Οι διδακτικές συνέπειες των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί για τη σχέση πρότασης-κειμένου είναι σημαντικές και αξίζει να αναφερθούν. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη στην ελληνική εκπαίδευση προσέγγιση, οι έρευνες στον χώρο της κειμενογλωσσολογίας κατέδειξαν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά κατά την παραγωγή ενός κειμένου δεν απορρέουν από την έλλειψη γνώσης των γραμματικών κανόνων αλλά από το ότι οι μαθητές/τριες αγνοούν τις βασικές παραμέτρους που προσδιορίζουν την παραγωγή του συγκεκριμένου τύπου κειμένου. Έτσι, είναι φανερό ότι οι παραδοσιακές οδηγίες (στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση κυρίως) να οδηγούνται τα παιδιά στην παραγωγή κειμένου μέσα από την πρόσθεση μικρών προτάσεων ουσιαστικά στηρίζονται σε ελλιπή πληροφόρηση περί της υφής της κειμενικής επικοινωνίας, όχι μόνο επειδή υποστηρίζουν ότι κάθε είδος κειμένου (αφήγηση, επιχείρημα κλπ.) παράγεται βάσει ενός ομοιόμορφου συστήματος οδηγιών αλλά κυρίως επειδή υποθέτουν ότι τα παιδιά ορίζουν την έννοια της πρότασης με τα μεταγλωσσικά κριτήρια που οι ενήλικες χρησιμοποιούν. Παρόμοιες ως προς τη λογική είναι και οι οδηγίες που δίνονται στα παιδιά του γυμνασίου και οι οποίες προσδιορίζουν την έκταση του παραγόμενου κειμένου μέσα από έναν συγκεκριμένο αριθμό παραγράφων που το παιδί πρέπει να χρησιμοποιήσει. Οδηγίες του τύπου "να γράψετε δύο παραγράφους σχετικά με το θέμα Χ" θέτουν το ερώτημα: επικοινωνούμε με παραγράφους ή με κείμενα; Η κειμενογλωσσολογία υποστηρίζει ότι τόσο η έννοια της πρότασης όσο και εκείνη της παραγράφου αναδύονται μέσα από το κείμενο. Τα παιδιά ξεκινούν από την προσπάθεια μετάδοσης ενός μηνύματος (διαδικασία που συναρτάται με την παραγωγή κειμένου) και οδηγούνται σταδιακά στην κατάτμηση αυτού σε μικρότερες μονάδες (τις παραγράφους) και τελικά στην πρόταση.