ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Ζώρας, Γ. 1974. Ελληνική γλώσσα, διδασκαλία, Ακαδημίες, εκπαίδευση. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1453-1669). Τουρκοκρατία, Λατινοκρατία, Ι΄ τόμ., 363.
- Δημαράς, Κ. Θ. 1985. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. 4η έκδ. σελ. 95-96 και 327-328.
- Dakin, D. 1989. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833. Μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου. 2η έκδ. σελ. 41.
- Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. σελ. 167-178.
- Πολίτης, Λ. 1979. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. 2η έκδ. σελ. 11-15.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Γλώσσα και Εθνος στη Νεοτερη Ελλάδα
Αντώνης Λιάκος (2007)
Πολίτης, Λ. 1979. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
2η έκδ. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 11-15.© Μ.Ι.Ε.Τ.Το γλωσσικό ζήτημα
Μιλώντας για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν μπορούμε ν' αγνοήσουμε έναν παράγοντα που παίζει ρόλο καθοριστικό όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και σε πολλά φαινόμενα της πνευματικής, ακόμα και της πολιτικής ζωής του τόπου. Είναι το ιδιότυπο φαινόμενο που είναι γνωστό ως «γλωσσικό ζήτημα». Σε όλα τα πολιτισμένα έθνη υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στη γραφομένη και στην ομιλούμενη γλώσσα, άλλα κράτη αντιμετωπίζουν το πρόβλημα δύο ή περισσότερων εθνικών γλωσσών, ενώ οι ευρωπαϊκές λογοτεχνίες πέρασαν στο τέλος του Μεσαίωνα από το στάδιο της αναμέτρησης των νέων εθνικών γλωσσών με τη λατινική. Το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα δε μοιάζει με καμιά από τις περιπτώσεις αυτές. Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα δύο γλώσσες (ας πούμε καλύτερα δύο τύποι γλωσσικοί), που διαφέρουν μεταξύ τους σε όλα τα σημεία όσα συναπαρτίζουν τη δομή κάθε γλώσσας: το λεξιλόγιο, τη φωνητική, το τυπικό, τη σύνταξη. Η μία είναι η κοινή νεοελληνική, η δημοτική, που μιλιέται από όλους τους Έλληνες και γράφεται από πάρα πολλούς· είναι επίσης η καθιερωμένη γλώσσα της λογοτεχνίας. Η άλλη είναι η καθαρεύουσα, που δε μιλιέται από κανέναν (τουλάχιστον στον κοινό προφορικό λόγο), αλλά ήταν ως χτες ακόμα η επίσημη γλώσσα του κράτους, και ως πριν από 50-60 χρόνια η κοινή γραφομένη, και διατηρείται και σήμερα ως γραφομένη σε πολλούς ακόμα τομείς. Είναι περίεργο και αρκετά κωμικό ότι σήμερα, αν σ' έναν φιλικό κύκλο μιλήσει κανείς στην καθαρεύουσα, θα γίνει ασφαλώς καταγέλαστος, το πράγμα όμως δε φαίνεται αφύσικο αν η καθαρεύουσα ακουστεί σε δημόσια ομιλία ή σε πανεπιστημιακό μάθημα· το ίδιο, ένα γράμμα φιλικό ή οικογενειακό σε καθαρεύουσα θα ήταν ολότελα γελοίο, όχι όμως αν το γράμμα δημοσιευτεί σε μια εφημερίδα. Η παράδοξη αυτή διγλωσσία, που είναι βέβαια ακατανόητη για τους ξένους (όπως και για κάθε λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο) και που οφείλεται σε λόγους ιδιαίτερους ιστορικούς και εθνολογικούς, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην όλη διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, και οι συνέπειές της στάθηκαν πάντα, και είναι και σήμερα ακόμη, σημαντικές. Αν δεν φταίει αυτή για όλες τις κακοδαιμονίες μας (όπως με κάποιαν αφέλεια υποστήριζαν οι πρώτοι δημοτικιστές), δεν είναι όμως ανεύθυνη για την ολέθρια πραγματικότητα πως ο απόφοιτος του ελληνικού Γυμνασίου δεν είναι σε θέση (σήμερα ακόμη) να γράψει σωστά και να εκφραστεί με σαφήνεια στη γλώσσα του (είτε στη δημοτική είτε στην καθαρεύουσα). Το ζήτημα έχει και φανερές προεκτάσεις πολιτικές και κοινωνικές. Οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές κυβερνήσεις, αρχίζοντας από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917, ευνόησαν πάντοτε τη δημοτική και προχώρησαν, με το πνεύμα αυτό, σε μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση ενώ τα συντηρητικά και αντιδραστικά καθεστώτα (με εξαίρεση τον Ιωάννη Μεταξά) προσπαθούσαν να αναστείλουν την πρόοδο και να κατοχυρώσουν την καθαρεύουσα, με αποκορύφωση τον συστηματικό διωγμό της δημοτικής στα χρόνια της τελευταίας δικτατορίας.
Η αρχή της διγλωσσίας βρίσκεται, είδαμε, στο κίνημα του αττικισμού και διατηρήθηκε σε όλη τη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου. Ωστόσο γλωσσικό ζήτημα θα ήταν λάθος να πούμε πως γνώρισαν οι Βυζαντινοί.[1] Ο πρώτος που συνειδητοποιεί το πρόβλημα και αντιλαμβάνεται τη γενικότερη σημασία της καλλιέργειας της λαϊκής γλώσσας, είναι στις αρχές του 16ου αιώνα ο λόγιος ουμανιστής Νικόλαος Σοφιανός· το κήρυγμά του έμεινε ωστόσο χωρίς συνέχεια. Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι λόγιοι γράφουν, όπως και οι βυζαντινοί πρόδρομοί τους, στην αρχαία. Η δημοτική περιορίζεται στη λογοτεχνία (που ακολουθεί ανεξάρτητη παράδοση), σε μερικά βιβλία προορισμένα για το λαό και στα εκκλησιαστικά κηρύγματα.
Το ζήτημα, στον προβληματισμό του, προβάλλει και πάλι οξύ στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, όταν, με την επίδραση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, επιζητείται ο πνευματικός φωτισμός του έθνους και η μεταφορά στην Ελλάδα των νέων ιδεών και της προοδευμένης επιστήμης της δυτικής Ευρώπης. Οι συντηρητικοί κατάλληλο όργανο για τη μεταφορά αυτή θεωρούν την αρχαία, μια γλώσσα έτοιμη κιόλας και διαμορφωμένη· μια μικρή ομάδα προοδευτικών λογίων, αντίθετα, επιζητεί, για το σκοπό αυτό, την καλλιέργεια της κοινής. Ανάμεσα στους αρχαϊστές και στους δημοτικιστές, ο Κοραής (1804), ζήτησε τη «μέση οδό»: μια γλώσσα στηριγμένη στη λαϊκή, αλλά «διορθωμένη» και «καλλωπισμένη» πάνω στο πρότυπο της αρχαίας. Έγινε έτσι ο πρώτος διαμορφωτής της «καθαρεύουσας». Οι συζητήσεις και οι διαμάχες κράτησαν τριάντα και παραπάνω χρόνια (1789-1821). Στο τέλος υπερίσχυσε η μέση λύση και ο ορθολογικός ρεαλισμός του Κοραή. Ίσως η εποχή να ήταν ακόμα πρώιμη για μια οριστική επικράτηση της δημοτικής (με το μέρος της οποίας τάχθηκαν ανεπιφύλακτα οι ποιητές: ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς, και προπάντων ο Σολωμός). Κέρδος ότι παραμερίστηκαν, για τότε τουλάχιστον, οι αρχαϊστές.
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η καθαρεύουσα του Κοραή καλλιεργήθηκε απο τους λογοτέχνες (με εξαίρεση τους Εφτανησιώτες) και καθιερώθηκε ως γλώσσα της πολιτείας και όλων των εκδηλώσεων της πνευματικής ζωής. Η επιβολή της ήταν στην αρχή καθολική· σιγά σιγά όμως οι αρχαϊστικές τάσεις της προεπαναστατικής εποχής αρχίζουν να αναβιώνουν· το γενικό άλλωστε πνεύμα που κυριαρχεί είναι ένα πνεύμα αρχαϊστικό και το όνειρο της επιστροφής στην αρχαία δόξα. Έτσι, ακόμα και η μετρημένη και καλαίσθητη καθαρεύουσα του Κοραή μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια όλο και πιο άκρατη αρχαΐζουσα. Ο γλωσσικός αυτός αρχαϊσμός φτάνει με τον Κ. Κόντο στο κορύφωμά του γύρω στο 1880.
Η υπερβολή όμως αυτή γεννά γόνιμες αντιδράσεις· στα δέκα χρόνια ανάμεσα στα 1876 και στα 1886 το γλωσσικό πρόβλημα γίνεται και πάλι από τα πράγματα οξύ και επίκαιρο, και παίρνει αποφασιστική τροπή με την εμφάνιση της ηγετικής μορφής του Ψυχάρη (…). Η δημοτική διεκδικεί και πάλι τα δικαιώματά της, και το κήρυγμα του Ψυχάρη (ο «δημοτικισμός») παίρνει ιδιαίτερη έκταση και καθορίζει όλη τη νεώτερη πνευματική ιστορία. Ύστερ' από τις αντιδράσεις της πρώτης αρχής το κίνημα απλώνεται ολοένα και σε ευρύτερους κύκλους (και σ' αυτό συντελεί δίχως αμφιβολία και η μαχητικότητα του ίδιου του Ψυχάρη)· τα χρόνια ως το 1917 τα ονόμασαν του «ορμητικού δημοτικισμού». Δίπλα στα μαχητικά άρθρα και φυλλάδια του Ψυχάρη (που ζούσε στο Παρίσι), οι οπαδοί του στην Ελλάδα οργανώνουν επίσης τον αγώνα, εκδίδουν δικό τους περιοδικό (τον Νουμά), ιδρύουν σωματεία για τη γλώσσα. Ο πιο σημαντικός σταθμός ήταν ασφαλώς η ίδρυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1910) και η συσχέτιση έτσι του γλωσσικού με το εκπαιδευτικό πρόβλημα («εκπαιδευτικός δημοτικισμός»). Στο μεταξύ και οι οπαδοί της καθαρεύουσας οργάνωναν τον αγώνα τους· οι φοιτητές δημιουργούσαν ταραχές στους δρόμους της Αθήνας, το 1911 ένα άρθρο στο νέο Σύνταγμα που ψήφισε η Αναθεωρητική Βουλή καθιέρωνε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους.
Σημαντική νίκη του δημοτικισμού στάθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, η οποία έμπαζε για πρώτη φορά τη μητρική γλώσσα στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Στα εξήντα χρόνια που πέρασαν από τότε ο δημοτικισμός, σαν κίνημα προοδευτικό (και ιδιαίτερα ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός), γνώρισε πολλές αναστολές, οπισθοδρομήσεις, καινούριες κατακτήσεις, αλλά και κρίσεις εσωτερικές. Οι κυβερνήσεις και τα καθεστώτα που διαδέχονταν το ένα το άλλο έπαιρναν θέση, θετική ή αρνητική, απέναντι στο ζήτημα, και αυτές οι μεταλλαγές δεν ήταν βέβαια ωφέλιμες για την παιδεία. Το Σύνταγμα του 1952 διατήρησε την αναχρονιστική διάταξη του Συντάγματος του 1911, έτσι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια πέρασαν χωρίς καμιά ουσιαστική πρόοδο. Ένας σημαντικός σταθμός ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 (με πρωθυπουργό και υπουργό παιδείας τον Γ. Παπανδρέου και γενικό γραμματέα του Υπουργείου τον Ε. Π. Παπανούτσο), η οποία όριζε στο σχολείο την ισοτιμία ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική. Αλλά η μεταρρύθμιση αυτή στάθηκε εφήμερη, και το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967 έφερε και εδώ, όπως και σε τόσα άλλα θέματα μια οδυνηρή οπισθοδρόμηση: το «Σύνταγμα» του 1968 πρόσθετε πως η καθαρεύουσα είναι όχι μόνο η επίσημη γλώσσα του κράτους, αλλά και της παιδείας, και ο Α.Ν. 129 του 1967 την καθόριζε ως αποκλειστικό όργανο εκφράσεως, γραπτής και προφορικής, διδασκόντων και διδασκομένων, από την Δ´ Δημοτικού ως τις ανώτερες σχολές.
Με τη μεταπολίτευση του 1974 η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Η καθαρεύουσα (που είχε ιδιαίτερα κακοποιηθεί στους λόγους και στα διαγγέλματα της δικτατορίας) δεν ήταν πια ανεκτή· σχεδόν όλες οι εφημερίδες (ακόμα και οι πολιτικά συντηρητικές) χρησιμοποίησαν αποκλειστικά τη δημοτική· το ραδιόφωνο και η τηλεόραση την εισήγαγαν σ' όλες τις εκπομπές τους. Και το σημαντικότερο: η Βουλή των Ελλήνων, με την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή και με την εισήγηση του υπουργού Παιδείας Γ. Ράλλη, ψήφισε παμψηφεί τον νέο εκπαιδευτικό Νόμο 309 της 30.4.1976, με τον οποίο η δημοτική καθιερώνεται σε όλες τις βαθμίδες των σχολείων της Γενικής Εκπαιδεύσεως. Ένα αποφασιστικό βήμα παραπέρα ήταν η Εγκύκλιος του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως της 8 Δεκεμβρίου 1976 για τη χρησιμοποίηση της δημοτικής στα επίσημα δημόσια έγγραφα.
Όλα αυτά είναι γεγονότα με εξαιρετική σημασία. Δε σημαίνουν ίσως ακόμη την οριστική λύση του γλωσσικού ζητήματος, και η καθαρεύουσα δεν μπορεί βέβαια να πάψει να υπάρχει από τη μία στιγμή στην άλλη. Αλλά η δύναμη των πραγμάτων είναι τέτοια, ώστε και οι λίγες εστίες αντιστάσεως, που κρατεί ακόμη (είτε από αθεράπευτη αντιδραστική νοοτροπία είτε απλώς από τη συνήθεια στα καθιερωμένα), να υποχωρήσουν και να εξουδετερωθούν αργά ή γρήγορα. Το πρόβλημα που προκύπτει σήμερα είναι περισσότερο εσωτερικό: πως, ξεπερνώντας άστοχες υποκειμενικές αυθαιρεσίες, η δημοτική, ως γλώσσα γραφομένη, θα οργανωθεί σε πανελλήνιο γλωσσικό όργανο με συνέπεια και συνοχή, ικανό να εκφράσει με απλότητα και ζωντάνια τις σκέψεις και τα αισθήματα του καθενός, στη λογοτεχνία, στην επιστήμη, στον κρατικό οργανισμό.
1 Βλ. για το ζήτημα αυτό Ε. Κριαράς, Diglossie des derniers siècles de Byzance: Naissance de la littérature néo-hellénique, Οξφόρδη 1966 (Thirteenth International Congress of Byzantine Studies, Main Papers IX).