ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Hodot, R. 2000. Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. Στο Η ελληνική γλώσσα και η διάλεκτοί της, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης et al., 29-34.
- Κείμενο 2: Browning, R. 1995. Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα. 2η έκδ.
- Κείμενο 3: Πίνακας ισογλώσσων από το: Kοντοσόπουλος, N. 1994. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής.
- Κείμενο 4: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Kεφ.1, Language, dialect and accent. Λονδίνο: André Deutsch.
- Κείμενο 5: Drettas, G. 2000. Η ποντιακή διάλεκτος και η χρησιμότητά της στην παιδαγωγική της σύγχρονης ελληνικής. Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης etal., 35-42.
- Κείμενο 6: Τριανταφυλλίδης, Μ.1963. Tα "ντόρτικα" της Eυρυτανίας. Συμβολή στα ελληνικά "μαστόρικα". Στο Άπαντα Mανόλη Tριανταφυλλίδη.
- Κείμενο 7: Κοντοσόπουλος, Ν. 1988. Γλωσσικός Άτλας της Kρήτης.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της [Δ5]
Χρήστος Τζιτζιλής (2001)
Κείμενο 6: Τριανταφυλλίδης, Μ.1963. Tα "ντόρτικα" της Eυρυτανίας. Συμβολή στα ελληνικά "μαστόρικα". Στο Άπαντα Mανόλη Tριανταφυλλίδη, 2ος τόμ., 33-45. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Mανόλη Tριανταφυλλίδη].
1. Εισαγωγικά
Στις άλλες γλώσσες έχομε από καιρό άφθονες συλλογές και γόνιμες μελέτες για τα συνθηματικά ιδιώματα που γεννήθηκαν στα σπλάχνα τους και που είναι σήμερα ένα διδαχτικό κεφάλαιο της ιστορίας τους, ενδιαφέρον και από λαογραφική άποψη ακόμη. Τα συνθηματικά αυτά ιδιώματα έχουν κατά τους διάφορους λαούς διαφορετικές ονομασίες (argot στη Γαλλία, Rotwelsch στη Γερμανία, cant στην Αγγλία, germania στην Ισπανία, gergo στην Ιταλία, bargoens στην Ολλανδία, hantyrka στη Βοημία, fantersprog στη Σκανδιναβία), και μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε έτσι: είναι ιδιώματα που τα μεταχειρίζονται άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα ή με την ίδια απασχόληση, ομότεχνοι, κάποτε για αστείο, συνήθως όμως με το σκοπό να συνεννοούνται μεταξύ τους μυστικά, έτσι που να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι, συχνά μάλιστα και για να πολεμήσουν την κοινωνία, προς την οποία βρίσκονται με τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα σε αντίθεση και εχθρότητα.
[…]
2. Τα ντόρτικα
Τα ντόρτικα δεν είναι γλώσσα σωστή και ολόκληρη, με την έννοια που συνηθίζουμε στη λέξη αυτή. Είναι -καθώς δα γίνεται με τις περισσότερες συνθηματικές γλώσσες ένα περιορισμένο σύνολο από λέξεις, που συναποτελούν μια συμβατική φρασεολογία και ανακατώνονται, όσο αυτό χρειάζεται, στην ομιλία απάνω με ελληνικές. Καθώς μου εξηγούσε ο νέος βιολιντζής, "δε βάζομε πολλές λέξεις. Μια. Και άμα βάλομε είμαστε συνεννοημένοι". Στη συλλογή μου έχω καμιά εκατοστή ρίζες, με τα παράγωγά τους, και δε νομίζω πως επιμονώτερη συναγωγή θα έφερνε στο φως σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό, έτσι που ν' άλλαζε ο χαρακτήρας της γλώσσας αυτής.
Οι ντόρτικες λέξεις είναι ως προς τη γραμματική τους κατηγορία οι περισσότερές τους ουσιαστικά και αρκετά ρήματαΩ και ακόμη, λίγα επίθετα και ελάχιστα αριθμητικά και επιρρήματα. Οι έννοιες που εκφράζουν αναφέρονται στ' αντικείμενα της καθημερινής ζωής και όσα περισσότερο φαίνεται πως ενδιαφέρουν εκείνους που μιλούν τα ντόρτικα -όταν τους παρουσιάζεται η ανάγκη να το κάνουν. Τ' αντικείμενα αυτά είναι το χρήμα, το γλέντι, το φαγί, η αγάπη, η αστυνομία. Ως προς τη μορφή τους, τη φωνητική, το παραγωγικό, τη σύνταξη (όσο μπορούμε να μιλήσουμε και γι' αυτή) ακολουθούν τους νόμους της ελληνικής γλώσσαςΩ στη φωνητική μάλιστα καθρεφτίζουν τη ρουμελιώτικη προφορά, όπως τουλάχιστο τη βρίσκουμε στα μεγαλύτερα κέντρα, καθώς το Καρπενήσι. Κάποια εξαίρεση κάνει το τυπικό. Έχουμε και εδώ πολλές λέξεις που σχηματίζονται σαν τις ελληνικές, κοντά τους όμως και άφθονες άκλιτες: ουσιαστικά ουδέτερα σε σύμφωνο και ρήματα (όλα τους) απολιθωμένα, με κάτι ξενόηχες καταλήξεις. Στα ουσιαστικά διατηρήθηκε και ένας ανελλήνιστος σχηματιστικός τύπος -ε για την ονομαστική πληθυντικού των αρσενικών σε -οςκαι των ουδετέρων σε -ο.
Αυτά για το ιδιαίτερο υλικό της μυστικής γλώσσας. Το λεξιλόγιό της συμπληρώνεται με λέξεις ελληνικέςΩ συνήθως μονάχα τις απαραίτητες. Κάποτε παραλείπουν το συνδετικό, το άρθρο, άλλες υπονοούμενες λέξεις, ίσως γιατί αν τις έλεγαν και αυτές, θα πρόδιναν στους τρίτους τη σημασία των ακατανόητων σ' αυτούς ντόρτικων. Έτσι με το κάπως συνοπτικό τηλεγραφικό αυτό ύφος δυναμώνει ο συνθηματικός τους χαρακτήρας. Για να πάρει ο αναγνώστης μια ιδέα της μυστικής αυτής γλώσσας αναγράφω εδώ για δείγμα μια σειρά από λέξεις από τη συλλογή μου (όσες αρχίζουν από Μ), καθώς και μερικές φράσεις.
I Λεξιλόγιο
μαντό | ψωμί | μπακρό | αρνί |
μανχπή | μούντζα | μπαλαμίνα | γυναίκα |
μαρς | ρακί | μπαλαμός | άνθρωπος, άντρας |
μας | κρέας | μπαρό | μαγαζί |
ματό | μεθυσμένος | μπαρός | μεγάλος |
μάτσε; | ψάρια | μπεγκ, μπέγκας | διάβολος, κακούργος, μόρτης |
μέκο | σιωπή, σώπα | μπουτ | πολύ, πολύς |
μολ | κρασί |
ΙΙ. Φράσεις
Σύρε να λάβα λίγο μαντόΩ | Πήγαινε να πάρεις λίγο ψωμίΩ |
γιατί ύστερα θα βέλα οι | γιατί ύστερα θα έρθουν οι άνθρωποι. |
μπαλαμέ. Και να λάβα και | Και να πάρεις και λίγο κρέας για να φάμε |
λίγο μας για να χαλιον. | |
Να μη σε χαλιον το ασκέλ. | Να μη σε φάει το σκυλί. |
Πχιενέλα του μπαλαμού πόσα σταλέ θα ντέλα. | Πες του ανθρώπου πόσα χρήματα θα σου δώσει. |
[…]
4. Οι ντόρτηδες
Οι ντόρτηδες, που μιλούν τα ντόρτικα, είναι χαλκιάδες. Πολλοί τους παίζουν και κανένα όργανο -σουραύλι, βιολί, ντέφι κτλ.- μερικοί μάλιστα το έχουν κύρια ή αποκλειστική τους δουλειά. Κτήματα δεν έχουν, και ό,τι κερδίσουν το γλεντούν. Μιλώ πάντα για τους χαλκιάδες ή τους ρόμηδες (τσιγκ. Rom, Ατσίγκανος, πρβ. γαλλ. romani) του Καρπενησιού…
Είναι εντελώς εξελληνισμένοι, και, αν δε λογαριάσουμε για γλώσσα τα ντόρτικά τους, μονόγλωσσοι, μιλώντας τα ρουμελιώτικα της Ευρυτανίας. Είναι όλοι τους χριστιανοί, κι έχουν τον εαυτό τους το ίδιο με τους άλλους Έλληνες, όχι ξεχωριστή ράτσα. Αυτό τουλάχιστον με βεβαίωσαν οι ίδιοι. Ούτε η γλώσσα τους η ιδιαίτερη έχει, λένε, καμιά ομοιότητα με τα τσιγκάνικα των Τουρκόγυφτων, ούτε τους καταλαβαίνουν. "Την καταγωγή μας" μου έλεγε ο μαθητής που ρωτούσα, "την έχουμε καθαυτόελληνική". Και ο γερο-Θεμιστοκλής με βεβαίωνε πως η γλώσσα τους είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό. Ενώ ο Χαλκιάς στο Κεράσοβο, πιο κοντά στην αλήθεια και με λιγότερη φροντίδα ν' αποκρύψει τη σχέση των ντόρτηδων με τους Ατσίγκανους, μου ομολόγησε πως οι Τουρκόγυφτοι καταλαβαίνουν τα ντόρτικα, ενώ αντίθετα αυτός δεν καταλάβαινε τίποτε από τη δική τους γλώσσα. Πολύ φυσικά βέβαια, αφού το δικό του φτωχοπεριορισμένο λεξιλόγιο Δε φτάνει για να παρακολουθήσει κανείς μια συνομιλία στα τσιγκάνικα, όπου μάλιστα κι οι γνωστές από τα ντόρτικα ακόμη λέξεις παρουσιάζουν μεγάλο πλούτο τσιγκάνικων σχηματισμών
Αυτά λεν οι Γύφτοι για τον εαυτό τους. Για τους άλλους όμως Καρπενησιώτες είναι "Γύφτοι", κάτι ξεχωριστό και ιδιαίτερο, όσο και να έχει προχωρήσει σήμερα η αφομοίωσή τους. Κάθονται όλοι μαζί, σε ξεχωριστή συνοικία, στο πιο χαμηλό μέρος της πολίχνης, στην άκρη του ποταμού, στα "γυφτοκάλυβα", και τις περισσότερες φορές τους καταλαβαίνεις αμέσως από την όψη τους, με το γνωστό ατσιγκάνικο τύπο.
Εγκαταστάθηκαν, φαίνεται, στο Καρπενήσι αρκετά παλιά. Την εποχή που πήγε ο Αλήπασας διηγούνται πως παραβγήκαν στο παίξιμο οι Γύφτοι μουσικοί που είχε φέρει μαζί του ο Αλής από τα Γιάννενα με τους Γύφτους τους Καρπενησιώτες. Και νίκησαν οι τελευταίοι.
Επιγαμίες μεταξύ των Γύφτων και των άλλων Καρπενησιωτών γίνονται τον τελευταίο καιρό, χωρίς να είναι όμως συχνές. Και πάλι, πιο συνηθισμένο είναι να πάρει Ρωμιός Γύφτισσα παρά το ανάποδο. Οι γεροντότεροι στο Καρπενήσι διηγούνται πως άλλοτε δεν άφηναν τους Γύφτους να έρθουν στο παζάρι, πως στην εκκλησία είχαν άλλοτε οι Γύφτισσες ξεχωριστή θέση στο γυναικωνίτη, και πως δε δέχονταν το πρόσφορο των Γύφτων. Και σήμερα ακόμη πίστευε ο αγωγιάτης μου, ο ίδιος που μ' έβαλε στα ίχνη τους, πως "η λειτουργιά τους δεν πιάνεται".
Τους Γύφτους του Καρπενησιού τους ξέρει κάθε Καρπενησιώτης, πολύ λίγοι όμως ξέρουν για την ιδιαίτερη γλώσσα τους. Κάποτε ξέρουν και μερικές της, και τις μεταχειρίζονται όταν τύχει να χωρατεύουν ή και μιλώντας με τους Γύφτους, τους ντόρτηδες ή τους μουσμπέτηδες, καθώς τους λένε, καθώς μιλούν μουσμπέτικα, ντόρτικα. Πλατύτερη σχετικά διάδοση έχει το ντόρτικο τζάλα 'φεύγα', στην παροιμιώδη φράση "τζάλα στο Πλατανόρεμα", που πολλοί τη μεταχειρίζονται ακόμη χωρίς πια να ξέρουν την αρχική της σημασία.
5. Πώς και γιατί γεννήθηκαν
Μερικά λόγια ακόμη σχετικά με την αιτία και τον τρόπο που γεννήθηκαν τα ντόρτικα, Ίσως να μην μπορούμε να πούμε πως κανονικά οι μυστικές γλώσσες με άφθονα ξένα στοιχεία γεννιούνται στα χείλη ξενόφωνων (μα και δίγλωσσων καθώς εξηγώ παρακάτω) κοινωνικών ομάδων, γιατί στα γνωστά μου παραδείγματα από τα συνθηματικά ιδιώματα που διαμορφώθηκαν σε άλλους ευρωπαϊκούς λαούς μπορεί να πιστοποιηθεί η συμμετοχή μονάχα των ξενόφωνων στη γένεσή τους -έτσι η συμμετοχή των Εβραίων και έπειτα και των Ατσίγκανων στις γερμανικές Gaunersprachen ή των Ατσίγκανων στ' αγγλικά cant, για να περιοριστώ στα χαρακτηριστικότερα από τα γνωστότερα και γνωστά μου παραδείγματα. Όπως και να είναι όμως, τα ντόρτικα μας παρουσιάζουν το καθαρότερο και τυπικότερο παράδειγμα μυστικής γλώσσας που διαμορφώθηκε από ξενόγλωσσους αποκλειστικά με ξένα στοιχεία. Γιατί οι μουσμπέτηδες ή ντόρτηδες έχουν αναμφισβήτητα τσιγκάνικη την καταγωγή τους και η κρυφή τους γλώσσα είναι και αυτή τσιγκάνικη.
Ως προς το δεύτερο αυτό, δε μένει καμιά αμφιβολία ύστερα απ' όσα έδειξα παραπάνω. Οι λίγες λέξεις που μπορεί να παρετυμολογήθηκαν κατά τα ελληνικά δυναμώνουν τον τσιγκάνικο αρχικό χαρακτήρα της μυστικής γλώσσας, ενώ όσες απομένουν, και αν ακόμη τις υποθέταμε όλες τους ξένες και μη τσιγκάνικες, δεν μπορούν να τον αλλάξουν.
Όσο για το πρώτο, την καταγωγή των ντόρτηδων από τους Ατσίγκανους, κι αν ακόμη δεν είχαμε την ιδιαίτερή τους γλώσσα, ανεξήγητη αλλιώς, έχομε κοντά σε όσα παρατήρησα παραπάνω πολλαπλές αποδείξεις. Και αν περιοριστούμε στο βιβλίο του θείου μου Αλ. Πασπάτη, που ανέφερα παραπάνω, για τους Ατσίγκανους της Τουρκίας και της Βαλκανικής, βρίσκομε διάφορες αναλογίες με τους ντόρτηδές μας στις ασχολίες τους, στη θέση των χριστιανών απέναντί τους κ.ά. Αξίζει μάλιστα να σημειώσω εδώ πως οι Ατσίγκανοι που τραγουδούν σαν πλανόδιοι μουσικοί στα πανηγύρια των χριστιανών και των μουσουλμάνων, έκαναν, καθώς μας πληροφορεί ο Πασπάτης (ό.π., 277) μερικές δικές τους λέξεις για να μην τους καταλαβαίνουν οι ξένοι. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, χωρίς βέβαια άλλη αποδειχτικότητα, για την αναλογία του με όσες δυσκολίες δοκίμασα εγώ στην πρώτη μου προσπάθεια να γνωρίσω τα ντόρτικα, ό,τι διηγείται ο Baudrincourt πως έπαθε, όταν και αυτός θέλησε να μελετήσει τα τσιγκάνικα των Πυρηναίων. Καθώς διηγείται στο βιβλίο του […] μόνο μία συνομιλία κατάφερε να έχει με δυο γύφτισσες. Τις εμπόδισαν ύστερα οι δικοί τους, που φοβήθηκαν πως ήταν αντιπρόσωπος τάχα του κράτους, σταλμένος να μάθει τη γλώσσα τους και να προδώσει τα μυστικά της φυλής τους.
Πώς θα φανταστούμε τώρα πως γεννήθηκαν τα ντόρτικα;
Στα χρόνια που προχωρούσε η γλωσσική τουλάχιστον αφομοίωση των Ατσίγκανων έχομε να υποθέσουμε μια εποχή διγλωσσίας, που ένα τους μέρος τουλάχιστο, από τους άντρες ιδίως, μιλούσαν κοντά στη μητρική τους γλώσσα και τα ελληνικά. Η διγλωσσία αυτή, μεταφέροντας σιγά σιγά το κέντρο του βάρους στην επίκτητη νεομάθητη γλώσσα, καταλήγει σ' αυτής την αποκλειστική χρήση στις περιστάσεις που αυτή κατισχύει ολοκληρωτικά -γιατί έχουμε βέβαια και τις περιπτώσεις που η τελειωτική καθυπερτέρηση απομένει στην πρώτη γλώσσα, καθώς λ.χ. έγινε με τους Έλληνες Ρωμαίους, που αν και Ρωμιοί όμως δεν εκλατινίστικαν.
Στους χαλκιάδες του Καρπενησιού νίκησε η ελληνική γλώσσα. Εγκατεστημένοι στην Ευρυτανία από καιρό απομονώθηκαν από τους παλιούς των ομογλώσσους, που βρίσκονται ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έτσι -για την Αιτωλία- στο Μεσολόγγι, στο Αιτωλικό, τους Ληξάτες, το Αγρίνιο, τη Λουδοβίτσα, έπειτα στην Πάτρα και σε άλλα μέρη. Ένας μάλιστα Γύφτος από το Κεφαλόβρυσο (της Τριχωνίας) που τον βρήκα κληρωτό στο Μεσολόγγι και του γύρευα πληροφορίες για τα τσιγκάνικα, τη μητρική του γλώσσα, σχετικά με τα ντόρτικα, μου αποκήρυξε τους Γύφτους του Καρπενησιού: "Δεν έχουμε συγγένεια με δαύτους" μου είπε· "εκείνοι είναι Τουρκόγυφτοι". -Ωστόσο με πληροφόρησαν στο Καρπενήσι πως τα ντόρτικα τα έχουν και οι Γύφτοι του φθιωτικού κάμπου.
Όποιο και να είναι όμως το τελικό αποτέλεσμα από τη σύγκρουση αυτή μεταξύ των δύο γλωσσών, η νίκη δεν είναι συνήθως απόλυτη για τη νικήτρια, ή τουλάχιστον ένας από τους σταθμούς στο δρόμο προς την τελική εποχή της καθαρής μονογλωσσίας δείχνει σημαντική ανάμειξη. Γιατί στην ψυχή των δίγλωσσων ανθρώπων της μεταβατικής εποχής αρχίζουν ν' ανακατώνονται -όποια κι απ' τις δυο γλώσσες και αν μιλούν- ετερόγλωσσα λεξιλογικά και μορφολογικά ακόμη στοιχεία, και ενώ η ανάμειξή τους δεν μπορεί να έχει για αποτέλεσμα τη δημιουργία τρίτης γλώσσας με ίσα στοιχεία από τις δύο παλιές, κατορθώνεται ώστε εκείνη από τις δύο τους που απομένει νικήτρια να παρασύρει από την άλλη στον οργανισμό της και να διατηρήσει, για καιρό τουλάχιστο, δάνεια στοιχεία από τη νικημένη.
Έτσι και για τη μεταβατική εποχή του εξελληνισμού των Ατσίγκανων, έχουμε να υποθέσουμε πως η μητρική τους γλώσσα, ανακατωμένη ήδη από πρωτύτερα με αρκετά ελληνικά στοιχεία, πήρε μέσα της ακόμη περισσότερα, ενώ συγχρόνως οι Γύφτοι που άρχισαν να μιλούν και ελληνικά ανακάτωναν σ' αυτά άφθονα τα τσιγκάνικά τους -τόσο περισσότερα όσο λιγότερο αποτελειωμένος ήταν ο εξελληνισμός τους. Αν είχαν κατορθώσει ν' αντισταθούν αποτελεσματικότερα στον τελειωτικό τους εξελληνισμό -αν ιδίως δεν τους έπεφτε τόσο ακαταγώνιστη η δύναμη του ελληνικού κόσμου που απλωνόταν απέραντος και χωρίς χρονικό τέλος γύρω στο μικρό τους κύκλο- θα ήταν αδύνατο να είχαμε στο τέλος για γλώσσα τους, εξελληνισμένο πάντα, ιδίωμα ελληνικό με αρκετά τσιγκάνικα στοιχεία λεξιλογικά, φωνητικά, τυπικά, συνταχτικά. Οι κοινωνικοί όμως και γλωσσοκοινωνικοί όροι δείχτηκαν λιγότερο ευνοϊκοί σε μια τέτοια εξέλιξη κι έτσι ο εξελληνισμός τους προχώρησε σε τέλεια ίσως αφομοίωση.
Και όμως ο εξελληνισμός των Γύφτων αυτών δεν ήταν τόσο απόλυτος για όλες τις διευθύνσεις, ούτε έλειψαν οι κοινωνικοί λόγοι που απαιτούσαν να διατηρηθούν ας είναι και λίγα μόνο στοιχεία της προγονικής τους γλώσσας· και την απόδειξη μας τη δίνουν ίσια ίσια τα ντόρτικα. Διατηρήθηκαν αυτά από τη μεταβατική εκείνη εποχή, από την ανάγκη να μην τους καταλαβαίνουν οι γύρω τους άνθρωποι. Αν είδαμε παραπάνω να αισθάνονται οι Ατσίγκανοι την ανάγκη αυτή όταν ακόμη η μητρική τους γλώσσα τους κατοχύρωνε με αρκετή ασφάλεια απέναντι των κοινωνικών ομάδων που είχαν αντίθετα μ' αυτές συμφέροντα, είναι αυτονόητο πως θα την ένιωθαν πολύ εντονότερα τώρα που οι απώτεροι κοινωνικοί λόγοι προκαλούσαν τον εξελληνισμό τους, αναγκάζοντάς τους ν' αποδεχτούν τη γλώσσα της χώρας, που μ' αυτήν πια ένωναν την τύχη τους. Καταλαβαίνουμε την ανάγκη αυτή άμα συλλογιστούμε την ιδιαίτερη ψυχολογία των Ατσίγκανων, που δυσκολεύονταν ν' αναγνωρίσουν ανεπιφύλαχτα στη γη αυτή την κοινή πατρίδα, που τους έτρεφε με όλους τους νέους ομογλώσσους, τη νιώθουμε όταν βλέπουμε και σήμερα ακόμη την εχθρική κάπως επιφύλαξη που διατηρούν απέναντί τους οι ελληνόγλωσσοι σύνοικοί τους, τη μαντεύουμε και από το περιστατικό ακόμη που μεταχειρίζονται μια κρυφή γλώσσα· τέλος μας την πιστοποιούν μόνοι τους, όταν τύχει και τους ρωτήσουμε τι τη χρειάζονται και για ποιο σκοπό την έχουν.
"Την καταγωγή μας" μου έλεγε ο νέος βιολιντζής, "την έχουμε καθαυτό ελληνική. Μα την έχουμε μπαστάρδικη τη γλώσσα για να μη μας καταλαβαίνει ο κόσμος". -"Τι τη θέλετε τη γλώσσα αυτή"; ρωτούσα ένα χρυσικό. "Κυρίως για τα συμφέροντά μας" ήταν η απάντηση. "Στο γλέντι" μου έλεγε ο βιολιντζής, ο δάσκαλός μου των ντόρτικων. "Μας χρησιμεύουν στα βαρέματα, στους γάμους, στα πανηγύρια". Και είναι τα γλέντια κυριότατη βιοποριστική πηγή για τους Γύφτους. Όχι βέβαια η μόνη. Μα μήπως δεν έχει και αλλού τα "συμφέροντά" του; Και δεν είχε άδικο ο νεαρός μου δάσκαλος, όταν στην ερώτησή μου: "πού τη βρήκατε τη γλώσσα αυτή; …από πού την πήραν οι πρόγονοί σας; " μου απάντησε, αν και αρνήθηκε κάθε σχέση των ντόρτηδων με τους Τσιγκάνους: "Την έβγαλαν μονάχοι τους, από τον προσπαππούλη μας ακόμη".
Κι έτσι έρχομαι σ' ένα τελευταίο ζήτημα, πώς την έβγαλαν τη γλώσσα αυτή οι γύφτοι, δηλαδή πώς άρχισαν να μιλιούνται τα ντόρτικα -γιατί νομίζω πως τη συνειδητή συμμετοχή των ντόρτηδων στη γένεσή τους πρέπει να τη φανταστούμε περιορισμένη στο ελάχιστο δυνατό όριο (τουλάχιστο σχετικά με τα τσιγκάνικα στοιχεία των ντόρτικων).
Την ανάγκη της μυστικής γλώσσας, αν παραδεχτούμε τους άλλους κοινωνικούς και ψυχολογικούς όρους μόνιμους και ισοδύναμους σε όλες τις εποχές, πρέπει να την υποθέσουμε όλο και μεγαλύτερη όσο προχωρούσε ο εξελληνισμός των ντόρτηδων και απειλούσε να τους αφομοιώσει πέρα πέρα στο ελληνικό περιβάλλον. Πριν όμως σβήσουν μέσα στα επίκτητα ελληνικά των Γύφτων τα τελευταία στοιχεία της μητρικής τους γλώσσας και χαθεί έτσι ο γλωσσικός φραγμός που χώριζε ακόμη τους ντόρτηδες από τους νέους των ομογλώσσους, μα και που τους δυνάμωνε στη μειονεκτική αδυναμία απέναντί τους, κρυσταλλώθηκαν σε μια στοιχειώδη μυστική γλώσσα με περιορισμένη χρήση και έκταση, όσα από τα στερνά εκείνα λείψανα χρειάζονταν για να εκφράσουν ακριβώς όσα ανταποκρίνονταν στις σύγχρονές τους ανάγκες.
Η διατήρηση και καθιέρωση αυτή των ντόρτικων ήταν το φυσικότερο πράγμα που μπορούσε να γίνει. Γιατί να καταφύγουν οι εξελληνισμένοι ντόρτηδες, για την κρυφή του συνεννόηση, στη νεομάθητή τους γλώσσα, τα ελληνικά, δίνοντας λ.χ. νέες σημασίες στους τύπους της ή μετατρέποντας στις λέξεις της τη φωνητική τους μορφή, ή γιατί να πάνε να δανειστούν συστηματικά από τίποτε άλλες ξένες γλώσσες που θα τύχαινε ν' ακούονται γύρω τους, αφού όσα χρειάζονταν για να μην τους καταλαβαίνουν υπήρχαν έτοιμα σε μια γλώσσα δική τους, που ακόμα και μέσα στη νέα τους γλώσσα δεν μπορούσαν να την αποξεχάσουν, τη γλώσσα της μητέρας τους ίσως ακόμη, της γυναίκας που με τη συντηρητική της προσαρμογή στα περασμένα έμεινε συχνά με τη γλώσσα της ο τελευταίος αντιπρόσωπος και μάρτυρας μιας ιστορίας που θα 'σβηνε στη θύμηση της νέας γενεάς; και για να φανεί καλύτερα το πράμα σ' ένα παράδειγμα: Έλεγαν οι Ατσίγκανοι στη μητρική τους γλώσσα o dui raklé 'τα δύο αγόρια', penéla e rakléske 'λέει στο αγόρι', djálas ko drom 'πήγαινε στο δρόμο σου' κτλ. Οι εξελληνισμένοι αργότερα Γύφτοι έλεγαν πριν ακόμη αφομοιωθούν τελειωτικά, ανακατώνοντας ακόμη τα ελληνικά τους, τις αντίστοιχες φράσεις έτσι: τα ντούι τα ρακλέ (ανάλογα παραδείγματα παρουσιάζουν όσοι φραγκοελληνίζουν σήμερα), πχιενέλα στο ρακλό (το ρακλό κλίνεται πια σαν ελληνική λέξη, ενώ το πχιενέλα 'λέει' στα τσιγκάνικα, μένει άκλιτο, χωρίς να συμμορφωθεί με τους ελληνικούς σχηματισμούς), τζάλατο δρόμο σου 'πήγαινε στο δρόμο σου'. Οι φράσεις ακριβώς αυτές διατηρήθηκαν για τη μυστική συνεννόηση ως σήμερα, όταν ο πιο προχωρημένος εξελληνισμός τις εξαφάνισε από την καθημερινή συνομιλία.
Λίγες φράσεις συνθηματικές σε μια γωνιά της ελληνικής γης πόσα προβλήματα δεν κρύβουν και πόσα ζητήματα δεν θα μπορούσαν να διαφωτίσουν. Περισσότερα πρέπει να προσδοκούμε από τη συστηματική και συνολική συλλογή των συνθηματικών γλωσσών της πατρίδας μας, τόσο για την ιστορία των ξένων φυλών που εποίκησαν στην ελληνική γη, όσο για την ελληνική λαογραφία και γλώσσα, καθώς και για τα γενικότερα ζητήματα σχετικά με τη γλωσσική ανάμειξη και τις ψυχολογικές προϋποθέσεις των συνθηματικών γλωσσών.