ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Μπαμπινιώτης. (1998, 113-114)
- α. Ανδριώτης,Ν. Η ελληνική γλώσσα στους μετακλασσικούς χρόνους, σελ. 50, σελ. 258-259, β. Χαραλαμπάκης,Χ.Η δομή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, σελ. 50
- α. Χαραλαμπάκης,Χ. Η δομή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, σελ. 50, β. Debrunner,A. & Scherer,A. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 33-34
- Debrunner, A. & Scherer, A. 1994. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ.: Βασικά ζητήματα και γνωρίσματα της μετακλασικής ελληνικής, σελ. 57-58.
- α. Ιστορία του ελληνικού έθνους. Τόμ. Γ1: Κλασσικός Ελληνισμός. Η Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, σελ. 400, β. Debrunner,A. & Scherer,A. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ.: Βασικά ζητήματα και γνωρίσματα της μετακλασικής ελληνικής, σελ. 36-37.
- α. Ιστορία του ελληνικού έθνους. Τόμ. Γ1: Κλασσικός Ελληνισμός. Η Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, σελ. 400, β. Debrunner,A. & Scherer,A. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ.: Βασικά ζητήματα και γνωρίσματα της μετακλασικής ελληνικής, σελ. 38.
- Τριανταφυλλίδης, Μ. 1981 [1938]. Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα, σελ. 6-7
- Καψωμένος, Σ. 1985. Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 95 και 96
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 36-37.
- α. Μίσιου,Α. Οι ελληνιστικοί χρόνοι, σελ. 254 και 255-256, β. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, σελ. 473
- α. Rey-Coqais,J.-P. O ελληνισμός στη ρωμαϊκή Συρία, 299-300, β. Τατάκη,Α. και συν. Η θέση του ελληνισμού στη ρωμαιοκρατούμενη Αίγυπτο, 340-341, γ. Ομάδα σύνταξης. Θρησκευτική και πολιτιστική ζωή. Η πορεία του εξελληνισμού, 365.
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 37-38
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 35.
- Χόρροκς, Τζ. 2006. Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, σελ. 106-108.
- Καψωμένος, Στ. Γ. 1985. Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 76-77 και 78
- α. Τριανταφυλλίδης,Μ. Νεοελληνική Γραμματική, σελ. 14-15, β. Browning,R. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 74-75.
- α. Καψωμένος,Σ. Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 50, β. Χόρροκς,Τζ. Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, σελ. 101-102, 114-115, 127
- α. Κοπιδάκης,Μ.Ζ. Εισαγωγή στην ελληνιστική κοινή, σελ. 82-93, β. Χαραλαμπάκης,Χ. Η δομή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: Από τον 3ο π.Χ. ως τον 6ο μ.Χ .αι. Η κοινή γλώσσα, σελ. 50, γ. Χαραλαμπάκης,Χ. Κοινή και διάλεκτοι, σελ. 96-97.
- α. Συμεωνίδης,Χ. Επιδράσεις της ελληνικής γλώσσας σε άλλες γλώσσες και άλλων γλωσσών, σελ. 86-90, β. Τριανταφυλλίδης,Μ. Νεοελληνική γραμματική, σελ. 16
- Χριστίδης, Α.-Φ. 2005. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, σελ. 172-173.
- Debrunner, A. & A. Scherer. 1994. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ.: Βασικά ζητήματα και γνωρίσματα της μετακλασικής ελληνικής, σελ. 115-116
- α. Horrocks,G. Σύνταξη: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 458-459, β. Janse,Μ. Τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης, σελ. 481
- Καψωμένος, Στ. Γ. 1985. Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 51, 57-58, 59-60, 87
- De Lange, Ν. 2001. Ιουδαϊκή ελληνική, σελ. 473-475, 478.
- Janse, Μ. 2001. Tα ελληνικά της Καινής Διαθήκης, σελ. 480-485
- Ανδριώτης, Ν. 1974. Η ελληνική γλώσσα στους μετακλασσικούς χρόνους, σελ. 264-265, 266-267.
- Τσαντσάνογλου, Κ. 1999. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 116-117
- α. De Lange,Ν. Ιουδαϊκή ελληνική, σελ. 473, β. Debrunner,A. & Scherer,A. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 16-17, γ. Eideneier,Η. Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο έως σήμερα: Από τη ραψωδία στο ραπ, σελ. 77-89, δ. Τριανταφυλλίδης,Μ
- Debrunner, A. & A. Scherer. 1994. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ. σελ. 22-23.
- Debrunner, A. & A. Scherer. 1994. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ. σελ. 24-25, 29.
- α. Bubenik,V. Η δημιουργία κοινής, σελ. 260, β. Debrunner,A. & Scherer,A. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ., σελ. 131-132.
- Bubenik, V. 2001. Η δημιουργία κοινής, 258-260.
- α. Πετρούνιας,Ε. Εξέλιξη της προφοράς κατά την ελληνιστική εποχή, 442-450, β. Καψωμένος,Σ. Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 74-75, 100-101.
- α. Πετρούνιας,Ε. Εξέλιξη της προφοράς κατά την ελληνιστική εποχή, 442-450, β. Χαραλαμπάκης,Χ. Φωνολογία και μορφολογία, σελ. 98.
- Πετρούνιας, Ε. 2001. Εξέλιξη της προφοράς κατά την ελληνιστική εποχή, σελ. 445-447.
- Πετρούνιας, Ε. 2001. Εξέλιξη της προφοράς κατά την ελληνιστική εποχή, σελ. 447-449.
- α. Παπαναστασίου,Γ. Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 451, β. Χαραλαμπάκης,Χ. Φωνολογία και μορφολογία, 98-99.
- Παπαναστασίου, Γ. 2001. Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 451-452.
- Παπαναστασίου, Γ. 2001. Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 452-453.
- Παπαναστασίου, Γ. 2001. Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 453-454.
- Παπαναστασίου, Γ. 2001. Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 454.
- Παπαναστασίου, Γ. 2001. Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 455.
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 50-51.
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 47-48.
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 48-49, 51-52.
- Tonnet, Η. 1995. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σελ. 51.
- Horrocks, G. 2001. Σύνταξη: Από την κλασική ελληνική στην κοινή, σελ. 465-466.
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 54, 63.
- Browning, R. 1995. Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, σελ. 61.
- Janse, M. 2001. Τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης, σελ. 483.
- Χαραλαμπάκης, Χ. 1999. Συντακτικές καινοτομίες της κοινής, σελ. 100-101.
- Η προφορά της αρχαίας ελληνικής: Η προφορά των φθόγγων.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής
Νίκος Παντελίδης (2007)
α. De Lange, Ν. 2001.
Ιουδαϊκή ελληνική.
Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 473-479. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ. 473.© Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]
Η Ketubba της Αντινοόπολης (Πάπυρος Κολωνίας 5853), ένα γαμήλιο συμβόλαιο με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 417 μ.Χ., είναι μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες για την ιουδαϊκή χρήση της ελληνικής κατά την περίοδο αυτή. Αποτελείται από ένα μείγμα τριών γλωσσών, ελληνικής, αραμαϊκής και εβραϊκής, ωστόσο σε όλο το έγγραφο χρησιμοποιείται η ίδια εβραϊκή/αραμαϊκή γραφή. Οι πρώτοι δυόμισι στίχοι δίνουν την υπατική χρονολογία στα ελληνικά [Ὑπατείας Ὀνωρίου Αὐγούσ]του [τὸ] ἑνδέκατον | [καὶ Φλαουίου Κωνσ]ταντίου κόμητος τοῦ μεγαλο-|[πρεπεστάτου καὶ πατρικίου] (η αποκατάσταση έγινε από τους εκδότες). Ακολουθεί η αραμαϊκή χρονολογία. Στα ελληνικά δίνονται και τα τοπωνύμια: {Στην πόλη} Ἀντινό(ου) λα(μ)προτάτῃ, Θηβαΐς (στ. 5), Ἀλεξάνδρεια (στ. 7).
β. Debrunner, A. & A. Scherer. 1994.
Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 2ος τόμ.
Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, σελ. 16-17.© Αφοί ΚυριακίδηΠολύ πιο σημαντικοί από τις επιγραφές είναι οι πάπυροι. Η διερεύνηση και η αξιοποίησή τους αναπτύχτηκε από μια αφανή αρχή στα τέλη του 19. αιώνα σε μια ιδιαίτερη επιστήμη, στην οποία απλώνουν τα χέρια η ιστορία του πολιτισμού, της οικονομίας, της διοίκησης, του δικαίου, της λογοτεχνίας και της γλώσσας, καθώς και η παλαιογραφία, η θεολογία και η ιατρική. Οι πάπυροι διευκόλυναν πράγματι την άνοδο της έρευνας της κοινής και σήμερα αποτελούν μια κύρια πηγή για τη γνώση μας της ελληνιστικής γλώσσας. Το αποφασιστικά καινούριο που έφεραν ήταν ο τεράστιος αριθμός λαϊκών γλωσσικών εκφράσεων. Οι άφθονοι λογοτεχνικοί πάπυροι έχουν βέβαια για τον ερευνητή της κοινής σχεδόν μόνον ορθογραφικό ενδιαφέρον, επειδή κατά κύριο λόγο περιέχουν κλασικούς κι ακόμη παλιότερους συγγραφείς. Ακόμη ένα πλήθος επίσημων και ημιεπίσημων εγγράφων σε πάπυρο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τις επίσημες επιγραφές στην επιμέλεια του στιλ. Αλλά από εκεί κατεβαίνουμε όλο και χαμηλότερα στα απλά και τα πάρα πολύ απλά στρώματα του πληθυσμού, όπου προσιδιάζει ιδίως η γραπτή έκφραση της λαϊκότατης ομιλούμενης γλώσσας, όπου μάλιστα μερικές φορές ακόμη και η προσπάθεια για μια στοιχειωδώς σωστή σχολική γλώσσα ναυαγεί αξιοθρήνητα. Γι' αυτό οι πάπυροι έχουν και το εξής πλεονέκτημα έναντι των επιγραφών, ότι οι αλλαγές της γλώσσας σε αυτούς αναγγέλλονται γραγορότερα και επιβάλλονται εντονότερα. Επειδή πολύ συχνά έχουν τη χρονολογία του έτους, ακόμη και της ημέρας που γράφτηκαν και επειδή για όσους δεν έχουν χρονολογία μπορεί να διαπιστωθεί κατά κανόνα σύμφωνα με τον γραφικό χαρακτήρα τουλάχιστον ο αιώνας στον οποίο γράφτηκαν, δίνουν έτσι τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε χρονικά τα διάφορα γλωσσικά φαινόμενα και με τον τρόπο αυτό επίσης πολύ συχνά να κρίνουμε τι είναι γλωσσικά δυνατό σε έναν ορισμένο συγγραφέα μιας ορισμένης εποχής που παραδόθηκε φιλολογικά.
γ. Eideneier, Η. 2004.
Όψεις της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο έως σήμερα: Από τη ραψωδία στο ραπ.
Αθήνα: Παπαδήμας, σελ. 77-89.© ΠαπαδήμαςΓράμμα του νεαρού Θέωνος στον πατέρα του Θέωνα
P. Oxy. I 119 Οξύρυγχος, 2/3ος αιώνας μ.Χ.
Θέων Θέωνι τῷ πατρὶ χαίρειν.
Καλῶς ἐποίησες· οὐκ ἀπένηχές με μετ' ἐ-
σοῦ εἰς πόλιν. Ἠ οὐ θέλις ἀπενέκκειν με-
τ' ἐσοῦ εἰς Ἀλεξάνδριαν, οὐ μὴ γράψω σε ἐ-
5 πιστολὴν οὔτε λαλῶ σε οὔτε υἱγένω σε
εἶτα. Ἂν δὲ ἔλθῃς εἰς Ἀλεξάνδριαν οὐ
μὴ λάβω χεῖραν παρὰ [σ]οῦ οὔτε πάλι χαίρω
σε λυπόν. Ἂμ μὴ θέλῃς ἀπενέκαι μ[ε],
ταῦτα γε[ί]νετε. Καὶ ἡ μήτηρ μου εἶπε Ἀρ-
10 χελάῳ, ὅτι ἀναστατοῖ με· ἆρρον αὐτόν.
Καλῶς δὲ ἐποίησες. Δῶρά μοι ἔπεμψε[ς]
μεγάλα, ἀράκια. Πεπλάνηκαν ἡμῶς ἐκε[ίνῃ]
τῇ ἡμέρᾳ ιβ ὅτι ἔπλευσες. Λυπὸν πέμψον εἴ[ς]
με, παρακαλῶ σε. Ἂμ μὴ πέμψῃς οὐ μὴ φά-
15 γω, οὐ μὴ πείνω. Ταῦτα.
Ἐρῶσθέ σε εὔχ(ομαι).
Τῦβι ιη.
Verso: Ἀπόδος Θέωνι [ἀ]πὸ Θεωνᾶτος υἱῷ.
Κατ' αρχήν πρέπει να δηλωθεί ότι στο παπυρικό αυτό έγγραφο δεν υπάρχει ούτε χωρισμός των λέξεων ούτε τονικά σημάδια, πνεύματα ή σημεία στίξης και χρησιμοποιείται ο συνήθης για την εποχή μεγαλογράμματος τύπος γραφής. Με βάση τη γραφή, το έγγραφο χρονολογείται στον δεύτερο ή τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα.
Ο σχολιασμός που ακολουθεί εστιάζεται κυρίως στις αποκλίσεις από τη γραμματική νόρμα. Επειδή πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις αποκλίσεων προαναγγέλλουν μεταγενέστερες κανονικότητες, το κείμενο αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι «παραβιάσεις» είναι παραβιάσεις μόνον όσον αφορά τη γραπτή γλώσσα, τα στοιχεία της προφορικής γλώσσας που αναδύονται είναι ακριβώς τα στοιχεία εκείνα που μαρτυρούν τη γλωσσική εξέλιξη. Ακόμη και η σπανιότητα στοιχείων που οριοθετούν την αρχή και το τέλος των προτάσεων κατατάσσει το κείμενό μας μεταξύ των ελάχιστων γραπτών μαρτυριών σε μη ρητορική καθομιλουμένη γλώσσα.
Μερικοί σημερινοί εκδότες τέτοιων κειμένων προσθέτουν στα κείμενα κριτικό υπόμνημα, στο οποίο υποδεικνύουν τις αποκλίσεις από την αττική και προτείνουν «διορθώσεις». Των «διορθωμένων» αυτών τύπων προηγείται συχνά έννα "l" δηλαδή "lege" - "διάβαζε"! Αυτό φυσικά από πλευράς ιστορίας της γλώσσας είναι απορριπτέο.
Τα σχόλια ακολουθούν τη ροή του κειμένου. Μια τελική συνοπτική θεώρηση από γραμματικής πλευράς δεν κρίθηκε απαραίτητη, εφόσον στα σχετικά σημεία γίνεται αναφορά και στις παράλληλες περιπτώσεις.
- Οι φράσεις χαιρετισμού και αποχαιρετισμού, με τις οποίες ανοίγει και κλείνει η επιστολή, είναι συντακτικά και υφολογικά ορθές, ακριβώς επειδή πρόκειται για φόρμουλες.
- καλῶς ἐποίησες. Η σύντομη αυτή ειρωνική προτασούλα («καλά έκανες!») ακούγεται σαν απόσπασμα καθημερινού λόγου και περιέχει την κατάληξη -ες αντί της κλασικής -ας στο 2ο ενικό αορίστου. Εδώ εκδηλώνεται η γνωστή συγχώνευση των τύπων οριστικής παρατατικού και αορίστου, που οδήγησε στα Νέα Ελληνικά σε μια ενιαία σειρά καταλήξεων και για τους δύο χρόνους με τη μορφή: -α, -ες, -ε, -αμε, -ατε, -αν. Το ίδιο και στο 11 και στο 13: ἔπλευσες.
- ἀπένηχες. Κατ' αρχήν υπάρχει ένα πρόβλημα γραφής που ο νεαρός Θέων προφανώς δεν αντιλαμβάνεται. Στόχος του είναι να γράψει μια συχνόχρηστη λέξη, που στο σημείο αυτό εμφανίζεται με τον τύπο ἀπένηχες, στο 3 με το ἀπενεκκεῖν και στο 8 με το ἀπενέκαι. Ο επιδιωκόμενος αοριστικός τύπος του ἀποφέρω, που χρησιμοποιείται με τη σημασία «παίρνω μαζί μου», από όπου εμείς συνάγουμε τη βασική σημασία «απομακρύνω», είναι ἀπήνεγκον και στο 2ο ενικό ἀπήνεγκες. Αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι εδώ ο Θέων σχηματίζει τον τύπο αναλογικά με τον παρακείμενο των ρημάτων με θέμα σε κ προφέροντας χ αντί του κ (ίσως μάλιστα ο δάσκαλός του των ελληνικών να έχει ήδη αναφέρει τον τύπο ἐνήνοχα, κάνοντας έτσι τα πράγματα ακόμη χειρότερα), είναι σίγουρο ότι διστάζει να γράψει -γκ- στον πάπυρο, πράγμα που φαίνεται και στους τύπους ἀπενεκκεῖν και ἀπενέκκαι. Ίσως είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για 'δυσκολία γραφής' παρά για 'φωνητική μεταβολή', διότι η αναγωγή σε 'αναλογία με τον παρακείμενο των θεμάτων σε -κ' θα προϋπέθετε τη γνώση του γραμματικού συστήματος, η οποία θα οδηγούσε σε υπερδιόρθωση.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς ο Θέων χειρίζεται τα φωνήεντα της λέξης που σχετίζονται με το ε. Θα έπρεπε να γράψει ἀπήνεγκες και γράφει ἀπένηχες. Δεν είναι αρκετό να μιλήσουμε απλώς για μετάθεση και σύγχυση, αφού, όπως είναι γνωστό, το η αντιπροσωπεύει ένα μακρό ανοικτό ε και το ε ένα βραχύ ε. Σύγχυση μπορεί να υπάρξει μόνο όταν οι δύο φθόγγοι προφέρονται με όμοιο τρόπο. Αυτό συνεπάγεται δύο πράγματα:
- Το η δεν έχει ακόμη μεταβληθεί φωνητικά σε /i/, προφέρεται όμως ήδη κλειστότερα, πράγμα που αποτελεί την προϋπόθεση για την περαιτέρω εξέλιξή του.
- Η μακρότητα και η βραχύτητα των φθόγγων δεν παίζουν (πλέον) κανένα ρόλο σε ένα κείμενο ιδιωτικής επιστολής, που βέβαια έχει στοιχεία της γραπτής γλώσσας, σίγουρα όμως δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής ή του ρυθμού ως προς το ύφος. Το αλφάβητο χρησιμοποιείται εδώ και πολύ καιρό πια, όπως ήδη αναλύθηκε πιο πάνω, και για την καταγραφή κειμένων χωρίς μέτρο και ρυθμό.
- ἀπένηχές με. Η προσωπική αντωνυμία -σωστά- έπεται πάντα του ρήματος με το οποίο συνάπτεται. Έτσι συμβαίνει και στο 4, στο 5 (δύο φορές), στο 7, στο 8, στο 10 (2 φορές), στο 12 και στο 14. Αξιοπρόσεκτη είναι η διαφορά στα : δῶρά μοι ἔπεμψες στο 11 και ἐρῶσθέ σε εὔχομαι στο 16, στα οποία η αντωνυμία εμφανίζεται πριν το ρήμα. Αυτό δείχνει ότι η πάγια σύνταξη αρχίζει να παραβιάζεται, τουλάχιστον στην περίπτωση των άτονων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας.
- μετ' ἐσοῦ. Κατά το ἐγώ, ἐμοῦ κ.τ.λ. σχηματίζεται, φυσικά πρώτα στην καθομιλουμένη, από το σύ ένα ἐσύ και από το σοῦ ένα ἐσοῦ κ.τ.λ. Καθώς οι φθόγγοι η και υ τείνουν να συμπέσουν φωνητικά, αυτή η αναλογία επεκτείνεται και στον πληθυντικό: το ἡμεῖς γίνεται ἐμεῖς και το ὑμεῖς, ἐσεῖς.
- Επίσης το α που εκπίπτει στο μετά προαναγγέλλει τη μελλοντική εξέλιξη του μετά σε με. Υπήρξαν περίοδοι στην εξέλιξη της ελληνικής, κατά τις οποίες μπορούσε κανείς να ακούσει στον προφορικό λόγο ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές ἀπότ' ἐμένα, αν και δεν το συναντάει σε γραπτά κείμενα.
- Το ἠ εμφανίζεται στη θέση του εἰ, πράγμα που ακόμη δεν διαφωτίζει επαρκώς στην προφορά: πιο πάνω συναντήσαμε το η στη θέση του ε, εδώ στη θέση του ει, δηλαδή του μακρού κλειστού ε.
- Άρνηση οὐ στην υποθετική πρόταση αντί του μὴ που απαιτεί η κλασική αττική -αλλά τέτοια «λάθη» δεν κάνει μόνο ο Θέων.
- Το θέλις αντί του θέλεις δεν ανατρέπει το σύστημα προφοράς, αφού αυτό το ει στην ορθή αττική προφερόταν i.
- Το διπλό κκ στο ἀπενεκκεῖν (βλ. παραπάνω το 2) είναι απλώς εναλλακτικός τρόπος γραφής για το γκ.
- Η σύνταξη θέλεις ἀπενεγκεῖν κυριαρχεί σ' όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα και φτάνει μέχρι το κατώφλι του 19ου αι. (βλ. ν.ε. θέλεις πάρει).
- Ἀλεξάνδριαν αντί Ἀλεξάνδρειαν: βλ. παραπάνω στο 3 το σχόλιο για το θέλις, όπως επίσης το 5 παρακάτω.
- Το μὴ χρησιμεύει ως επιτατικό της άρνησης οὐ σε μελλοντικές εκφράσεις της καθομιλουμένης.
- γράψω σε … λαλῶ σε … υἱγένω σε. Το σε αντί του σοι δεν είναι φωνητική αλλά συντακτική καινοτομία. Μολονότι στο 11 (μοι ἔπεμψες) ο Θέων χρησιμοποιεί σωστά τον τύπο της δοτικής -αν και δε ιδιόμορφη συντακτική σειρά- δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ήδη στην καθομιλουμένη Κοινή οι τύποι αιτιατικής της προσωπικής αντωνυμίας αντικαθιστούν τους τύπους της δοτικής, που γίνονται ολοένα και πιο σπάνιοι.
- Τα λαλῶ και υἱγένω είναι τύποι ενεστώτα, το γράψω είναι υποτακτική αορίστου σε θέση μέλλοντα. Η πρόταση στο σύνολό της είναι θαυμάσια μαρτυρία του γλωσσικού αισθητηρίου! Όπως είναι γνωστό στα Νέα Ελληνικά έχουμε ένα μέλλοντα που σχηματίζεται με βάση το ενεστωτικό θέμα κι έναν που σχηματίζεται με βάση το αοριστικό θέμα. Η διαφοροποίησή τους βασίζεται φυσικά στη διαφορετική ρηματική όψη της πράξης που περιγράφεται. Αν μεταφραστεί η πρόταση αυτή στα Νέα Ελληνικά (Δεν θα σου γράψω γράμμα, ούτε θα σου μιλάω ούτε θα σου εύχομαι να' σαι καλά) γίνεται φανερό ότι σ' αυτή τη γραπτή αποτύπωση μιας καθημερινής έκφρασης βρίσκεται ήδη σε πλήρη ανάπτυξη η νεοελληνική διάκριση της ρηματικής όψης.
- υἱγένω. Από τη μια πλευρά ο Θέων δεν διαθέτει την ορθογραφική διαίσθηση -όλοι οι φθόγγοι που αντιπροσωπεύουν -i- και g είναι παρόντες, παρότι ελαφρά παρατοποθετημένοι φωνητικά, κι όσο για την υποκατάσταση του αι με το ε δεν πρόκειται για καμιά σοβαρή παραβίαση- από την άλλη, όμως, έχει συμπτύξει τη φορμουλαϊκή έκφραση εὔχομαί σε ὑγιαίνειν σ' ένα ξερό ὑγιαίνω. Πρόκειται πράγματι για καθημερινή γλώσσα;
- Το ἄν αντιπροσωπεύει ακόμη το παλαιό γνήσιο ἐάν με χρονική σημασία, διότι παραπάνω στο 3 χρησιμοποιείται ακόμη σωστά το εἰ.
- οὐ μὴ λάβω: Την υποτακτική αορίστου σε θέση μέλλοντα, τη συναντήσαμε ήδη.
- χείραν: γραμμένο (σήμερα) με οξεία κι όχι πλέον με την περισπωμένη του παλαιού τύπου, επειδή τα συμφωνόληκτα θηλυκά έχουν συμπέσει ως προς την κλίση με τα θηλυκά σε -η και -α, quod erat demonstrandum με το μικρό αυτό απόσπασμα.
- χαίρω σε: Πρόκειται για ένα πιστό παράλληλο στο υἱγένω σε του 5. Ο Θέων επιτυγχάνει να συντομεύσει τη φορμουλαϊκή έκφραση χαίρειν σοι λέγω χωρίς να υπάρξει απώλεια νοήματος. Το γλωσσικό αισθητήριο που διαθέτει εκδηλώνεται στην πληρότητά του με τη μελλοντική χρήση του ενεστωτικού θέματος (δε θα σου λέω πια να χαίρεσαι), όπως και με την αποφυγή της δοτικής (βλ. και παραπάνω).
- λυπόν αντί λοιπόν: Μπορεί οριακά να θεωρηθεί λάθος, εφόσον κινείται στα πλαίσια της πιθανολογούμενης προφοράς του οι και του υ ως ü, που ίσχυε τον 2ο/3ο αι. και διατηρήθηκε μέχρι και τον 10ο. Το ίδιο ισχύει και στο 13.
- ἂμ μὴ: Εδώ ο Θέων γράφει πραγματικά αυτό που προφέρει, και αυτό που πρόφεραν όλοι οι σύγχρονοί του. Το ίδιο και στο 14. Για το ἀπενέκκαι βλ. παραπάνω στο 2.
- Το γίνεται είναι ενεστώτας με σημασία μέλλοντα.
- Ευθύς λόγος σε προτάσεις που εισάγονται με το ὅτι συναντάται ήδη στην κλασική αττική.
- ἆρρον: Κανονικά γράφεται με ένα ρ, ο Θέων ίσως άκουγε δύο, ενώ αντίθετα στο 16 πιο κάτω (ἐρῶσθαι) παραλείπει το ένα.
- καλῶς δὲ ἐποίησες δῶρά μοι ἔπεμψες: Όπως και στο παράλληλό του στο 2 πιο πάνω (καλῶς ἐποίησες οὐκ ἀπένηχές με) οι προτάσεις δημιουργούν ένα ασύνδετο. Στα Νέα Ελληνικά θα παρεμβαλλόταν τουλάχιστον ένα και ανάμεσά τους.
- Το μεγάλα σχετίζεται μάλλον με το δώρα.
- Το πεπλάνηκαν είναι τύπος παρακειμένου, ορθά σχηματισμένος, αφού η κατάληξη -αν έχει εξαπλωθεί ως κοινή κατάληξη για τον παρακείμενο, τον αόριστο και τον παρατατικό (βλ. παραπάνω). Και πάλι είναι εντυπωσιακό πώς λειτουργεί το γλωσσικό αισθητήριο του νεαρού στη χρήση του παρακειμένου.
- ἐκεῖ. Αντικατοπτρίζει τη συνήθεια του συντάκτη μιας επιστολής να μπαίνει στη θέση του παραλήπτη.
- ὅτι αντί ὅτε: Ο σύνδεσμος αυτός δημιουργεί προβλήματα. Παρ' ότι ασυνήθιστη, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς η ερμηνεία του ὅτι ως ειδικού συνδέσμου: «μας ξεγελάσαν, ότι πήγες στο πλοίο». Πιο ταιριαστή όμως είναι μια ερμηνεία ως αιτιολογικού: «…αφού εσύ πήγες στο πλοίο».
- παρακαλῶ σε: Ακούγεται εντελώς νεοελληνικό.
- οὐ μὴ φάγω οὐ μὴ πείνω: Και πάλι ο αγαπημένος τρόπος έκφρασης του Θέωνα για την άρνηση στον μέλλοντα, με τύπο σχηματισμένο με βάση το συνοπτικό θέμα του αορίστου: «ούτε θα φάω ούτε θα πιω».
- Το πείνω αντί πίνω παρουσιάζει αναμενόμενο ορθογραφικό λάθος στο -ι-.
- ταῦτα: Πρόκειται για μια φορμουλαϊκή βεβαιωτική έκφραση που επαναφέρει το ταῦτα γίνεται του 9.
- ἐρῶσθε: Για το ένα ρ βλ. παραπάνω το 10: ἆρρον, για το ε αντί του αι βλ. παραπάνω το 5: υἱγένω.
- Τῦβι: Πρόκειται για όνομα αιγυπτιακού μηνός.
- υἱῶ αντί υἱοῦ: Συντακτικό λάθος, το οποίο πιθανόν προκαλείται από την ύπαρξη μιας δοτικής που προηγήθηκε (Θέωνι). Θετικά πρέπει να αντιμετωπιστεί η γενική Θεωνᾶτος από το Θεωνᾶς (ν.ε. Θεωνάκης).
Περὶ οἴνου καὶ ὄνου
Στο τρίτο δείγμα κειμένου (Pap. Herm. 15) έδωσα τον τίτλο περὶ οἴνου καὶ ὄνου. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην πρόκληση να περιλάβω και αυτή την ιδιωτική επιστολή, που προέρχεται από πάπυρο «του ύστερου 4ου ή του πρώιμου 5ου αιώνα», για τον πρόσθετο λόγο ότι ο αρχικός του εκδότης, B. R. Rees (Papyri from Hermupolis, London 1964, Nr. 15), παρανόησε σε τόση έκταση το κείμενο που θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για το πόσο «νεοελληνικό» (με διπλά εισαγωγικά) μπορεί να είναι κιόλας ένα κείμενο επιστολής του 5ου αι. και πόσο άστοχο είναι να μην το λαμβάνει κανείς αυτό υπ' όψιν. Και αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι η βασική παρανόηση έχει ήδη επισημανθεί από έναν αμερικανό μελετητή.
Κατ' αρχήν το παπυρικό κείμενο στην εκδοχή που το παρουσίασε ο αρχικός του εκδότης έχει ως εξής:
… … …
Θ(ε)ῷ
μάθαι, κύρι πάτερ, ὅτι εἰδοὺ ἐζη-
φώνησα μετὰ τοῦ Θεοδοσίου
τοῦ νομίσματος κάδες =νζ=.
5 ἐὰν θέλις, δὲς αὐτοῦ τὸ θέλις
καὶ πῆσον τὰ ζήφωνά σου μετ' αὐ-
τοῦ, εἴνα κηδ[ιν]εύει τὸν οἶνον.
καὶ βλέπε περὶ τοῦ ὄνου, ὅτι τὰ
ἡποκάτω τοῦ ποδίου αὐτοῦ πονῖ
10 φέρε τόν ἰατρὸν καὶ πήει αὐτὸ
Με την πρώτη ματιά εντοπίζει κανείς τις ορθογραφικές παραλλαγές, όπως θεωρώ προτιμότερο να τις ονομάζω, αποφεύγοντας το χαρακτηρισμό «λάθη».
Στο στ. 2 μαθαι αντί μάθε
ειδου αντί ἰδοὺ
εζηφωνησα αντί ἐσυφώνησα
στο στ. 5 θελις αντί θέλεις ή θέλης
στο στ. 6 πησον αντί ποίησον
ζηφωνα αντί σύφωνα
στο στ. 7 εινα αντί ἵνα
στο στ. 9 ηποκάτω αντί ὑποκάτω
πονι αντί πονεῖ
στο στ. 10 πηει αντί ποίει
Από αυτά προκύπτει ότι τα αι - ε και ει - ι είναι συνήθεις παραλλαγές και ότι στην περίοδο αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται επίσης συχνά οι παραλλαγές η - υ και η - οι, ενώ ούτε η γραφή του σ ως ζ δεν είναι απρόσμενη.
Προβλήματα δημιουργούν δύο φωνητικές παραλλαγές και μια μορφολογική: στο στ. 4 το κάδες παραπέμπει σε μια ονομαστική ἡ κάδη, που πράγματι μαρτυρείται παράλληλα με τον τύπο ὁ κάδος με τη σημασία «κανάτα, στάμνα». Επειδή όμως στο στ. 5 το δες αντιπροσωπεύει σίγουρα το δος (βλ. μαρτυρίες για την εναλλαγή αυτή στη Γραμματική του Gignac), θα προτιμούσα και στη γραφή κάδες να διαβάσω ένα κλειστό ο ή ένα ου, και επομένως το τύπο κάδους.
Στο στ. 7 υποστηρίζει ο εκδότης -προφανώς σωστά- ότι το ρήμα πρέπει να διαβαστεί κηδεύω -προσέχω, εξοικονομώ- και το -ιν- οφείλεται σε παραδρομή της γραφίδας του γραφέα. Το κηδεύω μαρτυρείται επαρκώς και σε μεταγενέστερα κείμενα της καθημερινής γλώσσας, κι ένα κιδυνεύω (ήτοι κινδυνεύω), που θα μπορούσε να υποτεθεί και που ίσως είχε εδώ στο μυαλό του ο γραφέας, θα είχε ως αποτέλεσμα να ερμηνευθεί το ἵνα ως αιτιολογικό και η φράση τὸν οἶνον ως ονομαστική.
Στο στ. 10 δεν συμφωνώ με την συμπλήρωση ἰατρόν που προτείνει ο εκδότης, για λόγους πραγματολογικούς: δεν μπορώ να φανταστώ το γάιδαρο με το πονεμένο πόδι στο ιατρείο ενός κανονικού γιατρού, ούτε στο στάβλο υποδοχής ενός κτηνιάτρου.
Δεν πρέπει να «εξωραϊστούν» οι τύποι κύρι, ἐσυφώνησα και σύφωνα σε κύριε, ἐσυμφώνησα και σύμφωνα, διότι αυτούς ακριβώς τους τύπους περιμένει κανείς την εποχή αυτήν: τα έρρινα προ των διαρκών στα μεσαιωνικά ελληνικά εκπίπτουν.
Με τις αποφασιστικές αυτές παρεμβάσεις ad usum delphini ο πάπυρός μας έχει πλέον την εξής μορφή:
Θεῷ.
μάθε, κύρι πάτερ, ὅτι ἰδοὺ ἐσυ-
φώνησα μετὰ τοῦ Θεοδοσίου
τοῦ νομίσματος κάδους νζ΄.
5 ἐὰν θέλῃς, δὸς αὐτοῦ τὸ θέλεις.
καὶ ποίησον τὰ σύμφωνά σου μετ' αὐ-
τοῦ, ἵνα κηδεύῃ τὸν οἶνον.
καὶ βλέπε περὶ τοῦ ὄνου, ὅτι τὰ
ὑποκάτω τοῦ ποδίου αὐτοῦ πονεῖ.
10 φέρε τὸν … καὶ ποίει αὐτό.
Ας προστεθούν μερικές παρατηρήσεις ακόμη:
Στο στ. 1 έχουμε το τέλος της εισαγωγικής φόρμουλας μιας ιδιωτικής επιστολής στο χριστιανικό πλέον κόσμο. Στο ίδιο περιβάλλον παραπέμπει και το όνομα Θεοδόσιος στο στ. 3. Η προσφώνηση κύριε είναι για το Θεό, ενώ ο κοσμικός κύριος προσφωνείται με το κύρι (στ. 2). Αποδέκτης της προσφώνησης πάτερ δεν είναι μόνο ένας μοναχός ή ο εξ αίματος πατέρας, αν και εδώ δεν πρέπει να αποκλείσουμε ότι πρόκειται πράγματι για το γιο που γράφει στον πατέρα του.
Το ἐσυφώνησα (στ. 2) με την αύξηση στην αρχή αντί συνεφώνησα αντικατοπτρίζει τη γλωσσική χρήση του μεσαίωνα. Ωστόσο είναι αξιοπρόσεκτο ότι και σε τέτοια δημώδη κείμενα, που δεν τηρούν τις συμβάσεις της ρητορικής, η χρήση της αύξησης θεωρείται απαραίτητη. Αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι οι ρηματικές καταλήξεις και τα θέματα (ενεστώτα και αορίστου) είναι πρωταρχικά και σχεδόν αποκλειστικά φορείς της ρηματικής όψης, ενώ το στοιχείο που λειτουργεί ως δείκτης του χρόνου είναι η αύξηση.
Στο στ. 4 μας προσφέρονται ένα καλό παράδειγμα 'γενικής της αξίας', στο στ. 5 βλέπει κανείς την εξέλιξη του εἰ στο νεοελληνικό αν μέσω του ἐάν, τον τονούμενο τύπο γενικής της προσωπικής αντωνυμίας τρίτου προσώπου ενικού στη θέση της δοτικής και ένα το αντί για το αναφορικό ὃ. Ακόμη και η επανάληψη του θέλεις ακούγεται τόσο νεοελληνική, που δε θα μπορούσε να είναι χαρακτηριστικότερη.
Η φράση τὰ ὑποκάτω τοῦ ποδίου (στ. 8/9/) ακούγεται αρχικά σαν υπερβολική λεπτολογία: Το ὑποκάτω είναι ήδη αρχαιοελληνικό και εξελίχτηκε περαιτέρω στο νεοελληνικό ἀποκάτω, το πόδιν έχει πλέον χάσει την υποκοριστική του σημασία. Όπως και στα γερμανικά, έτσι και στα ελληνικά, η λέξη πόδι δηλώνει στον καθημερινό λόγο όχι μόνο τον «άκρο πόδα», αλλά ολόκληρο το σκέλος. Θα προτιμούσα, επομένως, την υπόθεση ότι η ανησυχία για το γάιδαρο που πονάει δεν αναφέρεται μόνο στα πέλμα του αλλά σε ολόκληρο το κάτω μέρος του ποδιού του.
Τι επιτυγχάνεται με αυτή την ερμηνεία; Μια φευγαλέα ματιά στα καθημερινά βάσανα και τις ανησυχίες ενός αγρότη στην Αίγυπτο του 4ου/5ου αι.
Αξιομνημόνευτο είναι και το γλωσσικό αίσθημα που οδήγησε σταδιακά σε διαφοροποιημένη χρήση της προστακτικής ενεστώτα και αορίστου στα νέα ελληνικά: τα μάθε, δός, ποίησον, φέρε (και το φέρε είναι «αοριστικός» τύπος) είναι εκρφράσεις συγκεκριμένων οδηγιών, ενώ τα βλέπε και το ποίει αποδίδουν γενικότερα παρότρυνση για δράση.
Ένα τελευταίο σχόλιο που αφορά την επιλογή του τίτλου «περὶ οἴνου καὶ ὄνου» γι' αυτό το παπυρικό κείμενο: και οι δυο λέξεις βρίσκονται ακόμη εν χρήσει στο συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον του 5ου αι. Σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν: η λ. οἶνος θα αντικατασταθεί αρχικά με το υποκοριστικό οἰνάριν και στη συνέχεια, από τον 10ο αι. και μετά, όλο και περισσότερο θα τείνει να υποκατασταθεί από τη λέξη κρασί, ένα ουσιαστικό που αρχικά σήμαινε μέτρο ποσότητας υγρού. Η λ. ὄνος θα εκλείψει για χάρη της λ. γάιδαρος ή (ν.ε.) γαϊδούρι, μιας λέξης με ινδική προέλευση. Ας αναφέρουμε εδώ χάριν παιδιάς ότι οι Έλληνες ετυμολόγοι του περασμένου αιώνα θεωρούσαν ότι η λέξη προερχόταν από τη φράση ἀεὶ δαρείς.
δ. Τριανταφυλλίδης, Μ. [1938] 1981.
Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα.
Θεσσαλονίκη: Ινστιτουτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ. 183.© Ινστιτουτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]Ένας εργάτης στη γυναίκα του (1 π.Χ.)
Deissmann σ. 134 - Helbing σ. 77 - Laudien σ. 2.
Schubart σ. 40 - Witkowski σ. 131
Δουλεύει στη μεγαλόπολη, την Αλεξάντρεια, και η γυναίκα του ανησυχεί, που ενώ οι άλλοι πατριώτες γύρισαν στο χωριό αυτός ούτε έγραψε. Μα να μην ανησυχή. Θα της στείλη το μισθό του, και αν το παιδί που θα γεννήση θα είναι κορίτσι, καλύτερα να το πετάξη.
Ἱλαρίων Ἄλιτι τῆι ἀδελφῆι πλεῖστα χαίρειν καὶ Βεροῦτι τῆ κυρία μου καὶ Ἀπολλωνάριν· γίνωσκε, ὡς ἔτι καὶ νῦν ἐν Ἀλεξανδρέα 'σμέν· μὴ ἀγωνιᾶς, ἐὰν ὅλως εἰσπορεύονται, ἐγὼ ἐν Ἀλεξανδρέα μένω· ἐρωτῶ σε καὶ παρακαλῶ σε, ἐπιμελήθι τῶ παιδίω καί, ἐὰν εὐθὺς ὀψώνιον λάβωμεν, ἀποστελῶ σε ἄνω. Ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκης, ἐὰν ἦν ἄρσενον, ἄφες, ἐὰν ἦν θήλεα, ἔκβαλε. Εἴρηκας δὲ Ἀφροδισιᾶτι, ὅτι μή με ἐπιλάθης· πῶς δύναμαί σε ἐπιλαθεῖν; ἐρωτῶ σε οὖν, ἵνα μὴ ἀγωνιάσης.
(έτους) κθ΄ Καίσαρος Παῦνι κγ΄:
Ἱλαρίων. Ἄλιτι ἀπόδος.
- Λεξιλόγιο: Νέες σημασίες: ἐρωτῶ παρακαλώ, έτσι και στη Ν.Δ.: «ἠρώτα ἐλεημοσύνην λαβεῖν», «ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ' αὐτοῦ», «ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνὶς καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ» - ὀψώνιον όχι τροφή, ζωοτροφία αλλά: μισθός, αμοιβή, Ν.Δ.: «τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ;», «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» - (ἐὰν) εὐθὺς μόλις - Νεολογισμοί: ἄρσενον, μετασχηματισμός από το ἄρρην-ἄρσην.
- Φωνητική: Παραλείπεται η υπογεγραμμένη στο κυρία, Ἀλεξανδρέα - Ἀλεξανδρέα, θήλεα αντί Ἀλεξανδρεία, θήλεια - ἄρσενον με ρσ αντί ρρ - Ιωνικό γινώσκω (έτσι και το γίνομαι), με ν αντί με γν.
- Τυπικό: Θηλυκά σε -οῦς -οῦτος, Βεροῦτι, ονομ. Βεροῦς - Ἀπολλωνάριν δοτ. άκλιτη του υποκοριστικού Ἀπολλώνιος - ἐπιλάθῃς, ἐπιλαθεῖν ενεργ. τύποι στη θέση των μέσων ἐπιλάθῃ, ἐπιλαθέσθαι.
- Σύνταξη: ἀποστελῶ σε, μ' αιτιατική αντί με δοτική σοί, όπως και σήμερα στη βόρεια Ελλάδα: σὲ στέλνω - μὴ με ἐπιλάθῃς αιτιατική μὲ αντί μοῦ.