ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Φιλιππίδης, Δ. & Γ. Kωνσταντάς. [1791] 1988. Γεωγραφία Nεωτερική. Επιμ. A. Kουμαριανού.
- Kείμενο 2: Δημαράς, Κ. Θ. 1967. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
- Κείμενο 3: Τριανταφυλλίδης, Μ. 1981, Άπαντα, 3ος τόμ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
- Κείμενο 4: Κοδρικάς, Π. 1818. Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου. Παρίσι: Α. Πατρινός και Αφοί Ποστολάκα. Παρατίθεται στο Γ. Κορδάτος, Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος. Αθήνα: Λουκάτος, 1943.
- Κείμενο 5: Σολωμός, Δ. 1986. "Διάλογος" στο Άπαντα, 2ος τόμ. Επιμ. Λ. Πολίτης.
- Κείμενο 6: Τριανταφυλλίδης, Μ. 1981. Άπαντα, 3ος τόμ. Θεσσαλονίκη:Ι Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
- Κείμενο 7: Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, εκπαίδευση και Πολιτική.
- Κείμενο 8: Ροΐδης,Ε. 1987. Τα Είδωλα. 4ος τόμ. του Άπαντα. Επιμ. Ά. Αγγέλου.
- Κείμενο 9:. Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα: Ολκός, σελ. 179-181, 183-185.
- Κείμενο 10: Σταυρίδη-Πατρικίου Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική. Αθήνα: Ολκός, σελ. 135-140.
- Κείμενο 11: Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ., επιμ., 1976. Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα. Αθήνα: Ερμής, σελ. η΄-ια΄.
- Κείμενο 12: Σταυρίδη Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική. Αθήνα: Ολκός, σελ. 167-178.
- Κείμενο 13: Δημαράς, Α., επιμ. 1974. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Αθήνα: Ερμής, σελ. 89-91.
- Κείμενο 14: Δημαράς, Α. επιμ. 1974. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Αθήνα: Ερμής, σελ. 121.
- Κείμενο 15: Δημαράς, Α., επιμ. 1974. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Αθήνα: Ερμής, σελ. 130-131.
- Κείμενο 16: Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα: Ολκός, σελ. 129-133.
- Κείμενο 17: Παπανούτσος, Ε. Π 1982. Απομνημονεύματα. Αθήνα:. Φιλιππότης, σελ. 107-109.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Το γλωσσικό ζήτημα [Δ2]
Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (2001)
Κείμενο 8: Ροΐδης,Ε. 1987.Τα Είδωλα. 4ος τόμ. του Άπαντα. Επιμ. Ά. Αγγέλου, Αθήνα: Ερμής, σελ. 96-98, 99-100, © Ερμής.
…Το κυρίως κινήσαν ημάς να αυξήσωμεν τον φοβερόν όγκον των όσα απ'αρχής του αιώνος εγράφησαν περί της νεοελληνικής είναι, ότι ουδείς ούτε των αρχαιοτέρων ούτε των σημερινών λογίων εθεώρησε πρέπον να εξετάση το σύνολον του ζητήματος συστηματικώς. Το κάλλιστον αυτού έργον επέγραψεν ο Κοραής "Άτακτα", αλλά πολύ τούτων ατακτότεραι είναι του Δούκα, του Κοδρικά, του Οικονόμου, του Χρυσοβέργη, του Ασωπίου και του κ. Κόντου αι ασύρραπτοι παρατηρήσεις. Το δε προ πάντων περιπλέκον το ζήτημα, είναι, ότι ουδεμία γίνεται εις τα εριστικά ταύτα έργα διάκρισις μεταξύ επιστημονικού αξιώματος και δεκτικής συζητήσεως προσωπικής γνώμης. Εκ τούτου συμβαίνει όχι μόνον να εξακολουθώσιν αμφισβητούμενα τα μη αμφισβητήσιμα, αλλά και να προσκυνήται πλειστάκις ως γλωσσικόν αξίωμα ή αντίθετος τούτου πλάνη. Όπως ο Δούκας και ο Φωτιάδης, ούτω και οι διάδοχοι αυτών φαίνονται φορούντες ακόμη διόπτρα, έχοντα την ιδιότητα να παριστάνωσι τα πράγματα ακριβώς ανεστραμμένα. Ουδέν τω όντι συνηθέστερον παρά να ακούη τις σοφούς άνδρας λαλούντας περί της "φθοράς" τών τύπων της λαλουμένης, περί χρήσεως αναλόγου του εκάστοτε θέματος "γλώσσης", περί της απανταχού υπάρξεως διαφοράς μεταξύ της γραπτής και της λαλουμένης ή του δυνατού της αναστάσεως τούτου ή εκείνου του τύπου. Η εκ τούτων έκπληξις του θεωρούντος τα πράγματα άνευ διόπτρων είναι εξ ίσου εύλογος, ως αν ήκουε σημερινούς ιατρούς ή χημικούς συζητούντας περί του Αρόφ, της ιάσεως των ρευματισμών διά του πενταγώνου, του αφλέκτου της σαλαμάνδρας, των αρετών του μανδραγόρα, της συμπτώσεως των δυσάστρων ή της σχέσεως προς τα μέταλλα των πλανητών. Ουδέν τώ όντι έχουσι να φθονήσωσιν εις τας ανωτέρω αι γλωσσικαί πλάναι, τας οποίας ωνομάσαμεν "Είδωλα", ούδ'είναι δυνατόν να διεξαχθή λογική συζήτησις περί γλώσσης, εφ'όσον μένουσι ταύτα ορθά. Πρώτος και απαραίτητος τοιαύτης συζητήσεως όρος είναι να πεισθώσι πάντες, ότι η άσχετος προς την έρευναν των νοημάτων και περιοριζομένη εις μόνους τους φθόγγους και τους τύπους γλωσσολογία κατετάχθη από πολλού ήδη εις τας θετικάς και παρά των πλείστων εις τας φυσικάς επιστήμας, και επομένως εξ ίσου ανεπίδεκτα αμφισβητήσεως όσον και τα της βοτανικής, της χημείας ή της γεωλογίας είναι τα κατωτέρω θεμελιώδη αυτής αξιώματα:
- Α΄. Ότι η διά του χρόνου ελάττωσις του μήκους των λέξεων και του πλήθους των καταλήξεων έγκειται είς αυτήν την φύσιν της ανθρωπίνης λαλιάς.
- Β΄. Ότι η ελάττωσις αυτή είναι εις πάσαν γλώσσαν ανάλογος της ηλικίας της και έτι μάλλον της πνευματικής δραστηριότητος και του πολιτισμού του λαλούντος αυτήν έθνους.
- Γ΄. Ότι εκ της τοιαύτης μειώσεως της φωνής και του τυπικού, όχι μόνον ουδεμία προκύπτει ζημία, αλλά και μεταδίδεται εις τον λόγον ανώτερος βαθμός ακριβείας, εναργείας, οξύτητος και ευχρηστίας.
- Δ΄. Ότι προς εκτίμησιν της σχετικής αξίας των γλωσσών λαμβάνεται προ πάντων υπ'όψιν η λιτότης και ομαλότης του τυπικού εκάστης αυτών, και επομένως τελειοτέρα πάσης άλλης ομολογείται η σχεδόν άκλιτος Αγγλική, εις δε τας δύο κατωτάτας βαθμίδας τάσσονται παρά πάντων διά το πολύπλοκον της κλίσεως η Γερμανική και η Ρωσσική.
- Ε΄. Ότι αι λεγόμεναι κλασικαί γλώσσαι κατ'ουδέν υπερέχουσι γραμματικώς τας νεωτέρας.
- ΣΤ΄. Ότι η από των προομηρικών μέχρι των σημερινών χρόνων ελληνική είναι μία και η αυτή γλώσσα, ούτε φθαρείσα, ούτε βαρβαρωθείσα, ούδ΄άλλο τι παθούσα, αλλά κατ'εσωτερικούς και αναγκαίους νόμους ώς πάσα άλλη αναπτυχθείσα.
- Ζ΄. Ότι εκ των αυτών λόγων εκ των οποίων προήλθεν η κατάργησις γραμματικού τινος τύπου αποβαίνει αδύνατος ή αναβίωσις αυτού.
- Η΄. Ότι είναι μεν δεκτικαί συμμείξεως αι λέξεις δύο γλωσσών ή δύο περιόδων της αυτής, αλλ'αδύνατος η μίξις γραμματικών τύπων.
[…] Ας λάβη εις χείρας δύο αγγλικά βιβλία, το εν επιστημονικόν και το άλλο φιλολογικόν, πραγματείαν λ.χ. του Σπένσερ ή του Μίλ και μυθιστόρημα του Δίκενς ή δράμα του Σαιξπείρου. Αν ηξεύρη ολίγα γαλλικά και γερμανικά, θα παρατηρήση ότι εις αμφότερα τα βιβλία αι μεν των λέξεων είναι σαξονικαί αι δε λατινογαλλικαί. Και εις μεν του επιστήμονος το έργον υπερπλεονάζουσιν αι λατινογενείς, εις δε το του ποιητού και του λογογράφου ασυγκρίτως ανώτερος είναι ο αριθμός των σαξονικών. Αν δε προσέξη και εις των λέξεων την σημασίαν, θέλει εύρει ότι σημαίνονται διά λατινικής πάντα σχεδόν τα αφηρημένα και εν γένει τα σχετικά προς τα γράμματα, τας τέχνας, τας επιστήμας, τας εφευρέσεις και τον νεώτερον πολιτισμόν, διά δε σαξονικής τα συνδεόμενα προς τας πρώτας ανάγκας του καθημερινού βίου, την τροφήν, το ένδυμα, την οικιακήν οικονομίαν, την γεωργίαν, τας σωματικάς ασκήσεις, την περιγραφήν των φυσικών φαινομένων και των κοινών εις πάντα άνθρωπον αισθημάτων. Αν μάλιστα τύχη να έχη πρόχειρον και μετάφρασιν τινα συλλογής κλεφτικών ασμάτων εκ των καθεκάστην φιλοπονουμένων υπό λογίων Άγγλων και Αγγλίδων, θέλει παρατηρήσει ότι τοσούτον επικρατούσιν εν αυτή αι σαξονικαί λέξεις, ώστε δύναται άνευ πολλής ανακριβείας να ρηθή ότι αύται αντιστοιχούσιν εις τας ημετέρας δημοτικάς, αι δε λατινογαλλικαί εις τας παραληφθείσας εκ της αρχαίας.
Ας υποθέσωμεν ήδη ότι πάντα ταύτα παρατηρήσας επιχειρεί να εξελληνίση μίαν σελίδα εξ εκάστου των ανωτέρω βιβλίων. Πολύ ευκολωτέραν θα εύρη βεβαίως την μετάφρασιν της επιστημονικής πραγματείας, προσκρούων μόνον εις τας μεταφοράς εκ των αντικειμένων του καθημερινού βίου, εις τας οποίας αρέσκονται προς εναργεστέραν διατύπωσιν των θεωρημάτων αυτών οι Άγγλοι σοφοί. Τα τοιαύτα όμως δεν είναι πολλά, ουδ' έχει πολλήν η καλλιέπεια σημασίαν εις μετάφρασιν επιστημονικών συγγραφών. Εφ'όσον όμως ανυψόνεται υπό τούτων εις φιλολογικώτερα έργα, εις περιγραφήν του Δίκενς, εις διάλογον του Σαιξπείρου, εις λίβελλον του Σουίφτ, εις λυρικήν παρέκβασιν του Καρλάιλ ή αισθηματικήν του Στέρνς, εις όνειρον του Quincey ή οπτασίαν του Πόου, αφ' ενός μεν αυξάνει το ποσόν των σαξονικών λέξεων, αφ' ετέρου δε το ζήτημα του ύφους γίνεται από επουσιώδους πρωτεύον. Ενώ το όντι ήρκει προς μετάφρασιν επιστημονικού έργου να ήναι η λέξις του αυτού πράγματος δηλωτική, πρέπει εις μετάφρασιν φιλολογικού να ήναι και του αυτού αισθήματος εγερτική. Αλλ'αν έχη κόκκον καλαισθησίας ή και απλής αισθήσεως ο πειρωμένος να μεταφράση, αμέσως κατανοεί ότι ουδέν έχουσι κοινόν προς τας ζωντανάς και δημοτικωτάτας σαξονικάς λέξεις της αγγλικής όσαι λέξεις της καθαρευούσης γράφονται μεν, αλλά δεν λέγονται, διότι θα ήσαν εις τον προφορικόν λόγον γελοίαι. Τα "υποκάμισον" και "χιτών", "φουστάνι" και "έσθής", "σεντόνι" και "σινδών", "μαντήλι" και "ρινόμακτρον", "σκούφος" και "κεκρύφαλος" δύναται ν' άντικαταστήσωσιν άλληλα ώς συνώνυμα μόνον εις τον λογαριασμόν λογίας πλύστρας, όχι όμως και εις φιλολογικόν έργον, όπου η δήλωσις συνήθους πράγματος δι' άλλου πλην του συνήθους αυτού ονόματος ψυχραίνει, αμβλύνει, εκνευρίζει, παραλύει και καταστρέφει την φράσιν. Εις δε τους ικανούς να ισχυρισθώσιν ότι ισοδύναμα και αντικαταστατά είναι το "ρις" και "μύτη", "οδούς" και "δόντι", "δάγκαμα" και "δήγμα", "αποχρώννυμι" και "ξεβάφω", "τσιμπώ" και "χρώτα κνίζω", "ξεκαρδίζομαι" και "εθνήσκω γελών" ή παν άλλο τοιούτον, ουδόλως διστάζομεν ουδέ συστελλόμεθα ν' απαντήσωμεν ότι δεν γνωρίζουσι τι είναι φιλολογική γλώσσα ή, ώς χάσας την υπομονήν είπεν εις αυτούς εξάστερα ο Άγγλος ελληνιστής Blackie "ότι δεν ηξεύρουν τι λέγουν"…