Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Mετάφραση [ΣΤ 1] Το μεταφραστικό εγχείρημα ως ένα είδος ασκητικής πρακτικής. 

Α.-Φ. Χριστίδης (2001) 

Κείμενο 2: Benjamin, W. [1972] 1999. Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας. Επιμ. Φ. Τερζάκης. Αθήνα: Νήσος, σελ. 69-76, © Άγρα.

…Το έργο του μεταφραστή έγκειται στην ανακάλυψη εκείνης ακριβώς της πρόθεσης σε σχέση με τη γλώσσα στην οποία γίνεται η μετάφραση, η οποία θ' ανακαλέσει μέσα στη γλώσσα της μετάφρασης την ηχώ του πρωτοτύπου. Εδώ βρίσκεται ένα βασικότατο χαρακτηριστικό της μετάφρασης το οποίο τη διαφοροποιεί από το ποιητικό έργο, γιατί η πρόθεση του τελευταίου δεν σκοπεύει τη γλώσσα ως τέτοια, στην ολότητά της, αλλά άμεσα και αποκλειστικά ορισμένες γλωσσικές σχέσεις του περιεχομένου. Αντίθετα με τα έργα της λογοτεχνίας, η μετάφραση δεν βρίσκεται καθεαυτή στο κέντρο του γλωσσικού δάσους αλλά στην περιφέρεια της δεντρόφυτης έκτασης· καλεί μέσα σε αυτό χωρίς η ίδια να μπαίνει, στοχεύοντας στο μοναδικό εκείνο σημείο όπου η ηχώ της μπορεί να δώσει, στην ίδια της τη γλώσσα, τις απηχήσεις του έργου στην ξένη. Η πρόθεσή της δεν έχει μόνο διαφορετικό στόχο από εκείνον ενός λογοτεχνικού έργου -στοχεύει τη γλώσσα ως όλον με αφετηρία ένα συγκεκριμένο έργο σε μια ξένη γλώσσα- αλλά είναι αυτή η ίδια διαφορετική: η πρόθεση του ποιητή είναι αφελής, πρωτογενής, παραστατική, ενώ του μεταφραστή δευτερογενής, σκόπιμη, ιδεοποιημένη. Γιατί το μέγα έργο του μεταφραστή είναι η ενοποίηση των πολλών γλωσσών σε μία και αληθινή γλώσσα. Η γλώσσα αυτή είναι τέτοια ώστε οι επιμέρους προτάσεις, τα έργα, η κριτική δεν επικοινωνούν μεταξύ τους αφού παραμένουν εξαρτημένα από τη μετάφραση, στην οποία όμως οι ίδιες οι γλώσσες, συμπληρωμένες και συμφιλιωμένες μέσα στον τρόπο της εννόησής τους, εναρμονίζονται. Αν υπάρχει λοιπόν μια γλώσσα της αλήθειας, το χωρίς εσωτερικές εντάσεις και ακόμα σιωπηλό απόθεμα της έσχατης σημασίας την οποία ολόκληρη η σκέψη αναζητεί, τότε αυτή η γλώσσα της αλήθειας είναι και η αληθινή γλώσσα. Και αυτή ακριβώς η γλώσσα, η προαίσθηση και η περιγραφή της οποίας είναι η μοναδική ολοκλήρωση την οποία μπορεί να ελπίζει η φιλοσοφία, είναι κατά τρόπο συμπυκνωμένο κρυμμένη μέσα στις μεταφράσεις.

Δεν υπάρχει μούσα της φιλοσοφίας, ούτε και μούσα της μετάφρασης. Δεν είναι όμως αυτές τόσο βάναυσες όσο πολλοί συναισθηματικοί καλλιτέχνες θα ήθελαν να νομίζουν. Γιατί υπάρχει ένα φιλοσοφικό πνεύμα που χαρακτηρίζεται από τον πόθο γι' αυτήν ακριβώς τη γλώσσα η οποία εκδηλώνεται μέσω της μετάφρασης: "Leslanguesimparfaitencelaqueplusieurs, manquelasuprême: penser étant écriresansaccessoires, nichuchotementmaistaciteencorel'immortelleparole; ladiversité, surterre, desidiomesempêchepersonnedeproférerdesmotsqui, sinonsetrouveraient, parunefrappeunique, ellemêmematériellementlavérité" (Οι γλώσσες είναι ατελείς επειδή είναι πολλές, η υπέρτατη μεταξύ τους λείπει: η σκέψη είναι γραφή, χωρίς βοηθήματα, χωρίς ούτε ακόμη και ψιθύρους, γιατί η αθάνατη λέξη παραμένει μέχρι στιγμής σιωπηλή· η πολλαπλότητα των διαλέκτων πάνω στη γη δεν αφήνει κανέναν να ξεστομίσει τις λέξεις οι οποίες αλλιώς, με μιαν αστραπιαία κίνηση, θα ενσάρκωναν την αλήθεια.). Αν ένας φιλόσοφος καταλαβαίνει πλήρως αυτό που υπαινίσσεται εδώ ο Mallarmé, η μετάφραση, με τα ιζήματα που περικλείει μιας τέτοιας γλώσσας, βρίσκεται ανάμεσα στην ποίηση και στη θεωρία. Το έργο της είναι λιγότερο δυνατό να οριστεί, αλλά αφήνει παρ' όλ' αυτά μια ισχυρή σφραγίδα στην ιστορία.

Αν το καθήκον του μεταφραστή αντικρίζεται κάτω από αυτό το φως, ο δρόμος προς μια ενδεχόμενη λύση φαίνεται πολύ πιο σκοτεινός και απροσπέλαστος. Πράγματι, το πρόβλημα της ωρίμανσης του σπόρου της καθαρής γλώσσας μέσα σε μια μετάφραση μοιάζει άλυτο, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με κανένα τρόπο. Γιατί αν η αναπαραγωγή του νοήματος πάψει να είναι αποφασιστική, το έδαφος δεν μοιάζει να υποχωρεί κάτω από μια τέτοια λύση; Ιδωμένο αρνητικά, αυτό είναι στην πραγματικότητα το νόημα όλων των προηγουμένων. Πιστότητα και ελευθερία -ελευθερία της νοηματικής ανάπλασης και, στην υπηρεσία της, πιστότητα στη λέξη του πρωτοτύπου- είναι οι παραδοσιακότερες έννοιες σε κάθε συζήτηση σχετικά με τη μετάφραση. Μια θεωρία που αναζητά στη μετάφραση κάτι άλλο από τη νοηματική απόδοση δεν μοιάζει να μπορεί να τις υπηρετήσει. Παρ' όλ' αυτά η παραδοσιακή τους χρήση τις παρουσιάζει σαν να βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση μεταξύ τους. Τι μπορεί άραγε να προσφέρει πραγματικά η πιστότητα στην απόδοση του νοήματος; Η πιστότητα στη μετάφραση της ξεχωριστής λέξης δεν μπορεί ποτέ να εκφράσει ολόκληρο το νόημα που έχει στο πρωτότυπο. Διότι το νόημα, στην ποιητική του σημασία την οποία έχει στο πρωτότυπο, δεν εξαντλείται στο νοούμενο αλλά αποκτά αυτήν ακριβώς τη σημασία καθώς ο τρόπος της εννόησης συνδέεται με το εννοούμενο μέσα στη συγκεκριμένη λέξη. Λέμε συνήθως ότι οι λέξεις μεταφέρουν ένα συγκινησιακό φορτίο. Μια κατά λέξη απόδοση της σύνταξης των προτάσεων διαστρέφει ολοκληρωτικά τη θεωρία της αναπαραγωγής του νοήματος και απειλεί άμεσα να το καταστήσει ακατανόητο. Τον δέκατο ένατο αιώνα θεωρούσαν πως η μετάφραση του Σοφοκλή από τον Hölderlin ήταν ένα τερατώδες παράδειγμα μιας τέτοιας ανακρίβειας στη λέξη. Τελικά, βλέπουμε ότι η πιστότητα στην απόδοση της μορφής δυσκολεύει αυτήν του νοήματος. Αντίστοιχα, η απαίτηση της κατά λέξη μετάφρασης αντιστρατεύεται την επιθυμία διατήρησης του νοήματος. Το νόημα υπηρετείται πολύ καλύτερα -και η λογοτεχνία και η γλώσσα πολύ χειρότερα- από την αχαλίνωτη ελευθερία των κακών μεταφραστών. Αναγκαστικά, ως εκ τούτου, η απαίτηση για πιστότητα, της οποίας το αίτημα είναι δικαιολογημένο αλλά τα νόμιμα θεμέλια αρκετά σκοτεινά, πρέπει να γίνεται κατανοητή μέσα σ' ένα ριζικότερο πλαίσιο. Όπως τα θραύσματα ενός κεραμικού για να συγκολληθούν μεταξύ τους πρέπει να εφαρμόζουν το ένα στο άλλο με την παραμικρή λεπτομέρεια, παρ' όλο που δεν χρειάζεται καθόλου να είναι όμοια, έτσι και η μετάφραση πρέπει, αντί να προσομοιώνεται στο νόημα του πρωτοτύπου, να ενσωματώνει τη μορφή της εννόησης εκείνου στη γλώσσα της, καθιστώντας πρωτότυπο και μετάφραση αναγνωρίσιμα ως θραύσματα μιας ευρύτερης γλώσσας, όπως ακριβώς τα θραύσματα που συνθέτουν το σπασμένο κεραμικό. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η μετάφραση πρέπει σε μεγάλο βαθμό ν' αποφεύγει την επιδίωξη να μεταδώσει κάτι, να μεταφέρει ένα νόημα, και ως προς αυτό το πρωτότυπο της είναι χρήσιμο μόνο στο βαθμό που έχει απαλλάξει το μεταφραστή και τη μετάφρασή του από την υποχρέωση της μετάδοσης. Στην περιοχή της μετάφρασης ισχύει επίσης το εν αρχή ην ο λόγος. Από την άλλη μεριά είναι δυνατόν, όσον αφορά το νόημα, και μάλιστα πρέπει, η γλώσσα μιας μετάφρασης να προχωρεί έτσι ώστε να εκφράζει την πρόθεση του πρωτοτύπου όχι ως αναπαραγωγή, αλλά ως αρμονία, ως συμπλήρωμα μέσα στη γλώσσα με την οποία εκφράζεται. Επομένως δεν είναι το κολακευτικότερο γνώρισμα μιας μετάφρασης, ιδιαίτερα κατά την εποχή της συγγραφής της, να διαβάζεται όπως ένα πρωτότυπο στη γλώσσα της. Η σημασία της πιστότητας, η οποία υποτίθεται ότι διαφυλάσσεται με την κατά λέξη απόδοση, είναι μάλλον η νοσταλγία της γλωσσική συμπλήρωσης που εκφράζεται μέσ' από το έργο. Η αληθινή μετάφραση είναι διάφανη: δεν επικαλύπτει το πρωτότυπο, δεν σκιάζει τη λάμψη του, αλλά επιτρέπει στην καθαρή γλώσσα, ενδυναμωμένη από το ίδιο της το μέσο, τόσο περισσότερο ν' ακτινοβολεί μέσα στο πρωτότυπο. Αυτό επιτυγχάνεται πάνω απ' όλα με την κατά λέξη απόδοση της σύνταξης, που αναδεικνύει μάλλον τις λέξεις παρά τις προτάσεις ως το αρχικό και κύριο στοιχείο του μεταφραστή. Γιατί αν η πρόταση είναι το τείχος μπροστά από τη γλώσσα του πρωτοτύπου, η κατά λέξιν ακολουθία είναι η στοά.

Ελευθερία και πιστότητα ως προς το πρωτότυπο έχουν κατά παράδοση θεωρηθεί αντιτιθέμενες τάσεις. Αυτή η βαθύτερη ερμηνεία της μίας ολοφάνερα δεν βοηθάει στη συμφιλίωσή τους· αντίθετα μοιάζει να αποστερεί από κάθε νομιμότητα την άλλη. Γιατί τι άλλο εννοούμε ως ελευθερία, από το να παύει να θεωρείται απολύτως σημαντική η απόδοση του νοήματος; Ακόμη και όταν το νόημα μιας γλωσσικής δημιουργίας εξισώνεται με την πληροφορία την οποία μεταδίδει, εξακολουθεί να παραμένει σε αυτό ένα στοιχείο έσχατο και αποφασιστικό που υπερβαίνει κάθε επικοινωνία -αρκετά οικείο κι όμως άπειρα μακρινό, αποκρυμμένο ή πιο φανερό, αποσπασματικό ή πανίσχυρο. Μέσα σε όλη τη γλώσσα και τις γλωσσικές δημιουργίες παραμένει, πέρ' απ' οτιδήποτε μπορεί να μεταδοθεί, κάτι το αν-επικοινώνητο, κάτι το οποίο, ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται, συμβολίζει ή συμβολίζεται. Και είναι μόνο το πρώτο μέσα στα πεπερασμένα και κλειστά προϊόντα της γλώσσας, ενώ το δεύτερο είναι μέσα στο ίδιο το γίγνεσθαι των γλωσσών. Κι εκείνο το οποίο ζητάει ν' αναπαρασταθεί, να δημιουργηθεί μέσα στο γίγνεσθαι των γλωσσών, αυτό είναι ο πυρήνας της καθαρής γλώσσας. Αν και αποκρυμμένο και αποσπασματικό, αποτελεί μια ενεργή δύναμη στη ζωή ως το ίδιο το συμβολιζόμενο πράγμα, αν και κατοικεί μέσα στις γλωσσικές δημιουργίες μόνο υπό συμβολίζουσα μορφή. Παρ' όλο που αυτή η έσχατη ουσία, η καθαρή γλώσσα, βρίσκεται στα διάφορα ιδιώματα προσδεδεμένη πάντα στα γλωσσικά στοιχεία και στις μεταβολές τους, μέσα στη γλωσσική δημιουργία αποκτά ένα βαρύ, αλλότριο νόημα. Το να μην απαλλάξει από αυτό, το να μετατρέψει το συμβολίζον σε συμβολιζόμενο, το να εμβαπτίσει και πάλι την καθαρή γλώσσα μέσα στη γλωσσική ροή, αυτή είναι η τρομερή και μοναδική ικανότητα της μετάφρασης. Μέσα σε αυτή την καθαρή γλώσσα -η οποία δεν εννοεί ή εκφράζει πλέον τίποτε αλλά είναι, ως ανέκφραστος και δημιουργικός Λόγος, εκείνη την οποία υπονοούν όλες οι γλώσσες- κάθε πληροφορία, κάθε νόημα και κάθε πρόθεση συναντούν ένα επίπεδο στο οποίο είναι μοιραίο να διαλυθούν. Αυτό ακριβώς το επίπεδο είναι που προσφέρει μια νέα και υψηλότερη δικαίωση στην ελεύθερη μετάφραση· αυτή η δικαίωση δεν προέρχεται από το νόημα εκείνου που πρέπει να μεταφερθεί, γιατί η χειραφέτηση από αυτό το νόημα είναι το καθήκον της πιστότητας. Μάλλον, για χάρη της καθαρής γλώσσας, μια ελεύθερη μετάφραση θεμελιώνει αυτή τη δοκιμασία στη δική της τη γλώσσα. Το καθήκον του μεταφραστή είναι να ελευθερώσει μέσα στη δική του γλώσσα εκείνη την καθαρή γλώσσα που βρίσκεται κάτω από το ρήμα της άλλης, να ελευθερώσει τη γλώσσα που είναι φυλακισμένη μέσα στο έργο αναδημιουργώντας εξαρχής αυτό το έργο. Για χάρη της καθαρής γλώσσας πρέπει να διαπεράσει τους σαθρούς φραγμούς της δικής του γλώσσας. Ο Λούθηρος, ο Voss, ο Hölderlin και ο George έχουν επεκτείνει τα σύνορα της γερμανικής γλώσσας.

Αλλά ποια η σημασία του νοήματος για τη σχέση του πρωτοτύπου με τη μετάφραση; Μια παρομοίωση μπορεί να χρησιμεύσει εδώ. Όπως ακριβώς μια εφαπτομένη αγγίζει ανεπαίσθητα τον κύκλο σε ένα και μόνο σημείο, και όπως αυτή η επαφή και όχι το σημείο υπαγορεύει το νόμο σύμφωνα με τον οποίο συνεχίζει την ευθεία πορεία της στο άπειρο, έτσι και μια μετάφραση αγγίζει ανεπαίσθητα το πρωτότυπο και μόνο στο άπειρα μικρό σημείο του νοήματος, ύστερα ακολουθεί τη δική της πορεία σύμφωνα με τους κανόνες της πιστότητας στην ελευθερία της γλωσσικής ροής. Δίχως να την ονομάζει και να την αιτιολογεί, ο RudolphPannwitz έχει επισημάνει την αληθινή σημασία αυτής της ελευθερίας. Οι παρατηρήσεις του περιέχονται στο Die Krisis der europaischen Kultur, και μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν, μαζί με τις σημειώσεις του Γκαίτε στο WestestlicherDiwan, ως το σημαντικότερο σχόλιο στη θεωρία της μετάφρασης που έχει εκδοθεί ποτέ στη Γερμανία. Ο Pannwitz γράφει: "Οι μεταφράσεις μας, ακόμη και οι καλύτερες από αυτές, ξεκινούν από μια εσφαλμένη προϋπόθεση. Θέλουν να κάνουν τα ινδικά, τα ελληνικά, τα αγγλικά γερμανικά, αντί να κάνουν τα γερμανικά ινδικά, ελληνικά, αγγλικά. Οι μεταφραστές μας τρέφουν πολύ μεγαλύτερο σεβασμό για την καθιερωμένη χρήση της δικής μας γλώσσας παρά για το πνεύμα των ξένων έργων… Το βασικό σφάλμα του μεταφραστή είναι ότι διατηρεί το συμπτωματικό επίπεδο στο οποίο εκδιπλώνεται η δική του γλώσσα, αντί ν' αφήσει τη γλώσσα του να επηρεαστεί ισχυρά από την ξένη γλώσσα. Ειδικά όταν μεταφράζει από μια γλώσσα πολύ μακρινή από τη δική του, πρέπει να ανατρέχει πίσω στα πρωτογενή στοιχεία της ίδιας της γλώσσας και να διεισδύει στο σημείο εκείνο όπου ο λόγος, η εικόνα και ο τόνος συγκλίνουν. Πρέπει να εκτείνει και να βαθαίνει τη γλώσσα του μέσω της ξένης γλώσσας. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί γενικά ως ποιο βαθμό είναι αυτό δυνατό, ως ποιο βαθμό κάθε γλώσσα μπορεί να μεταμορφωθεί, πόσο διαφέρει γλώσσα από γλώσσα, όσο και διάλεκτος από διάλεκτο· ωστόσο αυτό το τελευταίο αληθεύει μόνον εφόσον παίρνει κανείς τη γλώσσα σοβαρά, όχι όταν την αντιμετωπίζει επιφανειακά".

Το κατά πόσον μια μετάφραση κατορθώνει να παραμείνει σύμφωνη με την ουσία αυτής της μορφής καθορίζεται αντικειμενικά από τη μεταφρασιμότητα του πρωτοτύπου. Όσο μικρότερη αξία και αυτοτέλεια ύφους διαθέτει η γλώσσα του, όσο πιο πολύ είναι πληροφορία, τόσο λιγότερο αποτελεί γόνιμο πεδίο για μετάφραση, μέχρις ότου όλο το βάρος του περιεχομένου, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι μοχλός για μετάφραση χαρακτηριστικής μορφής, την καταστήσει αδύνατη. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ενός έργου τόσο περισσότερο παραμένει αυτό μεταφράσιμο, ακόμη και αν το νόημά του θίγεται ανεπαίσθητα και μόνο…

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20