ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Aronoff, M. 1992. Segmentalism in linguistics
- Egan-Robertson, A. & J. Willett. 2001. Οι μαθητές ως εθνογράφοι, εθνογραφική σκέψη και πράξη.
- Thomas, R. 1997. Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Ελλάδα
- Barton, D. 1994. Literacy. An Introduction to the Ecology of Written Language
- Barton, D. 1994. Literacy. An Introduction to the Ecology of Written Language
- Baynham, M. Πρακτικές γραμματισμού
- Curry, T. & D. Bloome, 2001. Η εκμάθηση της γραφής μέσα από τη γραφή της εθνογραφίας
- Thomas, R. 1997. Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Ελλάδα
- α. Perfetti,C. Ιntroduction στο Learning to Read, β. Liberman,I.Y. & Shankweiler,D. Phonology and beginning reading, γ. Stanovich,Κ.Ε. Changing models of reading and reading acquisition, δ. Treiman,R. The role of intrasyllabic units in learning to read
- Stanovich, Κ. Ε. 1991. Changing models of reading and reading acquisition
- α. Martlew,M. The development of writing: Communication and cognition, β. Echri,L.C. English orthography and phonological knowledge, γ. Echri,L.C. English orthography and phonological knowledge.
- α. Tunmer,W.E. Phonological awareness and literacy acquisition, β. Faber,Α. Phonemic segmentation as epiphenomenon, γ. Bugarski,R. Graphic relativity and linguistic constructs
- α. Derwing,B.L. Orthographic aspects of linguistic competence, β.Frost,R. Orthography and phonology: The psycological reality of orthographic depth
- α. Barton,D. Literacy.An Introduction to the Ecology of Written Language, β. Coulmas,F. The Writing Systems of the World
- Καραλή, Μ. 2001. Συστήματα γραφής.
- Daniels, P. 1996. Decipherment
- Chadwick, J. 2001. Γραμμική Β.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Γλώσσα και Γραφή
Μαρία Καραλή (2007)
α. Derwing, B. L. 1992.
Orthographic aspects of linguistic competence.
Στο The Linguistics of Literacy, επιμ. P.Downing, S. D. Lima & M. Noonan. Amsterdam: J. Benjamins, σελ. 193, 196-197, 198.© BenjaminsΠολλοί θεωρητικοί της γλώσσας λειτουργούν με την υπόθεση ότι η γλωσσική ικανότητα καθοδηγείται σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικούς παράγοντες και αναπτύσσεται αυθόρμητα βασιζόμενη στην έκθεση σε προφορικούς γλωσσικούς τύπους στην πρώιμη παιδική ηλικία, παρουσιάζοντας μικρή διαφοροποίηση ως αποτέλεσμα της ευφυίας, της εμπειρίας ή (μετά από μία πρώιμη «κρίσιμη» περίοδο) ακόμη και της ηλικίας (πρβ. Chomsky 1965: 4). Αυτή η εργασία θα προσπαθήσει να δείξει ότι, τουλάχιστον για τους άγγλους ομιλητές, οι μορφωτικοί παράγοντες (και ιδιαίτερα η έκθεση στην πρότυπη ορθογραφία και στις νόρμες της γραπτής γλώσσας) επηρεάζουν σε βάθος πολλές όψεις της γλωσσικής ικανότητας του ενήλικα, σε ποικίλες περιοχές όπως η σύνταξη και ο τεμαχισμός του λόγου.
Σε μια κοινωνία υψηλού γραμματισμού ίσως δεν προκαλεί έκπληξη ή δυσκολία η αποδοχή της ιδέας ότι η γλωσσική γνώση και οι δεξιότητες των ομιλητών μπορεί να επηρεαστούν με κάποιους τρόπους μέσω της επίτευξης του γραμματισμού, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη σοβαρή επένδυση σε χρόνο και κόπο την οποία απαιτεί η όλη διαδικασία. Ωστόσο, σ' αυτό το σημείο θα προσπαθήσω να δείξω ότι η έκταση και το βάθος αυτών των επιδράσεων είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι -οι περισσότεροι τουλάχιστο- γλωσσολόγοι έτειναν να σκεφτούν ή ήταν πρόθυμοι να παραδεχτούν. Επιπλέον, θα υποστηρίξω, αν τα συμπεράσματά μου αυτά πλησιάζουν τον στόχο, ότι υπάρχουν ουσιαστικές επιπτώσεις τόσο μεθοδολογικές όσο και θεωρητικές για τη γλωσσσολογία, δηλαδή, επιδράσεις και στον τρόπο διεξαγωγής της γλωσσολογικής έρευνας και στο είδος των θεωριών ή των θεωρητικών προσαρμογών που θα έπρεπε ίσως να ληφθούν υπόψη.
[…]
Ένας χώρος όπου η ορθογραφική και φωνολογική γνώση πιθανώς διατηρούνται χωριστά είναι αυτός του νοητικού λεξικού. Ο Fromkin (1987) εκφράζει τη σύγχρονη γλωσσολογική άποψη, η οποία -αν καταδεχτεί καθόλου να αναφερθεί στην ορθογραφική αναπαράσταση- την αντιμετωπίζει ως συμπληρωματική σήμανση που διαχωρίζεται και διακρίνεται από οποιαδήποτε προτεινόμενη φωνολογική αναπαράσταση. Οι ψυχολόγοι συμμερίζονται μια παρόμοια άποψη δίνοντας φωνολογικές αναπαραστάσεις που εκλαμβάνονται πάντοτε ως φωνημικές, όπως στο μοντέλο των «λογογενών» [logogen] του Morton (1969), το μοντέλο «της κοόρτης» των Marslen-Wilson και Welsh (1978) και το μοντέλο TRACE των Elman και McClelland (1986). Ωστόσο, με κίνδυνο να φανώ εικονοκλάστης ενόψει της επικρατούσας ομογνωμίας και στους δυο κλάδους, μπορώ να διακρίνω την παρουσία πολλών καλών (εμπειρικών) λόγων για ν' αμφισβητηθεί αυτή η πλατιά διαδεδομένη άποψη:
(1) Πρώτα απ' όλα, υπάρχουν ουσιαστικές αποδείξεις που αυξάνονται συνεχώς ότι οι ομιλητές της αγγλικής δεν μπορούν να διακρίνουν ξεκάθαρα τα δύο είδη αναπαράστασης, τουλάχιστον σε περιοχές πιθανής αμφισημίας. Για παράδειγμα, σε μια προφορική άσκηση απαρίθμησης τεμαχίων με 24 παιδιά τετάρτης τάξης, οι Ehri και Wilce (1986) διαπίστωσαν ότι τα υποκείμενα είχαν την τάση να ανακαλύπτουν ένα επιπλέον τεμάχιο σε λέξεις όπως pitch και badge σε σύγκριση με τους ανάλογους τύπους rich και page αντίστοιχα. Η Maureen Dow και εγώ επαναλάβαμε τη μελέτη αυτή στο εργαστήριό μας με 69 ενήλικα υποκείμενα (φοιτητές) και καταλήξαμε στους εξής μέσους όρους απαρίθμησης τεμαχίων:3,70 για τα pitch και catch και 3,48 για τα badge και judge σε σύγκριση με το 3,05 για τα rich και chin και 3,00 για τα page και gem. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο σε σχέση με κάποια άλλα παραδείγματα που παρουσιάζονται εδώ, ότι τέτοιες απαριθμήσεις με κανένα τρόπο δεν υποτάσσονται δουλικά στην ορθογραφία σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις. Αντίθετα με τα pitch και badge, παραδείγματα που μόλις παραθέσαμε, γενικά τα 'σιωπηλά γράμματα' αγνοούνται, όπως στις λέξεις when (μέση απαρίθμηση ενήλικα: 3,03 τεμάχια ) comb (3,03) και pole ή home (3,06)· ορισμένα δίγραφα ερμηνεύονται επίσης ως ενιαίες μονάδες όποτε αντιπροσωπεύουν απλά φωνήματα, όπως το <th> στο thick (3,09), το <sh> στο wish (3,06) και το <ch> στο chin ή το rich (3,05). Έτσι, το φαινόμενο του « επιπλέον τεμαχίου » φαίνεται να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το λεκτικό σήμα είναι αμφίσημο (π.χ. [č] έναντι [tč], τα οποία ουσιαστικά δεν διακρίνονται από φωνητική άποψη) και σε περιπτώσεις όπου είναι και λογικό και βολικό για τον μαθητή να αφήσει την ορθογραφία να αποφασίσει ποια συγκεκριμένη ακολουθία φθόγγων είναι όντως εκεί. Ας σημειωθεί λοιπόν ότι αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν ένα είδος νοητικού λεξικού στο οποίο οι φωνολογικές και ορθογραφικές αναπαραστάσεις δεν είναι σαφώς διαχωρισμένες, όπως στα πρότυπα μοντέλα, ένα είδος μάλλον στο οποίο τα δυο είδη αναπαράστασης βρίσκονται σε στενή, σχεδόν ισομορφική σχέση μεταξύ τους, ή ίσως υπάρχει μία και μόνη αναπαράσταση η οποία αποτελεί αμάλγαμα των δύο.
[…]
Ένα τελευταίο παράδειγμα προκειμένου να διευκρινίσουμε τον κυρίαρχο ρόλο της ορθογραφίας στον καθορισμό λεξικών αναπαραστάσεων σε αμφίσημες περιπτώσεις, μπορούμε να βρούμε στο πρόσφατο έργο των Treiman και Danis (1988) για τα όρια των συλλαβών. Ενάντια στις θεωρίες που επιδίωκαν να εντοπίσουν τη θέση των ορίων αυτών με όρους καθολικότητας (πρβ. την αξιωματική αρχή της έμβασης του Selkirk 1982), αυτοί επιδίωξαν να καθορίσουν τις συνθήκες υπό τις οποίες μεμονωμένα μεσοφωνηεντικά σύμφωνα στα αγγλικά αποδόθηκαν στην προηγούμενη ή την επόμενη συλλαβή ή και τα δύο (αμφισυλλαβικότητα). Εκτός από μια δοκιμασία εμφανούς διαχωρισμού των συλλαβών, χρησιμοποίησαν και μια δοκιμασία μετάθεσης των συλλαβών, με τη χρήση ξεκάθαρων παραδειγμάτων στα οποία συνέπιπταν τα όρια της συλλαβής και του μορφήματος (π.χ. milkman > manmilk). Ανάμεσα στις διάφορες συνέπειες που παρατηρήθηκαν (συμπεριλαμβανομένων των σχετιζόμενων με τον δυναμικό τόνο, με το είδος των φωνηέντων και των συμφώνων), η μεγαλύτερη συνέπεια αφορούσε την ορθογραφία: ενώ οι αμφισυλλαβικές αντιδράσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες για λέξεις στις οποίες το μεσοφωνηεντικό σύμφωνο γραφόταν με ένα και μοναδικό γράμμα (όπως στο proper και propel), τέτοιες αντιδράσεις κυριαρχούσαν σε λέξεις που περιείχαν διπλό γράμμα (όπως comma και command). Άλλη μια φορά, τα δεδομένα καταδεικνύουν μια λεξική επαναδόμηση φωνολογικά αμφίσημων ακολουθιών στην κατεύθυνση της ορθογραφικής νόρμας.
β. R. Frost, 1992.
Orthography and phonology: The psycological reality of orthographic depth.
Στο The Linguistics of Literacy, επιμ. P. Downing, S. D. Lima & Μ. Noonan. Amsterdam: J. Benjamins, σελ. 255-257.© BenjaminsΟρθογραφία, φωνολογία και το νοητικό λεξικό
Ο σκοπός των ορθογραφιών είναι να καταδείξουν συγκεκριμένες υποψήφιες λέξεις. Ωστόσο, υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με το πώς ακριβώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Οι κυριότερες συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τον ρόλο της φωνολογίας στη διαδικασία της οπτικής αναγνώρισης της λέξης. Σαφέστατα, η φωνολογική γνώση των λέξεων γενικά προηγείται της ορθογραφικής γνώσης· μπορούμε να αναγνωρίσουμε πολλές προφορικές λέξεις πολύ πριν μπορέσουμε να τις διαβάσουμε. Μόνο αργότερα, στη διαδικασία εκμάθησης της ανάγνωσης, κατακτά ο αρχάριος αναγνώστης ένα ορθογραφικό σύστημα, το οποίο στις δυτικές γλώσσες βασίζεται σε αλφαβητικές αρχές.
Η αναγνώριση της έντυπης λέξης βασίζεται σε ένα συνδυασμό ανάμεσα σε μια ακολουθία γραμμάτων και μια λεξική αναπαράσταση. Αυτός ο συνδυασμός επιτρέπει την πρόσβαση του αναγνώστη στο νοητικό λεξικό. Ωστόσο, εφόσον η λεξιλογική πρόσβαση μπορεί θεωρητικά να διαμεσολαβηθεί από δύο είδη αφηρημένων κωδίκων, τον ορθογραφικό και τον φωνολογικό, παραμένει το ερώτημα για τον ακριβή μετασχηματισμό της έντυπης λέξης που χρησιμοποιείται στη διαδικασία της οπτικής αναγνώρισης της λέξης: Είναι πληροφοριακά ορθογραφικός ή φωνολογικός;
Μια ερμηνεία υποστηρίζει ότι η πρόσβαση στο νοητικό λεξικό είναι κυρίως φωνολογική (π.χ. Liberman et al. 1980). Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η ορθογραφική πληροφορία συνήθως επανακωδικοποιείται σε φωνολογική πληροφορία σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο της επεξεργασίας του έντυπου λόγου. Έτσι, ο κώδικας λεξιλογικής πρόσβασης για την αντίληψη του έντυπου λόγου είναι παρόμοιος με τον κώδικα για την αντίληψη του προφορικού λόγου. Η γοητεία αυτού του μοντέλου έγκειται στην απλότητά του και την ικανότητα αποθήκευσης που παράσχει. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να συγκροτήσει ένα οπτικά κωδικοποιημένο γραφηματικό λεξικό, ένα λεξικό που να συνδυάζει καθεμιά από τις λέξεις με τα ορθογραφικά πρότυπα της συγκεκριμένης γλώσσας. Απεναντίας, ένα σχετικά μικρό ποσό πληροφοριών -γνώση των αντιστοιχιών γραφήματος-φωνήματος- μπορεί να επανακωδικοποιήσει το έντυπο σε έναν τύπο ήδη γνωστό για κάθε αναγνώστη: τον προφορικό φωνολογικό τύπο.
Η δεύτερη προσέγγιση υποστηρίζει την ύπαρξη ορθογραφικού λεξικού μαζί με το φωνολογικό λεξικό. Σύμφωνα με αυτήν την εναλλακτική άποψη, η λεξιλογική πρόσβαση στον έντυπο λόγο μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω του ενός είτε μέσω του άλλου συστήματος. Η ακραία θέση αυτής της προσέγγισης διατείνεται ότι η λεξιλογική πρόσβαση κατά την ανάγνωση συνήθως βασίζεται μόνο πάνω σε οπτικές (ορθογραφικές) πληροφορίες και ότι η φωνολογία της λέξης ανακτάται αφού συμβεί η λεξιλογική πρόσβαση. Πιθανές εξαιρέσεις είναι οι νεολογισμοί και οι λέξεις χαμηλής συχνότητας για τις οποίες δεν υπάρχει λήμμα στο οπτικά βασισμένο λεξικό (Seidenberg, Waters & Barnes 1984· Seidenberg 1985). Η γοητεία τέτοιων μοντέλων συνίσταται στο ότι η οπτική λεξιλογική πρόσβαση είναι άμεση και, ενδεχομένως, γρηγορότερη χωρίς να απαιτείται η μεσολάβηση μιας φωνολογικής επανακωδικοποίησης. Ωστόσο, ένα μοντέλο που βασίζεται σε οπτικές λεξιλογικές αναπαραστάσεις πρέπει να υποθέσει την ύπαρξη μιας «μονάδας μνήμης» των ορθογραφικά κωδικοποιημένων λέξεων, η οποία παραλληλίζει κατά την ορθογραφική κωδικοποίηση, τις περισσότερες πληροφορίες που ο αναγνώστης ήδη κατέχει ως φωνολογική γνώση.
Σαφέστατα, ο αναγνώστης έχει πλήρη επίγνωση και των ορθογραφικών και των φωνολογικών δομών του έντυπου λόγου. Στο εξής, η αντιπαράθεση που αφορά την ορθογραφική και τη φωνολογική κωδικοποίηση είναι απλά αντιπαράθεση για την προτεραιότητα: είναι απαραίτητη η φωνολογία στην αναγνώριση της έντυπης λήξης ή είναι απλά ένα επιφαινόμενο που προκύπτει από αυτήν; Με άλλα λόγια: η φωνολογία παράγεται από τα τυπωμένα γράμματα σε προ-λεξικό στάδιο, χρησιμεύοντας ως κώδικας του αναγνώστη για τη λεξική αναζήτηση ή μήπως η λεξιλογική αναζήτηση βασίζεται στην ορθογραφική δομή της λέξης ενώ η φωνολογία παράγεται σε μετα-λεξικό στάδιο;