ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Ζωγράφου Ευγενία
Σύγχρονοι Ελληνίδες
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣἘὰν εἰς ἄλλην ἐποχήν, οὐχὶ βεβαίως εἰς τὸ παρελθὸν τὸ ἀπώτερον, ἀλλὰ πρὸ ὀλίγων ἀκόμη ἐτῶν, ἐπεχείρει τις νὰ σκιαγραφήσῃ τὴν σύγχρονον Ἑλληνίδα, δικαίως θὰ ἐχαρακτηρίζετο ὡς σκιαμαχῶν, καθ' ὅσον οὐδὲ γραμμὴν ὡς δρῶντος ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἀτόμου θὰ ἠδύνατο νὰ χαράξῃ περὶ αὐτῆς. Καὶ δικαίως, ὁ βίος τῆς Ἑλληνίδος, τῆς μόλις ἀνακυψάσης ἀπὸ τόσον ταπεινωτικὴν δουλείαν, ἦτο τόσον περιωρισμένος, τόσον ἀσφυκτικὸς καὶ δράσεως ἐστερημένος, ὥστε οὐδεμίαν παρεῖχεν εἰκόνα οὐδὲ λεπτομέρειαν πρὸς ἀναγραφὴν καὶ μελέτην. Ἐὰν ρίψωμεν ἤδη πρὸς στιγμὴν τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ βίου τῆς γυναικὸς ἀνὰ τοὺς παρελθόντας αἰῶνας, θὰ ἴδωμεν ὅτι διῆλθεν αὕτη αὐτοὺς ὑπὸ ἐντελῶς διαφόρους φάσεις. Διότι κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἐξετιμᾶτο πολὺ ἡ γυνὴ καὶ μόνον ἐν Ἀττικῇ καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσιν ἐτίθετο εἰς κατωτέραν τοῦ ἀνδρὸς βαθμίδα. Πῶς δὲ συνέβαινε τοῦτο εἰς αὐτὰς τὰς Ἀθήνας, ἐκεῖ ἀκριβῶς εἰς τῶν Τεχνῶν καὶ Ἐπιστημῶν τὴν ἕδραν, δὲν εἶνε δύσκολον νὰ ἐξακριβωθῇ. Τοῦτο κατὰ τὸν Φὰλκ ἦτο τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δημοκρατικοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων, τὸν ὁποῖον πρῶτοι οἱ Ἴωνες ἐνεκολπώθησαν. Ἡ ἀτομικὴ ἐλευθερία, κατὰ τὸν Γερμανὸν συγγραφέα, ὠφέλησε τὸν ἄνδρα, ἀλλ' οὐχὶ καὶ τὴν γυναῖκα. Διότι ἀσχολούμενος αὐτὸς περὶ τὰ δημόσια, ἀπεξενοῦτο ὁσημέραι τοῦ οἴκου του εἰς τὸν ὁποῖον ἔμενε πλέον ἡ γυνὴ μόνη καὶ παρημελημένη. Ἡ διαρκὴς λοιπὸν αὕτη εἰς τὸν οἶκον ἐμμονὴ κατέστη ἕξις εἰς τὴν γυναῖκα. Καὶ ἡ ἕξις αὕτη τόσον ἐπέδρασεν ἐπὶ τῶν ἠθῶν, ὥστε μετ' ὀλίγον κατήντησε νὰ κατακρίνεται αὐστηρῶς πᾶσα τῆς γυναικὸς ἔξοδος, ὅταν δὲν εἶχεν ἀφορμὴν ἐξαιρετικὴν περίστασιν, ὁποία ἦτο ἡ συμμετοχή της εἰς τὰς ἐθνικὰς ἑορτάς. Κατὰ τῆν λοιπὴν ὅμως Ἑλλάδα ἡ θέσις τῆς γυναικὸς ἦτο ἐξέχουσα. Οἱ Δωριεῖς καὶ Λακεδαιμόνιοι ἐτίμων ὑπὲρ πάντα ἄλλον τὴν γυναῖκα, καὶ τόσην ἐλευθερίαν παρεῖχον εἰς αὐτὴν ἰδίως ἐν τῇ ἀπολύτῳ διοικήσει τοῦ οἴκου, καὶ τόσον μεγάλη ἦτο ἡ ἐπιρροή της, ὥστε πολλοὶ ἀρχαίοι συγγραφεῖς θεωροῦν γυναικοκρατουμένους τοὺς Δωριεῖς, καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ Ἀθηναῖοι εἰρωνευόμενοι τοὺς Σπαρτιάτας τὴν αὐτὴν μομφὴν τοῖς ἀπέτεινον. Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ Ὁμηρικὰ καὶ Ἠσιόδεια ἔπη μᾶς διδάσκουν ὅτι μεγάλης τιμῆς ἀπήλαυεν ἡ γυνὴ κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους, καὶ ἀκριβῶς τοῦτο ὑπῆρξε μία ἀφορμὴ νὰ μᾶς κληροδοτήσουν οἱ ἀρχαῖοι τραγικοὶ ποιηταὶ τοὺς ἀπαράμιλλους ἐκείνους γυναικείους τύπους καὶ χαρακτῆρας, οἵτινες ἐπλήρωσαν διὰ τοῦ μεγαλείου των, τὸν κόσμον ὅλον. Ὑποδουλοθείσης ὅμως τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἡ γυνὴ δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐκπέσῃ τῆς ἀξίας της, καὶ ἀπὸ τὸν στυλοβάτην, εἰς τὸν ὁποῖον τὴν εἶχεν ὑψώση τὸ ἔξοχον πνεῦμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, νὰ καταπέσῃ εἰς τὴν θέσιν δούλης σχεδόν.
Κατὰ τὴν βυζαντινὴν περίοδον καὶ κατ' αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἐποχὴν καθ' ἣν ἡ Ἑλλὰς διετέλει ὑπὸ τὸ πνευματικὸν σκότος, δὲν ἔλειψαν διαπρεπεῖς γυναῖκες, διαπρεπεῖς Ἑλληνίδες, φιλοπάτριδες καὶ πλήρεις ἡρωϊσμοῦ. Τὸ ἀρχαῖον πνεῦμα τῆς ἑλληνίδος γυναικὸς ἰδίως διέλαμπεν ἑκάστοτε, καὶ διέπρεπεν Ἄννα ἡ Κομνηνὴ καὶ ἀνεδεικνύετο ἡ Εὐανθία Καΐρη. Ἀλλ' ὁ ἔξοχος βίος καὶ τὸ πνεῦμα πέντε ἢ δέκα γυναικῶν δὲν ἠδύνατο τὴν θέσιν των νὰ ὑψώσῃ καὶ βελτιώσῃ. Μάτην ἀπὸ αἰώνων ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐβροντοφώνησε τὸ «οὐκ ἔστι δοῦλος, οὐκ ἔστι ἄρρεν ἢ θῆλυ», μάτην ἀκόμη προσεπάθησε νὰ καταρρίψῃ τὸ τῶν ἀρχαίων οἵτινες παρεδέχοντο «κυρίους καὶ δούλους ἐκ φύσεως καὶ γενετῆς». Ἡ γυνὴ ἦτο πλέον δούλη, δούλη τὴν ὁποίαν εἰς μεταγενεστέρας μάλιστα ἐποχὰς αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι ἐδίσταζον καὶ ὡς ἄνθρωπον ἀκόμη ν' ἀναγνωρίσωσι. Βαθμηδὸν ὅμως αἱ ἰδέαι αὐταὶ ἤρχισαν νὰ φαίνωνται ὑπὲρ τὸ ἰδέον αὐστηραὶ καὶ ὁ κλονισμός, τὸν ὁποῖον ἐπέφερε βραδύτερον ἡ Γαλλικὴ ἐπανάστασις, ὑπῆρξε μία ἐπὶ πλέον ἀφορμὴ τῆς ἐκ νέου ἐξυψώσεως τῆς καθόλου γυναικός. Ἀφοῦ ἡ γυνὴ ἀνέρχεται εἰς τὸ ἰκρίωμα ἔχει πλέον τὰ αὐτὰ μὲ τὸν ἄνδρα δικαιώματα, ἀνέκραξαν πάντες. Καὶ ἔκτοτε ἀνὴρ καὶ γυνὴ εἰς ἴσην τίθενται μοῖραν, μὲ τὸν αὐτὸν νοῦν, τὰ αὐτὰ ἐλαττώματα, τὰ αὐτὰ προτερήματα, τὰς αὐτὰς κακίας ἀρετάς. Τὸ στάδιον τῆς ἐργασίας, τῆς δράσεως, τῆς ἀναπτύξεως εἶνε πλέον ἐλεύθερον εἰς τὴν γυναῖκα, ἡ πρόοδος εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς. Τοῦτο συνέβαινε κατ' ἀρχὰς πέραν ἐκεῖ εἰς τὴν Δύσιν, ἐκεῖ ὅπου ζοῦν ὑπὸ ἄλλας συνθήκας καὶ ὑπὸ ἄλλον οὐρανόν, πλὴν ἡ ἠχώ ὅλων τούτων εὗρε καὶ ἐδῶ ὑπὸ τὸν γλυκὺν ἰδικόν μας, ἀνάλογον ἀπήχησιν καὶ ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν γυναικεῖα διάνοιαι, γυναικεῖαι χεῖρες, γυναικεῖα πνεύματα. Καὶ πῶς; Ἦτο δυνατὸν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦτον τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς προόδου, νὰ ὑστερήσῃ εἰς ἀγῶνα τόσον εὐγενῆ ἡ Ἑλληνίς, ἐκείνη, ἥτις ἔσχε τόσον εὐκλεὲς παρελθὸν καὶ τὴν ὁποίαν ἀναμένει − μεθ' ὅσα καὶ ἂν λέγωμεν − ἀντάξιον μέλλον. |
Ε. Ζωγράφου, Δημοσιεύματα Β΄ σειρά, τόμ. τέταρτος, Αθήνα, χ. έ., 1903, σσ. 81−84