ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ 

Ο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ 

Περικλής Πολίτης 

  • 2.2.5 Ο Λογοτεχνικός λόγος

Η θεωρητική φύση της λογοτεχνίας αποτέλεσε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα προβλήματα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Είναι αδύνατο αλλά και αναποτελεσματικό να προσπαθήσει κανείς να διεξέλθει, στα πλαίσια ενός εισαγωγικού κειμένου, έστω και τις πιο αντιπροσωπευτικές από τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας σχετικά με την "οντολογία" της λογοτεχνίας. Μπορούμε, ωστόσο, να κατατάξουμε τις θεωρίες αυτές σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, που αντιστοιχούν στους γνωστούς θεμελιώδεις παράγοντες κάθε επικοινωνιακής περίστασης. Έχουμε, λοιπόν, προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία ως όχημα προσωπικής έκφρασης τουκαλλιτέχνη, προσεγγίσεις που βλέπουν τη λογοτεχνία ως μέσο μετάδοσης ενός χρήσιμου μηνύματος στο αναγνωστικό κοινό, προσεγγίσεις που την περιγράφουν ως καθρέφτη της πραγματικότητας και, τέλος, προσεγγίσεις που εστιάζουν στη δομή του λογοτεχνικού έργου ως αντικειμένου.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει "εκφραστικές" προσεγγίσεις του λογοτεχνικού έργου, οι οποίες, υποβαθμίζοντας όλους τους υπόλοιπους παράγοντες, συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην έκφραση της ατομικότητας, κυρίως των συναισθημάτων, του συγγραφέα. Η έμπνευση του δημιουργού, η διαίσθησή του και η χαλάρωση του ελέγχου της λογικής έχουν πρωτεύουσα σημασία για την αναγνώριση της ταυτότητας του έργου, επειδή το δημιούργημα θεωρείται παιδί του δημιουργού του. Το αναγνωστικό κοινό, η πραγματικότητα αναφοράς και το έργο ως καλλιτεχνική δομή ελάχιστη σημασία έχουν. Ήταν αναμενόμενο οι προσεγγίσεις αυτές να ενδιαφερθούν κυρίως για τη βιογραφία και το ψυχολογικό υπόβαθρο των συγγραφέων ως πραγματικών προσώπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχολική ανάγνωση του λογοτεχνικού έργου όχι σπάνια εξαναγκάζεται να κάνει μια πρώτη στάση στο ληξιαρχείο, πριν καταπιαστεί με το ίδιο το έργο.

Η κριτική που ασκήθηκε στις "εκφραστικές" θεωρίες αναρωτήθηκε αν μέσα από μια τέτοια οπτική είναι δυνατό να αντιδιαστείλει κανείς τη συναισθηματική έκφραση του λογοτέχνη προς κάθε άλλο είδος γλωσσικής έκφρασης συναισθημάτων (π.χ. τα αυτοεκφραζόμενα συναισθήματα του αφηγητή και των ηρώων ή τα αφηγούμενα συναισθήματα), επίσης, αν οι "εκφραστικές" θεωρίες προσφέρουν καν κριτήρια ανάγνωσης της λογοτεχνίας και αν η λογο-τεχνική έκφραση συναισθημάτων διαφέρει από την καθ' οιονδήποτε τρόπο (= μη καλλιτεχνική) έκφραση συναισθημάτων, αφού η μορφή της λογοτεχνικής έκφρασης (συναισθημάτων) θεωρείται άνευ σημασίας.

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει "πραγματολογικές" προσεγγίσεις, οι οποίες υπογραμμίζουν με έμφαση τον παράγοντα "αναγνωστικό κοινό". Ενώ οι προηγούμενες προσεγγίσεις χαρακτηρίζονται από ένα είδος ψυχολογισμού, αυτές διακρίνονται για τον "ωφελιμισμό τους, αφού αναζητούν ηθικό ή κοινωνικό "μήνυμα" και πρακτικό αποτέλεσμα σε κάθε λογοτεχνικό έργο. Χαρακτηριστική περίπτωση "φρονηματιστικής" ερμηνείας της λογοτεχνίας συνιστά δυστυχώς ακόμη η σχολική πρακτική του οικείου μαθήματος. Πετυχημένο έργο είναι αυτό που πείθει συναισθηματικά και διανοητικά τον "οικουμενικό" αναγνώστη (το είδωλο του "μέσου" αναγνώστη), με αποτέλεσμα να υπεγείρει και τη θετική συναισθηματική του ανταπόκριση.

Η κυριότερη κριτική που δέχθηκαν οι τέτοιου είδους προσεγγίσεις υπογραμμίζει τη σύγχυση (ανάμεσα στα είδη λόγου) που μπορεί να προκαλέσει η ταύτιση της λογοτεχνίας με την μετάδοση συναισθημάτων και την πειθώ. Εξάλλου, η αδιαφορία που επιδεικνύεται για τη λογοτεχνική μορφή μας αφήνει με πολλά ερωτηματικά για το τι θεωρείται καλλιτεχνική έκφραση συναισθημάτων και ιδεών, όπως συμβαίνει και με τις "εκφραστικές" προσεγγίσεις.

Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τις "μιμητικές" προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες αυτό που κάνει το λογοτεχνικό έργο αντικείμενο καλλιτεχνικό είναι η μίμηση της πραγματικότητας. Ιδιαίτερα ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός είναι τα ρεύματα που κατεξοχήν στοιχούν στην προσέγγιση αυτή. Η έκφραση ατομικών συναισθημάτων, η φροντίδα για τη μορφή του έργου και η μετάδοση μηνύματος στον αναγνώστη είναι απλά συμπληρώματα της καλλιτεχνικής διεργασίας, που στηρίζεται στη μίμηση. Αλλά τι της πραγματικότητας μιμείται το λογοτεχνικό έργο; Πώς διακρίνεται η λογοτεχνική από άλλα είδη μίμησης; Και είναι άραγε αρκετή η μίμηση της πραγματικότητας, για να προκύψει ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο;

Οι προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν το λογοτεχνικό έργο ως "κλειστό" αντικείμενο δημιουργίας χαρακτηρίζονται συνήθως "δομιστικές" ή "φορμαλιστικές". Οι βασικές παραδοχές τέτοιων προσεγγίσεων είναι: ότι το λογοτεχνικό έργο είναι προϊόν ή αντικείμενο δημιουργίας "εκ του μηδενός", δηλαδή μιας δημιουργίας που δεν αντιγράφει την πραγματικότητα αλλά την κτίζει εξ υπαρχής, δημιουργώντας ένα παραξένισμα στον αναγνώστη, ακριβώς επειδή τον υποχρεώνει να αναπτύξει καινούργια αισθητήρια, ότι οι δομές και η μορφή του έργου, που συνιστούν "παρεκκλίσεις" από την ομιλούμενη γλώσσα, έχουν πρωτεύουσα σημασία για την παραγωγή και την πρόσληψή του από το κοινό του, ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προσωπικός δημιουργός και ότι η απόλαυση του κειμένου είναι το πρώτο αίτημα της λογοτεχνίας σε σχέση με τους αποδέκτες της. Εφόσον η λογοτεχνία αντλεί από την πραγματικότητα, η μίμηση είναι αναπόφευκτη. Όμως, δεν είναι φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας, είναι αναπαράσταση μορφολογικά επεξεργασμένη.

Ούτε οι προσεγγίσεις αυτές απέφυγαν την επίκριση, αν και συγκριτικά με τις προηγούμενες είναι οι πιο ολοκληρωμένες. Η κύρια κατηγορία είναι αυτή που διατυπώθηκε και εναντίον του δόγματος "η τέχνη για την τέχνη", ότι δηλαδή η αντιμετώπιση του λογοτεχνικού έργου ως κλειστού σύμπαντος διαγράφει εντελώς την πραγματικότητα που το τροφοδότησε και την ανατροφοδότηση από το κοινό που θα το "καταναλώσει". Μ' άλλα λόγια, κάθε φορμαλιστική προσέγγιση ενδιαφέρεται για το λογοτεχνικό κείμενο και όχι για τον λογοτεχνικό λόγο ως συνολική επικοινωνιακή πρακτική.

Αν ο υψηλότερος στόχος της λογοτεχνίας είναι η πρόκληση αισθητικής απόλαυσης, τότε αυτή δεν μπορεί να προκύπτει τυχαία. Εργαλεία της είναι οι τεχνικές δόμησης του λογοτεχνικού έργου. Βέβαια, κάθε γλωσσική δομή δεν προκαλεί αισθητική απόλαυση. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να αντιδιαστείλουμε τις αισθητικές από τις μη αισθητικές δομές. Προκαταρκτικά μπορούμε να πούμε ότι η ζύμη της λογοτεχνικής απόλαυσης συνδέεται με την έμπνευση του δημιουργού και την επινόηση νέων δομών ή την επεξεργασία παλαιών. Πάντως, δεν είναι οι παραδοσιακές περιγραφές λογοτεχνικών δομών (μέτρο, ρυθμός, ομοιοκαταληξία, παρήχηση, στροφικά συστήματα) ή τεχνικών (εικονοποιία, συμβολισμός, ειρωνεία) που μας προσφέρουν το κλειδί της αποκρυπτογράφησης των αισθητικών δομών. Αν υπάρχει ένα τέτοιο κλειδί, αυτό βρίσκεται σε ολιστικές ερμηνείες της λογοτεχνικής απόλαυσης, όπως για παράδειγμα η αριστοτελική θεωρία των αιτίων, που δεν αφήνει τίποτε στην τύχη σε ό,τι αφορά τη δόμηση του λογοτεχνικού έργου. Το περιεχόμενο του έργου είναι η υλική του αιτία, η οποία "υφίσταται την επενέργεια της μορφικής αιτίας, δηλαδή της ειδικής μορφολογικής επεξεργασίας. Ο δημιουργός, που είναι υπεύθυνος για τη διαμόρφωση της κατάλληλης δομής είναι η αποτελεσματική αιτία και η αισθητική απόλαυση του αποδέκτη είναι ητελική αιτία της λογοτεχνικής δημιουργίας.

Για να αντιληφθούμε τη φύση μιας λογοτεχνικής δομής, πρέπει πρώτα να ξέρουμε τι είναι αυτό που δομείται. Κι αυτό που δομείται είναι μορφή και περιεχόμενο μαζί, μια σημαίνουσα μορφή, γιατί το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωριστά από το άλλο. Η γλωσσική (φωνήματα, μορφήματα, συντάξεις και σημασίες) και η μη γλωσσική (χαρακτήρες ηρώων, συναισθήματα, πράξεις, ιδέες και αξίες) ύλη της λογοτεχνίας δεν διαφέρει από την ύλη των άλλων ειδών λόγου. Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόπος μορφοποίησής της. Η οργάνωση του λογοτεχνικού έργου δίνει -όσο κανένα άλλο είδος λόγου- προτεραιότητα στις δομές, οι οποίες έχουν οριζόντια διάταξη και ενότητα, λόγω της γραμμικότητας του λόγου, συγκρατιούνται όμως από την κάθετη ενότητα, που κατεξοχήν υλοποιεί το μορφικό αίτιο ενός έργου και επιτρέπει την εσωτερική συνομιλία των μερών με το σύνολο. Μια τέτοια οργάνωση έχει ως αποτέλεσμα τη διαφορετικότητα της λογοτεχνικής γλώσσας σε σύγκριση με την καθημερινή, διαφορετικότητα ήχων, σημασιών αλλά και προσώπων και καταστάσεων, εντέλει θεμάτων. Και έτσι μπαίνουμε στην επικράτεια του ύφους.

Το λογοτεχνικό ύφος είτε ως παρέκκλιση από το ύφος της καθημερινής συνομιλίας είτε ωςγλωσσική δομή έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των μελετητών της λογοτεχνίας. Το μόνο που μπορεί κανείς να επισημάνει σχετικά με το λογοτεχνικό ύφος στα όρια ενός μικρού άρθρου είναι τα επίπεδα ανάλυσής του. Η μελέτη των επιπέδων αυτών οδηγεί σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις (από έργο σε έργο ή από λογοτέχνη σε λογοτέχνη) ή διαφοροποιήσεις του λογοτεχνικού ύφους από το ύφος άλλων ειδών λόγου. Μπορεί, λοιπόν, το ύφος του λογοτεχνικού έργου να αναλυθεί σε φωνολογικό (συνδυασμοί φωνημάτων), γραμματικό (συνδυασμοί γραμματικών κατηγοριών), συντακτικό (προτασιακές ποικιλίες), ρυθμολογικό (επιτονισμός) και μεταγλωσσικό επίπεδο (χώρος, χρόνος, πλοκή μύθου). Μπορεί, επιπλέον, να μελετηθεί και μέσα στα εποχικά, πολιτισμικά και καταστασιακά του συμφραζόμενα, γιατί το ύφος διαμορφώνεται και από εξωγλωσσικούς παράγοντες, όπως είδαμε να γίνεται και στα άλλα είδη λόγου.

Τελευταία Ενημέρωση: 13 Ιούλ 2006, 10:13