ΨΥΧΗ
Ὅταν θὰ 'ρθῆ τοῦ χωρισμοῦ ἡ ὥρα, καὶ θὰ τρέξῃ
Μὲ μιὰ φροντίδ' ἀγγελικὴ Ἐκείνη νὰ τοῦ φέξῃ,
Πῶς τρέμει μήπως ἄθελα 'ς τὴν κόρη φανερώσῃ
Τὸ τρυφερό του μυστικὸ εὐδαιμονία τόση.
Σιγᾷ τραβοῦν, ἐμπρὸς αὐτός, καὶ 'πίσω του ἐκείνη
Φῶς μελιχρὸ 'ς τὸ δρόμο του ὄσῳ νὰ φύγῃ χύνει·
Ἀλλ' ἡ ζωὴ ὁποῦ σκορπᾷ 'ς τὰ βράδια του ἡ ζωή της
Εἶνε γλυκύτερη ἀπ' τὸ φῶς ποῦ βγάζει τὸ κερί της.
Προτοῦ ἡ θύρα ν' ἀνοιχθῇ καὶ βγῇ 'ς τὰ σκότη πάλι,
Μιὰ καληνύχτα νὰ τῆς 'πῇ γυρίζει τὸ κεφάλι·
Καὶ μὲ τὴν ὕστερη ματιὰ ποῦ ἐπάνω της στυλώνει
Θαρρεῖ πῶς βλέπει τὴν Ψυχή, ὅταν δειλὰ σιμώνῃ
'Κεῖ ποῦ κοιμᾶτ' ὁ Ἔρως της, μ' ἕνα κερὶ 'ς τὸ χέρι,
Γιὰ νὰ ἰδῇ τὴ μαγικὴ θωριὰ του ποῦ δὲν ξέρει…
Δεκέμβριος 1880.
|
Κ. Παλαμάς, Τραγούδια της πατρίδος μου, (από τα «Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής») Αθήνα, χ.έ , 1886, σ.σ. 111