ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλωσσική ποικιλία [Α9] 

Ρέα Δελβερούδη (2001) 

Κείμενο 6: Holmes, J. 1992. An Introduction to Sociolinguistics. Λονδίνο & N. Yόρκη: Longman, σελ. 146-149, © Pearson Education.

Κοινωνικό κύρος

Κάστες

Οι άνθρωποι μπορούν να ομαδοποιηθούν ανάλογα με τις κοινωνικές και οικονομικές τους ομοιότητες. Η γλώσσα τους γενικά αντανακλά αυτές τις ομαδοποιήσεις -χρησιμοποιούν διαφορετικές κοινωνικές διαλέκτους. Αποδείξεις για την ύπαρξη κοινωνικών διαλέκτων βρίσκονται ευκολότερα σε μέρη όπως η Ινδονησία και η Ινδία, όπου οι κοινωνικοί διαχωρισμοί είναι πολύ ξεκάθαροι. Σε αυτές τις χώρες υπάρχουν συστήματα κάστας που καθορίζονται από την καταγωγή και ο τύπος της συμπεριφοράς που αρμόζει σε κάθε ομάδα διέπεται από αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες. Οι κανόνες αυτοί καλύπτουν θέματα όπως τι είδους δουλειά μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, ποιον μπορεί να παντρευτεί, πώς πρέπει να ντύνεται, τι πρέπει να τρώει και πώς πρέπει να συμπεριφέρεται σε διάφορες κοινωνικές περιστάσεις. Δεν προξενεί καμία έκπληξη το ότι αυτές οι κοινωνικές διακρίσεις αντανακλώνται και σε διαφορές στην ομιλία. Η διάλεκτος ενός ατόμου αντανακλά την κοινωνική του προέλευση.

Υπάρχουν αρκετά ξεκάθαρες διαφορές στις ινδικές γλώσσες όπως, για παράδειγμα, στην ομιλία ανάμεσα σε κάστες Βραχμάνων και μη Βραχμάνων. Για παράδειγμα, η λέξη που στη γλώσσα kannada σημαίνει 'γάλα' προφέρεται haalu από τους Βραχμάνους, ενώ στις μη βραχμανικές διαλέκτους προφέρεται aalu. Στην tamil των Βραχμάνων το 'πρόβατο' λέγεται tuungu, ενώ στις μη βραχμανικές διαλέκτους χρησιμοποιείται η λέξη orangu. Τέλος, στη βραχμανική διάλεκτο της tulu γίνονται διακρίσεις φύλου, αριθμού και προσώπου σε αρνητικούς χρόνους του ρήματος, κάτι που δεν συμβαίνει σε μη βραχμανικές διαλέκτους. Και στη γιαβανέζικη επίσης, οι γλωσσικές διαφορές αντανακλούν τους πολύ σαφώς ορισμένους κοινωνικούς διαχωρισμούς ή διαχωρισμούς σε κάστες […].

Κοινωνική τάξη

Λεξιλόγιο

Ο όρος κοινωνική τάξη χρησιμοποιείται εδώ ως ένας πρόχειρος όρος που αναφέρεται σε διαφορές ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίες έχουν σχέση με διαφορές σε κοινωνικό κύρος, πλούτο και μόρφωση. Οι διευθυντές τραπεζών δεν μιλάνε σαν αυτούς που καθαρίζουν τα γραφεία, οι δικηγόροι δεν μιλάνε όπως οι ληστές τους οποίους υπερασπίζονται. Οι ταξικές διαιρέσεις στηρίζονται σε τέτοιες διαφορές κοινωνικής θέσης. Η κοινωνική θέση αναφέρεται στην υποταγή ή τον σεβασμό που εκφράζουν - ή που δεν εκφράζουν, ανάλογα με την περίπτωση - οι άνθρωποι απέναντι σε κάποιον, και στη δυτική κοινωνία η θέση κάποιου προκύπτει γενικά από τους υλικούς πόρους που έχει υπό τον έλεγχό του, αν και υπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Η οικογένεια μπορεί να είναι ένας τέτοιος παράγοντας, ανεξάρτητα από τον πλούτο (το νεότερο παιδί ενός κόμη μπορεί να είναι φτωχό αλλά σεβαστό!). Έτσι η τάξη χρησιμοποιείται εδώ ως μια βολική ταμπέλα για ομάδες ανθρώπων που έχουν ομοιότητες όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική τους θέση.

Η έρευνα στο πεδίο των κοινωνικών διαλέκτων σε πολλές χώρες έχει αποκαλύψει ότι υπάρχει μια σταθερή σχέση ανάμεσα στην κοινωνική τάξη και τη γλώσσα. Άνθρωποι από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις μιλάνε διαφορετικά. Οι πιο εμφανείς διαφορές - στο λεξιλόγιο - είναι από αρκετές πλευρές οι λιγότερο διαφωτιστικές από κοινωνιογλωσσική άποψη, αν και προφανώς εξάπτουν τη φαντασία του κοινού. Στη δεκαετία του '50 στην Αγγλία, εντοπίστηκαν πολλά ζευγάρια λέξεων που, όπως είχε υποστηριχθεί, διέκριναν τον λόγο της ανώτερης αγγλικής τάξης ('U speakers' - 'ομιλητές της Α') από αυτή των υπόλοιπων ('non-U speakers' - 'μη-ομιλητές της Α'). Οι ομιλητές της Α χρησιμοποιούσαν τη λέξη sitting room 'καθιστικό' αντί της λέξης lounge 'σαλόνι' (μη-Α) και αναφέρονταν στο lavatory 'αποχωρητήριο' αντί στη (μη-Α) toilet 'τουαλέτα'.

Μετάφραση Νίκος Γεωργίου

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:05