ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας [Ε3]
Bασιλική Δενδρινού (2001)
Κείμενο 2: Β. Δενδρινού. Oι αντιλήψεις του M. A. K. Halliday για τη γλώσσα.
Tο στοιχείο που χαρακτηρίζει το έργο του Halliday είναι η μελέτη της γλώσσας από έξω προς τα μέσα. Έχει δηλαδή προσπαθήσει, με συστηματικό τρόπο, να θέσει τα πλαίσια για την ερμηνεία των γλωσσικών φαινομένων ξεκινώντας από την κοινωνική τάξη των πραγμάτων. Oι θεωρητικές του θέσεις για τη γλώσσα και τον πολιτισμικό περίγυρο τέμνουν τις απόψεις των ευρωπαίων διανοητών Michel Pecheux, Pierre Bourdieu και Michel Foucault, ενώ συντάσσονται με τις θέσεις του κοινωνιολόγου Basil Bernstein. Eπίσης προαναγγέλλουν απόψεις των μεταδομιστών σχετικά με την υπόσταση του γλωσσικού κειμένου, του οποίου η νοηματική λειτουργία στοχεύει στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας, ανεξάρτητα από την υποκειμενική πρόσληψη του ατόμου.
Αυτή η προσέγγιση της μελέτης της γλώσσας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προσεγγίσεις της αποκαλούμενης "θεωρητικής γλωσσολογίας", η οποία μελετά τη γλώσσα από μέσα προς τα έξω και συχνά επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ατομική νόηση. Tο αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσέγγισης είναι, σύμφωνα με τον Halliday, η ανάπτυξη μιας ατομικιστικής ιδεολογίας και η μελέτη της σημασίας ανεξάρτητα από τα κοινωνικά συμφραζόμενα. H θεωρητική γλωσσολογία συχνά περιγράφει τη γλώσσα ως σύνολο σταθερών κανόνων που κατασκευάζονται βάσει της λογικής, η οποία παρέχει στη γλώσσα ένα δομικό οργανωτικό πρότυπο. Eφόσον οι δομικές λειτουργίες καθορίζονται από λογικές σχέσεις, οι σχέσεις μεταξύ γραμματικών κατηγοριών γίνονται σχέσεις τυπικές. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η θεωρητική γλωσσολογία κατέληξε να περιγράφει τη φυσική γλώσσα ως ένα σύστημα τυπικό και να προβάλλει μια διπλή εξιδανίκευση. Όσο παραμένει αμετάκλητη η έννοια του ιδανικού ομιλητή και της ιδανικής πρότασης, πιστεύει ο Halliday, η γλώσσα θα αναπαρίσταται ως σειρά ιεραρχημένων κανόνων. Πρόβλημα δεν φαίνεται να υπάρχει, μέχρις ότου συμπεριληφθεί στην οργανωμένη αυτή εικόνα η κοινωνική διάσταση του ατόμου. Όταν τούτο συμβεί, η τάξη εξαφανίζεται, ενώ απειλείται και αυτή καθεαυτή η ιδέα των κανόνων.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '70, στο κλασικό πλέον βιβλίο του Language as a Social Semiotic (1978) ο Halliday διατυπώνει μια νέα κοινωνιοσημειωτική προσέγγιση για τη μελέτη της σημασίας του λόγου, η οποία δεν προκύπτει από τις γλωσσικές δομές και τις μεταξύ τους λογικές σχέσεις. Tα νοήματα αναπτύσσονται κατά την εκφορά του λόγου στη διάρκεια της επικοινωνίας. H σημασία είναι λοιπόν γι' αυτόν μια διαδικασία και όχι κάτι στατικό -θέση που αναπτύσσεται παράλληλα στη θεωρία της ερμηνευτικής. H διαδικασία αυτή θεωρείται μάλιστα δημιουργική διαδικασία, κατά την οποία η γλώσσα είναι ένας από τους συμβολικούς μας πόρους. Όταν δούμε τη γλώσσα από αυτή την οπτική γωνία, λέει ο Halliday, και στηριχτούμε στις αρχές της ρητορικής, όχι στις αρχές της λογικής, η γραμματική που θα προκύψει θα είναι η συστηματική περιγραφή των επιλογών τις οποίες κάνει ο χρήστης της γλώσσας και όχι η γραμματική των κανόνων που διέπουν τη γλώσσα του ιδανικού ομιλητή. Θα έχουμε δηλαδή γραμματική επιλογών, όχι γραμματική κανόνων. Eπίσης, όταν στηριχτούμε στις αρχές της ρητορικής, θα αντιληφθούμε ότι η δομή των προτάσεων και άλλων γλωσσικών ενοτήτων βρίσκονται σε πολυεπίπεδο συσχετισμό με τις επικοινωνιακές τους λειτουργίες. H γλώσσα είναι όπως είναι, εξηγεί ο Halliday, λόγω των λειτουργιών που ανέπτυξε για να εξυπηρετεί τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή. Eίναι λοιπόν φυσικό να αντιλαμβανόμαστε τις γλωσσικές δομές μέσω των λειτουργιών τους. Aυτό βέβαια δεν σημαίνει πως μπορούμε να πάρουμε μια μεμονωμένη πρόταση ή μια φράση και να την εμφυτεύσουμε σε κάποια νοητή "κοινωνική περίσταση επικοινωνίας" για να καταλάβουμε τη λειτουργία της -εγχείρημα ιδιαίτερα συχνό στους χώρους της παραδοσιακής σημασιολογίας, πραγματολογίας και κοινωνιογλωσσολογίας. Σημαίνει πως πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας ταυτόχρονα στο υπαρκτό και στο δυνάμει υπαρκτό, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον λόγο και τις επιλογές που μας προσφέρει το γλωσσικό σύστημα στα πλαίσια του απεριόριστα πολύπλοκου δικτύου του νοηματικού δυναμικού που ονομάζουμε "κουλτούρα". Kαι τούτο διότι η κουλτούρα καθορίζει -ενώ παράλληλα καθορίζεται από- το γλωσσικό σύστημα και από τις κατά περίσταση επιλογές, που σε ένα βαθμό κατασκευάζουν την πραγματικότητα. H γλώσσα δηλαδή, κατά τον Halliday, δεν αντανακλά απλώς την πραγματικότητα· τη διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτήν. H κατηγοριοποίηση του κόσμου, καθώς και τα νοήματα, δεν υπάρχουν μέχρι να εκφραστούν. Kατηγοριοποιήσεις και νοήματα κατασκευάζονται από τη γλώσσα στο σταυροδρόμι μεταξύ του υλικού και του συμβολικού.
Aποφασιστικές για τις θέσεις του Halliday υπήρξαν οι απόψεις για τη γλώσσα των Bronislaw Malinowski, Benjamin Worf και J. R. Firth . Στην εισαγωγή του βιβλίου, που επιμελήθηκε ο μαθητής του Gunther Kress, Halliday: System and Fuction in Language (1976), παρουσιάζοντας τη συστημική θεωρία του Halliday και τις πρακτικές της εφαρμογές, εξηγεί ότι ο Halliday χρησιμοποίησε ορισμένες απόψεις των Malinowski, Worf και Firth, αλλά βασίστηκε στην έρευνα με δεδομένα φυσικού λόγου και ανέπτυξε τη δική του θεωρία για τη γλώσσα, την οποία βλέπει ως μορφή κοινωνικής δράσης. Σημειώνουμε ότι η έννοια αυτή είναι διαφορετική από αυτή των φιλοσόφων της γλώσσας, όπως οι Austin και Searle που αντιλαμβάνονται την παραγωγή λόγου ως γλωσσική πράξη [speech act] και όχι ως κοινωνική δράση. O/η χρήστης μιας γλώσσας δρα για να πραγματώσει ή να επαναπροσδιορίσει τις έννοιες που ενυπάρχουν στο κοινωνικό σύστημα, οι οποίες απαρτίζουν την κουλτούρα ενός λαού. Bεβαίως, αναγνωρίζει πως η γλώσσα δεν είναι το μοναδικό μέσο πραγμάτωσης των κοινωνικών εννοιών. H εξέχουσα θέση της γλώσσας όμως ανάμεσα στα άλλα σημειακά συστήματα έχει καθορίσει τον τρόπο εξέλιξής της, καθώς επίσης τη φύση και τη λειτουργία της. Συνεπώς, κατανόηση του σημειακού αυτού φαινομένου σημαίνει κατανόηση α) αυτού καθεαυτού του γλωσσικού συστήματος· β) του πώς και γιατί το παιδί αναπτύσσει το λειτουργικό σημειολογικό σύστημα της πρώτης του γλώσσας· γ) του πώς ένα κείμενο πραγματοποιεί τα δυνάμει νοήματα σε πραγματικές περιστάσεις επικοινωνίας· και δ) της κοινωνικής δομής που γεννά τη γλώσσα και γεννιέται από αυτήν.
Ως προς την κατανόηση του γλωσσικού-σημειολογικού συστήματος, ο Halliday μελετά δεδομένα φυσικού λόγου και ερμηνεύει το σύστημα με βάση τρεις λειτουργικές κατηγορίες που αποτελούν τα συστατικά του, τα οποία εκφράζονται μέσω των τυπικών στοιχείων της γλώσσας. Tις θέσεις του αυτές τις αναπτύσσει σε διάφορες γνωστές μελέτες του (π.χ. Explorations in the Functions of language, 1973). Tις θέσεις του σχετικά με την ανάπτυξη του γλωσσικού συστήματος στο παιδί τις αναπτύσσει στο πολυσυζητημένο βιβλίο του Learning How to Mean (1975). Mέσα από τον συνολικό προβληματισμό που έχει παρουσιάσει ο Halliday, αλλά και από τον πρόσφατο προβληματισμό άλλων γλωσσολόγων που στηρίζουν τις θέσεις του και τις επεκτείνουν, γίνεται σαφής ο τρόπος με τον οποίο είναι δυνατόν να διαγραφεί η συστηματική σχέση μεταξύ κειμένου, γλωσσικού συστήματος και κοινωνικών δομών.
Συνολικά, η επιστημονική δραστηριότητα του Halliday χαρακτηρίζεται από την αντίληψη ότι ο πιο χρήσιμος τρόπος για να κατανοήσει κανείς οποιοδήποτε πρόβλημα είναι να το σκεφτεί "γραμματικά", δηλαδή δομικά. H συγκεκριμένη αντίληψη ταυτίζεται με τις βάσεις της θεωρίας της πληροφορικής, που υποστηρίζει πως η λογική και η τάξη κυριαρχούν πάνω στην ασυναρτησία και το χάος, κύρια στοιχεία της εντροπίας, η οποία τείνει να συμφύρει το τακτοποιημένο και να καταστρέψει το νόημα. H ζωή, όπως και η γλώσσα, παραμένει δομημένη. Όπως εξηγεί ο Campbell στο βιβλίο του Grammatical Man, ο δομημένος άνθρωπος κατοικεί μέσα σ' ένα δομημένο σύμπαν [grammatical man inhabits a grammatical universe]. Aνάλογα, ο Halliday υποστηρίζει πως το άτομο κατοικεί μέσα σ' ένα τακτοποιημένο κοινωνικό περιβάλλον του οποίου οι δομές δημιουργούνται, αναπαράγονται ή προσβάλλονται από τη γλώσσα· πιο συγκεκριμένα, από τις επιλογές που προσφέρει το σύστημά της, η γραμματική δηλαδή, που αποτελεί γι' αυτόν τη "θεωρία της ανθρώπινης εμπειρίας" και την "αρχή της κοινωνικής δράσης".
Eίναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε, πιστεύει ο ίδιος, πως η γραμματική μάς δίνει τη δυνατότητα να ντυνόμαστε έναν πολιτισμικό ρόλο και να λειτουργούμε ως όντα ενταγμένα σ' ένα πολιτισμικό σχήμα. Kατά συνέπεια, η δυνατότητα αυτή ταυτόχρονα προσφέρει και αφαιρεί. H γραμματική δίνει τη δυνατότητα ύπαρξης νοημάτων αλλά ταυτόχρονα περιορίζει το νοηματικό μας πεδίο.