ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η Ελληνική γλώσσα από τον 12ο εως τον 17ο αιώνα: Πηγές και εξέλιξη 

Michel Lassithiotakis (2007) 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους ιστορικούς της ελληνικής γλώσσας είναι το ζήτημα της προέλευσης και της εξέλιξής της μεικτής γλώσσας των μυθιστορημάτων (πέρα από το μεμονωμένο Ο πρέσβυς ιππότης, που ανήκει σε διαφορετική παράδοση). Αυτό συνδέεται στενά με το ερώτημα γιατί τα μυθιστορήματα έχουν τόσο πολλά κοινά θέματα και τόσο κοινό λεκτικό, και γιατί υπάρχουν τόσο πολλές ασυμφωνίες ως προς το κείμενο ανάμεσα στις διαφορετικές παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Ο Beaton (1989, κεφ. 11) εξετάζει ποικίλες ανταγωνιστικές θεωρίες, και τα κυριότερα συμπεράσματά του συνοψίζονται παρακάτω.

Μπορούμε να αρχίσουμε με το έργο των M. και E. Jeffreys, που υποστήριξαν, ξεχωριστά ο καθένας (π.χ. M. Jeffreys 1973, 1974, 1987· E. Jeffreys 1979, 1981) αλλά και από κοινού (π.χ. 1971, 1979, 1983, 1986), ότι οι ασυμφωνίες στα κείμενα είναι προϊόν τής ως ένα βαθμό προφορικής μετάδοσης. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η γλώσσα το μέτρο και η λογοτυπική ρητορική έκφραση της γραπτής δημώδους ποίησης (αλλά όχι η θεματολογία της) πηγάζουν φυσικώ τω τρόπω από μια πανάρχαιη παράδοση αφηγηματικής ποίησης, η οποία είχε παραγάγει ένα κράμα από αρχαϊσμούς και πιο σύγχρονους τύπους. Άλλοι προχώρησαν περισσότερο και υποστήριξαν ότι τουλάχιστον κάποια από τα πιήματα είναι απευθείας προϊόντα μιας τέτοιας προφορικής παράδοσης (π.χ. Trypanis 1981, 535-543), ή τουλάχιστον ότι οι αναγνώσεις διαφορετικών χειρογράφων αντικατοπτρίζουν διαφορετικές απαγγελίες των κειμένων που μεταδίδονταν προφοικά (π.χ. Eideneir 1987, Smith 1987).

Αντίθετα, ο Spadaro (1966, 1975, 1976α, 1976β, 1977, 1978α, 1978β, 1981 1987) προσπαθεί να εξηγήσει τα κοινά χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα της απευθείας λογοκλοπής φράσεων, στίχων και μοτίβων που έγινε από καλλιεργημένους αλλά χωρίς δημιουργικό ταλέντο λογοτέχνες. Ωστόσο, οι Van Gemert/ Bakker (1981), ο Bakker (1987) και οι Bakker/ Van Gemert (1988) αντιπροτείνουν την ερμηνεία ότι κατά τη διαδικασία της αντιγραφής τα κείμενα υπέστησαν παραποιήσεις που οφείλονταν σε προσθήκες και παρεισφρήσεις ξένων στοιχείων. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο χαρακτήρα της χειρόγραφης παράδοσης, καθώς και στο γεγονός ότι δύο ή περισσότερα ποιήματα έχουν καταφανώς κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά στο ίδιο χειρόγραφο, ενώ αυτό δεν συμβαίνει σε διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου ποιήματος.

Όμως αυτή η τελευταία θεωρία, αν και προσφέρει μια πειστική ανάλυση συγκεκριμένων αντιστοιχιών, δεν έχει την απαραίτητη εμβέλεια ώστε να ερμηνεύσει τις ομοιότητες στη δομή, στο θέμα και στο λεκτικό, οι οποίες πρέπει να οφείλονται σε άλλους παράγοντες. Αλλά, παρά το ότι η άποψη του Spadaro είναι πειστική όσον αφορά τη συνολική εξάρτηση του Ιμπέριου από τον Φλώριο και των ποικίλων εκδοχών της Διήγησης Βελισαρίου (μιας μυθιστορηματικής γενικής προειδοποίησης του Ιουστινιανού για τους κινδύνους που ενέχει ο φθόνος) από την Αχιλληίδα και ίσως και από τον Ιμπέριο, οι άλλες συγκριτικές μελέτες του είναι λιγότερο πειστικές, και το βάρος των τεκμηρίων που παραθέτει κλίνει προς την κατεύθυνση της επιλεκτικής λογοτεχνικής αναφοράς μάλλον παρά της λογοκλοπής, καθώς πρόκειται για τεκμήρια που έχουν να κάνουν με την ενσωμάτωση ήδη «παραδοσιακών» ελληνικών στοιχείων στα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που σε άλλη περίπτωση δεν θα διέθεταν τέτοια στοιχεία (Beaton 1987, 167-172).

Τέτοια παραδοσιακά στοιχεία θα μπορούσαν, βεβαίως, να έχουν σε τελική ανάλυση προφορική καταγωγή, όπως προτάθηκε από την Ε. και τον M. Jeffreys, έστω και αν αργότερα έγιναν αντικείμενο λογοτεχνικού δανεισμού και αλληλεπίδρασης. Αλλά, ενώ μπορούμε, να δεχτούμε ότι σύντομες «ηρωικές» μπαλάντες όπως το Τραγούδι του Αρμούρη ή τα αρχικά συστατικά μέρη του έπους/μυθιστορήματος του Διγενή Ακρίτα ανήκαν σε μια παράδοση που ήταν αρκετά μακρά ώστε να έχει δημιουργήσει ένα απόθεμα από θέματα και φρασεολογία, που ενσωματώθηκαν αργότερα στο γραπτό δημώδες ύφος, η υπόθεση της προφορικής καταγωγής δεν εξηγεί τα τεκμήρια για τις καθαρά λογοτεχνικές διασυνδέσεις μεταξύ των πρωτότυπων μυθιστορημάτων, που γράφτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, και των ποιημάτων του 12ου αιώνα, τόσο στη λόγια όσο και στη δημώδη γλώσσα, που συνδέονταν με αυτά.

Επιπλέον, μολονότι υπάρχουν γλωσσικές και θεματικές ομοιότητες ανάμεσα στα προφορικά δημοτικά τραγούδια και τα μυθιστορήματα (πβ. Κριαράς 1955, Μέγας 1956, Στερυέλης 1967), μεγάλο μέρος από την προφορική λογοτυπική φρασεολογία των τελευταίων δεν φαίνεται να παίζει λειτουργικό ρόλο στη σύνθεση - γεγονός που υποδεικνύει ότι πολλοί παραλληλισμοί είναι αποτέλεσμα ενσυνείδητων δανεισμών από το υλικό της προφορικής παράδοσης, με στόχο, κυρίως, να δοθεί κύρος σε ένα νεοτεριστικό έργο μέσω της σύνδεσής του με μια παραδοσιακή αυθεντία. Αυτό επιβεβαιώνεται όταν βλέπουμε ότι πολλές άλλες στερεότυπες δομές ήταν στην πραγματικότητα νέα δημιουργήματα που χρησιμοποιούσαν τις παραδοσιακές λογοτεχνικές πηγές (Bäuml 1984) και που στη συνέχεια καθιερώθηκαν με την πρακτική του εκτεταμένου δανεισμού ανάμεσα στους συγγραφείς του είδους, διαδικασία που φαίνεται καθαρά, για παράδειγμα, στο ρόλο του Φλώριου ως «πηγής» για τον Ιμπέριο ή στη μετάθεση στίχων από το «λόγιο» χρονικό του 12ου αιώνα του Μανασσή στον Πόλεμο της Τρωάδος (Beaton 1989, 172-176).

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε το ημιστίχιο μικροί τε και μεγάλοι, που περιλαμβάνει το αρχαϊκό μόριο τε (Eideneier 1982, 302). Από τη στιγμή που ήδη οι συγγραφείς των ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης αποφεύγουν το εν λόγω συνδετικό (με εξαίρεση τον σχετικά λόγιο Λουκά), δεν θα μπορούσε να έχει επιβιώσει στη δημώδη της πρώιμης ή της μέσης βυζαντινής περιόδου, πάνω στην οποία βασίστηκε πιθανότατα η μεσαιωνική προφορική ποίηση. Δεν μας εκπλήσσει καθόλου, συνεπώς, το γεγονός ότι ούτε η ίδια η λέξη ούτε και η φράση που την περιέχει εμφανίζονται στο Τραγούδι του Αρμούρη (που διασώθηκε σε χειρόγραφα του 15ου αιώνα) ή σε άλλα -με ύφος μπαλάντας- προφορικά ποιήματα (Beaton 1980, 209). Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό αφού, ακόμη και αν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού αυτού του λογοτεχνικού είδους συγκεντρώθηκε αρχικά κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, διατηρεί σαφώς πολλά δομικά και λογοτυπικά χαρακτηριστικά μιας παράδοσης που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα τουλάχιστον (M. Jeffreys 1974, 160).

Μια τέτοια προσέγγιση της γλώσσας των μυθιστορημάτων κλονίζει την αντίληψη πάνω στην οποία βασίστηκαν οι θεωρίες του Spadaro και των Jeffreys, ότι δηλαδή οι συγγραφείς των μυθιστορημάτων ήταν απόλυτα εξαρτημένοι από ένα έτοιμο αποθεματικό υλικό, είτε εξαιτίας της απουσίας δημιουργικής έμπνευσης είτε εξαιτίας κάποιων στοιχείων προφορικότητας. Έτσι, ο Beaton προσπαθεί να εξηγήσει τα κοινά στοιχεία των ποιημάτων με τελείως διαφορετικό τρόπο. Επειδή οι μορφωμένοι συγγραφείς/μεταφραστές των μυθιστορημάτων, όπως και όλοι οι άλλοι συγγραφείς που έγραφαν στην ελληνική εκείνο τον καιρό, αισθάνονταν την ανάγκη να προσδώσουν στο έργο τους κύρος μέσω της «παράδοσης», στράφηκαν ταυτόχρονα στην ελληνική προφορική ποίηση, στις λόγιες και δημώδεις λογοτεχνικές συνθέσεις του 12ου αιώνα και στη σύγχρονή τους μυθοπλαστική λογοτεχνία της Δύσης. Και επειδή η «λογοτυπική» προφορική ποίηση είχε απόλυτο κύρος ως προς τη χρήση της δημώδους, ανέπτυξαν δικές τους στερεότυπες εκφράσεις, εκφράσεις που συχνά προδίδονται από τη γλωσσική ή τη μετρική τους μορφή, και οι οποίες έγιναν αντικείμενο δανεισμών και προσαρμόστηκαν σε μια διαδικασία που αποτυπώνει τα πρώτα στάδια δημιουργίας μιας λογοτεχνικής γλώσσας εν μέρει καθοριζομένης από το κειμενικό είδος, αλλά ουσιαστικά σύγχρονης.

Αλλά μια τέτοια γρραφή παρέμενε σχετικά χωρίς αξία κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα, και η μετάδοσή της πιθανότατα γινόταν όχι μέσω των επαγγελματιών γραφέων αλλά των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν προσωπικα για την εξέλιξή της, για τους οποίους η αντιγραφή θα μπορούσε να αποτελεί μέρος της διαδικασίας εκμάθησης της τέχνης τους (Eideneier 1982-1983). Η ποικιλία των αναγνώσεων των χειρογράφων θα μπορούσε να θεωρηθεί απόρροια του ότι οι συγγραφείς-αντιγραφείς ήταν εξίσου ικανοί και αποδεσμευμένοι από τη συμβατική πρακτική της αντιγραφής, ώστε να μπορούν να προσαρμόζουν το υλικό στις απαιτήσεις τους ή να το αναπλάθουν, όπως ήταν ή παρωδώντας το, σε δικές τους συνθέσεις. Μια τέτοια εικόνα είναι ευαπόδεικτη στην περίπτωση των όψιμων συγγραφέων της Κρητικής Αναγέννησης (Beaton 1989, 179) και θα μπορούσε εύκολα να εξηγήσει το φάσμα των δεδομένων με τα οποία ασχολούνται οι Van Gemert και Bakker.

Μέσα από αυτό το πρίσμα η μεικτή γλώσσα των μυθιστορημάτων αντανακλά ένα μακρινό προφορικό υπόβαθρο, αλλά η ίδια δεν έχει πρωτίστως προφορική προέλευση. Η πωτοβουλία να χρησιμοποιείται μια γραπτή γλώσσα βασισμένη στη δημώδη προήλθε σίγουρο «από υψηλά» τόσο τον 12ο όσο και τον 14ο αιώνα, και αποτελούσε έναν προοδευτικό νεοτερισμό. Αλλά οι πιο πρώιμοι συγγραφείς, μέλη της μητροπολιτικής ανώτερης τάξης που μάθαιναν να γράφουν μόνο σε ποικίλες μορφές της αρχαϊκής ελληνικής και των οποίων η ομιλία ήταν επηρεασμένη από την παρεμβολή της γραπτής ελληνικής, είναι σαφές ότι δεν διέθεταν κανένα πρότυπο «καλής» και «συνεπούς» χρήσης της δημώδους γλώσσας, και επομένως ήταν υποχρεωμένοι να σφυρηλατήσουν μια σύγχρονη λογοτεχνική γλώσσα με βάση τις ανομοιογενείς προφορικές και λόγιες ποικιλίες που τους ήταν οικείες. Οι ασυνέπειες που παρατηρούνται στη χρήση αυτής της γλώσσας αποτελούν αποτελούν φυσική απόρροια του χαρακτήρα των πηγών που χρησιμοποιούσαν.

Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, η γλώσσα των μυθιστορημάτων γίνεται όλο και πιο «λαϊκή», καθώς τύποι της δημώδους αντικαθιστούν τα λόγιά τους ισοδύναμα στο πλαίσιο της κατάρρευσης των πολιτικών και εκπαιδευτικών θεσμών στο σύνολο του ελληνόφωνου κόσμου. Αλλά αυτή η εξελικτική διαδικασία ποτέ δεν ολοκληρώθηκε στα βυζαντινά εδάφη, όπου, λόγω του τραυματικού αντίκτυπου της τουρκικής κατοχής, όσοι επιβίωσαν επέστρεψαν σε πιο παραδοσιακούς τύπους γραπτής έκφρασης. Στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, ωστόσο, όπου η εξέλιξη ενός νέου λογοτεχνικού ύφους συνεχίστηκε ως την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους το 1669, αναπτύχθηκε ένα ώριμο λογοτεχνικό μέσο ακριβώς από μια τέτοια ανάμειξη λόγιων και ομιλούμενων (διαλεκτικών) στοιχείων. Από μόνη της όμως η Κρήτη δεν θα μπορούσε να δώσει ένα πρότυπο για το σύνολο του διαμελισμένου ελληνικού κόσμου, και όταν, επιτέλος, έφτασε τον 19ο αιώνα η ώρα της ανεξαρτησίας για ένα μέρος της Ελλάδας, ξέσπασε σχεδόν από τη αρχή η διαμάχη για τη μορφή της νέας πρότυπης γλώσσας.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:48