Δίγλωσσο γλωσσάριο όρων εφαρμοσμένης γλωσσολογίας
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιομορφία [peculiarity]
-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 249 - ιδιομορφία λεξιλογική [lexical peculiarity]
-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 253 - ιδιομορφία μορφολογική [morphological peculiarity]
-
O ιδιαίτερος τρόπος που ένας τύπος μιας λέξης ή και φράσης διαφέρει από τον γενικά αποδεκτό τύπο, συνήθως για λόγους διαλεκτικούς.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 251 - ιδιομορφία συντακτική [syntactic peculiarity]
-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 252 - ιδιομορφία φωνητική [phonetic peculiarity]
-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 249 - ιδίωμα γλωσσικό [language variety]
-
H ιδιαίτερη χρήση μιας γλώσσας από ομιλητές μιαs περιοχής (διάλεκτος) ή μιας κοινωνικής ομάδας (κοινωνιόλεκτο).
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 246, 247 - ιδιωματική ορθότητα [idiomatic accuracy/correctness]
-
Ο καθιερωμένος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται σωστά και αποδεκτά μια πρόταση ή μια σκέψη. ΄Ετσι μια πρόταση μπορεί από καθαρά γραμματική άποψη να είναι σωστή, όμως "ξενίζει", δεν είναι αποδεκτή, διότι παραβιάζει κάποια υπάρχουσα σύμφραση, ή, π.χ., το αντικείμενο ενός ρήματος, ως λέξη, δεν περιλαμβάνεται στο "σθένος" του ρήματος. Π.χ. τα ρήματα παίρνω και λαμβάνω είναι λίγο-πολύ συνώνυμα, στην πρόταση όμως Οι μαθητές παίρνουν τα βιβλία μαζί τους στο σχολείο, δεν μπορούμε στη θέση του παίρνουν να χρησιμοποιήσουμε λαμβάνουν.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 154 - ιδιωματικός τύπος [idiomatic form]
-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 247 - ιδιωτισμός [idiom]
-
H έκφραση της οποίας ή έννοια δεν προκύπτει από το σύνολο των λέξεων που την αποτελούν. Π.χ. Αύριο θα κάνω το τραπέζι σε μερικούς φίλους.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 66 144 - ιδιωτισμός [idiom]
-
H φράση ή η πρόταση της οποίας η έννοια δεν προκύπτει αμέσως από τη σύνταξή της και το λεξιλογικό της περιεχόμενο, και πολλές φορές είναι μεταφορική (π.χ. Βρέχει καρεκλοπόδαρα = Βρέχει πολύ δυνατά).
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΧΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ