ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική εκπαίδευση και γλωσσικός αποκλεισμός [Ε11] 

A.-Φ. Xριστίδης (2001) 

Κείμενο 5: Hopf, D. 1997. Σχολική επιτυχία και μετανάστευση: Η σχολική επιτυχία και η κοινωνική ενσωμάτωση των Ελληνόπουλων κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης στην Ο.Δ.Γ. και μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Στο Θέματα διγλωσσίας και εκπαίδευσης, επιμ. Ε. Σκούρτου, 83-101. Αθήνα: Νήσος, σελ. 96-101.

[…] Τα Ελληνόπουλα που παλιννόστησαν από τη Γερμανία είχαν σχεδόν όλα γεννηθεί στη Γερμανία. Περισσότερα από τα μισά είχαν επισκεφτεί ένα γερμανικό νηπιαγωγείο, σχεδόν όλα είχαν επισκεφτεί ένα γερμανικό δημοτικό σχολείο, 80% είχαν επισκεφτεί, εκτός από το γερμανικό, και ένα ελληνικό δημοτικό στη Γερμανία. Βέβαια το ελληνικό σχολείο στη Γερμανία είχε δύο πολύ διαφορετικές μορφές: σε μερικά ομόσπονδα κρατίδια είναι ένα είδος μαθήματος μητρικής γλώσσας που παρέχεται το απόγευμα ή το Σαββατοκύριακο, ενώ σε άλλα ομόσπονδα κρατίδια είναι ένα σχετικά αναπτυγμένο απογευματινό ελληνικό σχολείο με ελληνικό πρόγραμμα μαθημάτων και Έλληνες δασκάλους.

Για να δείξουμε τα αποτελέσματα της έρευνας μας με πιο ανάγλυφο τρόπο, χωρίσαμε τους μαθητές μας σε δύο ισοδύναμες ομάδες. Ανάλογα με το έτος παλιννόστησης δημιουργήσαμε μια ομάδα των "πρώιμα παλιννοστούντων" και μια ομάδα των "όψιμα παλιννοστούντων". Θεωρούμε "πρώιμα παλιννοστούντες" τα παιδιά εκείνα που ήταν ήδη 6 χρόνια στην Ελλάδα τη στιγμή της έρευνάς μας, είχαν επιστρέψει δηλαδή όταν ήταν περίπου 8 χρόνων. Αντίθετα οι "όψιμα παλιννοστούντες" βρίσκονταν στην Ελλάδα 2 χρόνια, είχαν δηλαδή παλιννοστήσει όταν ήταν 12 χρόνων. Όσον αφορά τα ερευνητικά δεδομένα, ξεχωρίζουμε τέσσερα είδη από αυτά:

  1. Τις σχολικές επιδόσεις για το γυμνάσιο στα τρία μαθήματα: μητρική γλώσσα, ιστορία και μαθηματικά μέσα από την πρόσφατη βαθμολογία. Εκτός από τη βαθμολογία, έχουμε μια γενική εκτίμηση του δασκάλου για τις ικανότητες του κάθε παιδιού μέσα στην τάξη και μια εκτίμηση για τις γλωσσικές του ικανότητες.
  2. Μια εκτίμηση κάθε παιδιού από τον δάσκαλο σύμφωνα με μια αξιολογική κλίμακα του δασκάλου, την οποία μεταφράσαμε και διαμορφώσαμε από την αμερικανική έκδοση (Pupil Behavior Rating Scale). Πρόκειται για έντεκα ερωτήσεις, τις οποίες απαντά ο κάθε δάσκαλος για κάθε μαθητή. Από την ανάλυση των έντεκα ερωτήσεων προέκυψαν τρεις παράμετροι. Η πρώτη παράμετρος δείχνει αν ένα παιδί μπορεί να παρακολουθήσει, δηλαδή αν είναι ενσωματωμένο στη μαθησιακή διαδικασία. Η δεύτερη παράμετρος δείχνει αν ένα παιδί παρουσιάζει διαπροσωπικά ή κοινωνικά προβλήματα. Η τρίτη παράμετρος δείχνει αν, κατά την άποψη του δασκάλου, το παιδί έχει προσωπικά προβλήματα.
  3. Το τρίτο ερευνητικό δεδομένο αφορά την εκτίμηση κάθε παιδιού από κάθε συμμαθητή του. Οι ερωτήσεις που κάθε παιδί έπρεπε να απαντήσει για τους συμμαθητές του ήταν περίπου έτσι διατυπωμένες: "Αυτό το παιδί είναι φίλος μου", "Με αυτό το παιδί δε θέλω να έχω καμιά σχέση", "Αυτό το παιδί είναι πάντα αηδιαστικό", "Αυτό το παιδί είναι πάντα επιθετικό", "Αυτό το παιδί είναι πάντα ντροπαλό και αποτραβηγμένο και δεν μπορώ να το πλησιάσω".
  4. Το τέταρτο σημείο αφορά την αυτοεκτίμηση του κάθε παιδιού. Η αυτοεκτίμηση αυτή εξετάστηκε με μια μέθοδο μεγάλου εύρους, με εκατό περίπου ερωτήσεις. Μερικά παραδείγματα από αυτή τη μέθοδο: υπάρχουν ερωτήσεις για το πώς το παιδί εκτιμά τις ίδιες του τις επιδόσεις, πώς εκτιμά τις γλωσσικές του ικανότητες, τις φυσικές του επιδόσεις, αν βρίσκει τον εαυτό του όμορφο ή άσχημο, ποιες είναι οι σχέσεις του με τους συμμαθητές του ίδιου ή του άλλου φύλου, ποιες είναι οι σχέσεις του με τους γονείς του.

Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα είναι τα έξης:

Δοκιμάσαμε έκπληξη κατά τη διάρκεια της έρευνας μας διαπιστώνοντας ότι πολύ λίγα απ' αυτά που θεωρούσαμε ως δεδομένα επαληθεύτηκαν, δηλαδή κοινωνικές δυσκολίες ή προβλήματα κοινωνικής ένταξης των παλιννοστούντων μαθητών. Ελάχιστα τέτοια προβλήματα διαπιστώθηκαν. Αντίθετα διαπιστώθηκαν ξεκάθαρες διαφορές ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στις συμπεριφορές αυτών των παιδιών σε σχέση με το μάθημα […]

[…] Όταν τα παιδιά παλιννοστούν μέχρι την ηλικία των 8 χρόνων περίπου (οι πρώιμα παλιννοστούντες μαθητές ήταν κατά μέσο όρο 8 χρόνων όταν παλιννόστησαν), τότε πολλά απ' αυτά μόλις που μπορούν να επιτύχουν την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό σχολείο. Όταν τα παιδιά επιστρέφουν αργότερα, δεν καταφέρνουν να ενσωματωθούν στο σχολικό γίγνεσθαι και η πιθανότητα να φτάσουν μέχρι το πανεπιστήμιο είναι πολύ ισχνή, ενώ έχουν όλες τις δυνατότητες.

Πιο κάτω θα σας παρουσιάσω και μερικά άλλα αποτελέσματα από τα ερωτηματολόγια των δασκάλων. Και σ' αυτή την περίπτωση γίνεται σύγκριση ανάμεσα στα παιδιά που μένουν μόνιμα στην Ελλάδα και στις ομάδες των πρώιμα και όψιμα παλιννοστούντων μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί λένε ότι οι όψιμα παλιννοστούντες μαθητές δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις οδηγίες που αυτοί δίνουν στο μάθημα, συμπεριφέρονται ανάρμοστα στην τάξη, ενοχλούν, είναι αφηρημένοι και γενικά εμφανίζονται να έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Όπως ήδη αναφέραμε, οι δάσκαλοι συνήθως δεν γνώριζαν αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αξιολογούσαν ένα παιδί που παλιννόστησε ή όχι. Οι αξιολογήσεις τους είχαν σχέση με έναν κατάλογο μαθητών που τους είχαμε δώσει και μπορούσαν να αξιολογήσουν τα παιδιά μόνο γενικά, στη βάση των εμπειριών τους γι' αυτά.

Μερικές επιπλέον παρατηρήσεις για τις επιδόσεις στη γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι πρώιμα παλιννοστούντες διαφέρουν ξεκάθαρα από τους όψιμα παλιννοστούντες μαθητές ως προς τον προφορικό λόγο. Επίσης θεωρούν ότι υπάρχουν διαφορές τόσο στην ανάγνωση όσο και στη γραφή. Οι δάσκαλοι θεωρούν ότι υπάρχει πρόβλημα κατανόησης από την πλευρά των μαθητών αυτών, δυσκολεύονται δηλαδή οι μαθητές να κατανοήσουν ποιες εντολές τους δίνονται και τι ακριβώς τους ζητείται.

Αυτά είναι τα βασικά πορίσματα της έρευνάς μας. Υπάρχουν και κάποια άλλα, κάπως διαφοροποιημένα πορίσματα, που αφορούν την κοινωνική ενσωμάτωση των παλιννοστούντων μαθητών και παραπέμπουν σε κάποιες μεμονωμένες δυσκολίες τους, δεν μπορούν όμως να γενικευτούν. Μέχρι τώρα παρουσιάσαμε τα σφαιρικά πορίσματα της έρευνας μας και, κατά βάση, κάναμε συγκρίσεις ανάμεσα στους Έλληνες που παρέμειναν για πάντα στην Ελλάδα και σ' εκείνους που παλιννόστησαν πρώιμα ή όψιμα. Δεν κάναμε διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα φύλα ή στις ηλικίες ή στη συγκεκριμένη τάξη ή σε κάποια άλλη παράμετρο αυτού του είδους. Υπάρχουν μερικά πολύ ενδιαφέροντα πορίσματα ως προς αυτή τη κατεύθυνση. Π.χ. διαπιστώνει κανείς ότι μερικά από τα παιδιά που παλιννόστησαν, ενώ βιώνουν μια γενικά καλή ενσωμάτωση στο σχολείο, παρ' όλα αυτά εμφανίζονται να έχουν ιδιαιτερότητες ή ιδιορρυθμίες κοινωνικής συμπεριφοράς. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο στην αρχή της συγκεκριμένης τάξης, δηλαδή στην αρχή της 7ης, όπως και της 10ης τάξης. Έτσι στην αρχή του γυμνασίου και στην αρχή του λυκείου αυτά τα παιδιά εμφανίζονται να είναι ιδιαίτερααρνητικά, περιγράφονται δε ως επιθετικά απέναντι σε συμμαθητές και δασκάλους. Στη συνέχεια ενσωματώνονται και δεν φαίνεται να δημιουργούν προβλήματα. Διαπιστώσαμε επίσης ότι από τους παλιννοστούντες μαθητές, τα αγόρια εμφανίζονται να είναι επιθετικά πολύ συχνότερα από ό,τι τα κορίτσια. Για τα κορίτσια τα προβλήματα που συνδέονται με ην παλιννόστηση παίρνουν άλλες μορφές έκφρασης. Π.χ. είναι πολύ σιωπηλά, ντροπαλά, πολύ πιο υπάκουα από τις Ελληνίδες μαθήτριες που βρίσκονταν πάντα στην Ελλάδα. Παρατηρεί δηλαδή κανείς μια πόλωση: πολύ επιθετικά αγόρια σε σχέση με τα αγόρια που έζησαν για πάντα στην Ελλάδα, πολύ ντροπαλά και άτολμα κορίτσια σε σχέση με τον μέσο όρο των κοριτσιών που έζησαν για πάντα στην Ελλάδα.

Ένα καταρχήν αναπάντεχο πόρισμα είναι ότι στα κορίτσια παρατηρείται μια σχέση μεταξύ χαμηλών σχολικών και γλωσσικών επιδόσεων από τη μια πλευρά και αυτοεκτίμησης ως προς την εξωτερική εμφάνιση από την άλλη. Όσο χαμηλότερες οι επιδόσεις, τόσο πιο όμορφο θεωρούν τα κορίτσια τον εαυτό τους. Ίσως αναπτύσσεται έτσι ένας αμυντικός μηχανισμός.

Ένα ακόμη ιδιαίτερα ενδιαφέρον πόρισμα: όπως ήδη αναφέραμε, για κάθε παιδί έχουμε τέσσερα είδη δεδομένων (σχολικές επιδόσεις, αξιολόγηση από τον δάσκαλο, αξιολόγηση από τους συνομηλίκους και αυτοαξιολόγηση). Οι αυτοαξιολογήσεις των παλιννοστούντων μαθητών συμπίπτουν από πολλές πλευρές με τις αξιολογήσεις των συνομηλίκων τους και με αυτές των δασκάλων τους. Υπάρχουν μόνο λίγες παρεκκλίσεις και έτσι μπορεί κανείς να μιλήσει για μια ισχύ του εργαλείου μέτρησης και για τις δύο πλευρές. Τα ευρήματα μας είναι συγχρόνως και μια απόδειξη ότι τα παιδία είναι πολύ ρεαλιστές.

Τελειώνοντας θα ήθελα να τονίσω τα αποτελέσματα εκείνα που μου φαίνονται πολύ σημαντικά:

  1. Κατά την εκτίμησή μου, από το πρόγραμμα μας προκύπτει, όπως έδειξαν κι άλλες έρευνες για άλλες εθνικότητες σ' άλλες χώρες, ότι γενικά η μετανάστευση για εργασία λειτουργεί σε βάρος των παιδιών. Οι ενήλικες παίρνουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, πετυχαίνουν ή δεν πετυχαίνουν τους σκοπούς τους. Το τίμημα για το εγχείρημα αυτό το πληρώνουν τα παιδιά τους. Αυτό ισχύει τόσο στη χώρα μετανάστευσης, όσο και μετά την παλιννόστηση στη χώρα καταγωγής.
  2. Για να επιτύχει στη σχολική του σταδιοδρομία το παιδί, βασικό ρόλο παίζει ο παράγοντας χρόνος. Το παιδί στη σχολική του σταδιοδρομία έχει ανάγκη από σταθερότητα μεγάλης χρονικής διάρκειας, είτε βρίσκεται στη χώρα μετανάστευσης είτε βρίσκεται στη χώρα καταγωγής μετά την επιστροφή. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι οι σχολικές επιδόσεις των παιδιών θα ανταποκρίνονται στις δυνατότητες τους, στα ενδιαφέροντά τους και στα ταλέντα τους, αν δεν δοθεί αρκετός χρόνος και σταθερότητα για να αναπτυχθούν όλα αυτά.
  3. Το μάθημα μητρικής γλώσσας, οι εθνικές τάξεις, τα εθνικά σχολεία, πράγματα τα οποία οι Έλληνες στη Γερμανία στήριξαν με πολλά χρήματα και πάρα πολύ ενθουσιασμό, δεν αποδίδουν αυτά τα οποία προσδοκούσε κανείς ότι θα μπορούσαν να αποδώσουν. Τουλάχιστον στο χώρο των σχολικών επιδόσεων, παρόλο που τα παιδιά αυτά κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη χώρα μετανάστευσης παρακολουθούν εντατικά μαθήματα και έχουν επιβαρημένο πρόγραμμα, όταν παλιννοστήσουν, παραμένουν πολύ πίσω στη μητρική γλώσσα.

Φυσικά το μάθημα μητρικής γλώσσας επιτελεί κι άλλες λειτουργίες. Πιστεύουμε ότι πιθανόν να παίζει ένα σοβαρό ρόλο στην κοινωνική ενσωμάτωση των παλιννοστούντων. Το γεγονός ότι οι παλιννοστούντες μαθητές παρουσιάζουν τόσο λίγα προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης όταν επιστρέφουν, ίσως να είναι επίτευγμα του ελληνικού σχολείου στη Γερμανία. Προσωπικά θεωρώ ότι αυτό είναι επίτευγμα προπάντων τηςσταθερότητας της ελληνικής οικογένειας και της σταθερότητας της ελληνικής κοινότητας, ή της ελληνικής εκκλησίας, που είναι πολύ δραστήρια. Το ότι υπάρχουν τόσο λίγα προβλήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης μετά την παλιννόστηση είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα μεγάλο επίτευγμα των ελληνικών κοινοτήτων σ' άλλες χώρες.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 13:18