Ο μύθος του "φυσικού ομιλητή" και της "μητρικής" γλώσσας
Σε μια πρόσφατη δημοσίευση η Kramsch (1998) αμφισβητεί την αυθεντία του "φυσικού ομιλητή", που ήταν το "ιδανικό" μέτρο της γλωσσικής ικανότητας των ομιλητών της γλώσσας ως ξένης. Συγκεκριμένα, λέει (ό.π., 16):
Η μάθηση και η διδασκαλία ξένων γλωσσών βασίζεται παραδοσιακά στη διάκριση ανάμεσα σε φυσικούς και μη φυσικούς ομιλητές. Οι μη φυσικοί ομιλητές πρέπει να μαθαίνουν την πρότυπη γραμματική, το λεξιλόγιο και τους ιδιωματισμούς του φυσικού ομιλητή. Με τη σειρά του, ο φυσικός ομιλητής πρέπει να παρέχει τη νόρμα με βάση την οποία θα μετρηθεί η επίδοση του μη φυσικού ομιλητή. Αυτή η νόρμα αντιστοιχεί στη γλωσσική διαίσθηση που υποτίθεται πως μετατρέπει τους ομιλητές μιας γλώσσας σε φυσικούς ομιλητές. Η ιδιότητα του φυσικού ομιλητή προσδίδει στον ομιλητή ένα κύρος που συνδέεται με την αυθεντικότητα και τη νομιμότητα του τρόπου χρήσης της γλώσσας. Οι φυσικοί ομιλητές θεωρούνται γενικά ανά τον κόσμο ως το γνήσιο παράδειγμα, η αυθεντική ενσάρκωση της πρότυπης γλώσσας. Αυτή η αυθεντία συνοδεύεται από ιδιαίτερα προνόμια.
Όπως υποστηρίζουν η Pennycook (1994) και ο Phillipson (1992), αυτό το προνόμιο που μεταφέρεται και διατηρείται στον λόγο της διδακτικής ξένων γλωσσών, ειδικά της διδακτικής που συνδέεται με ηγεμονικές γλώσσες, δεν είναι ούτε πολιτικά ούτε ιδεολογικά ουδέτερο. Η Kramsch (ό.π., 27), από την άλλη μεριά, επικρίνει την παιδαγωγική των ξένων γλωσσών που προσανατολίζεται προς τον φυσικό ομιλητή, και τάσσεται υπέρ μιας παιδαγωγικής προσανατολισμένης προς τον διαπολιτισμικό ομιλητή. Τέλος, η Δενδρινού (1999) υποστηρίζει πως το θέσφατο του φυσικού ομιλητή συνδέεται με μονογλωσσικές ιδεολογίες, οι οποίες είναι μη παραγωγικές όταν εφαρμόζονται σε πολυγλωσσικές κοινότητες που προσπαθούν να αναπτύξουν ένα πολυγλωσσικό ήθος.