ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Ζώρας, Γ. 1974. Ελληνική γλώσσα, διδασκαλία, Ακαδημίες, εκπαίδευση. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1453-1669). Τουρκοκρατία, Λατινοκρατία, Ι΄ τόμ., 363.
- Δημαράς, Κ. Θ. 1985. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. 4η έκδ. σελ. 95-96 και 327-328.
- Dakin, D. 1989. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833. Μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου. 2η έκδ. σελ. 41.
- Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. σελ. 167-178.
- Πολίτης, Λ. 1979. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. 2η έκδ. σελ. 11-15.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Γλώσσα και Εθνος στη Νεοτερη Ελλάδα
Αντώνης Λιάκος (2007)
Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική.
Αθήνα: Ολκός, σελ. 167-178.© ΟλκόςΠέτρος Διατσέντος: Το γλωσσικό ζήτημα
Δημοτικισμός και εξουσία: Το χρονικό μιας καταστολής
Το είδος του γλωσσικού φανατισμού που καλλιεργήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα διαφέρει αισθητά από το είδος του αντίστοιχου φανατισμού που αναπτύσσεται στην ελληνική πνευματική ζωή του 19ου αιώνα. Η μελέτη των στοιχείων που συγκροτούν τη γλωσσική αντιπαράθεση από το 1900 και έπειτα, με προεξάρχον στοιχείο τη σύνδεση του γλωσσικού ζητήματος με τους πολιτικούς θεσμούς, μας οδηγεί σε μια πρώτη διαπίστωση, η οποία προκύπτει ακριβώς από τη σύνδεση αυτή. Η διαπίστωση συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ακριβοδίκαιης κατανομής των φανατικών ακροτήτων που σημειώθηκαν από τις δύο πλευρές, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σ' έναν αδιέξοδο σχετικισμό, αλλά και διότι από τη στιγμή που η προσέγγισή μας γίνεται μέσα από το πρίσμα κοινωνικοπολιτικών φαινομένων και όχι γλωσσολογικής ανάλυσης, οι παράγοντες της αντιπαλότητας δεν είναι οι δύο μορφές του γλωσσικού οργάνου, η δημοτική και η καθαρεύουσα. Η σύγκρουση και η υπέρβαση των ορίων της, δηλαδή ο φανατισμός, παρατηρείται ανάμεσα σε δύο κοινωνικούς πόλους. Από τη μία πλευρά υπάρχει συσπείρωση γύρω από ένα σύστημα ιδεών που υποστηρίζεται από συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις. Υπάρχει, δηλαδή, ένα κίνημα. Το μόνο όπλο που έχουν οι δυνάμεις αυτές για να προωθήσουν τις απόψεις τους είναι η προοπτική να εξελιχθούν σε ομάδες πίεσης. Από την άλλη πλευρά, δημιουργείται μια αντίθετη συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων, η οποία ωστόσο υποστηρίζεται από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας. Και τα όπλα που διαθέτουν αυτές οι δυνάμεις είναι τα όπλα που αντλούν από την ίδια την εξουσία, της οποίας είναι φορείς.
Η γλωσσική διαμάχη παίρνει αυτή τη μορφή από τη στιγμή που η εμπλοκή της δημοτικής με την εκπαίδευση αποκαλύπτει το νεοτερικό περιεχόμενο των αιτημάτων του δημοτικισμού και οδηγεί αμετάκλητα στη συνάρτηση της γλωσσικής υπόθεσης με τις κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες. Τούτο συμβαίνει χρονικά από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Από εκείνη την περίοδο κι έπειτα, η αντιπαράθεση δημοτικιστών και καθαρολόγων δεν γίνεται με ίσους όρους. Η καθαρολογική πλευρά ταυτίζεται με φορείς θεσμικής εξουσίας, οι οποίοι διαθέτουν τα μέσα και για να επιβάλουν τη γνώμη τους και για να καθυποτάξουν τη γνώμη του άλλου.
Εξηγούμαι λίγο ακόμη: Ο δημοτικιστικός φανατισμός έφτασε στα άκρα του εκφράζοντας τη μισσαλλόδοξη δυσπιστία του απέναντι σε οτιδήποτε δεν ήταν γραμμένο στη δημοτική. Έτσι ο Ψυχάρης είπε τον Καβάφη «καραγκιόζη», ο Πέτρος Βλαστός έλεγε τον Παπαδιαμάντη «ελεεινό» και τον Κάλβο «στιχοπλόκο». Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν, αλλά δεν έχουν σχέση με το θέμα μας και μπορούν μόνο να συγκριθούν ως ακραίες εκδηλώσεις γνώμης με τις αντίστοιχες που διατύπωναν οι καθαρευουσιάνοι λόγιοι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, π.χ. για τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού. Θυμίζω τι είχε σημειώσει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής το 1891, ενώ ο Ύμνος έχει ήδη καθιερωθεί ως Εθνικός από το 1865: «Ύμνος εκφράζων τα ύψιστα αισθήματα και τα ενθερμοτέρας του έθνους ευχάς πρέπει και γλώσσης της ευγενεστέρας και υψηλοτέρας να ποιήται χρήσιν».[1]
Από την ώρα που αρχίζει να σταθεροποιείται η εικόνα του δημοτικισμού ως κινήματος, επαναλαμβάνω, η αναμέτρηση παίρνει άλλο χαρακτήρα. Η καταστολή ή η απόπειρα καταστολής, προϊόν της αντίδρασης προς τις δημοτικιστικές πιέσεις, προέρχεται από το σύνολο περίπου των θεσμών που συγκροτούν την πολιτική εξουσία: Βουλή, Κυβέρνηση, Εκκλησία, Δικαιοσύνη, Πανεπιστήμιο, και διαρκεί περίπου μία εξηκονταετία. Τα πραγματολογικά, δηλαδή, στοιχεία που πρόκειται να εκθέσω σταματούν στο 1967, δεδομένου ότι οι συγκυρίες τόσο της δικτατορίας όσο και της μεταπολίτευσης μετατόπισαν το θέμα: Στην περίπτωση της δικτατορίας οι εν γένει συνθήκες καταστολής χρωμάτισαν διαφορετικά τη γλωσσική διένεξη και στην περίπτωση της μεταπολίτευσης το μεν νέο Σύνταγμα δεν περιέλαβε πλέον τις διατάξεις των παλαιότερων Συνταγμάτων (1911, 1952) περί επισήμου γλώσσης του κράτους, οι δε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, καθιέρωσαν και ενίσχυσαν τη διδασκαλία της δημοτικής στη σχολική εκπαίδευση.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μετατραπεί η δημοτική από σύμβολο ανατρεπτικού λόγου σε σύμβολο κατεστημένου λόγου και να αλλάξουν επομένως τα δεδομένα της συζήτησης. Βέβαια, ο συμβολικός χαρακτήρας των γλωσσικών επιλογών που έκαναν οι διάφορες μερίδες της ελληνικής κοινωνίας δεν καταργήθηκε. Όμως, η άρση της θεσμικής απαγόρευσης, και ιδιαίτερα της συνταγματικής, μετέβαλε άρδην τον τρόπο προσέγγισης του φαινομένου. Ακόμη και αν οι εκάστοτε κυβερνητικές προκρίσεις επέβαλαν μέσω της εκπαιδευτικής νομοθεσίας ένα πλαίσιο γλωσσικής διδασκαλίας, αυτό δεν σήμαινε πως η παραβίαση του πλαισίου αυτού ήταν δυνατόν να γίνει ποτέ κολάσιμη πράξη και να επισύρει ποινή.
Αντίθετα, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που μας απασχολεί εδώ, προβλέφθηκαν, ψηφίστηκαν και εφαρμόστηκαν μέτρα που είχαν σχέση με την πάταξη του δημοτικιστικού λόγου μέσα από το δρόμο της θεσμικής κύρωσης. Με άλλα λόγια, οι καθαρολογικές δυνάμεις προσπάθησαν σε όλη την εξηκονταετία να καθυποτάξουν το δημοτικιστικό κίνημα βασιζόμενες στις κατασταλτικές δυνατότητες που τους παρέχονταν από τους φορείς εξουσίας με τους οποίους ταυτίζονταν. Η πρόθεσή μου, λοιπόν, είναι να παραθέσω τα realia αυτής της καταστολής προκειμένου να αναδειχθεί κάποιο ερμηνευτικό νήμα που να συνδέει αυτά τα realia μεταξύ τους.
Η ενασχόληση της Βουλής, και στη συνέχεια της κυβέρνησης, με αυτό καθαυτό το γλωσσικό θέμα αρχίζει όπως είδαμε το 1907. Τα προγενέστερα επεισόδια των Ευαγγελιακών και των Ορεστιακών (1901 και 1903) οδήγησαν σε μεγάλη πολιτική κρίση, αλλά η εμπλοκή στο ίδιο το γλωσσικό των δύο κυβερνήσεων που τα αντιμετώπισαν ήταν έμμεση. Οι φορείς που ανέλαβαν τότε να βάλουν φραγμούς στη μόλις διαφαινόμενη άλλωστε δημοτικιστική απειλή ήταν η Εκκλησία και το Πανεπιστήμιο, τα οποία, ας πούμε ότι ακόμη αυτοδικούσαν. Από τη μεγάλη περιπλοκότητα των Ευαγγελιακών ας συγκρατήσουμε ότι το διακύβευμα δεν ήταν η δημοτική γλώσσα, αλλά η μετάφραση των Ευαγγελίων.[2]
Θα επιμείνω στην πρώτη κοινοβουλευτική παρέμβαση στο γλωσσικό η οποία σημειώθηκε στα 1907 και 1908, γιατί πιστεύω πως μας επιτρέπει ήδη να διακρίνουμε τον πυρήνα των στοιχείων πάνω στα οποία θα οικοδομηθεί τόσο ο επιθετικός λόγος όσο και η αμυντική οχύρωση της καθαρεύουσας. Όπως είπαμε, στο νομοσχέδιο περί διδακτικών βιβλίων που εισάγεται στη Βουλή ζητείται με τροπολογία να προστεθεί παράγραφος, η οποία να ορίζει ότι τα διδακτικά βιβλία συντάσσονται υποχρεωτικά «εν γλώσση απλή και καθαρευούση ίνα μη εισβάλη ο χυδαϊσμός εις το Σχολείον».[3] Τα επιχειρήματα είναι δύο. Το ένα είναι εθνικό. Αυτή η γλώσσα αποτελεί «τον θεμέλιον λίθον της εθνικής ημών ενότητος».[4] Το άλλο είναι θρησκευτικό: «Η γλώσσα η Ελληνική […] είναι η γλώσσα την οποίαν ο Θεός δις εμφαντικώτατα μετεχειρίσθη. […]» Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν «κατά τρόπον ακατανόητον, κατά τρόπον αυτόχρημα θεόπνευστον» και «είναι ιστορικώς βεβαιωμένον […] ότι ο Χριστός ωμίλει την Ελληνικήν. […] Ημείς παραινούμεθα να παραιτηθώμεν της γλώσσης, την οποίαν ωμίλησεν ο Θεός».[5] Η τροπολογία ωστόσο δεν ψηφίζεται. Η συζήτηση τροφοδοτεί επί μέρες τον ημερήσιο Τύπο.
Στην επόμενη Σύνοδο, τον Φεβρουάριο του 1908, ο ίδιος εισηγητής ζητεί να γίνει διάβημα στη γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να απομακρυνθεί από τη θέση του στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι ο Ψυχάρης, γιατί η γλώσσα που διδάσκεται εκεί, είναι «γλώσσα ελεεινή και χυδαία, φρικώδες κατασκεύασμα του διδάσκοντος αυτήν…».[6] Νέα μακρά συζήτηση κατά την οποία λίγες φωνές υποστηρίζουν το άτοπο ενός τέτοιου διαβήματος. Ανάμεσά τους ο Στέφανος Δραγούμης θα αναρωτηθεί: «Τι θα επράττομεν, κύριοι, εάν η Γαλλική Κυβέρνησις μιμούμενη την ημετέραν εζήτει λόγον διά την καταστροφήν ην υφίσταται η γαλλική γλώσσα, διδασκόμενη στα Ελληνικά Γυμνάσια;»[7] Διάβημα δεν φαίνεται να έγινε. Οι συζητήσεις δεν καταλήγουν για την ώρα σε νομοθετική ρύθμιση.
Η δημοτικιστική απειλή δεν μοιάζει ακόμη τόσο μεγάλη ώστε η χρησιμοποίηση της καθαρεύουσας στη δημόσια ζωή να πρέπει να περιβληθεί την ισχύ νόμου. Δυόμισι περίπου χρόνια αργότερα θα προστατευτεί, όχι πια από νόμο αλλά από ειδική συνταγματική διάταξη. Στο διάστημα αυτό η κλιμάκωση της καταστολής θα γίνει με διοικητικά μέτρα. Τον Μάιο του 1908 τιμωρούνται από τον υπουργό Παιδείας με την ποινή της επίπληξης ο Κωστής Παλαμάς και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χατζηδάκις για τη δημόσια δημοτικιστική τους τοποθέτηση. Με βάση υπουργικό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο «εις τους λειτουργούς της Μέσης Εκπαιδεύσεως […] επιβάλλεται πειθαρχική ποινή αν δεικνύωσι τάσιν οπωσδήποτε εξωτερικευομένην κατά της προσιδιαζούσης εις τε τα σχολεία και τους λειτουργούς αυτών Ελληνικής γλώσσης»,[8] τιμωρείται με προσωρινή απόλυση ο συγγραφέας Κώστας Παρορίτης, δάσκαλος τότε στην Ύδρα. Θα μείνω ακόμη στην περίοδο πριν από τη συνταγματική ρύθμιση του θέματος, η οποία όμως, όπως ξέρουμε, έγινε από τη Β´ Αναθεωρητική Βουλή του 1911. Είναι η περίοδος κατά την οποία πυκνώνουν οι κατασταλτικές πρωτοβουλίες και πληθαίνουν οι φορείς που τις αναλαμβάνουν.
Το 1911, μετά από διετή λειτουργία του Παρθεναγωγείου του Βόλου, παραπέμπεται στη Δικαιοσύνη ο Αλέξανδρος Δελμούζος και οι συνεργάτες του με τις εξής κατηγορίες: αθεΐα (αδίκημα το οποίο στοιχειοθετήθηκε με τη μορφή της εξύβρισης), βλάβη των ηθών, πρόσκλησις εις απεργίαν, εξύβρισις του Επισκόπου, παρακώλυσις προσευχής.[9]
Πάντα το 1911, με την ευκαιρία της αναθεώρησης του Συντάγματος από τη Β´ Αναθεωρητική Βουλή και τις πιέσεις που ασκούνται στην κυβέρνηση για να περιληφθεί διάταξη η οποία θα κατοχυρώνει την καθαρεύουσα, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ´ στέλνει εγκύκλιο προς την Εκκλησία της Ελλάδας που λέει τα εξής: «Επειδή […] η ακώλυτος διάδοσις τοιούτων ολεθρίων οίαι αι του λεγομένου μαλλιαρισμού και χυδαϊσμού καινοφωνιών, εις την γλώσσαν τε και εις τα εθνικά και εκκλησιαστικά συμφέροντα δύναται ίνα επενέγκη βλάβην σημαντικήν […] αποτεινόμενη προς πάντας διά της παρούσης πατριαρχικής και συνοδικής εγκυκλίου, συνιστώμεν όπως λάβητε τα προσήκοντα μέτρα προς προφύλαξιν από οιασδήτινος τυχόν μαλλιαρικής και χυδαϊστικής επιρροής».[10]
Τον ίδιο μήνα ο Κωστής Παλαμάς, γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, τιμωρείται και πάλι «διά μηνιαίας προσωρινής απολύσεως», διότι «εξήνεγκε τας κοινωνικάς αυτού περί γλώσσης πεποιθήσεως δημοσιογραφικώς…».[11]
Τον Μάρτιο του 1911 ψηφίζεται η συνταγματική διάταξη, πράγμα που θα αποτελέσει το ισχυρότερο έρεισμα για την περαιτέρω συγκρότηση του μηχανισμού καταστολής.[12]
Έτσι, η νομοθεσία της σύντομης Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του 1917, σύμφωνα με την οποία κυκλοφορούν διδακτικά βιβλία στη δημοτική, είναι απολύτως αντισυνταγματική και μόνον ως προϊόν επαναστατικής τάξης μπορεί να αντιμετωπιστεί και φυσικά να καταργηθεί.
Το 1920, μετά την απώλεια των εκλογών από τον Βενιζέλο και την κυβερνητική αλλαγή που ακολούθησε, διορίστηκε Επιτροπή προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που εκδόθηκαν στη δημοτική το 1919. Η έκθεση της Επιτροπής προτείνει τα βιβλία αυτά «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι […] ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως».[13]
Το 1925, μετά από έγγραφο της Ιεράς Συνόδου (18 Ιουλίου 1925), ερευνητικό πόρισμα του μητροπολίτη Ηλείας που διαβιβάστηκε στο υπουργείο, πόρισμα ανακριτικής επιτροπής του ίδιου του υπουργείου, και έκθεση του αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών, ανατίθεται η ανάκριση της υπόθεσης τελικά σε αρεοπαγίτη, προκειμένου να διερευνηθούν οι εξής κατηγορίες που βαραίνουν και πάλι τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τους συνεργάτες του στο Μαράσλειο Διδασκαλείο: 1) αντεθνική διδασκαλία, 2) κατάργηση ή περιφρόνηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, και 3) καλλιέργεια ηθικής εκλύσεως.[14]
Το 1928 διενεργούνται ανακρίσεις στο Διδασκαλείο Θηλέων της Θεσσαλονίκης μετά από έκθεση που υπέβαλε στο υπουργείο η Σχολική Επιτροπή. Οι κατηγορίες εναντίον του διευθυντή του Διδασκαλείου Μίλτου Κουντουρά είναι: «αντιθρησκευτικαί και αντιπατριωτικαί δοξασίαι» του ίδιου καθώς και παροχή «αχαλινώτου ελευθερίας εις τας μαθητρίας […] ουχί ακινδύνου και άνευ συνεπειών διά το καθόλον ήθος των μαθητριών».[15]
Το 1933 απολύεται ο διευθυντής του Διδασκαλείου Λαμίας Μιχαήλ Παπαμαύρος, κατηγορούμενος ότι «εργάζεται κατά της γλώσσης, της θρησκείας και της ιδέας της πατρίδος».[16]
Τον Ιανουάριο του 1937 τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση και τίθεται υπό διοικητική εξάρτηση ο Ευάγγελος Παπανούτσος, με αφορμή την αλληλογραφία του με τον Αλέξανδρο Δελμούζο.[17]
Τον Δεκέμβριο του 1941 παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννης Κακριδής. Στην έγγραφη καταγγελία περιγράφεται ως «επιπόλαια και εθνικώς επιζήμια» η προ της εκλογής του, το 1936, δημοσίευση διάλεξής του με απλοποιημένο τονικό σύστημα και διατυπώνεται από μέρους της Συγκλήτου «η ευχή της απολύσεως». Τιμωρείται τελικά με προσωρινή απόλυση.[18]
Το 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση -κυβέρνηση Πλαστήρα- ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Άμαντος συνέταξε με τη βοήθεια του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και του Ευάγγελου Παπανούτσου ένα σύντομο νομοθέτημα στο οποίο οριζόταν πως η δημοτική είναι γλώσσα εθνική και αναγνωρίζεται η βασική της σημασία για την ελληνική παιδεία, καθώς και η θέση της στα σχολικά προγράμματα. Το νομοθέτημα είχε τεράστια σημασία εκείνη τη στιγμή: Η τρόπον τινά «νομιμοποίηση» της δημοτικής είχε στόχο να μη διώκονται τις ταραγμένες εκείνες μέρες οι οπαδοί της. Παρά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, η πράξη, η οποία θα είχε τη μορφή αναγκαστικού νόμου, δεν υπογράφετε από τον αντιβασιλέα-αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, μολονότι διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του ήταν ο Γεώργιος Σεφέρης και σύμβουλος ο Κωνσταντίνος Τσάτσος.[19]
Το 1964 -κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου- με αφορμή τη συζήτηση της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, της οποίας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν η διδασκαλία της δημοτικής, υποβλήθηκαν καταγγελίες στην Ιερά Σύνοδο για την «αντεθνική και ανίερη συνωμοσία των απάτριδων και άθεων ανατροπέων της Εθνικής μας Παιδείας», με τις οποίες ζητούσαν τον αφορισμό του Ευάγγελου Παπανούτσου και την απαγόρευση των αντιθρησκευτικών του βιβλίων. Η Ιερά Σύνοδος διόρισε τότε Επιτροπή Αρχιερέων για τη διερεύνηση του περιεχομένου των συγγραμμάτων αυτών. Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν η Επιτροπή υπέβαλε τελικά πόρισμα.[20]
Σταματώ εδώ, μια και όπως είπα στην αρχή η αναμέτρηση του δημοτικισμού με την εξουσία πήρε άλλο χαρακτήρα κατά την περίοδο της δικτατορίας. Σημειώνω απλώς ότι στην παλαιά συνταγματική διάταξη του 1911 που έλεγε «Επίσημος γλώσσα του Κράτους», προστέθηκε στο Σύνταγμα της δικτατορίας: «Επίσημος γλώσσα του κράτους και της Εκπαιδεύσεως». Η διάταξη αυτή εξέλιπε, βέβαια, στο Σύνταγμα του 1974. Δεν νομίζω πως είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αυτό που συνιστά τον λογικό ειρμό των κατηγοριών και τις συνδέει μεταξύ τους είναι ένα τριαδικό σχήμα εννοιών, πάνω στο οποίο θεμελιώνονται κάθε φορά: αντιθρησκευτικότητα, αντεθνικότητα, ανηθικότητα. Αυτό είναι και το σχήμα που χρησίμευσε ως ηθικό και ιδεολογικό έρεισμα της καταστολής του δημοτικισμού. Είναι φυσικό και πάρα πολύ συνηθισμένο, μέσα σε συνθήκες φανατικής λογικής, ο στόχος της επίθεσης να μετατίθεται σε σφαίρες που ευαισθητοποιούν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη, μια και παραπέμπουν σε παραβιάσεις παραδοσιακών συμπεριφορών και τρόπων ζωής.
Η απειλή, λοιπόν, δεν αφορούσε ένα γλωσσικό όργανο αλλά μια αντίληψη περί ζωής, η οποία προστατεύτηκε με όλα τα μέσα: ιδεολογικά, πολιτικά, νομοθετικά, συνταγματικά. Γι' αυτό, πιστεύω πως το δημοτικιστικό κίνημα έγινε στόχος, κυρίως, από τη στιγμή της συνάρθρωσής του με την εκπαίδευση. Από τη στιγμή δηλαδή κατά την οποία φανερώνεται και αρτιώνεται ο νεοτερικός κοινωνικός και πολιτικός του λόγος και παύει να υπάρχει ως χαλαρό σύστημα ιδεών, συνυφασμένο απλώς με το εθνικό θέμα. Ο στόχος της φανατικής επιθετικότητας, επαναλαμβάνω, ήταν η εκσυγχρονιστική πίεση του δημοτικισμού.
Όταν αρχίσουν, λοιπόν, να φαίνονται στον κοινωνικοπολιτικό ορίζοντα τα ίχνη του νεοτερικού κινήματος, το κίνημα αυτό θα αντιμετωπιστεί σαν μια σοβαρή απειλή απέναντι σ' έναν πατροπαράδοτο τρόπο ζωής που καθορίζεται από αμετάβλητους κώδικες κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών.
Από αυτό το συμβολισμό δεν νομίζω πως έχει ακόμη αποσυνδεθεί ο δημοτικισμός. Με την αλλαγή των συγκυριών απέβαλε σιγά σιγά τα ποικίλα ιδεολογικά βάρη που κατά καιρούς τον εκάλυπταν και ενίσχυαν κυρίως την ιδιότητά του ως φορέα ανατρεπτικού λόγου. Όπως είπα και στην αρχή, το τελευταίο αυτό δεν μπορεί πια να ισχύσει, οι ιδεολογικές επικαλύψεις εφθάρησαν κι έμεινε ο πυρήνας ο αρχικός. Και ο αρχικός πυρήνας είναι η νεοτερικότητα και τα όσα συνεπάγεται. Πρόκειται για στοιχείο που κρύβεται πίσω από πολλές σημερινές συλλογικές και ατομικές αναμετρήσεις και αφορά, φυσικά, τον γενικότερο τρόπο με τον οποίο βλέπει κανείς τη ζωή και τα πράγματα.
1 Βλ. γενικότερα για τον Εθνικό Ύμνο στο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική - Ιστορική Εισαγωγή, Άπαντα, τόμ. Γ´, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 496.
2 Το γεγονός ότι η Καινή Διαθήκη, αλλά και η μετάφραση των Ο´ της Παλαιάς Διαθήκης, εξακολουθούσαν να διαβάζονται στη γλώσσα που γράφτηκαν, δηλαδή στην ελληνική, έδινε στα ελληνικά ιερά κείμενα μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία. Αν άλλαζε η γλώσσα τους, θα εξισώνονταν με τα κείμενα που ήσαν μεταφρασμένα στις λατινικές και τις σλαβικές γλώσσες.
3 Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, Συνεδρίαση ΜΗ´ της 27ης Φεβρουαρίου 1907, σ. 421. Βλ. εδώ το κεφάλαιο Η πρώτη συζήτηση στη Βουλή.
4 Εφ. Χρόνος, 22 Φεβρουαρίου 1907, σ. 2, και εφ. Ακρόπολις, 23 Φεβρουαρίου 1907, σ. 1.
5 Εφ. Ακρόπολις, 1η Μαρτίου 1907, σ. 3.
6 Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, Συνεδρίαση ΛΘ´ της 4ης Φεβρουαρίου 1908, σσ. 329-330.
7 Εφ. Αθήναι, 5 Φεβρουαρίου 1908, σ. 1.
8 Β.Δ. της 3ης Οκτωβρίου 1908.
9 Οι κατηγορίες αυτές διατυπώνονται στο παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης (1911) και επαναλαμβάνονται στη δίκη που γίνεται στο Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου, τον Απρίλιο του 1914, και η οποία έχει μείνει γνωστή ως η Δίκη του Ναυπλίου.
10 Βλ. ολόκληρο το κείμενο της πατριαρχικής εγκυκλίου στο Ευθυμίου Θ. Σουλογιάννη, "Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1911 προς τον κλήρον της Μικράς Ασίας περί το γλωσσικόν ζήτημα" στο περ. Παρνασσός, τόμ. Ζ´, τεύχ. 4 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1965), σσ. 550-553.
11 Βλ. την απόφαση του υπουργού Παιδείας Απόστολου Αλεξανδρή στο Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα, επιμ. Ξεν. Λευκοπαρίδης, Αθήνα 1956, σ. 520.
12 Το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1911 είχε ως εξής: "Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα· πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται".
13 Έκθεσις της Επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων, Εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου Μ. Μαντζεβελάκη, 1921, σ. 157.
14 Γεώργιος Αντωνακάκης, Τα Μαρασλειακά, έκθεσις του αρεοπαγίτου Γεωργίου Αντωνακάκη προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Εν Αθήναις, 1926.
15 Έκθεσις της Σχολικής Επιτροπής προς το Υπουργείο Παιδείας, Θεσσαλονίκη, 14 Απριλίου 1928, στο Μίλτος Κουντουράς, Κλείστε τα Σχολειά, επιμ. Αλέξης Δημαράς, Αθήνα, εκδ. Γνώση, τόμ. Β´, σσ. 315-327.
16 Στο ίδιο, σ. 541.
17 Ε. Π. Παπανούτσος, Απομνημονεύματα, Αθήνα, εκδ. Φιλιππότη, 1982, σ. 35.
18 Βλ. την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου στα Πρακτικά της συνεδρίας της 11ης Ιουλίου 1942 καθώς και τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο Η αντιδικία των τόνων. Εκ των συνεδριών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εν Αθήναις, εκδ. Τζάκα-Δελαγραμμάτικα, 1944.
19 Ε. Π. Παπανούτσος, ό.π., σσ. 52-53.
20 Στο ίδιο, σσ. 108-109.