ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Δαμβέργης, Ιωάννης
Διήγησις του Παππού
ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ«Ἂν μιὰ φορᾶ τὸ χρόνο, τακτικά, δὲν μᾶς ἐδείχνανε 'ς τῂς ἐκκλησιαῖς τὰ πάθη καὶ τὰ βάσανα τοῦ Χριστοῦ, δὲν μοῦ λέτε πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ τὸν θυμούντανε; Καὶ ἡ πατρίδα μας τάχα δὲν ἔπαθεν ὅσα κι' ὁ Χριστός; Δὲν ἐσταυρώθηκε, δὲν ἐτάφηκε, δὲν μισοαναστήθει; Γιατί τότε μία φορὰ τὸ χρόνο νὰ μὴ λέμε τὰ τί ἐτράβηξε κι' αὐτή, νὰ τ' ἀκοῦνε τὰ παιδιά μας νὰ βράζῃ τὸ αἷμα τους, νὰ δακρύζουν τὰ μάτια τους, νὰ κτυπᾷ ἡ καρδιά τους; Αἲ καϋμένα παιδιά! Μὴν κυττάζετε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς… Αὐτοί… φτηνὰ ἀγοράσανε. Ηὕρανε ἕτοιμη πατρίδα, ἕτοιμη ἐλευθεριά. Δὲν ξέρουν τί ἐστοίχισε 'ς τοὺς δικούς των παπποῦδες καὶ 'ςε μᾶς ποῦ ἔχομε τὸ ἕνα πόδι 'ς τὸν λάκκο καὶ θαρροῦνε πῶς τὴν ηὕρανε 'ς τὸ δρόμο, πῶς ἡ τύχη τοὺς τὴν ἔδωκε. Καθίσετε, παιδιά μου, γύρω γύρω μου, κι' ἐσεῖς ἐγγόνια μου, πλιὸ καλήτερα ν' ἀκοῦτε. Αἴ! καὶ νὰ ἦταν κι' ἄλλα ἀδέλφια σας ἐδῶ… Ὅ,τι θὰ πῶ 'ς ἐσᾶς, πρέπει νὰ καρφωθῇ περισσότερο ς' τὸ νοῦ σας γιατί πολὺν καιρὸ δὲν θὰ τὸν ἔχετε τὸν παπποῦ, καὶ οἱ πατέρες σας… ποιὸς ξέρει ἂν θἄχουν τίποτε τέτοιο νὰ σᾶς ποῦνε. Καὶ νὰ τὰ θυμᾶστε καλά. Ἀκούετε; Γιατί ἔχει πολὺ νὰ κάμῃ 'ς ἕναν τόπο, ὅπως καὶ 'ς ἕναν ἄνθρωπο τὸ νὰ ξεχνᾷ τὰ τί ἐτράβηξε· γιατὶ θὰ πῇ πῶς δὲν λογαριάζει τὰ τί μπορεῖ ἀκόμη νὰ τραβήξῃ. Α΄.Ξέρετε πῶς ἐπῆγεν ὁ δικός μου ὁ πατέρας καὶ ἡ μάννα μου; Ξέρετε τί βάσανα ἐτράβηξαν ὄχι γιὰ νὰ εὐτυχήσουν, μόνο γιὰ νὰ ξεψυχήσουν καὶ γλυτώσουν ἀπ' τὰ βάσανα; Ἄκουσε ἐσύ, Γιωργάκη μου, ποῦ εἶσαι τὸ μικρότερο. Ἔλα νὰ σὲ χαϋδέψω πρῶτα. Ἂν μὲ ἰδῇς, τώρα ποῦ θὰ σᾶς λέγω τὴν ἱστορία, ν' ἀγριέψω μιὰ στιγμή, νὰ φωνάξω, νὰ πεταχθῶ μὲ τοὺς γρόθους ψηλά, μὲ τρίχες σηκωμέναις, μὴ τρομάξῃς, γυιέ μου, μὴ σὲ πιάσουν τὰ κλάματα σὰν καὶ προχθές. Τὸ κάνω… ἔτσι. Μ' ἀρέσει… Δὲ θὰ σὲ πειράξω ἐσένα, Γιωργάκη μου, ποὺ σ' ἀγαπῶ σὰν τὰ μάτια μου. Πήγαινε τώρα κάθισε 'ς τὴ θέσι σου. Τί τράβηξαν ἀλήθεια! Καὶ νὰ μὴν ἀποστάσουν, νὰ μὴ βαρυγγομήσουν μιὰ στιγμή; − Γίνε προδότης, πές μας τί ξέρεις γιὰ τὴ Φιλικὴ καὶ πασσᾶ, βεζύρη νὰ σὲ κάμωμε. Ἔτσι τοῦ ἔλεγαν. Κι' ὁ κύρης μου ἀχνιά. Λόγο δὲν ἔβγαζεν ἀπὸ τὸ στόμα του. Τὸν εἶχαν πέντε μέραις 'ς ἕνα ὑπόγειο φρικτό, μ' ἁλυσίδες, ποῦ δυὸ ἀνθρῶποι δὲν μποροῦσαν νὰ τῂς σηκώσουν. Ἦταν ὡς τὰ γόνατα βουτημένος 'ς τὸ βοῦρκο ἄνθρωπος ἀρχοντομαθημένος, νοικοκύρης, πλούσιος. Μόνο μία πέτρα ἦταν δίπλα του, ποὺ μποροῦσε νὰ καθίσῃ μιὰ στιγμίτσα νὰ ξεκουρασθῇ. Μὰ ἅμα πήγαινε νὰ καθίσῃ δός του ἀπὸ πάνω ἀπὸ ἕνα φεγγίτη τοῦ ρίχνανε… Ἔφευγε ἔτσι κι' ἐπήγαινε 'ς τὸ βοῦρκο πάλι νὰ σταθῇ ὀρθός, ὥραις ὁλόκληραις, μέραις, μερόνυχτα. Κάθε τόσον ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ νά σου ἕνας Τοῦρκος νὰ ρωτᾷ, νὰ λέῃ, νὰ παρακαλῇ: −Πές μας τί ξέρεις. −Τίποτε! Ἐκεῖνος νὰ μιλήσῃ, νὰ προδώσῃ; Τὸν πῆραν ἔπειτα ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, τὸν ἔφεραν ἀπάνω καὶ ἄρχισαν ἄλλα βάσανα φρικτότερα. Τοῦ ἔβαλαν τὰ τάσια 'ς τὸ κεφάλι, δυὸ σίδερα σὰν τὰ πιατάκια τοῦ καφέ, τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ἑνωμένα μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ ἂν ἔστριβες μία βίδα, ἐπλησίαζαν, ἔσφιγγαν σὰν τανάλια τὸ κεφάλι τοῦ καϋμένου τοῦ πατέρα μου… Κοκκίνιζαν πρῶτα τὰ μάτια του, ἔπειτα ἐπετιοῦνταν ἔξω ἄγρια, ἔτριζαν τὰ κόκκαλά του, ἔβγαζαν ἀφρὸ καὶ αἷμα τὸ στόμα του, λιγοθυμοῦσε, ἔπεφτε… Ἤτανε πέντ' ἕξη βασανιστάδες καὶ ἔκανε καθ' ἕνας τὸ δικό του γιὰ νὰ δείξῃ εἰς τοὺς ἄλλους πῶς αὐτὸς ξέρει καλήτερα νὰ βγάζῃ μυστικὰ ἀπὸ χείλη… Μὰ αὐτὰ τὰ εἶχε σφραγίσει ὅρκος Χριστιανοῦ ἀληθινοῦ. Τίποτε. Σκοινιά, μαχαίρια, ἀϋπνίαις, τάσια, φωτιά, ὅλα μάταια· τοῦ ὅρκου ἡ σφραγῖδα δὲν ἐλύθηκε. Καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος ἐξεστάθηκε 'ςὲ τέτοια δύναμι καὶ ὑπομονὴ κ' ἔστειλεν ἕναν ἄγγελο νὰ πάρῃ τὴν ψυχή του. Καὶ τὸ σῶμά του, ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ πονέσῃ πλιά, τὸ πέταξαν 'ς τὴ θάλασσα οἱ Τοῦρκοι… Β΄Ἤμουνε τότε δεκαέξη χρονῶ παλληκαρόπουλο. Ἐγύριζα γύρω ἀπὸ τὸ ἔρημο σπίτι μας σὰν τὸ διωγμένο τὸ σκυλλὶ καὶ ἐκύτταζα τὴν πόρτα μας. Ἤθελα νὰ μάθω πρῶτα τί ἀπόγιναν οἱ γονιοί μου, ὁποῦ τοὺς ἅρπαξαν χωρὶς νὰ τοὺς ἰδῶ, ἕνα πρωΐ, καὶ ἔπειτα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ Ρέθεμνο νὰ πάω μακρυὰ 'ς τὴν ἄλλην ἐπαρχία, ποῦ ἐδούλευε τουφέκι. Μοῦ εἶπαν κἄτι γνώριμαις χωριαναὶς πὼς εἴδανε τὴ μάννα μου, μὲ τὸ μικρό της βυζανιάρικο ἀδέλφι μου, νὰ τρέχῃ ἴσα ἔξω κατὰ τὸ Ἄδελε. Ἐπῆρα τὸ δρόμο νὰ πάω νὰ τὴν εὕρω. Ἐκεῖ ποὺ ἔβγαινα… ἂχ ὥρα θλιβερή, μὰ ὥρα ἀλησμόνητη! κάτω 'ς τὴν ἀκρογιαλιὰ βλέπω ἀπὸ τὰ κύματα ριγμένο, ἔξω, ποιόν; Ἐκεῖνον! τὸν πατέρα μου! Ἄχ, πῶς μοῦ τὸν ἐκάνανε οἱ Τοῦρκοι… Σἂν ἀσκὶ ἦταν φουσκωμένο, μαυρισμένο, μὲ σημάδια καὶ πληγαῖς ἀμέτρηταις τὸ σῶμά του. Ποῦ νὰ τὸν γνωρίσῃ ἄλλος; μόνο ἐγώ, ὁ γυιός του, τὸν ἐγνώρισα! Τὰ φύκια μὲ τὰ γένεια τοῦ μπλεγμένα ἔκαναν ἀκόμη φρικτότερη τὴν ὄψι του. Γονάτισα, τὸν φίλησα 'ςὲ κάθε του πληγή, ἔμπηξα μιὰ φωνή, ἀγριμιοῦ φωνή, τὸν ἀγκάλιασα, τὸν σήκωσα καὶ ἔτρεξα ἔξω πρὸς τὸ βουνό, 'ς τὴν ἐρημιά, νὰ εὕρω μνῆμα νὰ τὸν βάλλω… Ἔτρεχα γύριζα σἂν τὸν τρελλό, σηκώνοντας πότ' ἀγκαλιαστὰ καὶ πότε εἰς τὸν ὦμο μου τὸ σῶμά του. Μὰ ἕναν ἄνθρωπο δὲν εὕρισκα 'ς τὸ δρόμο μου. Σιωπὴ ὁλοῦθε κι' ἐρημιά· μήτε φύλλο δὲν ἐκουνιοῦταν, μήτε πουλὶ δὲν κηλαϊδοῦσε πουθενά… Ἄξαφνα… Ἀκούσετε, ἀκούσετε, παιδιά μου, ἀκούσετε καὶ φρίξετε, ἀκούσετε καὶ μὴν ξεχάσετε ποτέ… Αὐτὸ ἀκόμη δὲν σᾶς τὸ εἶπα τῶν μικρῶν. Ἂχ μακάρι νὰ μὴν ἦταν, νὰ μὴν τὤλεγα… Ἄξαφνα ἀκούω ἕνα κρότο δίπλα μου, κοντά μου. Κάθε ἄλλη ὥρα δὲν θὰ μοὔκανεν ἐντύπωσι, μὰ ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅπως ἤμουν, μ' ἐτρόμαξε, μ' ἀγρίεψε!… Θὰ ἦταν σκύλλος ποῦ κάτι ἐρροκάνιζε… πῆγα κοντά!… Τὰ χέρια μου ξυλιάζουν, κόβουνται. Τὸ φόρτωμά μου τὸ ἅγιο, τὸ τιμημένο, πέφτει και κυλιέται 'ς τὰ χορτάρια. Σηκώνουνται ᾑ τρίχες μου… Ὦ Παναγία μου! Θέ μου! τ' εἶν' αὐτό! Ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη σας, ποῦ εἶν' ὁ πόνος σας γιὰ κάθε χριστιανό, καὶ ποῦ τ' ἀστροπελέκια σας… Μὴν τρομάζῃς Γιῶργό μου. Τώρα θὰ τὰ λέω πλιὸ σιγά. Ἡσύχασε καὶ ἄκουε… Ἀλήθεια σκύλλος ἦταν, μὰ σκύλλος μὲ Τούρκου ψηχή, καὶ ἔτρωγε τῆς μάννας μου τὸ χέρι, ἀφοῦ ἔφαγε τὰ τρυφερὰ χεράκια τοῦ ἀδελφακιοῦ μου τοῦ μικροῦ, ποὺ τὦχε σφικτὰ 'ςτὴν ἀγκαλιὰ της καρφωμένο, ὅταν ἔπεσε νεκρὴ ἡ μάννα μου ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο… Ἀκοῦτε; Ἤτανε ἡ μάννα μου ἐκείνη! Ἡ μάννα μου, τ' ἀδέλφι μου· παρακάτω ὁ πατέρας μου! Ὁ σκύλλος ἅμα μ' εἶδε ἔφυγε. Κ' ἐμείναμε οἱ τέσσερῃς, ὅλη ἡ φαμίλια μ' ἕνα ζωντανὸ καὶ τρεῖς ἀποθαμένους!… Πῶς δὲν μοῦ ἐκούνησεν ὁ νοῦς μου τότε, πῶς δὲν ἐσκοτώθηκα, πῶς δὲν ἐρρίχτηκα κάτω ἀπὸ τὸ γκρεμνό; Αἴ, Τοῦρκοι, Τοῦρκοι! Ἀφῆτέ με, παιδιά μου, λίγο νὰ συλλογιστῶ. Δὲν ντρέπεστε νὰ κλαῖτε; Μὴν κυττάζετε ἐμένα τὸ γέρο τὸν κακόμοιρο. Ἤμουνε τρεῖς ἡμέραις νηστικός, κι' ἔμεινα μιὰ ἀκόμη νὰ τοὺς βλέπω καὶ νὰ τοὺς φιλῶ, νὰ τοὺς μιλῶ καὶ νὰ τοὺς κλαίω. Ἔπειτα τὴν ἄλλη εἶδα πῶς κανεὶς δὲν ἐπερνοῦσε, κανεὶς Χριστιανός, κι' ἔπρεπε μονάχος μου νὰ γίνω νεκροθάφτης τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάννας μου! Μπορεῖ κανεὶς νὰ σκάψῃ μνῆμα μόνο μὲ τὰ νύχια του; Ἐγὼ τὸ ἔσκαψα… Ἔλα, μὴν κλαῖς, Γιωργάκη. Ἔλα ἀπάνω μου, παιδί μου. Ἄλλη φορὰ τὴν τελειώνομε τὴν ἱστορία τοῦ παπποῦ γιὰ νὰ τὴν ξέρετε καλά, καὶ νὰ θυμᾶστε τί χρωστοῦμε καὶ πῶς πρέπει νὰ πληρώσωμε… |
Ι. Δαμβέργης, Οι Κρήτες μου: Διηγήματα, Αθήνα, Ι. Ν. Σιδέρης, χ.χ. έ., σ.σ. 67−71