ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Θεωρία & Ιστορία
Περίληψη (2000)
3.3.2 Το ύφος της περίληψης
To ύφος μιας περίληψης "δανείζεται" γλωσσικά εργαλεία από εκείνα που χαρακτηρίζουν όλα τα κείμενα της ίδιας γενολογικής κατηγορίας, δηλαδή τα κείμενα έκθεσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές ύφους στο εσωτερικό της κατηγορίας. Σύμφωνα με τον Werlich (ό.π., 90-91), το κειμενικό ιδίωμα της έκθεσης σημαδεύεται από δύο ειδών προτάσεις σε ακολουθίες: τις προτάσεις αναγνώρισης ενός φαινομένου (ή είναι-προτάσεις, λόγω της συχνής παρουσίας του συνδετικού ρήματος), που απαντούν κυρίως σε ορισμούς ("η στάση των Νεοελλήνων απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν τους είναι επιπόλαιη"), και τις προτάσεις σύνδεσης με το φαινόμενο(ή έχει-προτάσεις, λόγω της αντιπροσωπευτικής χρήσης του ρήματος αυτού), οι οποίες συνάπτουν το φαινόμενο με ιδιότητες ή άλλα φαινόμενα και συναντώνται σε όλα τα κείμενα έκθεσης ("ο σύγχρονος άνθρωπος αρέσκεται να [= έχει την τάση να…] αυτοπροσδιορίζεται εγωιστικά…"). Εκτός αυτών, συχνή είναι και η παρουσία προτάσεων που καταγράφουν σταθερές ενέργειες των φαινομένων [non-continuous action-recording sentences], συμπληρώνοντας τη λειτουργία των προηγούμενων, που περιγράφουν ιδιότητες ("το παρόν του ανθρώπου νοηματοδοτείται και γονιμοποιείται μόνο μέσα από την οργανική του σύνδεση με το παρελθόν"). Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ερευνητή, από τις εξαρτημένες προτάσεις αυτές που αφθονούν είναι οι αναφορικές περιοριστικές (ονοματικές) και οι αιτιολογικές: οι πρώτες προσφέρονται για τη σύναψη ειδικών γνωρισμάτων σ' έναν γενικό όρο ("…σχετικά με τη στάση πουοφείλουμε να υιοθετήσουμε απέναντι στο πνευματικό κεφάλαιο του παρελθόντος"), ενώ οι δεύτερες εισάγουν καινούργιες πληροφορίες που εξηγούν δεδομένα γνωρίσματα ενός φαινομένου ("η στάση των Νεοελλήνων απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν τους είναι επιπόλαιη, γιατί δεν στηρίζεται στη μελέτη και τη γνώση του"). Τέλος, χαρακτηριστικά συχνή είναι και η τροποποίηση ονοματικών συνόλων με επίθετα και ρηματικών συνόλων με επιρρηματικές φράσεις ("πολιτισμική παράδοση" / "μέσα στην ιστορική συνέχεια") (πρβ. Tomola 1984).
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την περίληψη, το ύφος της δεν μπορεί, βέβαια, να μείνει εντελώς ανεπηρέαστο από το ύφος του πρωτοτύπου (στοχαστικό, πολεμικό, ευτράπελο, ειρωνικό κλπ.) ούτε από το κοινό στο οποίο απευθύνεται (γνωστό / άγνωστο, περιορισμένο / ευρύ κ.ά.). Πάντως, σε κάθε περίπτωση η περίληψη διαφοροποιείται κάπως από το ουδέτερο, καθαρά πληροφοριακό, ύφος των κειμένων έκθεσης (όπως του ορισμού και της εξήγησης) και μεταπίπτει σε ένα ύφος τυπικό, στον βαθμό που απευθύνεται κανονικά σε απομακρυσμένο και μεγάλο αναγνωστικό κοινό, ή σ' ένα ύφος τεχνικό, όταν το επιβάλλει η φυσιογνωμία του πρωτοτύπου. Το τυπικό ύφος διακρίνεται από την επιλογή της απρόσωπης (τριτοπρόσωπης) οπτικής γωνίας ή του γενικευτικού α΄ πληθυντικού προσώπου, την ευρεία θεματική επέκταση της βασικής ιδέας του πρωτοτύπου, την ακρίβεια των λεξικών επιλογών, την εναλλαγή απλών και σύνθετων συντακτικών δομών, την περιπλοκότητα της οργάνωσης των κειμενικών μονάδων και, τέλος, τη φροντίδα για τη στίξη και την παραγραφοποίηση. Όλα τα γνωρίσματα αυτά μπορούν να ελεγχθούν στη φάση της προπαρασκευής και της σύνταξης της περίληψης από το δοκίμιο Η φωνή των πατέρων (βλ. παραπάνω). Από την άλλη πλευρά, το τεχνικό ύφος διαμορφώνεται από τη συχνή χρήση επιστημονικών όρων ή γενικότερα ορολογίας, μια γλώσσα αυστηρή, που αποκλείει τις συνδηλώσεις, και τις πυκνές αναφορές σε μετρήσιμες ιδιότητες των φαινομένων. Επειδή το παραπάνω δοκίμιο δεν είναι τεχνικό κείμενο, γι' αυτό και η περίληψή του δεν έχει το ανάλογο ύφος, αν και δεν λείπουν οι τεχνικοί όροι που αναφέρονται στο φαινόμενο "παράδοση".
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, θα θέλαμε να αναφερθούμε σ' ένα ζήτημα ή, μάλλον, δίλημμα που συνδέεται αποκλειστικά σχεδόν με τη διδακτική και την πρακτική της σχολικής περίληψης: πρέπει η περίληψη να γράφεται "με δικά μας (=του μαθητή) λόγια" ή με τις λέξεις και τις φράσεις του πρωτοτύπου; Οι γνώμες των μελετητών και των συγγραφέων σχολικών εγχειριδίων διίστανται. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο μαθητής πρέπει να κτίζει την περίληψη με υλικά από το κατεδαφισμένο πρωτότυπο, γιατί η αναγνωστική του αντίδραση δεν πρέπει να χρωματίζει αυθαίρετα το πρωτογενές υλικό. Η περίληψη, λένε, είναι μια απρόσωπη διαμεσολάβηση του μαθητή ανάμεσα στον συγγραφέα του πρωτοτύπου και τον αναγνώστη της περίληψης, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν ενδιαφέρεται παρά για μια πυκνή και αντιπροσωπευτική του πρωτοτύπου εκδοχή. Άλλοι πάλι προτείνουν οι μαθητές να επεμβαίνουν παραφραστικά στο πρωτότυπο, χωρίς ωστόσο να προδίδουν το ύφος του και, πολύ περισσότερο, τη δομή της μορφής και του περιεχομένου του. Αν και το ζήτημα δεν επιδέχεται "καθαρή" λύση, πιστεύουμε ότι η δεύτερη άποψη υπερέχει για δύο λόγους: πρώτον, γιατί είναι πολύ σημαντικό μέσω της περίληψης να ελέγχεται και η ικανότητα του μαθητή να μετασχηματίζει δομές (θα λέγαμε "να παίζει με τις δομές") του πρωτοτύπου, γεγονός που συνδέεται με την αναγνωστική του επάρκεια και τις γνωσιακές διαδικασίες παράφρασης / πύκνωσης, οι οποίες δεν μπορούν να ελεγχθούν όταν η περίληψη είναι ένα κολάζ από φράσεις του πρωτοτύπου· και, δεύτερον, γιατί κάθε κείμενο φέρει υποχρεωτικά θα λέγαμε ίχνη άλλων κειμένων, συνεπώς και η περίληψη φέρει ίχνη του πρωτοτύπου ή, μάλλον, αντίστροφα, φέρει τα ίχνη της ανάγνωσης του συντάκτη της ως δευτερογενές κείμενο που είναι. Αν όχι κάποια παραφρασμένα χωρία του πρωτοτύπου, τουλάχιστον τα μεταγλωσσικά σχόλια μιας περίληψης είναι η αναπόφευκτη παρουσία του μαθητή-αναγνώστη στο κείμενο της περίληψής του. Να σημειωθεί, πάντως, ότι το παραπάνω δίλημμα στην πράξη δεν είναι τόσο μια διχοτομία όσο ένα συνεχές, που ξεκινά από την εκ βάθρων αναδιατύπωση του πρωτοτύπου, περνά από τη μείξη παράφρασης και αυτολεξεί παράθεσης από το πρωτότυπο και καταλήγει στη συρραφή χωρίων του πρωτοτύπου. Αν, λοιπόν, μια περίληψη συνδυάζει αυτές τις τρεις (ή ακόμη και τις δύο από τις) τιμές του συνεχούς, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολο είναι να αξιολογηθεί με τη λογική της διχοτομίας. Για να μην αναφερθούμε στο ζήτημα που ανοίγει η έξυπνη παρατήρηση της Seidlhofer (ό.π., 156) και το οποίο δεν είναι δυνατόν να συζητηθεί διεξοδικά εδώ, ότι δηλαδή υπάρχουν κείμενα που από τη φύση τους προσφέρονται σε παράφραση, ενώ άλλα της αντιστέκονται, πράγμα που σημαίνει ότι ο καθηγητής θα πρέπει να έχει τη διακριτική ευχέρεια να σταθμίσει σωστά τις απαιτήσεις του πρωτοτύπου σε μετασχηματισμούς και συνακόλουθα την προσπάθεια του μαθητή να επέμβει στο πρωτότυπο και να το παραφράσει.