ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Γλώσσα και Γραφή 

Μαρία Καραλή (2007) 

Η γλώσσα μεταφέρει τις εμπειρίες μας αλλά και τα γραπτά κείμενα μπορούν να το πετύχουν αυτό με πολύ ισχυρό τρόπο. Το υπερβολικό ενδιαφέρον για θέματα γραφής και ανάγνωσης, γραμματισμού και αναλφαβητισμού, πρέπει να οφείλεται και στο ότι οι δικές μας, δυτικού τύπου, κοινωνίες είναι έντονα γραφοκεντρικές.

1. Γραμματισμός είναι γλωσσική επικοινωνία σε γραπτή μορφή ή, διαφορετικά, η ικανότητα ανάγνωσης και γραφής. H γραφή και η ανάγνωση αποτελούν την οπτική καταγραφή ήχων και τη φωνητική αποκωδικοποίηση οπτικών συμβόλων αντίστοιχα. Ένας τέτοιος ορισμός όμως του γραμματισμού είναι επικίνδυνα απλός. Πρόκειται για διττή δεξιότητα που εμπεριέχει διαβάθμιση και για τις δύο πλευρές της, και χαρακτηρίζεται από χρονική, τοπική, κοινωνική, πολιτισμική διαφοροποίηση. Ένας ομιλητής είναι δυνατό να κατέχει τη μία από τις δύο πλευρές σε διαφορετικό βαθμό: π.χ. να διαβάζει κείμενα, αλλά να μην μπορεί να συμπληρώσει ούτε μια απλή αίτηση. Η προφορική ή μη φύση μιας κοινωνίας καθορίζεται και από τις χρήσεις του γραμματισμού: τί και πότε πρέπει να διεξαχθεί υποχρεωτικά προφορικά ή γραπτά, πόσοι είναι οι εγγράμματοι, πόσο συχνά ασκούν αυτές τις δεξιότητες. Ακόμη διαφορετικές μορφές γραμματισμού μπορεί να προκύψουν από το γένος του ομιλητή: τα περιεχόμενο των πρώτων παιδικών βιβλίων διαφέρει αν το παιδάκι είναι αγόρι ή κορίτσι. Η εποχή και ο πολιτισμός μεταβάλλουν το περιεχόμενο της έννοιας. Γενικά, ο ορισμός του γραμματισμού επιδέχεται διαφοροποιήσεις. Σήμερα προτεραιότητα έχει σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες ο γραπτός λόγος, και εκτός από την εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής, αριθμητικών πράξεων, χρήσης ηλεκτρονικών μέσων, η επιδίωξη είναι να γνωρίζει από κοινωνιογλωσσικής πλευράς ο ομιλητής σε επίπεδο παραγωγής το είδος των κειμένων που χρησιμοποιούνται σε διαφορετικά κοινωνικά συμφραζόμενα. Αντίθετα στην αρχαία Ελλάδα, παρά την ύπαρξη πολλών κειμένων, ο προφορικός λόγος αποτελούσε το ιδεώδες στον πολιτικό βίο, την εκπαίδευση, την καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Η κατάκτηση αυτής της δεξιότητας είναι κεντρικό θέμα στην εκπαιδευτική διαδικασία και εγείρει πρακτικά και θεωρητικά ερωτήματα: Ποια είναι η αλληλεπίδρασή της με τη γνωστική ανάπτυξη; Πώς επηρεάζει την κατάκτηση της γλώσσας; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε παιδιά και ενηλίκους; Πώς επηρεάζεται από την εκπαιδευτική μέθοδο; Πώς επηρεάζει τη γλωσσική αντίληψη, την ικανότητα να συνειδητοποιεί κανείς τις γλωσσικές μονάδες; Έχει αποδειχτεί ότι η αντίληψη των γλωσσικών μονάδων, η αναπαράσταση στο νοητικό λεξικό και οι διαδικασίες επεξεργασίας που χρησιμοποιούνται κατά την ανάγνωση επηρεάζονται, αν δεν εξαρτώνται, από τη φύση της ορθογραφίας με την οποία είναι κάποιος εξοικειωμένος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή της γλωσσολογικής έρευνας εν γένει. Τον 20ό αι. ο γραπτός λόγος εθεωρείτο δευτερογενής, αν όχι ατελής αναπαράσταση του προφορικού. Η επίγνωση όμως του ότι κάποιες μονάδες γλωσσικής ανάλυσης είναι παράγωγα μονάδων του γραπτού λόγου κατέστησε σημαντική τη μελέτη των δομικών ιδιοτήτων της γραφής για τη γλωσσική ανάλυση.

Παρά το ότι σήμερα θεωρούμε την υπεροχή του γραμματισμού δεδομένη, η καλύτερη κατανόηση της προφορικής παράδοσης από ιστορική και ανθρωπολογική πλευρά και οι εργασίες των ψυχολόγων για τη μνήμη μάς έχουν οδηγήσει σε επανεκτίμηση της σημασίας της προφορικότητας σε μια κοινωνία (που και στην εποχή μας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη). Κοινωνικά συστήματα με και χωρίς γραμματισμό διαφέρουν στο πώς οργανώνουν τη νομοθεσία τους, την εκπαίδευση, την οικονομία και πώς διαφέρουν σε γνωστικές διαδικασίες. Η μελέτη του M. Parry είναι κλασική ένδειξη για τη μετάβαση από την προφορικότητα στον γραμματισμό. Το μέτρο επανερμηνεύεται όχι ως αισθητικό στοιχείο, αλλά ως μνημοτεχνικό βοήθημα. Γενικά πάντως τώρα δεν είναι αποδεκτή η ρομαντική αίσθηση πως οι έντονα προφορικές κοινωνίες είναι καθυστερημένες ή «αγνές».

Η σύνδεση του γραμματισμού με έννοιες ισχύος είναι ένα από τα πιο συζητημένα θέματα Σε γενικό επίπεδο, η γραφή κατά καιρούς έχει θεωρηθεί ως υπεύθυνος παράγοντας για πνευματική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική πρόοδο και διαφοροποίηση. Για παράδειγμα, η εισαγωγή του αλφαβήτου στην αρχαία Ελλάδα θεωρήθηκε υπεύθυνη για πιο λογική σκέψη αλλά αναρωτιέται κανείς γιατί δεν συνέβη κάτι ανάλογο και στη Ρώμη. Και σήμερα που η γραφή είναι παγκόσμια διαδεδομένη, εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ κρατών. Οι ακραίες θεωρίες που υποστηρίζουν έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό, πως η είσοδος της γραφής δηλαδή ως ικανότητας θα έχει προκαθορισμένα αποτελέσματα ή αλλαγές ανεξαρτήτως κοινωνίας (το λεγόμενο «αυτόνομο» μοντέλο) έχουν απορριφθεί. Η γραφή θεωρείται πλέον μια τεχνολογική δυνατότητα, όπως πολλές άλλες, σαν τον ηλεκτρισμό και δεν έχει απόλυτα προβλέψιμες και πανομοιότυπες συνέπειες στις κοινωνίες που εισέρχεται, παρά το ότι η είσοδός της δεν μπορεί να αποτραπεί. Η επενέργειά της είναι απολύτως εξαρτημένη από τις συνήθειες, τις αντιλήψεις και την πολιτική δομή της κοινωνίας, και ενισχύει αλλά δεν μεταβάλλει ισχύουσες τάσεις και ιδεολογίες (το λεγόμενο ιδεαλιστικό μοντέλο).

Η γραφή πάντως έχει χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ή να οδηγήσει σε πολιτική και κοινωνική δύναμη. Σε αρχαίες κοινωνίες αυτοί που ήξεραν να γράφουν ήταν πολιτικά ή θρησκευτικά κυρίαρχοι. Η ζωή του Δαρείου κυκλοφορούσε σε λογοτεχνική μορφή στους υπηκόους του. Η σχέση εξουσίας και κειμένων έχει δύο αξιοπρόσεκτες πλευρές: την εξουσία επί των κειμένων και την εξουσία που ασκείται μέσω αυτών. Η πρώτη διάσταση περιλαμβάνει περιορισμούς σχετικά με το τί γράφεται, στην προσέγγιση, στην κατοχή και κυρίως στην ανάγνωση κειμένων. Στη πιο θεμελιώδη του μορφή αυτό σημαίνει ότι μια ελίτ καθορίζει το status των κειμένων. Και αυτή η μορφή εξουσίας περιλαμβάνει και την επιλογή συστήματος γραφής. Ο λόγος για τον οποίο μια γλώσσα καταγράφεται με ένα συγκεκριμένο σύστημα γραφής μπορεί να μην οφείλεται σε γλωσσικούς παράγοντες (βλ. παρακάτω) αλλά σε πολιτική σκοπιμότητα. Ένας χάρτης που θα έδειχνε την έκταση της καταγραφής με βάση το αγγλικό αλφάβητο ή τον αραβικό ή κινεζικό τρόπο καταγραφής είναι ουσιαστικά η πολιτική ισχύς που αναδεικνύει η οικολογία των συστημάτων γραφής. Οι γλωσσικές συνθήκες στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι επίσης διδακτικές. Πριν τον διαχωρισμό η σερβοκροατική γραφόταν ταυτόχρονα και σε κυριλλικό και λατινικό αλφάβητο. Στην Κροατία υπερείχε το λατινικό, αντανάκλαση της δύναμης της καθολικής εκκλησίας, στη Σερβία το κυριλλικό, έκφραση της δύναμης της ορθόδοξης εκκλησίας. Μετά τον διαχωρισμό, η συσχέτιση μεταξύ αλφαβήτου και εθνικής ομάδας έχει κορυφωθεί, με αποτέλεσμα το κυριλλικό να έχει απομακρυνθεί σχεδόν εντελώς από τα σχολεία της Κροατίας. Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν σχεδόν επ' αόριστον.

Η δεύτερη διάσταση περιλαμβάνει περιπτώσεις νομοθετικής έκδοσης κειμένων για να νομιμοποιηθούν ενέργειες πολιτικές, κρατικές.

2. Προέλευση γραφής

Η προέλευση της γραφής είναι θέμα που έχει συζητηθεί πολύ. Θα καταλαβαίναμε πολλά για τη φύση των συστημάτων γραφής αν γνωρίζαμε τον λόγο που οδήγησε στη γέννηση της γραφής και αν αποτελούν ατομική ή συλλογική επινόηση. Η επικοινωνιακή άποψη που εκφράζεται στις ιστορίες γραφής, ότι το γράψιμο επινοήθηκε για να αποστέλλονται μηνύματα σε μακρινή απόσταση, δεν είναι πια αποδεκτή. Κάτι τέτοιο θεωρείται παραπροϊόν, αποτελεί μεταγενέστερη χρησιμοποίηση της γραφής. H πρόταση των Daniels και Cooper παραπέμπει σε πρακτική ανάγκη, αν και κατά τρόπο όχι άμεσα αναγνωρίσιμο. Oι πρώτες χρήσεις της γραφής εμφανίζονται για την αναμετάδοση εννοιών που δεν έχουν πρόσφορο και έτοιμο προφορικό ισοδύναμο (π.χ. το αποτέλεσμα του συλλογισμού 5.864.379 επί 9.273.952). Aυτό αποκαλύπτεται από τα πρώτα είδη κειμένων: στη Mεσοποταμία καταγράφονται ποσότητες ζώων, εμφανίζονται κατάλογοι εργατών με διαβάθμιση κατά καθήκον· στην Aμερική αστρονομικές και ημερολογιακές πληροφορίες, έννοιες που δεν μπορούν να ανακληθούν χωρίς να έχουν χρησιμοποιηθεί κάποιας μορφής οπτικά σύμβολα.

3. Τυπολογία συστημάτων γραφής

Η γραφή είναι επίκτητη μορφή τεχνολογίας των ομιλητών μιας γλώσσας.

O A.-Φ. Χριστίδης μιλάει για την προϊστορία και τις επιπτώσειςτης ανακάλυψης της γραφής. ("Βαβυλωνία" Seven X Channel)

Κάθε οπτικό σύμβολο όμως που επιδιώκει να μεταφέρει ένα μήνυμα, είτε στην αρχαιότητα είτε στη σημερινή εποχή δεν μπορεί να θεωρηθεί γραφή. Το ινδιάνικο πετρόγλυφο από το Νέο Μεξικό εκφράζει το νόημα πως το μονοπάτι είναι στενό για ένα άλογο και ότι ο αναβάτης θα ανατραπεί εάν επιχειρήσει τη διέλευση, είναι όμως αρκετό για μια κατσίκα. Για την απόδοσή του δεν υπάρχει υποχρεωτική, συγκεκριμένη γλωσσική έκφραση που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, μπορεί να παραφραστεί με ό,τι ισοδύναμο. Γραφή υφίσταται μόνο όταν υπάρχει σταθερή, υποχρεωτική και συγκεκριμένη αντιστοιχία μεταξύ οπτικού συμβόλου και κάποιας γλωσσικής μονάδας. Σύστημα γραφής είναι ένα σύνολο οπτικών ή απτών, μόνιμων και συμβατικών σημείων που αναπαριστούν μονάδες της γλώσσας με συστηματικό τρόπο. Η συμβατική φύση και η προσυμφωνημένη αξία του γραφικού σημείου επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη καταγραφή της γλωσσικής μονάδας και την κατ' επανάληψη ανάγνωση του γραφικού σημείου, την αποκωδικοποίηση δηλαδή της γλωσσικής του αξίας.

Η τυπολογική εξέταση των φαινομενικά απίστευτα διαφορετικών και πολλών συστημάτων γραφής αποκαλύπτει πως υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός αρχών με βάση τις οποίες καταγράφονται οι γλώσσες του κόσμου και πως όλα τα συστήματα γραφής στηρίζονται σε κάποια εξελιγμένη μορφή γλωσσικής ανάλυσης. Aφού θεωρούμε ότι η γραφή παραπέμπει εξ ορισμού σε γλωσσικές μονάδες, θεωρητικά μπορούμε να σκεφτούμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως μονάδες καταγραφής και ανάγνωσης κείμενα και προτάσεις. O αριθμός όμως αυτών των στοιχείων είναι απεριόριστος και το είδος των κειμένων και των προτάσεων απεριόριστο. Kαταστρατηγείται επομένως η έννοια της συμβατικής ανάγνωσης και γραφής. H επιλέξιμη μονάδα πρέπει να έχει προβλεφτεί, να είναι γνωστή και αναγνωρίσιμη εκ των προτέρων. H μεγαλύτερη γλωσσική μονάδα που παριστά ένα σύστημα γραφής είναι η λέξη. Aνάλογα με τη γλωσσική μονάδα που παριστούν, τα συστήματα γραφής υπάγονται σε γενικές κατηγορίες, σε γενικούς τύπους. O γενικός τύπος επιλέγει τη γλωσσική μονάδα που θα αναπαραστήσει, δείχνει την αντιστοιχία γραφήματος και γλωσσικής μονάδας: λέξη/μόρφημα, συλλαβή, φώνημα. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι η σχέση γλώσσας και συστήματος γραφής, αν υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένοι τύποι συστημάτων γραφής που συνδέονται με συγκεκριμένους τύπους γλωσσών και, επομένως, αν κάποια συστήματα είναι καταλληλότερα για κάποιες γλώσσες. Η ιδέα πάντως της επινόησης ενός παγκόσμιου συστήματος γραφής που δεν θα περιορίζεται από διαφορές μεταξύ γλωσσών έχει απασχολήσει ορισμένους φιλοσόφους.

Η τυπολογική εξέταση των συστημάτων αγνοεί το εξωτερικό σχήμα των γραφημάτων. Η αιγυπτιακή ιερογλυφική και το ελληνικό αλφάβητο δεν είναι διαφορετικά συστήματα γραφής εξαιτίας της έντονης διαφοράς στο σχήμα των συμβόλων αλλά επειδή επιλέγουν να αναπαραστήσουν τη γλώσσα με διαφορετικό τρόπο, τα γραφήματά τους δηλαδή αντιστοιχούν σε διαφορετικές γλωσσικές μονάδες. Αρχικά το σχήμα των γραφημάτων των πρώτων συστημάτων είχε ρεαλιστικό, εικονικό περιεχόμενο που αντιστοιχούσε στην έννοια που απέδιδε. Αργότερα τα γραφήματα έχασαν την εικονικότητά τους και συρρικνώθηκαν σε γραμμικά σχήματα.

Ιστορικά τα πρώτα συστήματα είναι τα λογοσυλλαβικά (η σουμεριακή σφηνοειδής που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την ακκαδική και τη χετιττική). Τα πρώτα, και λίγα, γραφήματα αυτών των συστημάτων, τα λογογράμματα, καταγράφουν μια λέξη μέσω της σημασίας της. Περισσότερες έννοιες εκφράζονται όχι με χρήση νέων γραφημάτων αλλά με παραλλαγή και συνδυασμό υπαρχόντων, και αυτό αναδεικνύει ότι η καταγραφή στηριζόταν στον σημασιολογικό συσχετισμό εννοιών. Σε μεταγενέστερες φάσεις οι λέξεις καταγράφονταν με τον συνδυασμό ενός γραφήματος που αποτελούσε τη σημασιακή βάση και ενός άλλου που απέδιδε τον ήχο της τελευταίας συλλαβής της λέξης (εξού και ο όρος λογοσυλλαβικά). Το σχήμα είναι μια σύγχρονη ιμπρεσσιονιστική διαφήμιση, ουσιαστικά γελοιογραφία. Στην πρώτη σειρά ο ήλιος θα ήταν ένα σουμεριακό λογόγραμμα που αποδίδει έννοια, ενώ η καταγραφή της λέξης καβούρι στην 3η σειρά θα ήταν μια λογοσυλλαβική απόδοση που αποδίδει σημασία και ήχο. Αυτή η γελοιογραφία αποτελεί ακριβώς τον τρόπο καταγραφής ενός λογοσυλλαβικού συστήματος και η αντίθεση, βέβαια, αναδεικνύει τη διαφορετική λειτουργία των συστημάτων σε διαφορετικές εποχές και κοινωνίες.

Συλλαβάρια είναι τα συστήματα οι μονάδες των οποίων αντιστοιχούν σε συλλαβές (για την ελληνική η γραμμική Β και το κυπριακό συλλαβάριο). Στα συμφωνικά συστήματα (abjad) καταγράφονται μόνο σύμφωνα, όχι φωνήεντα, παρά μόνο ευκαιριακά. Τα συμφωνικά αυτά συστήματα είναι πρόσφορα για γλώσσες που ο βασικός πυρήνας της λεξιλογικής ρίζας είναι τα σύμφωνα, ενώ τα φωνήεντα είναι προβλέψιμα από τη γραμματική κατηγορία της λέξης. Η φοινικική, αραβική, εβραϊκή, αραμαϊκή είναι γλώσσες που έχουν καταγραφεί με abjad.

Αλφαβητικά είναι τα συστήματα που καταγράφουν τα φωνήματα μιας γλώσσας και στην ιδανική περίπτωση υπάρχει μονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ φωνημάτων και γραφημάτων. Αυτή συχνά διαταράσσεται από τη συντηρητικότητα των συστημάτων γραφής. Η φωνητική αξία των φωνημάτων μεταβάλλεται αλλά τα αλφάβητα παραμένουν στην αρχική αντιστοιχία γραφήματος/φωνήματος. Το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από το φοινικικό συμφωνικό σύστημα. Η απόδοση των φωνηέντων στο ελληνικό σύστημα δεν έγινε με προσθήκη χαρακτήρων, σύμφωνα με τον σχολικό μύθο, αλλά με επαναπροσδιορισμό της αξίας συμβόλων της φοινικικής. Φοινικικά γραφήματα δηλαδή που κατέγραφαν ανύπαρκτα για την ελληνική σύμφωνα χρησιμοποιήθηκαν με φωνηεντική αξία. Στην αρχαία Ελλάδα κάθε περιοχή, εκτός από τη διάλεκτό της, είχε και την αλφαβητική της ποικιλία. Η παραλλαγή της Ευβοίας αποτέλεσε τη βάση του λατινικού αλφαβήτου, και αυτό με τη σειρά του των δυτικών ευρωπαϊκών.

Στα abugida, αιθιοπική λέξη για το αλφάβητο, κάθε χαρακτήρας συμβολίζει ένα σύμφωνο συν ένα συγκεκριμένο φωνήεν, ενώ τα υπόλοιπα φωνήεντα δηλώνονται με συστηματική μετατροπή των συμφωνικών συμβόλων. Στα featural τα εξωτερικά σχήματα των χαρακτήρων συνδέονται με διακριτικά χαρακτηριστικά των τεμαχίων της γλώσσας, π.χ. το κορεατικό, το φωνοτυπικό σύστημα στενογραφίας.

Κάθε σύστημα γραφής εκμεταλλεύεται με διαφορετικό τρόπο τις δυνατότητες που του παρέχει ο γενικός του τύπος. Το λατινικό αλφάβητο δεν διαθέτει ιδιαίτερα γραφήματα για τα μακρά φωνήεντα, ενώ θεωρητικά θα μπορούσε το ελληνικό, από κάποια εποχή τουλάχιστον και μετά, να δηλώνει με ξεχωριστά σύμβολα μακρά και βραχέα. Η γραμμική Β δεν δηλώνει την ηχηρότητα των συμφώνων, τα ληκτικά σύμφωνα, τα ετεροσυλλαβικά συμπλέγματα. Έτσι το άργυρος θα καταγραφεί a-ku-ro. Το κυπριακό συλλαβάριο αντίθετα δηλώνει όλα τα συμφωνικά συμπλέγματα και τα ληκτικά σύμφωνα. Εδώ η ίδια λέξη θα αποδοθεί a-ku-ro-se. Υπό αυτή την έννοια, ορθογραφία μιας γλώσσας είναι η επιλογή που κάνει το σύστημα γραφής από τις δυνατότητες του γενικού τύπου.

Στο ερώτημα αν κάποια συστήματα είναι προσφορότερα για την απόδοση συγκεκριμένων γλωσσών εξαιτίας της δομής τους, η απάντηση δε μπορεί να είναι απόλυτα καταφατική ή αρνητική. Είναι αλήθεια πως ένα συλλαβάριο είναι καλό για την ιαπωνική που έχει απλή συλλαβική δομή, όχι επαρκές όμως για την ελληνική που έχει μεγαλύτερη ποικιλία συλλαβικών δομών. Ακόμη, μια γλώσσα μπορεί να καταγραφεί με περισσότερα από ένα συστήματα, και ένα σύστημα να χρησιμοποιηθεί για περισσότερες από μία γλώσσες. Άλλωστε, η επιλογή ενός συστήματος γραφής μπορεί να οφείλεται σε πολιτική σκοπιμότητα.

4. Αποκρυπτογράφηση

Η αποκρυπτογράφηση ενός άγνωστου συστήματος γραφής είναι από τις γοητευτικές πλευρές του θέματος. Ο όρος σημαίνει ότι είναι δυνατή η σύνδεση του συστήματος με κάποια γλώσσα. Τα μη αναγνωσμένα συστήματα εμπίπτουν σε τρεις τύπους: α. η γλώσσα είναι γνωστή αλλά όχι το σύστημα (το αλφάβητο του B. Shaw για την αγγλική)· β. το σύστημα γραφής είναι γνωστό αλλά όχι η γλώσσα (το ετρουσκικό αλφάβητο μοιάζει με το πρώιμο ελληνικό, κάποιες φωνητικές αξίες είναι γνωστές, αλλά όχι η δομή της γλώσσας)· γ. και το σύστημα και η γλώσσα είναι άγνωστα (ο δίσκος της Φαιστού). Η αποκρυπτογράφηση στηρίζεται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού κειμένων, στην παρατήρηση κανονικοτήτων, επαναλήψεων, στον αριθμό των συμβόλων, στη στατιστική κατανομή τους και στην ύπαρξη δίγλωσσων επιγραφών. Ως τώρα οι αποκρυπτογραφήσεις στηρίχτηκαν στην ύπαρξη μεταγραφών ή δίγλωσσων επιγραφών. Ο M. Ventris αποκρυπτογράφησε τη γραμμική Β χωρίς τη βοήθεια άλλων κειμένων, γι' αυτό και το επίτευγμά του πρέπει να αποδοθεί όχι μόνο στη συστηματικότητά του και την επιμονή του, αλλά και σε μοναδική έμπνευση.

Βιβλιογραφία

  1. Βarton, D. 1994. Literacy: An Introduction to the Ecology of Written Language. Οξφόρδη: Blackwell.
  2. Baynham, M. 2000. Πρακτικές γραμματισμού. Μτφρ. Μ. Αραποπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο. Τίτλος πρωτοτύπου Literary Practices: Investigating Literacy in Social Contexts (Λονδίνο: Longman, 1995).
  3. Coulmas, F. 1989. The Writing Systems of the World. Οξφόρδη: Blackwell.
  4. Coulmas, F. & K. Ehlich, επιμ. 1983. Writingin Focus: Trends in Linguistics. Studies and Monographs 24. Βερολίνο, Νέα Υόρκη & Amsterdam: Mouton Publishers.
  5. Coulmas, F. [1996] 1999. The Blackwell Encyclopedia of Writing Systems. Οξφόρδη: Blackwell.
  6. Daniels, P. T. & W. Bright, επιμ. 1996. The World's Writing Systems. Οξφόρδη: Oxford University Press.
  7. Downing, P., S. D. Lima & Μ. Noonan, επιμ. 1992. The Linguistics of Literacy. Amsterdam,Philadelphia: John Benjamins.
  8. Egan-Robertson, A. & D. Bloome, επιμ. 2001. Γλώσσα και Πολιτισμός. Οι μαθητές/-τριες ως ερευνητές/-τριες. Μτφρ. Μ. Καραλη. Αθήνα: Μεταίχμιο. Τίτλος πρωτοτύπου Students as Researchers of Culture and Language in Their Own Communities (Cresskill, NJ: Hampton Press, Inc, 1998).
  9. Rieben, L. & C. A. Perfetti, επιμ. 1991. Learning to Read: Basic Research and its Implications, Hillsdale, New Jersey, Hove & Λονδίνο: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers.
  10. Scholes, R. J., επιμ. 1993. Literacyand Language Analysis. Hillsdale, New Jersey, Hove & Λονδίνο: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers.
  11. Pope, M. 1975. TheStory of Decipherment. Λονδίνο: Thames & Hudson.
  12. Scribner, S. & M. Cole. 1981. The Psychology of Literacy. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
  13. Tannen, D., επιμ. 1982. Spoken and Written Language: Exploring Orality and Literacy. Norwood, New Jersey: ABLEX Publishing Corporation.
  14. Thomas, R. 1989. Oral Tradition and Written Record in Classical Athens, Cambridge: Cambridge University Press.
  15. Thomas, R. 1992. Literacy and Orality in Ancient Greece. Cambridge, Cambridge University Press.
  16. Watt, W. C., επιμ. 1994. Writing Systems and Cognition: Perspectives from Psychology, Physiology, Linguistics and Semiotics. Dordrecht, Βοστόνη, Λονδίνο: Kluwer Academic Publishers.
  17. Χριστίδης, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:42