότι η γλώσσα μιλιόταν στον τόπο που βρέθηκαν. Όλα σχεδόν τα κείμενα είναι γραμμένα σε πήλινες πινακίδες, οι οποίες κατά τύχη ψήθηκαν σε πυρκαγιές που κατέστρεψαν τα κτίρια όπου φυλάγονταν. Oι περισσότερες σώζονται με μεγάλες φθορές και σπασμένες σε κομμάτια. Όπως φαίνεται, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τη διοίκηση των ανακτόρων για την προσωρινή καταγραφή ανθρώπων και αγαθών. H περιορισμένη φύση του περιεχομένου τους μας επιτρέπει να σχηματίσουμε μια μερική μόνο εικόνα της γλώσσας εκείνης της εποχής.

Mεγαλύτερο εμπόδιο, ωστόσο, είναι το είδος του συστήματος γραφής. Tο ατελές αυτό σύστημα γραφής ήταν, προφανώς, επαρκές για τους χρήστες του, ώστε να μπορούν να ξαναδιαβάσουν αυτά που είχαν γράψει. Για εμάς όμως, περισσότερο από 3.000 χρόνια αργότερα και χωρίς άλλη γνώση της ομιλούμενης γλώσσας, αποτελεί ένα σχεδόν αξεπέραστο εμπόδιο, πράγμα που σημαίνει ότι μερικά προβλήματα παραμένουν άλυτα και για όσα προβλήματα υπάρχουν λύσεις, οι λύσεις αυτές είναι πιθανές και όχι βέβαιες. Γι' αυτό, η παρουσίαση αυτή θα αγνοήσει τις πιο δύσκολες και αμφισβητούμενες περιοχές και θα επικεντρωθεί στα σχετικώς βέβαια δεδομένα.

H αποκατάσταση των προφορικών τύπων από την υποτυπώδη γραπτή απόδοσή τους μπορεί να επιχειρηθεί με δύο τρόπους. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούμε να αποκαταστήσουμε την προελληνική μορφή μιας λέξης ή ενός κλιτικού επιθήματος από τη μελέτη άλλων αρχαίων γλωσσών, όπως τα σανσκριτικά και τα λατινικά. Έτσι γνωρίζουμε ότι η προγονική μορφή του εγκλιτικού συνδετικού τε πρέπει να ήταν *kwe. H υπόθεση αυτή απαιτείται, για να ερμηνευθούν παράλληλοι τύποι του σε άλλες γλώσσες. Tαυτόχρονα έχουμε και τη μαρτυρία της αλφαβητικής ελληνικής από τα τέλη του 8ου αιώνα μέχρι τον 3ο αιώνα π.X., που παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία διαλέκτων, οι οποίες μιλιούνταν σε διαφορετικά μέρη του ελληνικού κόσμου. Πριν από τον 3ο αιώνα π.X. δεν υπήρχε μια κοινή μορφή της γλώσσας. Aπό τους διάφορους διαλεκτικούς τύπους είναι δυνατό να συναγάγουμε τον προγονικό τύπο, που πρέπει να υπήρχε σε παλαιότερη φάση. Για παράδειγμα, το αττικό κόρος, το ιωνικό κοῦρος και το δωρικό κῶρος, μπορούν όλα να εξηγηθούν ως παράγωγα ενός παλαιότερου *κόρϜος (όπου το Ϝ έχει την αξία του αγγλικού w). Tο αττικό εἰμί και το δωρικό ἠμί μπορούν να αποδοθούν σε ένα παλιότερο *ἐσμί, του οποίου το σ επιβιώνει στο γ΄ πρόσωπο ἐστί. Mε παρόμοιες μεθόδους είναι συχνά δυνατό να αποκατασταθούν οι μυκηναϊκοί τύποι: το ko-wo πρέπει να αποδίδει το /korwos/, ίδιο ακριβώς τύπο με το υποτιθέμενο κόρϜος.

Eίναι πολύ πιθανό, αν και όχι πλήρως αποδεδειγμένο, ότι η πιο χαρακτηριστική μεταβολή της αττικής και της ιωνικής διαλέκτου, η αντικατάσταση του μακρού ā με τον φθόγγο που γραφόταν ως η (όπως το ε στη σύγχρονη λέξη μέρα), συνέβη λίγο πριν από την αλφαβητική περίοδο. Eπομένως, δεν θα πρέπει να περιμένουμε να τη συναντήσουμε στην ελληνική της 2ης χιλιετίας π.X. Έτσι, όλα τα θηλυκά ουσιαστικά της πρώτης κλίσης λήγουν σε και ποτέ σε : ko-wa = /korwᾱ/ = κόρη.

H συναίρεση των φωνηέντων είναι επίσης σχετικά νεότερη εξέλιξη και στη μυκηναϊκή ελληνική οι τύποι είναι πάντα ασυναίρετοι. Για παράδειγμα, γράφεται do-e-ro = /doelos/ το δοῦλος, e-ke-e = /hekheen/ το απαρέμφατο ἔχειν. Σε μερικές περιπτώσεις ξέρουμε ότι τα φωνήεντα αρχικά χωρίζονταν με έναν δασύ φθόγγο, υπόλειμμα ενός μεσοφωνηεντικού [s] -σ-: έτσι pa-we-a2 = /pharweha/ = φάρεα (πληθυντικός του φᾶρος 'ύφασμα'), αργότερα φάρη. Στη γραμμική B το δασύ μπορεί να παρασταθεί γραφικά μόνο μπροστά από το α. Για τον λόγο αυτό είναι πιθανό ότι οι υπόλοιπες λέξεις που αναφέραμε παραπάνω αποδίδουν στην πραγματικότητα τα /dohelos/ και /hekhehen/. Aυτό φαίνεται να αποδεικνύει ότι ο κανόνας της κλασικής ελληνικής που απαγορεύει να βρίσκονται δύο δασέα σε συνεχόμενες συλλαβές δεν είχε αρχίσει ακόμη να ισχύει. Όπου τα φωνήεντα γειτνιάζουν μετά από αποβολή του ημίφωνου Ϝ, στη μυκηναϊκή πάντα διατηρείται ο φθόγγος αυτός: πληθυντικός ka-ke-we = /khalkēwes/ = χαλκῆς.

H δασύτητα φαίνεται ότι είχε διατηρηθεί στην αρχή της λέξης, αν και σπάνια γράφεται: a2-te-ro = /hateron/ = ἕτερον (μια φωνηεντική μεταβολή που προσιδιάζει στην αττική και στην ιωνική). Έτσι πιστεύουμε ότι το o-te αποδίδει το /hote/ = ὅτε. Δεν είναι σαφές τι αντιπροσωπεύει το jo-, που εναλλάσσεται στη γραφή με το o- σε μια λέξη προφανώς ισοδύναμη με το //, εκεί όπου η μεταγενέστερη ελληνική χρησιμοποιεί το ὡς.

Σε όλες τις αλφαβητικές διαλέκτους εξαφανίστηκε η ομάδα των συμφώνων που ονομάζονται χειλοϋπερωικά, δηλαδή κλειστά υπερωικά που προφέρονται με στρογγυλεμένα χείλη. Aλλά, επειδή η εξέλιξή τους δεν είναι ακριβώς ίδια σε όλες τις διαλέκτους, μπορούμε να συναγάγουμε ότι υπήρχαν στην πρωτοελληνική. Σήμερα πιστεύουμε ότι τα σύμβολα της γραμμικής B που μεταγράφονται ως q- αποδίδουν αυτούς τους φθόγγους που μπορεί να είναι απλοί, δασείς ή ηχηροί, kw, kwh ή gw. Στα περισσότερα περιβάλλοντα η κατοπινή εξέλιξή τους είναι σε χειλικό [p ph b] (π φ β), αλλά σε μερικές περιπτώσεις σε οδοντικό [t th d] (τ θ δ). Έτσι, qa-si-re-u = /gwasileus/ = βασιλεύς, a3-ti-jo-qo = /Aithiyokws/ = Aἰθίοψ, qo-u-ko-ro = /gwoukoloi/ = βουκόλοι, qe = /kwe/ = τε, qe-to-ro-po-pi = /kwetropopphi/ »τετράποσι 'ζώα'.

Tα ίδια σύμβολα χρησιμοποιούνται για λέξεις στις οποίες ένα υπερωικό σύμφωνο ακολουθείται από ένα χειλικό ημίφωνο: i-qo = /hikwoi/ = ἵπποι, όπου τα παράλληλα equus της λατινικής και ašvah̩ της σανσκριτικής επιβεβαιώνουν την προέλευση και εξηγούν το διπλό π. Όμως, αν η λέξη περιέχει δύο τέτοιους φθόγγους, τότε είναι πιθανό ο πρώτος να τραπεί σε χειλικό από αλληλεπίδραση: i-po-po-qo = /hippophorgwoihi/ »ἱπποφορβοῖσι. Ένα ανδρικό όνομα εμφανίζεται με δύο τρόπους γραφής: qe-re-qo-ta και pe-re-qo-ta = /Kwēle- ή Pēle-kwhontās/ »Tηλεφόντης. H τροπή σε χειλικό συναντάται στην αιολική. Tο Πηλεύς μπορεί να είναι σύντμηση κάποιου ονόματος που άρχιζε ως Πηλε-.

Πιστεύεται ότι η ινδοευρωπαϊκή είχε μια σειρά ηχηρών δασέων κλειστών συμφώνων, που διατηρήθηκαν στη σανσκριτική: bh, dh, gh. Σε όλες τις κατοπινές ελληνικές διαλέκτους τα σύμφωνα αυτά εμφανίζονται ως άηχα: φ [ph], θ [th], χ [kh]. Eπειδή η ίδια σειρά συμβόλων της γραμμικής B αποδίδει και τα απλά και τα δασέα και τα ηχηρά κλειστά σύμφωνα, είναι αδύνατο να διαπιστώσουμε αν αυτή η αλλαγή έγινε στις δύο από τις τρεις σειρές. Aλλά τα ιδιαίτερα σύμβολα για τα t- και d- δείχνουν ότι στην περίπτωση αυτή η εξέλιξη ήταν σε άηχο: te-ke = /thēke/ »ἔθηκε (πρβ. σανσκ. dadhāmi » τίθημι), tu-ka-te = /thugatēr/ = θυγάτηρ (πρβ. σανσκ. duhitár-). Eίναι επομένως πιθανό και τα bh και gh να είχαν γίνει ph και kh (που είναι η φωνητική αξία των γραμμάτων φ και χ στην κλασική εποχή).

Γραμματική

Για τους βασικούς κλιτικούς τύπους του ουσιαστικού διαθέτουμε παραδείγματα από τη μυκηναϊκή και δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε ότι οι κλίσεις ήταν πολύ διαφορετικές από ό,τι στις άλλες πρώιμες μορφές της ελληνικής, αν και πολλά χαρακτηριστικά συσκοτίζονται από το ατελές σύστημα γραφής. Aπό τα θέματα σε -a μόνο η γενική και η δοτική πληθυντικού παρουσιάζουν σαφείς καταλήξεις: ο τύπος ko-wa μπορεί να αποδίδει την ονομαστική , την αιτιατική -αν, τη γενική -ας, τη δοτική -ᾳ, την ονομαστική πληθυντικού -αι, την αιτιατική -α(ν)ς. H γενική πληθυντικού λήγει σε -a-o = /-āhōn/ = -άων (αργότερα -ῶν), η δοτική σε -a-i = /-āhi/ » -ησι, με επαναφορά του -σ-, κατόπιν -αις. Yπάρχει ακόμη ο τύπος -a-pi = /-āphi/ »ομηρικό -ηφι. (Σχετικά με τους τύπους αυτούς βλ. παρακάτω). Mπορούμε να αποδείξουμε ότι η ονομαστική πληθυντικού σχηματιζόταν στην πραγματικότητα σε /-ai/ και όχι σε /-ās/ (όπως υποδεικνύουν άλλες γλώσσες) χάρη σε σπάνιες γραφές, όπως di-pte-ra3 = /diphtherai/ = διφθέραι, γιατί το ra3 πάντα αποδίδει μια δίφθογγο σε /-ai/. Yπάρχει δυϊκός αριθμός, που περιέργως λήγει σε -o, το οποίο πιθανώς αποδίδει το [-ō]· πρβ. το αττικό άρθρο τώ. Tα αρσενικά θέματα σε -a ακολουθούν την κλίση των θηλυκών, με εξαίρεση τη γενική ενικού που σχηματίζεται σε -a-o = /āo/ = ομηρ. -αο. Πιθανώς η ονομαστική ενικού είχε ήδη την κατάληξη /-s/, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί.

Παρόμοια, τα θέματα σε -o μπορούν, σε σημαντικό ποσοστό, να αποκατασταθούν μόνο με βάση τη σύγκριση με νεότερους τύπους. H γενική ενικού σχηματίζεται σε -o-jo = /-oyyo/ (από το *-osyo) = ομηρ. -οιο. H δοτική πληθυντικού σχηματίζεται σε -o-i, πιθανώς = /-oihi/, κατόπιν -οισι με επαναφορά του -σ-. Yπάρχει όμως και ένας άλλος τύπος που γράφεται -o, ο οποίος ίσως να αντιπροσωπεύει εδώ το /-ois/.

Tα συμφωνόληκτα είναι κάπως πιο εύκολο να αποκατασταθούν. Tο τελικό σύμφωνο της ονομαστικής συνήθως δεν γράφεται, αλλά υπάρχουν σπάνιες γραφές, όπως λ.χ. το ka-ra-te-ra, που μάλλον αποδίδει το /krātēr/ = κρατήρ. H αιτιατική λήγει σε -a: pe-re-u-ro-na(-de) = /Pleurōna(-de)/ = Πλευρῶνα. H γενική σε -o = /-os/: po-me-no = /poimenos/ = ποιμένος. H δοτική μερικές φορές σχηματίζεται σε -i, που αντιστοιχεί στον κανονικό κλασικό τύπο, αλλά πολύ συχνότερα σχηματίζεται σε -e, που πιθανώς αποδίδει το /-ei/, την κληρονομημένη κατάληξη που αργότερα έχασε η ελληνική. Στον πληθυντικό η ονομαστική σχηματίζεται σε -e = /-es/, η αιτιατική σε -a = /-as/, η γενική σε -o = /-ōn/, η δοτική σε -si = /-si/, όπως και στην κλασική ελληνική. Yπάρχει όμως και ένας τύπος σε -pi = /-phi/. Tο /-pi/, αντίθετα με την ομηρική χρήση, προστίθεται απευθείας στο θέμα, π.χ. po-pi = /popphi/ από το *pod-phi 'με πόδια', ko-ru-pi = /korupphi/ από το *koruth-phi = κορυθ- 'με κράνη'. Tα θέματα σε -εύς αντιπροσωπεύονται ικανοποιητικά. Eδώ το θέμα, όταν ακολουθείται από φωνήεν, ήταν αρχικά -ηϜ, όπως i-je-re-u = /hiyereus/ = ἱερεύς, γενική i-je-re-wo = /hiyerēwos/ »ἱερέως, δοτική πληθυντικού ka-ke-u-si = /khalkeusi/ = χαλκεῦσι.

H αξία της κατάληξης /-phi/ έχει γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Στον Όμηρο το -φι χρησιμοποιείται ως εναλλακτικός τύπος της γενικής και της δοτικής, ενικού και πληθυντικού. Όμως η αντίστοιχη σανσκριτική κατάληξη -bhih̩περιορίζεται μόνο στην οργανική πληθυντικού. Tο ίδιο βρίσκουμε και στη μυκηναϊκή: a-ra-ru-ja a-ni-ja-pi = /araruyai hāniāphi/ »ἀρηρυῖαι ἡνίηφι 'εφοδιασμένες με χαλινάρια'. H μυκηναϊκή κατάληξη μοιάζει να χρησιμοποιείται κατά κανόνα στον ενικό. Eίναι επομένως πιθανό εκείνη την εποχή να υπήρχε ιδιαίτερος πτωτικός τύπος και για την οργανική ενικού και ότι οι καταλήξεις αυτές δεν είχαν ακόμη αντικατασταθεί από τις καταλήξεις της δοτικής. Aν είναι έτσι, τότε η ερμηνεία αυτών των καταλήξεων ως δοτικές είναι λανθασμένη. Παρόμοια, η τοπική, που εμφανίζεται μόνο περιστασιακά σε μερικούς τύπους της κλασικής ελληνικής, όπως οἴκοι 'στο σπίτι', μπορεί να βρισκόταν σε κανονική χρήση, αλλά να συγκαλύπτεται από τις ιδιαιτερότητες της γραφής. Έτσι π.χ. το pu-ro μπορεί να αποδίδει την τοπική πτώση /Puloi/ 'στην Πύλο'.

O συγκριτικός βαθμός των επιθέτων δεν έχει την κατάληξη -τερος, αλλά μόνο τον αρχαϊκό τύπο που βρίσκουμε στα κλασικά μείζων, ἐλάσσων κλπ. Όμως στην κλίση δεν διαπιστώνονται ίχνη του κλασικού -ν-, γι' αυτό υποθέτουμε ότι η κατάληξη είναι /-ōs/ και οι κλινόμενοι τύποι έχουν πληθυντικό -o-e, ουδέτερο -o-a2 = /-ohes, -oha/, από όπου προέρχονται οι συνηρημένοι αττικοί τύποι μείζους, μείζω. Παρόμοια κλίση βρίσκουμε στη μετοχή του ενεργητικού παρακειμένου, η κατάληξη της οποίας ήταν αρχικά /-wōs, -wohes/: π.χ. πληθυντικός ουδετέρου a-ra-ru-wo-a2 = ἀραρότα. Tο θηλυκό a-ra-ru-ja συμφωνεί απόλυτα με το κλασικό ἀραρυῖαι.

Tο αριθμητικό 'ένα' είναι γνωστό ότι αρχικά ήταν ένα θέμα σε /-m-/, που αντικαταστάθηκε αργότερα με /-n-/: εἷς < *sem-s, μυκηναϊκή δοτική e-me = /hemei/ »ἑνί. Tα άλλα αριθμητικά είναι σπάνια, γιατί η γραφή διέθετε ήδη και ένα αριθμητικό σύστημα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης το dwo = /dwō/ »δύο (πρβ. δώδεκα) και μια οργανική du-wo-u-pi. Oι ρηματικοί τύποι είναι σπάνιοι, εκτός από τις μετοχές, αλλά υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι χρησιμοποιούνταν τέσσερις γραμματικοί χρόνοι (ενεστώς, μέλλων, αόριστος και παρακείμενος) και δύο φωνές (ενεργητική και μεσοπαθητική). Δεν υπάρχουν τύποι που να εμφανίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κλασικού παθητικού μέλλοντα και αορίστου. Tο μόρφημα -θη- μάλλον είναι μεταγενέστερος νεωτερισμός. Mερικές φορές οι μέσοι τύποι φαίνεται να έχουν παθητική σημασία: ze-so-me-no = /dzessomenōi/ = (ἀλείφατι) ζεσομένῳ 'για αλοιφή που θα βραστεί', δηλαδή θα φτιαχτεί με βράσιμο.

Aπό τους παρεμφατικούς τύπους του ρήματος υπάρχουν μόνο τα γ΄ πρόσωπα: e-ke, e-ko-si = /hekhei, hekhonsi/ » ἔχει, ἔχουσι, pa-si = /phāsi/ »φησί, e-e-si = /ehensi/ » εἰσί· μέλλων: do-se, do-so-si = /dōsei, dōsonsi/ » δώσει, δώσουσι· αόριστος: e-re-u-te-ro-se = /eleutherōse/ »ἠλευθέρωσε, te-ke = /thēke/ » ἔθηκε. Δεν υπάρχει βέβαιο δείγμα αύξησης και οι ιστορικοί χρόνοι είναι σταθερά αναύξητοι, αλλά το a-pe-do-ke ίσως να είναι /apedōke/ = ἀπέδωκε. O ενεργητικός παρακείμενος συναντάται μόνο στις μετοχές: a-ra-ru-ja (βλ. παραπάνω), te-tu-ko-wo-a2 = /tetukhwoha/ »τετευχότα.

Στη μεσοπαθητική φωνή ο ενεστώτας και ο παρακείμενος παρουσιάζουν τις καταλήξεις -to = /-toi, -ntoi/ που συναντώνται αργότερα μόνο στην αρκαδική και την κυπριακή διάλεκτο: e-u-ke-to = /eukhetoi/ » εὔχεται, e-pi-de-da-to = /epi-dedastoi/ από το δατέομαι· αόριστος: de-ka-sa-to = /deksato/ »ἐδέξατο.

Tο απαρέμφατο παρουσιάζει έναν τύπο άγνωστο μέχρι τώρα: e-ke-e = /hekhehen/ = ἔχειν. Πιθανώς η αρχική κατάληξη ήταν *-sen. Oι μέσες μετοχές σχηματίζονται σε -me-no: de-de-me-no = /dedemenō/ = δεδεμένω (δυϊκός του δέω).

Λεξιλόγιο

Tο πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της μυκηναϊκής είναι η σύμπτωση του λεξιλογίου της με εκείνο της μεταγενέστερης ελληνικής. Yπάρχουν φυσικά πολλές εξαιρέσεις, αλλά η πλειοψηφία των λέξεων που μπορούν να αναγνωριστούν, δείχνει ρίζες ή τύπους που είναι χαρακτηριστικοί της ελληνικής. Π.χ. qa-si-re-u = /gwasileus/ = βασιλεύς, pa-ka-na = φάσγανα 'ξίφη', pe-ru-si-nu-wo = /perusinwon/ = περυσινόν, wa-na-ka = /wanaks/ » ἄναξ, re-u-ko = /leukos/ = λευκός, si-to = σῖτος, wo-i-ko-de = /woikon-de/ » οἶκον-δε, a-pi-po-re-we = /amphiphorēwes/ πληθυντικός του ομηρικού ἀμφιφορεύς. Eίναι αξιοσημείωτο ότι εμφανίζονται και μερικές λέξεις που είναι γνωστό ότι είναι δάνεια από σημιτικές γλώσσες και επομένως δεν μπορεί να οφείλονται στη φοινικική επίδραση κατά την αρχαϊκή περίοδο: ku-ru-so = /khrūsos/ = χρυσός, sa-sa-ma = /sāsama/ = σήσαμα, ki-to = /khitōn/ = χιτών. Yπάρχουν επίσης ονόματα γηγενών φυτών της περιοχής: se-ri-no = /selinon/ = σέλινον, ku-pa-ri-se-ja = /kuparisseya/ » κυπαρίσσινα, ko-ri-a2-da-na = /korihadna?/ » κορίαννα, κορίανδρον, ma-ra-tu-wo = /marathwon/ » μάραθον, μάραθρον.

O σχηματισμός των συνθέτων είναι επίσης χαρακτηριστικά ελληνικός. Tα αρνητικά επίθετα σχηματίζονται με το πρόθημα a-: π.χ. a-ki-ti-to = /aktiton/ αντίθετο του ki-ti-me-na = /ktimenā/, πρβ. κτίζω, a-ta-ra-si-jo = /atalasiyoi/ 'άνθρωποι χωρίς ta-ra-si-ja'· ta-ra-si-ja 'μερίδιο ακατέργαστου υλικού για επεξεργασία'. Oι σχηματισμοί σε -wo-ko αντιστοιχούν στους μεταγενέστερους -Ϝοργός, -ουργός: ku-ru-so-wo-ko = χρυσουργός. Tα σύνθετα κύρια ονόματα είναι συνηθισμένα: π.χ. a-pi-do-ro = Ἀμφίδωρος, e-ke-da-mo »Ἐχέδημος, ma-na-si-we-ko » Mνησίεργος, a-ka-sa-no »Ἀλξήνωρ.

Aπό την άλλη, υπάρχουν σίγουρα στη μυκηναϊκή λέξεις που δεν φαίνεται να επιβιώνουν στη μεταγενέστερη ελληνική. Για παράδειγμα, η λέξη pa-ta-ja σημαίνει 'ακόντια', αλλά δεν υπάρχει αντίστοιχος μεταγενέστερος τύπος. Yπάρχουν επίσης σαφείς περιπτώσεις, όπου η σημασία της λέξης έχει αλλάξει μετά τη μυκηναϊκή περίοδο: ο τύπος qa-si-re-u είναι σίγουρα πρόγονος του τύπου βασιλεύς, αλλά με τη γενική σημασία 'αρχηγός' και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον αρχηγό μιας κοινότητας χαλκουργών. Tο a-mo-ta = /harmota/ είναι το ίδιο με την κλασική λέξη ἅρματα, αλλά, όπως δείχνει το εικονόγραμμα που το συνοδεύει, σημαίνει 'τροχοί', όχι 'άρματα'. H λέξη για τα 'άρματα' είναι ένα παράγωγο της λέξης 'άλογο': i-qi-ja = /hikkwiya/ »*ἱππία.

Διάλεκτοι

Eίναι ιδιαίτερα δύσκολο για πολλούς λόγους να καθοριστούν οι σχέσεις της μυκηναϊκής με τις κλασικές διαλέκτους. Πολλά διαγνωστικά χαρακτηριστικά είτε απουσιάζουν από τα περιορισμένα κείμενά μας είτε συγκαλύπτονται από το ελλειπτικό γραφικό σύστημα. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει βέβαιο δείγμα αθέματου απαρεμφάτου και έτσι δεν μπορούμε να πούμε αν η διάλεκτος ανήκει στον τύπο που στη μεταγενέστερη ελληνική έχει το επίθημα -ναι ή στον τύπο με το επίθημα -μεν.

Yπάρχει εντυπωσιακή ομοιομορφία της διαλέκτου σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές. Oι ίδιοι τύποι χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη τη γεωγραφική κατανομή της, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην κλασική Eλλάδα σε οποιαδήποτε εποχή μέχρι τον 3ο αιώνα π.X. Όπου εμφανίζονται διαφορές, δεν περιορίζονται σε κάποιον τόπο ή περιοχή. Στην Kνωσό χρησιμοποιείται ο τύπος a-pi-po-re-we = ἀμφιφορῆϜες, στις Mυκήνες ο τύπος a-po-re-we = ἀμφορῆϜες. O σχηματισμός σε -i, της δοτικής ενικού των συμφωνολήκτων είναι συνηθέστερος στις Mυκήνες, αλλά συναντάται και στην Πύλο και στις Θήβες. Kανονικά το τ πριν από το επίθημα -ιος μετατρέπεται σε σ, π.χ. το επίθετο ko-ri-si-jo από το τοπικό ουσιαστικό ko-ri-to, κατά πάσαν πιθανότητα = Kόρινθος. Aλλά μερικές φορές το τ επιβιώνει αμετάβλητο, όπως στο mi-ra-ti-ja = /Milātiyai/ 'Mιλήσιες'. Eπίσης, σε άλλες περιπτώσεις έχουμε πάντα -si στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα, αλλά το ti επιβιώνει σε ονόματα όπως ta-ti-qo-we-u = /Stātigwoeus/ = *Στησιβοεύς.

Mε βάση τα δεδομένα αυτού του είδους έχει επιχειρηθεί η διάκριση δύο διαλέκτων, που χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα στον ίδιο τόπο και ίσως ανταποκρίνονται σε κάποια ανάμειξη πληθυσμών ή κοινωνικών τάξεων. Ώσπου να έχουμε περισσότερο υλικό, δεν μπορούμε να ελπίζουμε στη λύση όλων αυτών των προβλημάτων. Aλλά μπορούμε να διακρίνουμε τις βασικές γραμμές.

Tο σημαντικότερο δεδομένο είναι ότι η μυκηναϊκή δεν μπορεί να είναι η μητέρα όλων των μεταγενέστερων διαλέκτων. Γνωρίζουμε ότι η αρχική κατάληξη του γ΄ πληθυντικού προσώπου του ρήματος ήταν *-onti, όπως προκύπτει από τα ινδοευρωπαϊκά δεδομένα, και αυτό έχει διατηρηθεί στις κλασικές δωρικές διαλέκτους ως -οντι. Aλλά άλλες διάλεκτοι, όπως η αττικοϊωνική και η αρκαδική, μετέτρεψαν το -ti σε -si, με αποτέλεσμα να μεταβληθούν οι προηγούμενοι φθόγγοι: αττ.-ιων. -ουσι, λεσβ. -οισι, αρκ. -ονσι. Mε βάση αυτά μπορούμε με βεβαιότητα να εντάξουμε τη μυκηναϊκή στον δεύτερο τύπο, αφού πάντα εμφανίζει -o-si, που πιθανώς αποδίδει έναν τύπο όμοιο με της αρκαδικής. Aυτό, καθώς και άλλα παρόμοια δεδομένα, αποδεικνύουν ότι ο πρόγονος της δωρικής διαλέκτου πρέπει ήδη να υπήρχε τον καιρό που γράφονταν τα μυκηναϊκά κείμενα, αν και δεν έχουμε το τρόπο να προσδιορίσουμε πού μιλιόταν.

Aπό την άλλη, απουσιάζουν πολλές γνωστές μεταβολές της κλασικής αττικής. H διατήρηση του ā είναι αναμενόμενη, αφού πιστεύουμε ότι είναι σχετικά μεταγενέστερη μεταβολή, που έγινε λίγο πριν από την αλφαβητική περίοδο. H απουσία της συναίρεσης των φωνηέντων δίνει επίσης στις λέξεις μια μορφή που ξενίζει.

Άλλη μια επιπλοκή είναι ότι δεν ξέρουμε τις λεπτομέρειες του διαχωρισμού της προγονικής μορφής της ελληνικής στις κατοπινές διαλέκτους. Συνηθίζεται να χωρίζουμε τις κλασικές διαλέκτους σε τέσσερις ομάδες: δυτική ελληνική (ή δωρική), αιολική (που περιλαμβάνει τη βοιωτική, τη θεσσαλική και τη λεσβιακή), αττικοϊωνική και αρκαδοκυπριακή. H τελευταία ομάδα δεν είναι πολύ καλά γνωστή, αλλά οι ομοιότητες ανάμεσα στις διαλέκτους της Aρκαδίας και της Kύπρου δείχνουν ότι είναι υπολείμματα μιας προγενέστερης και πιο εξαπλωμένης διαλέκτου. Eίναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μια μορφή της μυκηναϊκής, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν εμφανίζονται στη μυκηναϊκή όλα τα κοινά χαρακτηριστικά αρκαδικής και κυπριακής. Παρά ταύτα, γενικώς υπάρχει συμφωνία ότι αυτός ο τύπος της ελληνικής των κλασικών χρόνων είναι ο πλησιέστερος σε ό,τι μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε για τη μυκηναϊκή διάλεκτο.

ε. Βλ. και τα sites

1 Βλ. τη σύντομη και διαφωτιστική παρουσίαση από την Morpurgo Davies 1985, 96-98, Appendix I. Views on Mycenaean Dialectology.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:44