ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
(ΠΡΟΛΟΓΟΥ)
1) Σπῦρος Πανταζάτης, γαμπρός, ἀνεψιός του Μπότσιαρη
2) Δάφνη, νύφη ἀπό τήν Κιάφα
3) Ἀργύρω, μητέρα του γαμπροῦ, κι΄ ἀδερφή του Μπότσιαρη
4) Φῶτος, δεύτερος γυιός της μικρότερος
5) Μάρκος Μπότσιαρης]
6) Κήτσιος Τζαβέλλας] Καπεταναραῖοι τοῦ Σουλιοῦ
7) Γιάννης Σέχος]Καπεταναραῖοι τοῦ Σουλιοῦ
8) Νικόλαος Δράκος]
9) Χρῆστος Μαλάμος]
10) Αντώνης Ζέρβας]
11) Δημήτρης Νταγκλῆς]
12) Χρῆστος Κουτσονίκας]
13) Πᾶνος Μάρας]
14) Μπέϊκος Ζάρμπας]
15) Παπᾶ Ζῶτος, παπᾶς του Σουλιοῦ.
16) Τραγουδιστής
17) Ἄγγελος
[Ἡ σκηνὴ στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ Σπύρου Πανταζάτη στὸ Σούλι. Γάμος. Ὅλα τὰ καπετανᾶτα τοῦ Τετραχωριοῦ, ἁρματωμένα καὶ λαμπροφορεμένα. Οἱ τοῖχοι τοῦ σπιτιοῦ καταστόλιστοι ἀπὸ κρεμασμένα ντουφέκια, σπαθιά, γιαταγάνια, πιστόλες, παλάσκες κλ. Σὲ μιὰ γωνιὰ πλούσιο εἰκονοστάσι, μὲ ἀναμμένη καντήλα. Κόσμος πολὺς κάθονται σὲ στενόμακρο χαμηλὸ τραπέζι, καὶ 4 − 5 ὑπηρέτες μπαινοβγαίνουν. Στὸ κεφαλοτράπεζο κάθεται ὁ παπᾶς, τὰ καπετανᾶτα κάθονται δεξιά του καὶ ἀριστερά του, μισὰ ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ μισὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ δίπλα στὰ καπετανᾶτα ἄλλοι ἀσήμαντοι, καὶ γεμίζουν τὸ τραπέζι. Οἱ ὑπηρέτες ρίχνουν στὸ τραπέζι ψωμιά, καὶ κρέατα, καὶ κουβαλοῦν πλόσκες γεμάτες κρασί, ἐνῷ οἱ καθισμένοι τρώγουν καὶ πίνουν].
ΣΚΗΝΗ 1η
Ἀργύρω (ὀρθὴ)
Χιλιοκαλῶς μᾶς ἤρθατε, δικοὶ ἀγαπημένοι,
Καὶ φίλοι πολυπόθητοι τὴν ἅγια τούτη μέρα,
Πὤχει τὸ σπίτι μου γιορτή, πὤχει χαρὰ μεγάλη,
Γιὰ τὸ γαμπρό, ποῦ ἀνάδειξε, καὶ γιὰ τὴν τίμια νύφη,
Ποῦ δέχεται περίφανο στὴν ἀγκαλιά του μέσα.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμή, καθὼς καὶ γιὰ τὸν κόπο,
Ποῦ κάματε γιὰ χάρη μας. Εἶμ' ὑποχρεωμένη,
Κι' εὔχομαι γλήγορα καὶ σεῖς νὰ πάθετε τὸ ἴδιο,
Κι' ἀπὸ χαρὰ τὰ σπίτια σας γλυκὰ ν' ἀχολογήσουν.
Παπᾶ Ζῶτος
(Φορεῖ φουστανέλλα κι' ἅρματα, σἂν τοὺς λαϊκούς. Σηκόνει τὸ ποτήρι κι' εὔχεται).
Χιλιοκαλῶς σᾶς ηὕραμε! Εὐτυχισμένο νὰ εἶναι
Τὸ τιμημένο ἀντρόγυνο, ποῦ ἐδῶ μᾶς ἔχει φέρει!
Καὶ ἡ χαρὰ κανένα μας ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσῃ!
Ὅλοι μαζὺ οἱ Καπεταναραῖοι
Χιλιοκαλῶς σᾶς ηὕραμε!
Κήτσιος Τζαβέλλας
Εὐτυχισμένο νά εἶναι
Τὸ τιμημένο ἀντρόγυνο, ποῦ ἐδῶ μᾶς ἔχει φέρει!
Καὶ ἡ χαρὰ κανένα μας ποτὲ νὰ μὴν ἀφήσῃ!
Ἀργύρω
Φροντίδες χιλιοπόθητες γλυκὰ μὲ προσκαλοῦνε
Στὴν αἴθουσα τῶν γυναικῶν… ἐσεῖς ἐδῶ χαρῆτε
Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδερφός…
(Δείχνοντας τὸν Μπότσιαρη)
Εἶν' ἀντιπρόσωπός μου
Μάρκος Μπότσιαρης
Πήγαινε, Ἀργύρω μου, κι' ἐγὼ σὲ ἀντιπροσωπεύω
Σοῦ ὑπόσχομαι νὰ μὴ ἀκουστῇ παράπονο κανένα.
(Ἡ Ἀργύρω βγαίνει ἔξω).
Παπᾶ Ζῶτος
Καλῶς ἀνταμωθήκαμε σ' αὐτὸ τὸ φαγοπότι,
Σ' αὐτὰ τὰ σπίτια τὰ ψηλά, τὰ μαρμαροχτισμένα,
Κι' αὐτὸν τὸν γάμο τὸν καλό, καὶ χιλιοτιμημένο!
Πάντα ν' ἀνταμονώμεστε σὲ τέτοια φαγοπότια,
Μὲ τὴ χαρὰ προσκέφαλο, μὲ τὴν τιμὴ στεφάνι.
Στὰ σπίτια, ποῦ βρισκόμεστε νὰ μὴ ραγίσῃ πέτρα
Καὶ τὰ γλυκὰ τὰ νιόγαμπρα εὐτυχισμένα νὰ εἶναι
Ν' ἀσπρίσουν σἂν τὸν Ὄλυμπο, νὰ ζήσουν σἂν τὸν Πίντο,
Νὰ κουναρίσουνε παιδιά, κι' ἀγγόνια νὰ χαϊδέψουν,
Καὶ νὰ χορέψουν δίγγονα ψηλὰ στὰ γόνατά τους.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι
Γειὰ καὶ χαρὰ στὰ νιόγαμπρα! πολύχρονα νὰ γείνουν.
Παπᾶ Ζῶτος
Ἀκούσετε καὶ μιὰ εὐχή, εὐχὴ τὴν πλειὸ μεγάλη:
Νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς − μεγάλο τ' ὄνομά του−
Τὸ σκλαβωμένο Γένος μας ἐλεύθερο νὰ ἰδοῦμε!
Νὰ ἰδοῦμε τὸ Σταυρὸ ψηλὰ στῆς Ἅϊ−Σοφιᾶς τὸν τροῦλο,
Καὶ Κωσταντῖνο Βασιλιᾶ στὴν Πόλη θρονιασμένο,
Τὸν ἴδιο ἐκεῖνο Βασιλιᾶ, τὸν Αὐτοκράτορά μας,
Ποῦ σἄ λιοντάρι ἔπεσε τὴ μαύρη ἐκείνη μέρα,
Ποῦ πάρθηκεν ἡ Πόλη μας, κι' ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη,
Ἀντὶ ἡ ψυχή του ν' ἀναιβῇ ἀπάνω στὰ οὐράνια,
Καὶ τὸ κορμί του κάτω ἐδῶ στὸ χῶμα νὰ ἡσυχάσῃ,
Ξανανταμώθηκαν μαζύ, κ' ἕνα γενῆκαν πάλι,
Κι' ἀπὸ τὸν πόνο τὸν πολύ, καὶ τὴν πολλὴ τὴ θλίψη,
Ποῦ εἶδε τὸν Τοῦρκο νικητὴ καὶ σκλάβα του τὴν Πόλη,
Εὐτὺς ἐμαρμαρώθηκε μαζὺ μὲ τ' ἄλογό του,
Κι' ἔτσι σἂν κρύο μάρμαρο, κι' ἔτσι σἂν κρύα πέτρα,
Φορῶντας τὴν κορώνα του, τὴν αἱματοβαμμένη,
Μὲ τὸν δικέφαλον ἀετὸ στὸ τίμιο του κεφάλι,
Ὅλο τὲς νύχτες περπατεῖ, ὅλο τὲς νύχτες τρέχει
Στὰ πέρατα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀκούραστος, τρεχᾶτος,
Καὶ χύνεται, σἂν ἀστραπὴ, στὰ ὄνειρά μας μέσα,
Κι' ἀδιάκοπα βροντοφωνάει στὸ σκλαβωμένο Γένος:
− «Παιδιά, μὴν ἀπελπίζεστε! Δική μας εἶν' ἡ Πόλη!»
Μάρκος Μπότσιαρης
Τ' ἅγια σου λόγια, δέσποτα, τῆς ἀστραπῆς νὰ πάρουν
Τὴ γληγοράδα καὶ στ' αὐτὶ τοῦ Πλάστη μας ν' ἀράξουν,
Θερμὴ νὰ γείνουν προσευχὴ τοῦ Γένους πέρα−πέρα,
Ποῦ σπαρταράει, σἂν ἀρνὶ σφαγμένο, στοῦ Σουλτάνου
Τὴ φτέρνα τὴν ἀντίχριστη τριακόσια ἀκέρια χρόνια!
Κήτσιος Τζαβέλλας
Κι' ἂν ὅλος ὁ Ἑλληνισμός, τριακόσια τώρα χρόνια,
Ἁλυσωμένος βρίσκεται στοῦ Ἀγαρηνοῦ τὰ χέρια,
Τὸ Σούλι μας ἐλεύτερο μὲ περιφάνεια στέκει!
Χαράτσι δὲν πληρώσαμε ποτέ μας, οἱ Σουλιῶτες,
Πασιᾶ δὲν προσκυνήσαμε, κι' ὅπου τὸν Τοῦρκο βροῦμε
Κομμάτια τόνε κάμομε, σἂ λυσσιασμένο σκύλλο!
Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Θεὸς −μεγάλο τ' ὄνομά του!−
(Σταυροκοπιέται)
Ἀντώνης Ζέρβας
Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Θεός! Τριακόσια τώρα χρόνια,
Ποῦ ὁ Τοῦρκος εἶναι κύριος σὲ ὅλο μας τὸ Κράτος,
Μονάχα ἐδῶ δὲν μπόρεσε τὸ πόδι του νὰ βάλῃ!
Μπέϊκος Ζάρμπας
Πολλὲς φορὲς βουλήθηκε τὸ Σούλι νὰ πατήσῃ,
Νὰ σβήσῃ καὶ τὴν ὕστερη τῆς Λευτεριᾶς μας σπίθα,
Ποῦ θὰ μπορέσῃ μιὰ φορὰ ν' ἀνάψῃ τὴ μεγάλη
Φωτιὰ τοῦ Γένους, τῆς Σκλαβιᾶς τὰ σίδερα νὰ λυώσῃ…
Ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσε, κι' οὔτε θὰ κατορθώσῃ!
Νικόλας Δράκος
Αὐτὰ τὰ κακοτρόχαλα βουνά, ποῦ μᾶς κυκλόνουν,
Εἶναι σκολειὸ τῆς Λευτεριᾶς καὶ κάθ' ἑνας Σουλιώτης
Τοῦ ντουφεκιοῦ καὶ τοῦ σπαθιοῦ δάσκαλος εἶναι σ' ὅλους
Τοὺς χριστιανούς, ποῦ ξέμαθαν νὰ πολεμοῦν τὸν Τοῦρκο.
Χρῆστος Κουτσονίκας
Ἀπὸ κουφάρια τούρκικα, κουφάρια γενιτσάρων,
Εἶναι γεμάτες οἱ λακκιὲς Τζουμέρκων καὶ Κουρέντων,
Μαργαριτιοῦ καὶ Τσιαμουριᾶς καὶ χόρτασαν τὰ ὄρνια
Κι' οἱ λύκοι, κι' ἄλλα τοῦ βουνοῦ κρεασοφάγα ἀγροίμια.
Γιάννης Σέχος
Γι' ἀκούσετε κι' ἐμένανε νὰ σᾶς εἰπῶ δυὸ λόγια:
Ἡ δύναμη τοῦ τόπου μας δὲ στέκεται μονάχα
Στὴν παλληκαρωσύνη μας, ἀλλ' οὔτε στὴν ἀξιάδα
Τοῦ ντουφεκιοῦ καὶ τοῦ σπαθιοῦ, μὸν στέκει στὴν ὁμόνοια
Καὶ στὴν ἀγάπη, πὤχομε συμμεταξύ μας ὅλοι.
Καὶ τὴ στιγμή, ἀδέρφια μου, ποῦ ἡ ἀγάπη λείψῃ
Καὶ μπῇ στὴ δόλια μας καρδιὰ τὸ μῖσος κι' ἡ διχόνοια,
Οἱ δρόμοι ὅλοι θ' ἀνοιχτοῦν, τὰ μονοπάτια ὅλα,
Καὶ τ' ἅγιο χῶμα τοῦ Σουλιοῦ ὁ Τοῦρκος θὰ πατήσῃ!
Ἀγάπη−ἀγάπη, ἀδέρφια μου, ὅσο μπορεῖτε ἀγάπη!!
Δημήτρης Νταγκλῆς
Πολλὰ δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ, ἕνα μονάχα ξέρω
Ὅτι Σουλιώτης κἄμποτε δὲ θὰ βρεθῇ νὰ πέσῃ,
Νὰ προσκυνήσῃ τὸ ἐχτρὸ τῆς Πίστης καὶ τοῦ Γένους!
Χρῆστος Μαλάμος
Τὤχει ἡ γενιά μας τὸ καλὸ αὐτὸ κληρονομιά της,
Ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ παλιά, ἀφόντας πολεμοῦσε
Στὸ πλάγι τοῦ Σκεντέρ−μπέη, τοῦ πολυδοξασμένου
Καὶ τελευταίου ἀρχηγοῦ τῆς δόλιας μας Πατρίδας.
Ὅταν αὐτὸς ἀπέθνησκε, πὸ τὲς πληγὲς τὲς μαῦρες,
Ποῦ εἶχε πάρει ἀπανωθιὸ στὴ λύσσα τοῦ πολέμου,
Ἐκάλεσε τοὺς πάππους μας τρογύρου καὶ τοὺς εἶπε:
− «Ἐγώ, παιδιά μου, σήμερα πεθαίνω δοξασμένος,
Γιατὶ δὲν καταδέχτηκα ποτὲ νὰ προσκυνήσω
Σουλτάνο, τὴ θρησκεία μου ν' ἀλλάξω, καὶ τὸ Ψέμα
Ν' ἀγκαλιαστῶ γιὰ πίστη μου. Σᾶς δίνω τὴν εὐχή μου.
Πάρετε ὄρη καὶ βουνά, καὶ λόγγους καὶ λειβάδια
Καὶ βρέτε τόπο δυνατό, καὶ βρέτε τόπον ἄξιο
Νὰ φυλαχθῆτε ἐλεύτεροι, ὡσότου νἄρθῃ ἡ ὥρα
Ἡ ἅγια, ποῦ θ' ἀναστηθῇ τὸ δουλωμένο Γένος.
Ὅποιος κι' ἂν εἶναι ἀπὸ σᾶς, ποῦ προσκυνήσῃ τοῦρκο,
Νὰ ἔχῃ τὴν κατάρα μου αἰώνια στὴ γενιά του!» −
Αὐτὰ τὰ λόγια εἴτανε τὰ ὑστερνά του λόγια
Κι' οἱ πάπποι μας ὡρκίστηκαν στὸ λείψανό του ἀπάνω
Μὲ περισσὴ εὐλάβεια, γι' αὐτοὺς καὶ τὴ γενιά του,
Ραγιᾶδες νὰ μὴ γείνουνε, τοῦρκο μὴν προσκυνήσουν!
Καὶ θάφτοντας τὸ ἔνδοξο τοῦ ἀρχηγοῦ κουφάρι,
Ἐπῆραν ὄρη καὶ βουνά, κι' ἦρθαν ἐδῶ ἀπάνω
Καὶ χτίσανε τὸ Σούλι μας τὸ πολυδοξασμένο,
Ποῦ εἶναι σκιάχτρο τῆς Τουρκιᾶς, τῶν χριστιανῶν καμάρι.
Πᾶνος Μάρας
Ὅσο ποῦ τὸν κατήφορο θὰ τρέχουν τὰ ποτάμια
Καὶ τὰ κοράκια τὰ φτερὰ τά μαῦρα θὰ φοροῦνε,
Σουλιώτης δὲ θὰ γεννηθῇ νὰ προσκυνήσῃ τοῦρκο!
Γιῶργος Μπότσιαρης (πρὸς τὸν παπᾶ)
Παπᾶ μου! κάμε τὴν ἀρχή, καὶ πέ μας τὸ τραγούδι,
− Τὸ Θρῆνο ἤθελα νὰ εἰπῶ − τῆς σκλαβωμένης Πόλης.
Παπᾶ−Ζῶτος
(χωρὶς μουσικὴ, ἀλλὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη λέγει τὸ Θρῆνο):
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ οὐράνια,
Σημαίνει κι' ἡ Ἁγιά−Σοφιά, τὸ μέγα Μοναστήρι,
Πὤχει τριακόσια σήμαντρα, κι' ἑξῆντα δυὸ καμπάνες
Κάθε καμπάνα καὶ παπᾶ, κάθε παπᾶ καὶ διάκο,
Καὶ πεντακόσιες καλογριές, καὶ χίλιους καλογέρους.
Ψάλλει ζερβιὰ ὁ Βασιλιᾶς, δεξιὰ ὁ Πατριάρχης,
Κι' ἀπάνω στὸ χερουβικό, ποῦ ἔβγαινᾶνε τ' Ἅγια,
Φωνὴ τους ἦρθε ἀπὸ ψηλά, σἂν ἀπ' ἀγγέλου στόμα,
−«Ψαλτάδες πάψετε μὲ μιᾶς, παπάδες ξεντυθῆτε.
Καὶ σβήσετ' ὅλα τὰ κηριὰ καὶ τὰ καντήλια ὅλα,
Γιατ' εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψῃ!» −
Ἔπαψε εὐτὺς ἡ λειτουργιά, σωπᾶσαν οἱ ψαλτάδες,
Ἡ ἐκκλησιὰ ἀναστέναξε, σβηστῆκαν τὰ καντήλια,
Οἱ εἰκόνες ἄρχισαν νὰ κλαῖν, νὰ χύνουν μαῦρα δάκρυα,
Κι' ὁ Βασιλιᾶς μετάλαβε καὶ πάῃ νὰ πολεμήσῃ,
Λέγοντας πρὸς τὴν Παναγιά, καὶ σ' ὅλους τοὺς ἁγίους:
− «Σώπασε, Κυρὰ Δέσποινα, καὶ σεῖς ἁγίοι μὴν κλαῖτε,
Πάλε μὲ χρόνους μὲ καιροὺς, πάλε δικά σας θά εἰναι!» −
Καὶ τὴ στιγμὴ ποῦ ὁ Βασιλιᾶς ἀπὸ τὴ θύρα βγῆκε,
Ἕνας παπᾶς πανέμορφος, κρατῶντας μὲς στὰ χέρια
Τὸ ἅγιο Δισκοπότηρο καὶ τὸ ἱερὸ Βαγγέλιο,
Μεταμορφώθηκε ἔξαφνα σὲ ἄσπρο περιστέρι,
Καὶ πέταξε στοὺς οὐρανοὺς ἀπὦνα παραθύρι,
Γιὰ νὰ μὴν πέσουν στῆς Τουρκιᾶς τ' ἀντίχριστα τὰ χέρια».
Κήτσιος Τζαβέλλας
Παπᾶ μου, καὶ τὸν δεύτερο τὸ Θρῆνο νὰ μᾶς ψάλῃς!
Παπᾶ−Ζῶτος
Ὥρια−πανώρια καλογριὰ τηγάνιζε μπαρμπούνια,
Νὰ φάῃ κι' ὁ Αὐτοκράτορας, νὰ φάῃ κι' ὁ Πατριάρχης,
Κι' ἐκεῖ ποῦ τὰ τηγάνιζε, καὶ τὴ φωτιὰ συμποῦσε,
Κρατῶντας μὲ τὸ χέρι της τηγάνι χρυσαφένιο,
Φωνὴ τῆς ἦρθε ἀπὸ ψηλά, σἂν ἀπ' ἀγγέλου στόμα,
− «Πᾶψε, κυρά, τὸ μαγειρειό, τὶ θὰ τουρκέψῃ ἡ Πόλη!»
− Ὅταν τὰ ψόφια ψάρια μου τὰ ἰδῶ νὰ ζωντανέψουν,
Καὶ πεταχτοῦνε, σἂν πουλλιά, πὸ τὸ τηγάνι μέσα,
Τότε θὰ τὸ παραδεχτῶ πῶς θὰ τουρκέψῃ ἡ Πόλη».−
Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸ λόγο δὲν ἀπόειπε,
Τὰ ψάρια ζωντανέψανε, μισοτηγανισμένα,
Καὶ σἂν πουλλιὰ πετάχτηκαν, πὸ τὸ τηγάνι μέσα,
Κι' ἡ καλογριὰ ξεψύχησε πὸ τὴν πολλή της λύπη,
Γιὰ νὰ μὴ ἰδοῦν τὰ μάτια της τὴν Πόλη τουρκεμένη».
(Οἱ γέροντοι ἀναστενάζουν καὶ δακρύζουν ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ συγκίνηση).
Γιῶργος Μπότσιαρης
Καὶ τώρα ὁ πλειὸ καλόφωνος ἂς πάρῃ ἕνα τραγούδι!
Θέλει τραγούδια ἡ χαρὰ κι' ὁ πόλεμος μπαρούτι.
Ὁ Τραγουδιστὴς
Μετὰ χαρᾶς σας, ἄρχοντες, στοὺς ὁρισμούς σας εἶμαι.
Κήτσιος Τζαβέλλας
Λάλα, γλυκόφωνο πουλλί! ἀρχίνα τὸ τραγούδι!
Ὁ Τραγουδιστὴς
Χρυσὸς ἀητὸς ἐκάθονταν σὲ κλέφτικα λημέρια,
Καὶ κράταγε στὰ πόδια του κεφάλι ἀντρειωμένου.
Βολὲς−βολὲς τὸ τσίμπαγε, βολὲς−βολὲς τοῦ λέγει:
−«Κεφάλι κακοκέφαλο, κι' ἀνέγνωμο κεφάλι,
Τὶ μαναστήρια πάτησες, τὶ ἐρημοκλήσια πῆρες,
Καὶ βρίσκεσαι στὰ νύχια μου, στὰ νυχοπόδαρά μου;
− «Πουλλί μου, σἂ μὲ ρώτησες, νὰ σοῦ τὸ μολογήσω:
Σαράντα χρόνους ἔζησα μὲ τ' ἅρματα νὰ ζωσμένος,
Κλέφτης ψηλὰ στὸν Ὄλυμπο, κι' ἁρματωλὸς στὸν Πίντο,
Χιλιάδες τούρκους σκότωσα, κι' ὀχτὼ μπουλουμπασάδες,
Μὰ τώρα στὰ γεράματα, κακὸ μολύβι μ' ηὗρε,
Καὶ βρίσκομαι στὰ νύχια σου, στὰ νυχοπόδαρά σου! −
− «Κάλλια νὰ φάω τὰ νύχια μου, τὰ νυχοπόδαρά μου,
Παρὰ νὰ φάω τὲς σάρκες σου, νὰ φάω τὰ μυελά σου!» −
− «Φάγε πουλλί, τὲς σάρκες μου, καὶ ρούφα τὰ μυελά μου,
Νὰ κάμῃς, πῆχες τὸ φτερό, καὶ πιθαμὲς τὸ νύχι,
Κι' ὅταν τὸ σώσῃς τὸ φαγί, μιὰ χάρη σοῦ γυρεύω:
Τὸ ἔρημό μου καύκαλο στὰ νύχια σου νὰ πάρῃς,
Καὶ νὰ πετάξῃς μ' ἀστραπῆς καθάρια γληγοράδα,
Στοῦ Πίντου τοῦ θεώρατου τὴν πλειὸ ψηλὴ κορφούλα,
Κι' ἐκεῖ νὰ σκάψῃς τρίσβαθα καὶ μέσα νὰ τὸ θάψῃς,
Νὰ μὴν τὸ βροῦν οἱ ἄπιστοι καὶ μοῦ τὸ μαρτυρέψουν,
Καὶ μοῦ τὸ πᾶν στὰ Γιάννινα, στὴ θύρα τοῦ Βεζύρη,
Καὶ ἰδοῦν οἱ τοῦρκοι μὲ χαρὰ τοῦ Δήμου τὸ κεφάλι!» −
ΣΚΗΝΗ 2η
(Μπαίνουν μέσα δυὸ χοροὶ γυναικῶν, ὅλο ἀπὸ νιόνυφες. Στὴ μέση τοῦ ἑνὸς εἶναι ὁ γαμπρός, καὶ στ' ἀλλουνοῦ ἡ νύφη. ὁ χορὸς γαμπροῦ στέκεται στὴ μιὰ τὴ γωνιά, καὶ τῆς νύφης στὴν ἄλλη, κάτω ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα).
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Ἀητέ μου, ποῦ τὴν ηὗρες, τούτ' τὴν πέρδικα;
Τὴ χιλιοπλουμισμένη, τὴν περίφανη;»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Τὴν ηὗρα μὲς στὰ πλάγια, ὅπου λάλαγε,
Κι' ἔπινε κρυονέρι, σἂν τὸ κρούσταλλο.»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
−«Ἀητέ μου, τὶ τὴ θέλεις, σύ, τὴν πέρδικα,
Τὴ χιλιοπλουμισμένη, τὴν περίφανη;»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Βασίλισσα τὴ θέλω τῆς καρδούλας μου,
Παντοτεινό μου ταίρι κι' ἄστρο μου λαμπρό.»
Πολλοὶ
Νὰ ζήσουνε τὰ νιόγαμπρα, κι' εὐτυχισμένα νά εἰναι!
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Ἤκουσες, κυρὰ−νύφη, τί λέγει τὸ Βαγγέλιο;
Τί λέγει τὸ Βαγγέλιο, τί μολογάει τὸ γράμμα;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Τὸ ἤκουσα, κυράδες, τί λέγει τὸ Βαγγέλιο,
Τί λέγει τὸ Βαγγέλιο, τί μολογάει τὸ γράμμα.»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Γιὰ πέ μας, κυρὰ−νύφη, τί λέγει τὸ Βαγγέλιο;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Τίμα τὸν πεθερό σου, τίμα τὴν πεθερά σου,
Τίμα καὶ τ' ἀντραδέρφια, καὶ τὲς ἀντραδερφάδες».
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Τί ἄλλο, κυρὰ−νύφη, σοῦ λέει τὸ Βαγγέλιο;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Ὑπήκοη νὰ εἶμαι στὲς διαταγὲς τ' ἀντρός μου,
Στὰ χέρια του νὰ δώσω γιὰ προίκα τὴ ζωή μου
Κι' αὐτὸς νὰ τὴν ὁρίζῃ στὸν κόσμο μοναχός του»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Τὸν πεθερὸ τὴν πεθερά, γιά πέ μας τί τούς ἔχεις;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Τὸν πεθερὸ πατέρα μου, τὴν πεθερὰ μου μάνα»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Τ' ἀδέρφια καὶ τὲς ἀδερφὲς τ' ἀντρός σου τί τὰ ἔχεις;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Ὅ,τι τὰ ἔχει ὁ ἄντρας μου, κ' ἐγὼ τὸ ἴδιο τἄχω.»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Γιὰ πέ μας, κυρά−νύφη, τὸ σπίτι σου ποιὸ εἶναι;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
−«Αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι, τὸ χιλιοτιμημένο.»
Ὁ χορὸς τοῦ γαμπροῦ
− «Ποῦθε εἶσαι, κόρη μου;»
Ὁ χορὸς τῆς νύφης
− «Ὅπουθ' εἶναι κι' ὁ ἄντρας μου!»
(Οἱ δυὸ οἱ χοροὶ σμίγουν, βάνουν στὴ μέση τὸ γαμπρὸ καὶ τὴ νύφη, καὶ βγαίνουν τραγουδῶντας).
Οἱ δύο χοροὶ μαζὺ (τραγουδοῦν)
− «Ποιὸς εἶδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο μεγάλο,
Νὰ περπατοῦν χεροπιαστὰ ὁ ἥλιος μὲ τὸ φεγγάρι,
Ὁ ἥλιος νἆναι ὁ γαμπρός, καὶ τὸ φεγγάρι ἡ νύφη,
Ὁ αὐγερινὸς προξενητής, καὶ προξενήτρα ἡ πούλια,
Κι' ὅλα τ' ἀστέρια τ' οὐρανοῦ παραπροξενητάδες»
(Ἐνῷ βγαίνει ἔξω ὁ διπλὸς χορός, οἱ νιώτεροι τοῦ τραπεζιοῦ σηκόνονται καὶ στήνουν χορό… Χορεύουν τραγουδῶντας. Τὸ τραγούδι τὸ παίρουν πρῶτα οἱ μισοὶ πρῶτοι, κι' ὕστερα οἱ ἄλλοι)
Ὁ χορὸς
− «Στὴν Ἄρτα τ' ἄργανα βαροῦν, στὴν Ἄρτα κάμουν γάμο.
Ρηγόπουλο παντρεύονταν, μὲ μιὰ βασιλοπούλα.
Ὅλον τὸν κόσμον κάλεσαν, τὴ γῆ τὴν Οἰκουμένη,
Τὸ Δίγιαννο δὲν κάλεσαν, πὸ τὴν ἀνεγνωμιά του,
Γιατὶ σκοτόνει τοὺς γαμπροὺς καὶ παίρει τὲς νυφάδες.
Νά σου κι' ὁ Γιάννος πὤρχονταν μὲ τ' ἄλογο καβάλλα.
Φέρνει ζαρκάδια ζωντανά, κι' ἀλάφια σκοτωμένα,
Καὶ λέει στὴ μάνα τοῦ γαμπροῦ, στὴν πεθερὰ τῆς νύφης:
− Παραμερᾶτε τὸ γαμπρό, νὰ πάρω ἐγὼ τὴ νύφη! −
(Ἀκούεται ἕνα βρόντημα ντουφεκιοῦ καὶ στὴ στιγμὴ φωνὲς καὶ κλάματα, καὶ μπαίνουν στὴ σκηνὴ ἄντρες καὶ γυναῖκες ἀνακατωμένοι κι' ἔκπληκτοι, ἄγγελοι μεγάλης συμφορᾶς).
ΣΚΗΝΗ 3η
Ἄγγελος
Ἄντρες χαλᾶτε τὸ χορό! Μᾶς σκότωσαν τὴ νύφη!
Μάρκος Μπότσιαρης
Τὴ νύφη μᾶς ἐσκότωσαν; τὶ δυστυχία, Θεέ μου!
Αὐτὸ τὸ σπίτι σκέπασε!
Ὁ χορὸς κι' ἄλλοι πολλοὶ
Ἐσκότωσαν τὴ νύφη!
Μάρκος Μπότσιαρης
Ποιὸς εἶταν, ποῦ τὴ σκότωσε; Ποιὸς εἶταν ὁ φονιᾶς της!
Ἄγγελος
Ἀπὸ μακρυὰ ἐβρόντησε τὸ φονικὸ ντουφέκι,…
Κανένας δὲν κατάλαβε ποιὸς εἶταν ὁ φονιᾶς της.
Ἐτρύπωσε στὰ στήθια της τὸ ἄχαρο μολύβι,
Καὶ καταγῆς σωριάστηκε, σἂν γκρεμισμένος πύργος,
Χωρὶς νὰ βγάλῃ μιὰ λιαλιά, χωρὶς νὰ εἰπῇ μιὰ λέξη!
Πολλοὶ
Τὸ πανηγύρι χάλασε, κι' ἔγεινε ὁ γάμος ξόδι!
Μάρκος Μπότσιαρης
Πέτε μου ποιὸς εἶν' ὁ φονιᾶς; Γιατὶ δὲ μοῦ τὸν λέτε;
Ἄγγελος
Ἀπὸ μακρυὰ σοῦ εἴπαμε, τῆς ἦρθε τὸ μολύβι!
Μάρκος Μπότσιαρης
Ὤ! Θεέ μου! τί ξημέρονες μιὰ τέτοια μαύρη μέρα;
Στὸν ᾍδη μέσα τὸ φριχτὸ δὲν εἶχες ἄγρια σκότη,
Νὰ τὴ σκεπάσῃς σύσσωμη, στὸν κόσμο νὰ μὴν εὔγῃ;
Οἱ καπεταναραῖοι
Τέτοιο παράξενο κακὸ ποτὲ δὲν εἶχε γείνει!
Μάρκος Μπότσιαρης
Ἐβγᾶτε φίλοι, καὶ δικοί! Γυρίσετε τὴ χώρα,
Νὰ μάθετε ποιὸς εἴτανε ὁ ἄνομος ἐκεῖνος,
Ποῦ τράβησε καὶ σκότωσε τὴ νύφη μου, ποῦ εἶταν
Τὸ καύχημα τῆς ὠμορφιᾶς καὶ τῆς τιμῆς ἡ δόξα!
Φλωριὰ θὰ δώσω κέρασμα σὲ ὅποιον μοῦ τὸν φέρει,
Ἢ πεθαμένο, ἢ ζωντανό, κι' ἀκόμα παραπάνω
Αὐτὸ τὸ δαμασκὶ σπαθί, τὸ τουρκοματωμένο,
Ποῦ εἶναι κειμήλιο ἔνδοξο σὲ ὅλη τὴ γενιά μου!
(Ἀρχίζουν οἱ νεώτεροι νὰ ξεκρεμοῦν ὁ καθένας τ' ἅρματά του ἀπὸ τὸν τοῖχο γιὰ νὰ βγοῦν. Ἐκεῖνη τὴ στιγμὴ μπαίνει τρεχᾶτος ἕνας ἄγγελος).
ΣΚΗΝΗ 4η
Ἄγγελος
Φονιᾶς της εἶναι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ καπετὰν−Τζαβέλλα!
Καὶ μὲς στὰ Τζαβελλαίϊκα ἐτρύπωσε τὰ σπίτια!
(Ὁ Τζαβέλλας ταράχτηκε, κι' ἀμέσως οἱ δικοί του τὸν περικύκλωσαν).
Μάρκος Μπότσιαρης
Τζαβέλλα τ' εἶν' αὐτὰ ποῦ λέει;
Κήτσιος Τζαβέλλας
Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλήθεια!
Μάρκος Μπότσιαρης
Ἂν εἶν' ἀλήθεια, τὸ φονιᾶ νὰ μοῦ τὸν παραδώσῃς,
Ποῦ σκότωσε τὴ νύφη μου!
Κήτσιος Τζαβέλλας
Κι' ἐγὼ καταδικάζω
Τὴν πράξη τὴν παράνομη, ἀλλὰ τὸν ἀνεψιό μου
Δὲ σοῦ τὸν δίνω, Μπότσιαρη, στὰ χέρια σου ποτέ μου!
Ἂν ἔχυνες τὸ αἶμα του, στὸ σπίτι μου πρὶν ἔμπῃ,
Πρῶτος ἐγὼ τὸ χέρι μου θὰ σὤδινα, μὰ τώρα
Ποῦ μπῆκε μὲς τὸ σπίτι μου… οἱ Τζαβελλαῖοι ὅλοι
Θὰ στέκωνται ἀπὸ πίσω του μὲ τ' ἅρματα στὰ χέρια!
Γιάννης Σέχος
Τὸ δίκιο τὤχει ὁ Μπότσιαρης, μὰ κι' ὁ Τζαβέλλας λέγει
Σωστά, γιατ' εἶναι ἀδύνατο νὰ βγάλῃ τὸ παιδί του
Πὸ μὲς ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ νὰ τὸ παραδώσῃ
Στὰ χέρια τοῦ ἀντιπάλου του! Κι' ἀκόμα, ἂν εἶταν τοῦρκος,
Τὸ φόνο τὸ σημερινὸ ἐκεῖνος ποῦ ἔχει κάμει,
Καὶ χώνονταν γιὰ νὰ σωθῇ στὸ σπίτι τοῦ Τζαβέλλα,
Τὸ σπίτι θὰ τὸν κράταγε… Ἔτσι ἡ τιμὴ προστάζει!
(Ὅλη ἡ φάρα ἡ Μποτσιαραίϊκη, κρατῶντας τὰ ντουφέκια στὰ χέρια, τὰ γυρίζουν ἐναντίον τῶν Τζαβελλαίων).
Κήτσιος Τζαβέλλας
Μπότσιαρη, δόσε διαταγὴ ν' ἀδειάσουν τὰ ντουφέκια
Ἀπάνω μας, τὸ αἶμα σας νὰ πάρετε ἀμέσως!
Ἔχετε δίκιο, τὸ κακό, ποῦ σὤχει καμωμένο
Τὸ σπίτι μου, εἶναι βαρύ, πρωτάκουστο καὶ μέγα!
Μάρκος Μπότσιαρης
Τὸ σπίτι αὐτό, ποῦ βρίσκεσαι σὲ εἶχε πρῶτο φίλο,
Κι' ὡς φίλο του κι' ὡς προεστὸ σὲ τίμησεν, ἀλλ' ὅμως
Ἡ εὐλογία ἔγεινε κατάρα, κι' ἂν δὲν εἶταν
Τὸ σπίτι αὐτό, ποῦ βρίσκεσαι, τῆς ἀδερφῆς μου σπίτι
Κανένας σας δὲ θἄβγαινε ἀπ ἔδω μοναχός του,
Ἀλλὰ στὰ ξυλοκρέβατα θὰ βγαίναταν κομμάτια!
(Πρὸς τοὺς δικούς του)
Παιδιά μου, κάτω τ' ἅρματα! γιὰ μιὰ στιγμὴ ἂς πάψῃ
Ὁ πόνος, ὁποῦ φύτρωσε βαθυὰ μὲς στὴν καρδιά μας,
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ἐχτροί… στὸ σπίτι τους νὰ πᾶνε!
(Χαμηλόνουν τ' ἅρματα κι' οἱ Τζαβελλαῖοι περνοῦν ἀπὸ τὴ μέση καὶ φεύγουν)
Τώρα, ποῦ ἔφυγε ὁ ἐχτρός, κι' εἴμεστε μοναχοί μας,
Φέρετ' ἐδῶ τὸ λείψανο, τὸ νυφοστολισμένο,
Κι' ἐλᾶτε ὅλοι γύρα του, νὰ κλάψωμε τὸ μέγα
Κακό, ποῦ μᾶς ξημέρωσε, καὶ τὴ στιγμή, ποῦ ὁ τάφος
Τὸ κλείσῃ στὴν ἀγκάλη του, θὰ πέσουνε τὰ πρῶτα
Ντουφέκια, κι' ἡ ἐκδίκηση τὸ ἔργο της θ' ἀρχίσῃ!
Ἕνας ἂς τρέξῃ γλήγορα στὰ γονικὰ τῆς νύφης,
Στὴν Κιάφα, καὶ τὴν εἴδηση τὴ μαύρη νὰ μηνύσῃ!
(Μπαίνουν μέσα πολλὲς γυναῖκες, κρατῶντας τὴ μάνα τοῦ γαμπροῦ, Ἀργύρω, ποῦ εἶχε δίπλα της τὸ δεύτερό της παιδὶ, τὸ Φῶτο, ὥς 12 χρονῶν. Ἔχει τὸ πρόσωπο σκυμμένο καί δὲ μιλεῖ).
Μιὰ γυναίκα
Μᾶς ηὗρε δεύτερο κακό, κακὸ τὸ πλιὸ μεγάλο!
Μάρκος Μπότσιαρης
Τ' εἶπες; Καὶ δεύτερο κακό; Αὐτὸ ποῦ ἔχει γείνει
Μήπως δὲν εἶταν ἀρκετό; Ὅ,τι κι' ἂν εἶναι πέ το!
Τὴν ἔχω ἄξια τὴν καρδιά! Βαστάει ὅ,τι τύχῃ!
Ἄλλη γυναίκα
Πάη κι' ὁ γαμπρός!
Μάρκος Μπότσιαρης
Σκοτώθηκε;
Ἄλλη γυναίκα
Μᾶς ἔφυγε!
Μάρκος Μπότσιαρης
Ποῦ πῆγε;
Ἄλλη γυναίκα
Νὰ βρῇ ποτάμι νὰ πνιγῇ, νὰ βρῇ γκρεμὸ νὰ πέσῃ…
Μάρκος Μπότσιαρης
Διπλὸς ὁ πόνος, καὶ διπλὴ ἡ συμφορά, ποῦ μ' ηὗρε,
Ἀλλ' ὅμως κι' ἡ ἐκδίκηση διπλὴ κι' αὐτὴ θὰ εἶναι
Γιάννης Σέχος
Μπότσιαρη, δὲν τὸ πίστευα, κι' οὔτε θὰ τὸ πιστέψω,
Ὅτι Σουλιώτης θὰ βρεθῇ νὰ προσκυνήσῃ τοῦρκο,
Ἀλλ' ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ποῦ μπῆκε ἡ μαύρη ἔχτρα,
Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους μας, πιστεύω ὅτι θἄρθῃ
Μιὰ μέρα μαύρη θλιβερή τὸ Σούλι… νὰ χαλάσῃ!
Τέλος τῆς πρώτης πράξης καὶ τοῦ προλόγου.