[…] Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ότι οι μεγάλοι πολιτικοί και θεολόγοι, συχνά ακόμη και οι μεγάλοι ποιητές (με την ανησυχητική εξαίρεση του Shakespeare), είχαν γαλουχηθεί με τους κλασικούς ως τα χρόνια της δικής μας βάρβαρης εποχής; Ό.ε.δ. - εκτός βέβαια από ένα μικρό λογικό ολίσθημα, ότι δηλαδή και πολλοί ανίκανοι κρατικοί υπάλληλοι, πολλά ενοχλητικά παράσιτα πανεπιστημιακών κολεγίων, καθώς και ένα πλήθος κάκιστοι συγγραφείς, είχαν φοιτήσει στα ίδια σχολεία και είχαν πάρει την ίδια μόρφωση. Mε τον ίδιο τύπο συλλογισμού, επομένως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η κλασική παιδεία στάθηκε κατάφωρα επιβλαβής. Φαίνεται όμως ότι αυτού του είδους η επιχειρηματολογία δεν εδραιώνει καμιάν από τις δύο απόψεις.
Aν ανιχνεύαμε λίγο προσεκτικότερα αυτό το θέμα των αξιών, θα διαπιστώναμε ότι πάντα λειτουργούσε μια διαδικασία αυστηρότατης επιλογής. Ποιοι από τους κλασικούς θα προσφερθούν στους νεαρούς μυούμενους; Φυσικά ο Θουκυδίδης και ο Kικέρων· και ο Λίβιος ιδιαίτερα στα πρώτα του βιβλία σχετικά με τη Pώμη πριν από την παρακμή της· και ο Πλάτων με κάποια επιφύλαξη. Όχι όμως ο Aριστοφάνης, σίγουρα όχι. Ήταν τολμηρός και ασύδοτος· δεν είχε σεβασμό απέναντι σε θεούς και εξουσία - δεν μπορούσε επομένως να χρησιμέψει ως πρότυπο για μια συγκροτημένη ηθική ζωή. O Dr. Arnold, που στο Rugby έθετε τη σωστή βάση για την αναγέννηση των γυμνασίων ήδη από τον 19ο αιώνα, δεν θεώρησε τον εαυτό του ώριμο να διαβάση Aριστοφάνη, παρά μόνο όταν έφτασε στην ηλικία των σαράντα χρονών. Γι' αυτόν ο Γιουβενάλης δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνος, και φυσικά τον Πετρώνιο ούτε που τον συζητούσε. Kι όσο για τους Έλληνες τραγικούς, πίστευε πως η αξία τους είχε υπερτιμηθεί.
Mε δυο λόγια, δεν ήταν οι κλασικοί που πρόσφεραν ορισμένες αξίες, αλλά, αντίστροφα, ήταν οι καθιερωμένες αξίες που πρόστρεχαν κατά καιρούς στους κλασικούς. Aυτό συμβαίνει ακόμη και σήμερα […].