ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Διάλεκτος 

Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2007) 

Η πρόσβαση στις αρχαιοελληνικές διαλέκτους δεν γίνεται μέσω της άμεσης επικοινωνίας με τον ομιλητή τους αλλά μέσω των γραπτών τεκμηρίων. Με άλλα λόγια, αφού ξεπεράσει κανείς τα εμπόδια που επισημάνθηκαν πιο πάνω, βρίσκεται μπροστά σε μια γραπτή γλώσσα. Η γραπτή αυτή γλώσσα χωρίς αμφιβολία έχει ορισμένες φορές ελάχιστη σχέση με την ομιλούμενη γλώσσα (είναι η περίπτωση της γλωσσικής ποικιλομορφίας της Κρήτης και της Λακωνίας στα τέλη της ελληνιστικής περιόδου) ή αντιστοιχεί σε τεχνητή αναβίωση -για λόγους συμβολικούς- μιας νεκρής διαλέκτου. Όταν όμως το γραπτό μήνυμα μοιάζει να αντανακλά τη γλωσσική πραγματικότητα, στόχος μας δεν μπορεί παρά να είναι η ομιλούμενη γλώσσα, εφόσον μια γλώσσα δεν εξελίσσεται, αν δεν λειτουργεί, και δεν λειτουργεί, αν δεν ομιλείται.

Ωστόσο, ο κώδικας του γραπτού και ο κώδικας του προφορικού λόγου είναι δύο διαφορετικοί κώδικες: α. Ο κώδικας του γραπτού λόγου προϋποθέτει μια, έστω και ελάχιστη, επαφή με το σχολείο και εξελίσσεται πιο αργά από τον κώδικα του προφορικού λόγου (πρβ. çλίον αντί για çλίγον, τύπος που σίγουρα ήταν πολύ διαδεδομένος στην Αττική γύρω στο 400 π.Χ. και ο οποίος δεν εμφανίζεται στον γραπτό λόγο πριν από το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα π.Χ)· β. Oι δύο κώδικες είναι διαφορετικοί σε βαθμό που μπορούμε να μιλάμε για πραγματική διγλωσσία· γ. H γραφή είναι μια τυποποιημένη δραστηριότητα, στην οποία το άτομο επιστρατεύει όλες τις ικανότητές του: δεν γράφουμε όπως μιλάμε· δ. Tο σχολείο επανεισάγει συνεχώς τύπους που η ζωντανή γλώσσα έχει απορρίψει (πρβ. στην 1η χιλιετία μ.X. την περίπτωση της δοτικής). Έτσι, ακόμη και στα πιο ταπεινά γραπτά μηνύματα (χαράγματα ή επιτύμβια) υπάρχει συνεχής γλωσσική διεπίδραση των δύο κωδίκων. Tα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν εδώ: γνωρίζουμε ότι στις γλώσσες δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα μορφήματα λόγω του πληροφοριακού τους φορτίου. Όταν διαπιστώνουμε την επιβίωση ενός γραπτού τύπου σε μια θέση, έχουμε άραγε να κάνουμε με φωνητικό ή απλώς με γραφικό φαινόμενο; Όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως κάθε άλλο παρά εξαντλούν τον κατάλογο των παραγόντων που ενδέχεται να συγκαλύπτουν την εικόνα της πραγματικά ομιλούμενης γλώσσας. Παρότι απρόσιτη κατά πάσαν πιθανότητα, η ομιλούμενη γλώσσα παραμένει πάντα ο στόχος μας.

H αποκατάσταση των προφορικών τύπων από την υποτυπώδη γραπτή απόδοσή τους μπορεί να επιχειρηθεί με δύο τρόπους. Σε μερικές περιπτώσεις μπορούμε να αποκαταστήσουμε την προελληνική μορφή μιας λέξης ή ενός κλιτικού επιθήματος από τη μελέτη άλλων αρχαίων γλωσσών, όπως τα σανσκριτικά και τα λατινικά. Έτσι γνωρίζουμε ότι η προγονική μορφή του εγκλιτικού συνδετικού τε πρέπει να ήταν *kwe. H υπόθεση αυτή απαιτείται, για να ερμηνευθούν παράλληλοι τύποι του σε άλλες γλώσσες. Ταυτόχρονα έχουμε και τη μαρτυρία της αλφαβητικής ελληνικής από τα τέλη του 8ου αιώνα μέχρι τον 3ο αιώνα π.X., που παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία διαλέκτων, οι οποίες μιλιούνταν σε διαφορετικά μέρη του ελληνικού κόσμου. Πριν από τον 3ο αιώνα π.X. δεν υπήρχε μια κοινή μορφή της γλώσσας. Aπό τους διάφορους διαλεκτικούς τύπους είναι δυνατό να συναγάγουμε τον προγονικό τύπο, που πρέπει να υπήρχε σε παλαιότερη φάση. Για παράδειγμα, το αττικό κόρος, το ιωνικό κοῦρος και το δωρικό κῶρος, μπορούν όλα να εξηγηθούν ως παράγωγα ενός παλαιότερου *κόρFος (όπου το F έχει την αξία του αγγλικού w). Tο αττικό εἰμί και το δωρικό ἠμί μπορούν να αποδοθούν σε ένα παλιότερο *ἐσμί, του οποίου το σ επιβιώνει στο γ΄ πρόσωπο ἐστί. Mε παρόμοιες μεθόδους είναι συχνά δυνατό να αποκατασταθούν οι μυκηναϊκοί τύποι: το ko-wo πρέπει να αποδίδει το /korwos/, ίδιο ακριβώς τύπο με το υποτιθέμενο κόρFος.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:41