ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Μπουτουλούση, Ε. Ορισμοί της γλωσσικής επίγνωσης.
- Κείμενο 2: Μπουτουλούση, Ε. Στοιχεία γλωσσικής επίγνωσης πριν το 1970.
- Κείμενο 3: Μπουτουλούση, Ε. Οι απόψεις του Hawkins (1984).
- Κείμενο 4: Μπουτουλούση, Ε. Παραδείγματα από μαθήματα γλωσσικής επίγνωσης που αφορούν τους διάφορους τομείς γλωσσικής ανάλυσης.
- Κείμενο 5: Μπουτουλούση, Ε. Συνείδηση/επίγνωση και γλωσσική διδασκαλία.
- Κείμενο 6: Μπουτουλούση, Ε. Γλωσσική επίγνωση: Φυσική ανάπτυξη. Αυτοματοποίηση των γλωσσικών μηνυμάτων
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Γλωσσική επίγνωση [Ε4]
Ελένη Μπουτουλούση (2001)
Κείμενο 5: Μπουτουλούση, Ε. Συνείδηση/επίγνωση και γλωσσική διδασκαλία.
Το κεντρικό θέμα που επαναφέρει η γλωσσική επίγνωση ως προς την εκμάθηση και τη διδασκαλία μιας γλώσσας είναι το θέμα της συνείδησης [conscience ή consciousness]. Οι όροι της επίγνωσης και της συνείδησης είναι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Χρησιμοποιούνται πολύ συχνά μαζί (βλ. conscious awareness) ή και ως συνώνυμοι. Σύμφωνα με το Λεξικό της Ψυχολογίας του Παπαδόπουλου, ο όρος επίγνωση "χρησιμοποιείται τελευταία αντί του όρου συνείδηση [conscience], προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε ηθικής έννοιας συσχέτιση, που συχνά γίνεται με τον όρο αυτό". Η σύγχυση μπορεί να δημιουργηθεί, επειδή ο όρος συνείδηση έχει δύο σημασίες: α. "…το σύνολο των αρχών με βάση τις οποίες ένα άτομο καθορίζει την ηθικότητα σκέψεων και πράξεων…"· και β. "Επίγνωση του εσωτερικού ή/και του εξωτερικού κόσμου (Χουντουμάδη & Πατεράκη, Σύντομο ερμηνευτικό λεξικό ψυχολογικών όρων). Σύμφωνα με την παραδοσιακή ψυχαναλυτική εκδοχή, η συνείδηση αποδεικνύεται με την ικανότητα του υποκειμένου να μπορεί να διατυπώνει ρητά τους παράγοντες που επηρέασαν τη συμπεριφορά του. Ένα άτομο έχει δηλαδή επίγνωση ενός πράγματος ή μιας εσωτερικής κατάστασης, αν μπορεί να την εκφράσει (Παπαδόπουλος 1994).
Για τον λόγο αυτό η γλωσσική επίγνωση δέχεται από την αρχή της καριέρας της την κριτική ότι επέστρεψε σε πρακτικές του παρελθόντος, δηλαδή στην εκμάθηση κανόνων της γραμματικής, όπως προτείνει η γραμματικομεταφραστική μέθοδος, και μάλιστα σε μια περίοδο που οι κανόνες είχαν ήδη αποκηρυχτεί ως βλαβεροί από διάφορες μεθόδους διδασκαλίας και εκμάθησης γλώσσας, π.χ. της προφορικοακουστικής [audiolingual] κατά τη δεκαετία του 1960 ή της φυσικής προσέγγισης [natural approach] στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Hulstijn 1995, 359· van Essen 1997, 2). Διατυπώνεται επίσης ο φόβος ότι η συνειδητή δουλειά που προτείνεται στο πλαίσιο της γλωσσικής επίγνωσης θα μπορούσε να βλάψει τη διαίσθηση (van Essen 1997, 2).
Οι εκπρόσωποι της γλωσσικής επίγνωσης απαντούν μέσα από κείμενα με θεωρητικούς και εμπειρικούς προβληματισμούς στα οποία διερευνώνται τα επίμαχα σημεία (π.χ. ρητή μάθηση, μεταγλωσσική γνώση κλπ.) και διατυπώνονται οι αρχές της γλωσσικής επίγνωσης. Σύμφωνα με μία από τις αρχές αυτές, γλωσσική επίγνωση δεν υπάρχει μόνο όταν διδάσκονται ρητά κανόνες ή όταν το άτομο μπορεί να διατυπώσει τους κανόνες που διέπουν τον λόγο του. Ο Ellis (1997, 109), για παράδειγμα, προτείνει τον χωρισμό της γνώσης σε αναλυτική και σε μεταγλωσσική. Η αναλυτική γνώση κατάγεται από τη μη ρητή γνώση, ενώ η μεταγλώσσα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να αναλύσει ή να περιγράψει τη γλώσσα. Η αναλυτική γνώση εμφανίζεται ως δραστηριότητα που λύνει προβλήματα, όταν ο μαθητής καλείται να στρέψει την προσοχή του στην επιλογή των γλωσσολογικών μορφών ή κατά τη φυσική γλωσσική συμπεριφορά. Επομένως, με τον όρο επίγνωση μπορεί να γίνεται αναφορά σε αυτού του είδους τη γνώση και όχι οπωσδήποτε στη μεταγλωσσική (Ellis 1997, 113). Ο Nickolas (1992· 1991, 79) μιλάει για διαισθητική επίγνωση, το περιεχόμενο της οποίας ο διδασκόμενος δεν μπορεί να διατυπώσει με σαφήνεια, ενώ οι ερευνητές Butzkamm (1993, 101-104) και Green & Hecht (1993, 140) υποθέτουν την ύπαρξη αλληλοεξαρτώμενων επιπέδων επίγνωσης (van Essen 1997, 7· πρβ. Hulstijn & Schmidt 1994 σχετικά με τον ρόλο της συνειδητότητας στο μάθημα της ξένης γλώσσας).
Σύμφωνα με τον Rutherford (1987, 104), αυτό που φτάνει στο επίπεδο της συνείδησης δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα (το έργον κατά τον Humboldt) όσο όψεις της διαδικασίας (η ενέργεια κατά τον Humboldt). Οι δραστηριότητες της γλωσσικής επίγνωσης θα έπρεπε να είναι συνεπείς με αυτή την αρχή. Δηλαδή τουλάχιστον κάποια πράγματα θα πρέπει να διδάσκονται ρητά και να μαθαίνονται συνειδητά (van Essen 1997, 8).
Σύμφωνα με τον van Lier (1995), ο ομιλητής έχει μια επικουρική επίγνωση που τον εξυπηρετεί κατά την καθημερινή χρήση της γλώσσας. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις ο ομιλητής χρειάζεται μια επίγνωση ανωτέρου επιπέδου, μια κεντρική επίγνωση σε θέματα γλώσσας για να επιτύχει τον γλωσσικό του στόχο είτε κατά την παραγωγή είτε κατά την πρόσληψη του λόγου. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις που χρειάζεται να εξετάσει κανείς εξονυχιστικά τον λόγο ενός πολιτικού, έτσι ώστε να εντοπίσει τις ανειλικρίνειες και τις αναντιστοιχίες (van Lier 1995, 4, 5). Τα μαθήματα γλωσσικής επίγνωσης συμβάλλουν επομένως στην ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων των ομιλητών σε ανώτερα επίπεδα.