ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άλλες Κρητικές
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Τσοπανάκης, Α. Γ. 1994. Νεοελληνική Γραμματική.
Α. Τσαγγαλίδης
Ε. Κριαράς: Φιλόλογος 78
Η «Νεοελληνική Γραμματική» του Αγαπητού Τσοπανάκη
Στο άρθρο μου τούτο θα με απασχολήσει δημοσίευμα αγαπητού συναδέλφου, του Αγαπητού Τσοπανάκη. Με συνδέουν μαζί του φιλικοί δεσμοί από τα χρόνια των πανεπιστημιακών σπουδών στην Αθήνα, κοινοί αγώνες στο χώρο της γλωσσικής έρευνας στα πλαίσια της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Όμως και οι κοινοί αγώνες οδηγούν συχνά σε διαφορές απόψεων, που δε δικαιούται κανείς ούτε να τις αποσιωπά, ούτε να τις συγκαλύπτει. Στην αναγκαιότητα του γεγονότος αυτού έχουν την αφετηρία τους οι παρακάτω διαπιστώσεις, παρατηρήσεις και κρίσεις.
Είναι πράγματι λυπηρό το φαινόμενο δεκαοχτώ, θα έλεγα είκοσι χρόνια μετά τη γλωσσική μεταπολίτευση να συζητούμε ακόμη το γλωσσικό ζήτημα. Είκοσι αλήθεια χρόνια πέρασαν από το σχηματισμό της πρώτης μεταδικτατορική κυβέρνησης Καραμανλή (1974) με υπουργό παιδείας τον αείμνηστο καθηγητή Νικόλαο Λούρο, δηλωμένο δημοτικιστή. Υπήρξαν τότε σαφή προμηνύματα για την αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας από την πολιτεία· αναγνώριση που ακολούθησε στις αρχές του 1976.
Είναι βέβαιο ότι δε μας απασχολεί σήμερα το παλιό δίλημμα: δημοτική ή καθαρεύουσα; Υπάρχουν όμως μερικοί που όχι δικαιολογημένα αμφισβητούν κατά κάποιο τρόπο την κανονικότητα της λύσης που δόθηκε το 1976 στο γλωσσικό μας πρόβλημα με την αποδοχή της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη. Προσαρμοσμένη η Γραμματική αυτή αποτέλεσε από τότε γλωσσικό γνώμονα στο χώρο της εκπαίδευσης και στο δημόσιο χώρο γενικότερα.
Υπογραμμίζω από την αρχή ότι η Γραμματική του Τσοπανάκη που θα με απασχολήσει[1] είναι καρπός πολύχρονου μόχθου του συγγραφέα της καθώς σε πολλές σελίδες της γίνεται συγκέντρωση και επεξεργασία πλούσιου υλικού της νέας μας γλώσσας. Ήδη έχει παρατηρηθεί από το συνάδελφο Ε. Πετρούνια[2] ότι γίνεται σ'αυτήν σωστή κατάταξη ουσιαστικών, καθώς λέγονται και όσα χρειάζονται για την παραγωγή των λέξεων. Τα πλεονεκτήματα αυτά και άλλα ανάλογα υπαινισσόμουν και εγώ στο σύντομο για τη Γραμματική σημείωμά μου στο μνημονευμένο παραπάνω φύλλο του «Βήματος της Κυριακής».
Όμως ο συγγραφέας της Γραμματικής, πέρα από τα καθαρώς γραμματικά ζητήματα που αντιμετωπίζει, προχωρεί και σε άλλα γλωσσικά θέματα, πάνω στα οποία συχνά διατυπώνει απόψεις απομακρυνόμενες αισθητά από όσα σήμερα δέχεται ο συγχρονισμένος ορθόδοξος δημοτικισμός. Δική μου πρόθεση είναι να συζητήσω περισσότερο την "περιρρέουσα ατμόσφαιρα" της Γραμματικής, που δίνει έκφραση στις προσωπικότερες απόψεις του συγγραφέα. Έχει άραγε ξεπεραστεί σήμερα η Γραμματική Τριανταφυλλίδη; Ποιες θεραπείες προτείνει η πρόσφατη Γραμματική; Κατά τι διαφέρει από τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη; Μήπως η Γραμματική Τσοπανάκη επιτείνει την όποια κακοδαιμονία εμφιλοχωρεί ακόμη στη χρήση της νέας μας γλώσσας; Τα ζητήματα αυτά επιβάλλεται με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα να τα αντιμετωπίσω. Θα συζητήσω ακόμη και μερικά λεπτομερειακά ζητήματα που αναφέρονται στη χρήση της σύγχρονης γλώσσας. Θα ήθελα όμως προηγουμένως, γυρίζοντας κάπως στο παρελθόν, να κάμω ορισμένες διαπιστώσεις σχετικά με αίτια της σημερινής (μερικής ασφαλώς) γλωσσικής κακοδαιμονίας, διατυπώνοντας και σχετικές κρίσεις.
1. Τα αίτια της σημερινής μερικής γλωσσικής κακοδαιμονίας.
Ατύχημα σοβαρό για το θέμα της προώθησης του γλωσσικού μας ζητήματος προς τη λύση του πρέπει, νομίζω, να θεωρηθεί το γεγονός ότι μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου (1945) δεν ευτύχησε ο λαός μας, εξαιτίας πολιτικών ατυχημάτων, να γνωρίσει μια μεταπολίτευση προοδευτικών τάσεων που θα φιλοδοξούσε να ρυθμίσει κατά τον καλύτερο τρόπο τα γενικότερα βέβαια ζητήματα του τόπου, αλλά και το κρίσιμο θέμα της ενιαίας γραπτής μας γλώσσας σε όλους τους χώρους της κοινωνικής μας ζωής. Η προοδευτική στην ώρα της μεταπολίτευση όπως την είχαν οραματιστεί μερικοί αγωνιστές των χρόνων του πολέμου και της Κατοχής θα προχωρούσε ασφαλώς στην εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας από τότε στην εκπαίδευση, τη δημοτική και τη μέση, παράλληλα με μια αληθινά δημοκρατική οργάνωση του όλου μας βίου. Μια τέτοια πρωτοβουλία δε θα ήταν πρόωρη, μια και η δημοτική γλώσσα ήταν ήδη de facto αναγνωρισμένη στο χώρο της λογοτεχνίας και είχε ήδη αρχίσει να εισχωρεί και στο χώρο της φιλολογικής ιδίως επιστήμης. Εξάλλου από το 1941 είχε συγγραφεί η Γραμματική της νέας μας γλώσσας από ειδική για το σκοπό τούτο συγκροτημένη επιτροπή με πρόεδρο και εισηγητή το Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αν γινόταν τότε η αναγνώριση της δημοτικής, θα είχε εγκαίρως συντελεστεί η εμπέδωση των δημοτικιστικών αντιλήψεων σε πλατύτερα στρώματα της νεοελληνικής κοινωνίας, η καθαρεύουσα θα είχε παραμεριστεί και θα έπαυε να επηρεάζει δυσμενώς επί χρόνια ακόμα τη νέα μας γλώσσα. Γιατί, αν η καθαρεύουσα είχε παίξει κάποιο θετικό ρόλο στη διαμόρφωση πνευματικού βίου στον περασμένο αιώνα, τώρα πια, στα μέσα του δικού μας, εκφυλιζόμενη διαρκώς στο στόμα και την πένα των Νεοελλήνων, δε θα είχε τη δυνατότητα δυσμενώς να επηρεάζει τον πνευματικό βίο του έθνους. Έτσι ένας αρχαϊσμός κλυδωνιζόμενος, τελικά αποτυχημένος και διαιωνιζόμενος, με την εξέλιξη που είχαν τα πολιτικά μας πράγματα, βρήκε την ευκαιρία επί πέντε σχεδόν δεκαετίες να οδηγεί σε γλωσσικό εκτροχιασμό. Με τον παραμερισμό της καθαρεύουσας και την αναγνώριση μιας συγκεκριμένης δημοτικής, πλουτισμένης εννοώ με τα χρήσιμα σ' αυτήν λόγια στοιχεία, δε θα βρίσκονταν σήμερα αρκετοί Νεοέλληνες στην αδυναμία να αφομοιώσουν με επιτυχία τα λόγια αυτά στοιχεία που κάθε γραφόμενη γλώσσα έχει ανάγκη να τα αντλήσει από μια παλιότερή της μορφή[3]. Βρεθήκαμε έτσι εμείς σήμερα στην ανάγκη να γίνομε έκδηλα συντηρητικότεροι από την κατά βάση συντηρητική (πολλοί το είχαν διακηρύξει παλαιότερα) Γραμματική Τριανταφυλλίδη.
Από την κατάσταση αυτή πηγάζουν οι σημερινές ποικίλες αβελτηρίες στη γραπτή χρήση της γλώσσας μας. Τα πράγματα μπορούν να θεραπευτούν μόνο αν τονώσομε τη γλωσσική μας παιδεία με την κατάλληλη μεθόδευση της διδασκαλίας του γλωσσικού μαθήματος. Το ότι τα γεγονότα δεν ακολούθησαν αυτή την πορεία έδωσε ευκαιρία σε ποικίλους ιδεολογικούς αποπροσανατολισμούς. Δυστυχώς και η Γραμματική Τσοπανάκη σε ένα τέτοιο αποπροσανατολισμό ζητεί να μας οδηγήσει[4].
Πολλοί από μας τους συναδέλφους του Τσοπανάκη είχαμε υπόψη από παλιότερα ότι ο δημοτικιστής βέβαια συνάδελφος ετοίμαζε Νεοελληνική Γραμματική και ακόμη ότι είχε προσωπικότερες αντιλήψεις στο θέμα της γλώσσας μας που απέκλιναν κυρίως από το κλιτικό σύστημα που πρόβαλλε η Γραμματική Τριανταφυλλίδη. Ξέραμε ακόμη ότι ο Τσοπανάκης υποτιμούσε τη μεγάλη συμβολή του Ψυχάρη στη μαχητική ανακίνηση του γλωσσικού ζητήματος και την τοποθέτησή του πάνω σε επιστημονικές βάσεις. Δεν αγνοούσαμε ακόμα (τα τελευταία χρόνια) τη συντηρητική στάση του στο θέμα της αποδοχής του μονοτονικού συστήματος, καθιερωμένου στη γλώσσα μας εδώ και δώδεκα χρόνια και αποδεκτού όχι μόνο από την πλειονότητα των λογίων, αλλά και από τα πλατύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Δε μας ήταν άγνωστες ούτε οι συντηρητικές απόψεις του στο θέμα της επαναφοράς των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο. Δεν περιμέναμε όμως ότι στη Γραμματική που ετοίμαζε, παράλληλα με την πρόταση νέου κλιτικού συστήματος -διαφορετικό από εκείνο του Τριανταφυλλίδη (πρόταση που θα ήταν "νόμιμη" και συζητήσιμη)- θα έδινε ανάπτυξη μέσα στη Γραμματική του όλων αυτών των συντηρητικών του απόψεων, που δε συνδέονται άλλωστε άμεσα με το περιεχόμενο μιας Γραμματικής. Θα συζητήσω ορισμένες απ' αυτές τις απόψεις του.
2. Προφορική και γραπτή γλώσσα. -"Έλεγχος" Τριανταφυλλίδη.
Ο Τσοπανάκης πλανάται όταν στην Γραμματική του υποστηρίζει ότι τη διάκριση προφορικής και γραπτής γλώσσας δεν τη συνειδητοποίησαν (ή δεν τη συνειδητοποίησαν όσο έπρεπε) ούτε ο Ψυχάρης ούτε ο Τριανταφυλλίδης. Αμφισβητείται δηλαδή ότι ο τελευταίος αυτός συνέβαλε σε μέγιστο βαθμό στη διαμόρφωση της γραπτήςμας γλώσσας συνειδητά ξεχωρίζοντάς την από την προφορική. Και όμως είναι φανερό ότι ο Τριανταφυλλίδης παραδέχεται πάμπολλα μάλιστα λόγια στοιχεία που δεν τα δεχόταν ο Ψυχάρης. Ισχυρίζεται ακόμη ο Τσοπανάκης ότι η διάκριση αυτή των δύο γλωσσικών επιπέδων ήταν "πρόωρη για την εποχή του Τριανταφυλλίδη"[5]. Τις εσφαλμένες αυτές απόψεις του είχε διατυπώσει και παλιότερα ο Τσοπανάκης και μου είχε δώσει τότε την ευκαιρία να τις αντικρούσω σε ένα άρθρο μου και σε μια βιβλιοκρισία μου[6]. Ο Τσοπανάκης σωστά πάντως παρατηρεί[7] ότι από την εποχή που συντάχτηκε η "Νεοελληνική Σύνταξις" του Αχιλλέα Τζάρτζανου (1938) έως τη δεύτερή της έκδοση (1978) δεν παρουσιάζονται "σημαντικές διαφορές" στο χώρο της σύνταξης. Για τη Γραμματική όμως του Τριανταφυλλίδη αντίθετα νομίζει[8] ότι "κωδικοποίησε τον προφορικό κυρίως λόγο της εποχής 1900-1940, που δεν έμοιαζε σε τίποτε [;] με τον αττικιστικό καθαρευουσιάνικο της ίδιας εποχής". Ο Τσοπανάκης τουλάχιστον υπερβάλλει, γιατί πράγματι από τον προφορικό λόγο κυρίως ξεκινά η Γραμματική αυτή (είναι γραμματική της δημοτικής), όμως ρυθμίζει το γραπτό κυρίως λόγο με όσα "νομοθετεί". Γι' αυτό δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχτεί ότι "σε τίποτε" δε μοιάζει με τον αττικιστικό-καθαρευουσιάνικο, αφού μάλιστα, όπως είπα, λόγια στοιχεία απ' αυτόν δέχτηκε πάμπολλα ο Τριανταφυλλίδης και στη Γραμματική του και στο γραπτό λόγο του. Δεν αληθεύει επομένως το υποστηριζόμενο από τον Τσοπανάκη ότι μέσα στα χρόνια 1950-1991 η γλώσσα μας "γνώρισε μια ανάμειξη" σε όλους του τομείς, η οποία δεν έχει κατασταλάξει". Εκείνο που πραγματικά συμβαίνει στις μέρες μας είναι τούτο: ότι πάμπολλοι που γράφουν σήμερα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα μας. Και αυτό οφείλεται στο ότι οι πάμπολλοι αυτοί που μετά το 1976 έγραψαν και γράφουν τη δημοτική δεν είχαν ποτέ στα χρόνια της μαθητείας τους συστηματικά διδαχτεί ούτε δημοτική γλώσσα ούτε αρχαϊστική καθαρεύουσα. Σχετικά με την τάχα σημαντική εξέλιξη που γνώρισε η γλώσσα μας στην τελευταία πεντηκονταετία πρέπει να παρατηρήσω ότι οι βασικές αντιλήψεις που διατυπώνει (στην πραγματικότητα: ξαναδιατυπώνει) ο Τσοπανάκης είναι πρωτοδιατυπωμένες από τον ίδιο εδώ και δεκαετίες. Επομένως και οι αποκλίσεις του από τα παραδεγμένα σήμερα από τους δημοτικιστές δε γίνεται να βασίζονται στην ασήμαντη εξέλιξη που βέβαια σημειώθηκε στη γλώσσα κατά την τελευταία πεντηκονταετία.
Για να ξαναγυρίσω τώρα στον Τριανταφυλλίδη (και τον Ψυχάρη), ο πρώτος ιδίως δεν εργάστηκε στηριζόμενος μόνο στα "συναισθηματικά γλωσσικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του" συγκροτώντας τη Γραμματική του. Μπορώ μάλιστα εδώ να προσθέσω ότι και αυτός ο Βηλαράς (1771-1823), παρά τις άλλες του υπερβολές δεχόταν τα δάνεια από την αρχαία γλώσσα καθώς και εκείνος δεν καθήλωνε τη γραπτή γλώσσα στα στενά όρια του προφορικού λόγου. Δεχόταν νόμιμη τακτική να "δανειζόμαστε" λέξεις από την αρχαία, φτάνει να τις προσαρμόζομε στον "ιδιωτισμό της γλώσσας μας, δίνοντάς τες", καθώς έγραφε, "την προφορά και τον τόνο οπού είναι συνηθισμένο κι οπού τ' αφτί μπορεί να δεχτεί με λιγότερη δυσκολία"[9]. Ο Τριανταφυλλίδης ειδικότερα όχι μόνο καθόρισε τους κανόνες της γραπτής δημοτικής, αλλά και ο ίδιος, όπως και άλλοι δημοτικιστές των χρόνων του, έδωσε αξιόλογο πρότυπο επιστημονικού λόγου καθώς ερευνούσε τη νέα μας γλώσσα και μας έδινε τους καρπούς των ερευνών του. Γεγονός μάλιστα είναι ότι και ο ίδιος ο Τσοπανάκης[10] δέχεται στο σύνολό τους ορθογραφικούς και τονικούς κανόνες που εφάρμοσε ο Μ. Τριανταφυλλίδης και με τις απλοποιήσεις που εφάρμοσε για τους χρόνους των συλλαβών[11]. Συγκεκριμένα ο Τσοπανάκης ακολουθεί την ορθογράφηση των καταλήξεων της υποτακτικής (που αργότερα τροποποιήθηκε). Η έγκλιση στην πραγματικότητα δεν καταργείται, αφού πράγματι υπάρχει· απλώς απλοποιείται η ορθογράφησή της.
Σχετικά τώρα με το χαρακτήρα των δύο γραμματικών, του Τσοπανάκη και του Τριανταφυλλίδη, και οι δύο είναι ως ένα βαθμό ρυθμιστικές. Η Γραμματική του Τσοπανάκη ως προς τη χρήση λ.χ. του τελικού ν είναι ατόπως ρυθμιστική. Γιατί η αιρετική του πρόταση θέλει να αγνοεί τη γνήσια δημοτική χρήση, που αποφεύγει την υπερβολική του χρησιμοποίηση. Ρυθμιστική είναι η Γραμματική του και όταν (σελ. 595-6 § 726 σημ.), δικαιολογημένα στην περίπτωση αυτή, μας συνιστά να αποφεύγουμε ορισμένους μη ανεκτούς αρχαϊσμούς.
Ας υπενθυμίσω ότι από παλαιότερα[12] είχα παρατηρήσει ότι ο Τσοπανάκης έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό του όταν από το ένα μέρος υποστηρίζει ότι ορισμένα γλωσσικά προβλήματα "οδηγούν σε μικρές αναθεωρήσεις της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη" και από το άλλο μέρος είναι υπέρ κάποιας ανύπαρκτης "τρίτης δημοτικής". Σήμερα μάλιστα με τη Γραμματική του περισσότερο αρνείται το εαυτό του όταν συγγράφει ογκώδη Γραμματική, που τη διακηρύσσει αντιτριανταφυλλιδική. Ο Τσοπανάκης παρουσιάζει πάντως πολλές θεωρητικές και πρακτικές ιδιοτυπίες στο δημοτικισμό του. Ασφαλώς άλλοι (όπως ο Γιάννης Καλιόρης, πολύ λιγότερο ο Στέλιος Ράμφος) θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι εισάγουν ένα είδος "τρίτης δημοτικής"[13].
3. Στο χώρο της ιστορίας της γλώσσας, του γλωσσικού και της γλωσσικής διδασκαλίας.
Ο Τριανταφυλλίδης, όπως διαπιστώνεται, δεν ακολουθεί τον άκρο δημοτικισμό· επικρίθηκε μάλιστα από ορισμένους μετά την έκδοση της Γραμματικής του (1941) για το ότι η συνθηκολόγηση του προς την καθαρεύουσα προχώρησε πιο πέρα από εκείνην του 1917-1920 με τις συντηρητικότερες απόψεις της[14]. Θεωρείται λοιπόν από μας -και είναι- εκσυγχρονισμένη με το παραπάνω για την εποχή που εκδίδεται. Ο Τριανταφυλλίδης μάλιστα αντικρίζοντας με δικαιολογημένη, νομίζω, πικρία τις ποικίλες αντιδράσεις μετά την κυκλοφόρηση της Γραμματικής του εξέφρασε τη λύπη του που "έτσι η κοινή γνώμη δε φωτίστηκε όσο θα έπρεπε από φανατικές κρίσεις και λυπήθηκα ακόμη, προσθέτει, που δημοτικιστές έκαμαν αυτό". Λυπούμαστε κι εμείς σήμερα που δημοτικιστής συγγραφέας και συνάδελφος χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία αρνείται τη σημασία της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη προβάλλοντας τη δική του Γραμματική. Κατά τρόπο μάλιστα οξύμωρο, αφιερώνεται η πρόσφατη Γραμματική και στο Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Μνημονεύοντας ο Τσοπανάκης το "Ταξίδι" του Ψυχάρη υποτιμά το γλωσσικό ανανεωτή και τη συμβολή του στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος και ειδικότερα στη δημιουργία νεοελληνικού πεζού λόγου. Περιορίζεται να χαρακτηρίσει το ιστορικής σημασίας αυτό κείμενο ως "ένα πεζό έργο γραμμένο σε μιαν θεωρητική δημοτική η οποία ισοπέδωνε τα πάντα, φωνητικά, μορφολογικά και λεξιλογικά"[15]. Ο Τσοπανάκης -όσο κι αν φανεί σε μερικούς παράδοξο- αντιμετωπίζει με προκατάληψη και φανατισμό τον Ψυχάρη και το βασικό έργο του. Χαίρεται αλήθεια κανείς από το άλλο μέρος όταν διαπιστώνει ότι γλωσσικός μελετητής με τον οποίο είχε κάποτε βρεθεί σε διαφωνία για συναφή θέματα, σήμερα αντιμετωπίζει τον κορυφαίο δημοτικιστή με πνεύμα ιστορικό τοποθετώντας τον στη γλωσσολογική περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του. Εννοώ το συνάδελφο Γεώργιο Μπαμπινιώτη και το όχι πολύ παλιότερο (1988) μελέτημά του, αναδημοσιευμένο "με μικρές προσαρμογές" εντελώς τελευταία[16]. Σ' αυτό (σ. 77) υποστηρίζεται ότι "χωρίς την επιστημονική γλωσσική στήριξη, τους αγώνες και τα δημοσιεύματα του Γιάννη Ψυχάρη, 1854-1929, και κυρίως, χωρίς το "Ταξίδι", που σήμανε την έναρξη της νεοελληνικής γλωσσικής επανάστασης, δε θα είχαμε ίσως φτάσει, ενενήντα περίπου χρόνια μετά το "Ταξίδι", το 1976, στην αναγνώριση της δημοτικής (νεοελληνικής κοινής) ως επίσημης γλώσσας". Θα απαντήσει ακόμη στο ίδιο μελέτημα (σελ. 78) ο αναγνώστης διαπίστωση του ίδιου μελετητή ότι "όλοι ωστόσο δέχονται ως καθοριστική την παρουσία του στους αγώνες της γλώσσας και -περισσότερο ή λιγότερο- αναγνωρίζουν την επιστημονική συμβολή του στην πάλη για το γλωσσικό". Ακόμη ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί από τον ίδιο μελετητή ότι οι γλωσσολογικές θέσεις του Ψυχάρη (σελ. 84) "δεν απορρέουν από πρόχειρες, εμπειρικές και συμπτωματικές εκτιμήσεις του σ' αυτό ή εκείνο το θέμα, αλλά στηρίζονται σε ορισμένες αρχές της γλωσσικής επιστήμης της εποχής του που, έστω πρόωρα, υπεργενικευτικά και χωρίς να λάβει υπόψη του άλλους ρυθμιστικούς παράγοντες, θέλησε να εφαρμόσει στην ελληνική". Αναμφισβήτητο είναι ότι ο Μπαμπινιώτης βλέπει τον Ψυχάρη με το καλώς νοούμενο "ιστορικό πνεύμα" και γι' αυτό δεν τον αδικεί. Και αλλού ο ίδιος μελετητής παρατηρεί (σ. 98): "Πρέπει να επιμείνουμε στην ανεκτίμητη προσφορά του Ψυχάρη στο γλωσσικό", καθώς επίσης υποστηρίζει (σ. 99) ότι ο Ψυχάρης υπήρξε "ο δημοτικιστής που ανέλαβε το βαρύ φορτίο της επιστημονικής στηρίξεως της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, δηλαδή το κύριο και δυσχερέστερο έργο ν' αποδείξει και να πείσει ότι η δημοτική όχι μόνο δεν υστερεί γλωσσικά ως σύστημα, αλλά ως γνήσιος προφορικός λόγος με μακρά ιστορική εξέλιξη και ακραιφνείς ελληνικές καταβολές είναι δυνάμει η μοναδική μορφή της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας που μπορεί να χρησιμεύσει ως πανελλήνιο όργανο προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, δηλαδή ως επίσημη εθνική γλώσσα". Δικαιολογημένα για τους λόγους που περαιτέρω αναπτύσσει ο Μπαμπινιώτης (σελ. 106) "ξεπεράστηκε σταδιακά ο ψυχαρισμός και έμεινε χωρίς πραγματικό αντικείμενο ο αντι-ψυχαρισμός".
Για να ξαναγυρίσω τώρα στο συντάκτη της πρόσφατης Γραμματικής, παρατηρώ ακόμη ότι και ο Τριανταφυλλίδης, μολονότι πολύ περισσότερο απέκλινε από τις απόψεις, τα κηρύγματα και τα διδάγματα του Ψυχάρη απ' ό,τιο Τσοπανάκης από τον Τριανταφυλλίδη, εκείνος αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία μερικών νεότερων της εποχής που κυκλοφόρησε η Γραμματική σημειώνει ότι το έργο αυτό γίνεται αφορμή να μιλούν υποτιμητικά για τη γενεά του Ψυχάρη, που με το έργο της -μιλά πάντα ο Τριανταφυλλίδης- και με την πίστη της θεμελίωσε τη σημερινή κοινή και που, όπως και να είναι, άνοιξε το δρόμο για τις διάφορες γεννεές που ακολούθησαν. Ουσιαστική από το άλλο μέρος παράλειψη στην έκθεση που κάνει για την ιστορία της γλώσσας μας ο Τσοπανάκης είναι η ακόλουθη: δε μνημονεύεται καν το γεγονός ότι συνέβαλε στην προώθηση του θέματος της σωστής περαιτέρω χρησιμοποίησης της γλώσσας μας το έργο μιας επιτροπής νομικών και φιλολόγων στα πλαίσια του υπουργείου δικαιοσύνης, που για χρόνια (1982-1991) εργαζόμενη με τη βοήθεια και αρμόδιων υποεπιτροπών μετέφερε στη δημοτική γλώσσα βασικούς δικαστικούς κώδικες, που αποτελούν σήμερα γλωσσικό πρότυπο για τους δικαστικούς λειτουργούς στη χρήση του υπηρεσιακού γλωσσικού τους οργάνου[17]. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι στη γλώσσα της δικαιοσύνης έγιναν δεκτά, όπως ήταν φυσικό, άπειρα στοιχεία της λόγιας γλώσσας[18].
Το θέμα της τακτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί κατά τη διδασκαλία της γραμματικής, της γλώσσας μας γενικότερα, οφείλομε βέβαια να το αφήσομε στους ειδικούς παιδαγωγικούς της διδακτικής. Πάντως ο Τσοπανάκης είναι υπέρ του παραδοσιακού τρόπου διδασκαλίας της γραμματικής ακόμα και υπέρ της απομνημόνευσης και εναντίον των νέων μεθόδων. Και ως προς το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, μολονότι δεν είναι θέμα γραμματικής συνταγμένης μάλιστα κατά τον παραδοσιακό τρόπο αποφαίνεται δογματικά και συνοπτικά ότι η κατάργηση της συναφούς διδασκαλίας στέρησε και μαθητές και δασκάλους "από έναν δοκιμασμένο κανόνα γλωσσικής διδασκαλίας"[19].
4. Το μονοτονικό και άλλα ορθογραφικά.
Δυσάρεστη ασφαλώς είναι η διαπίστωση ότι με τη διακήρυξη των απόψεών του ο Τσοπανάκης επιθυμεί να μας γυρίσει στην εποχή πριν από την ιστορική μεταρρύθμιση του 1976. Ακολουθεί το παλαιό πολυτονικό σύστημα, δεν αρνείται ούτε την αείμνηστη βαρεία στο κείμενό του. Βρίσκει μειονεκτήματα στο μονοτονικό σύστημα. Όμως και ο ίδιος παλαιότερα είχε εκφραστεί υπέρ του μονοτονικού[20]. Και ποιο σύστημα -οτιδήποτε και αν αφορά- δεν έχει κάποια μειονεκτήματα; Ο συνάδελφος παρατηρεί[21] ότι "ούτε οι τονικοί κανόνες μπορούν να θεωρηθούν τόσο δύσκολοι ύστερα από την απλοποίηση που είχε υιοθετήσει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στη "Νεοελληνική Γραμματική (της δημοτικής)"". Και όμως ο Τσοπανάκης συχνά στο χώρο της ορθογραφίας απομακρύνεται και από αυτές τις μεταρρυθμιστικές απόψεις του Τριανταφυλλίδη. Τονίζω ότι ο Τριανταφυλλίδης επίμονα υποστήριζε την καθιέρωση του μονοτονικού, χωρίς να αποφασίσει ο ίδιος να το εφαρμόσει στα γραπτά του.
Ελέγχοντας το μονοτονικό σημειώνει ότι χρειάζεται τονικό σημάδι το δεικτικό να και το προτρεπτικό για. Όμως η παρατήρηση είναι μακριά από το πνεύμα του μονοτονικού που ισχύει. Τονικά σημάδια σημειώνονται μόνο στις περιπτώσεις που αυτά είναι απαραίτητα ―όχι σε κάθε περίπτωση που ακούγεται τόνος.
Ο Τσοπανάκης δεν αποδέχεται ούτε την απλουστευτική άποψη του Τριανταφυλλίδη που καταργούσε τα διπλά σύμφωνα σε όσες ξενόφερτες λέξεις απαιτούσαν στην ξένη γλώσσα γραφή με διπλά σύμφωνα. Τη θεωρεί "άσκοπη και τεχνητή". Ο Τσοπανάκης γι' αυτό γράφει "φαλλιμέντο" (ιταλ. fallimento), "πενικιλλίνη" (γαλλ. panicilline), "αλλέγκρο, μα νον τρόππο" (ιταλ. allegro, ma non troppo). Ακόμη γράφει "σωφέρ", αφού στα γαλλικά υπάρχει το au στην αντίστοιχη λέξη. Εδώ ας σημειώσω και τούτο: αποκρούει παλαιότερη πρότασή μου (δεν κατονομάζει εκείνον που πρότεινε), που για μένα ισχύει βέβαια και σήμερα, ότι στη μεταγραφή ονομάτων ξένων προσώπων μπορούμε για καλύτερη απόδοση της ξένης προφοράς σε ορισμένες περιπτώσεις να χρησιμοποιούμε συμπλέγματα όπως μμπ, νντ, νγκ, για να αποδώσουμε ταmb, nd, ng των ξένων ονομάτων[22]. Προσθέτω ότι ο Τσοπανάκης απορρίπτει την πρόταση σαν να αναφερόταν η πρότασή μου γενικώς στη γραφή λέξεων με φθόγγους mb, nd, ng. Απομακρύνεται εξάλλου ο Τσοπανάκης από τον Τριανταφυλλίδη και τη σύγχρονη χρήση όταν ορθογραφεί "καϋμένος",[23] όμως και "καημένος,[24] œς,[25] φτειάχνω,[26] μεταρηματικός,[27] άρωστος, αρώστεια,[28] μπύρα, κατάμματα,[29] καυγάς,[30] Μετσόβειο[31]. Δικαιολογημένη πάντως είναι η ορθογράφηση: "ματογιάλια[32] γιαλάκιας",[33] όμως γιατί "γυαλικά";[34]
Ο Τσοπανάκης, επηρεασμένος, νομίζω, από φωνητικό φαινόμενο της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ρόδου, υποστηρίζει ότι η προφορά των παλαιών διπλών συμφώνων "έχει αδυνατίσει, δεν έχει όμως περιορισθή στην απολύτως απλή: όταν λέμε άλλος, πολλοί, άσσος, πέννα, δε λέμε άλος" κλπ[35]. Ο συντάκτης της Γραμματικής υπερβολικά καινοτομώντας προτείνει ακόμη και στις λέξεις, όταν γράφονται με κεφαλαία, να σημειώνεται τονικό σημάδι[36]. Εντύπωση επίσης θα προκαλέσει, νομίζω, η σύστασή του να γράφομε Φινλανδία και να προφέρομε Φιλλανδία. (Ζήλος προς την αγγλική ορθογραφία;) Γιατί να μη δεχτούμε, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, και τους δύο τύπους και να τους προφέρομε αναλόγως;
Αθορύβως ο Τσοπανάκης γίνεται ελαφρά μεταρρυθμιστικός γράφοντας για να φανεί η ύπαρξη ασυνίζητων: λογϊότερος. Δεν ξέρω αν προτείνει την καινοτομία του και για δημόσια χρήση ή απλώς χρησιμοποιεί τα διαλυτικά για να διαβάζονται σωστότερα τα παραδείγματά του. Πάντως, αν πρόκειται για ορθογραφική πρόταση, δεν είναι αδικαιολόγητη ―φτάνει να τη δεχτούμε.
5. Άλλες επιμέρους παρατηρήσεις.
Είναι ασφαλώς βέβαιο ότι η Γραμματική Τσοπανάκη είναι συγκροτημένη σύμφωνα με τις απόψεις και τις κατευθύνσεις της παλαιότερης γλωσσολογίας. Άλλωστε η σύλληψη, αλλά και η σύνταξή της είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια. Επομένως δεν μπορεί να ικανοποιεί εκείνους που αποζητούν διαφορετική σύλληψη και διάταξη των γραμματικών φαινομένων. Ελέγχθηκε ακόμη δικαιολογημένα[37] η άποψη του Τσοπανάκη που εξακολουθεί να κάνει λόγο σε νεοελληνική γραμματική για συνηρημένα και περισπώμενα ρήματα. Γεγονός παράλληλα είναι ότι η έλλειψη μιας εντελώς σύγχρονης στην εσωτερικής της διάταξη γραμματικής της νέας γλώσσας μετά τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη δεν καλύπτεται από την παρουσία γλωσσικών βοηθημάτων αξιόλογων βέβαια, που έχουν εντωμεταξύ συγκροτηθεί, όπως εκείνα του A. Mirambel, του P. Mackridge και άλλων.
Η βιβλιογραφία της Γραμματικής Τσοπανάκη είναι αναντίρρητα περιορισμένη σε μνείες, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη την έκταση του συγγράμματος. Μια που ο Τσοπανάκης συχνά μνημονεύει ή υπαινίσσεται απόψεις συγχρόνων ως προς την πορεία και την εξέλιξη του γραπτού μας λόγου, απαραίτητο ήταν να μνημονεύει και βοηθήματα, διαφωτιστικά ή εκλαϊκευτικά, που αποβλέπουν στη διαφώτιση του κοινού πάνω στο γλωσσικό πεδίο.
Ακριβώς επειδή ο Τσοπανάκης, πιστεύω, εσκεμμένα θέλησε να ξεπεράσει με το δημοσίευμά του τα συνηθισμένα όρια μιας γραμματικής, ζήτησε να αντικρίσει και ορισμένα λεπτομερειακά θέματα ορθογραφίας, γλωσσικής χρήσης, προφοράς, κλπ. Παίρνοντας αφορμή από κακόγουστη και συχνά προφανώς λανθασμένη χρήση μετοχών παθητικού ενεστώτα και αορίστου "του περιβάλλοντα χώρου", "οι ακολουθήσαντες συζητήσεις", "της υποβληθείσας εργασίας",[38] "αντιτίθεταν" και "αντιτίθονταν"[39] που είναι όλα διεστραμμένα κατάλοιπα καθαρευουσιάνικων χρήσεων, αποφεύγει να κάμει, όπως γράφει,[40] οποιαδήποτε πρόβλεψη για τη χρήση τους, ενώ έπρεπε ρητά να καταδικάσει τα κακόγουστα αυτα γλωσσικά κατασκευάσματα. Τη χρήση τους την αποδίδει στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, την επικράτηση της αντιγραμματικής [!] διδασκαλίας στα σχολεία μας, ενώ έπρεπε να τα αποδώσει στη μη έγκαιρη αναγνώριση της δημοτικής από την πολιτεία, στην ολοένα εκφυλιζόμενη καθαρεύουσα, στην επακόλουθη χρεοκοπία της γλωσσικής διδασκαλίας επί πολλές δεκαετίες πριν από το 1976, και μάλιστα κατά τα χρόνια της εφτάχρονης χούντας και, πρέπει να προσθέσω, στην ενμέρει ανολοκλήρωτη και όχι συνεπή εφαρμογή της γλωσσικής μεταρρύθμισης του 1976.
Ο Τσοπανάκης αμφιβάλλει, ασφαλώς αδικαιολόγητα, αν είναι λαϊκά τα "διηγώντας, συλλογιώντας, ονειρεύοντας" (ακούγεται, συμπληρώνω, και το "έρχοντας"). Οι τύποι αυτοί χρησιμοποιούνται ακριβώς γιατί ξεχάστηκαν (από παλιότερα) οι μετοχές ενεστώτα μέσης φωνής που σήμερα εμείς τις χρησιμοποιούμε από παραδεκτή επίδραση της καθαρεύουσας. Τέτοιες λεπτομερειακότερες συζητήσεις μάλλον δεν έχουν θέση σε μια γραμματική και κάνουν το βιβλίο του Τσοπανάκη επικίνδυνο για τους μη ενημερωμένους που θα θελήσουν να στηριχτούν σ' αυτό.
Θα μπορούσα να αναγνωρίσω ότι ο Τσοπανάκης δεν είναι πάντα συντηρητικός στις απόψεις του, αφού έχει χρησιμοποιήσει παλαιότερα το θηλυκό "συγγράφισσα", που το συνιστά και σήμερα[41]. Όμως σε σημείωσή του που ακολουθεί αναιρεί παραδόξως τον εαυτό του (γράφει "χρησιμοποιήσαμε παλαιότερα το θηλυκό η συγγράφισσα και θα το συνιστούσαμε και σήμερα") και δέχεται τα ανελλήνιστα που γράφονται και ακούονται "η γραμματέα, η συγγραφέα, η ταμία - της γραμματέας, της συγγραφέας, της ταμίας"[42]. Του υπενθυμίζω πάντως ότι το "γραμμάτισσα" ως θυληκό του "γραμματεύς" έχει χρησιμοποιηθεί σε γραπτό κείμενο του1829, 1830[43] και ότι το "συγγράφισσα" το έχει χρησιμοποιήσει (χωρίς να ξέρει το παλιότερο "γραμμάτισσα") συγγραφέας όχι ασήμαντος, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος[44].Με όσα υποστηρίζει ο Τσοπανάκης πέφτει στο κενό η προτίμησή του όχι μόνο προς το "συγγράφισσα", αλλά και το "γραμματικίνα", που κι αυτό στιγμιαία το δέχτηκε[45]. Προσθέτω ότι αναρωτιέται (ό.π.) ο Τσοπανάκης αν το "φόνισσα", θηλυκό βέβαια του "φονιάς", είναι μοναδικό. Υπενθυμίζω το"βασίλισσα", αλλά και το μαρτυρημένο και μνημονευμένο πιο πάνω "γραμμάτισσα". Διαπιστώνοντας εγώ παλαιότερα την επίμονη αποστροφή προς το "συγγράφισσα" πρότεινα τη χρησιμοποίηση των αρχαϊστικότερων τύπων "η συγγραφεύς - της συγγραφέως", "η γραμματεύς - της γραμματέως". Τα "η γραμματέα - της γραμματέας" εγώ τουλάχιστον εξακολουθώ να τα αποκρούω ως ανελλήνιστα. Στο χώρο της ετυμολογίας ο Τσοπανάκης αμφισβητεί καθιερωμένες ετυμολογίες, όπως του μαζί, του καν[46].
Ευχάριστο είναι ότι ο Τσοπανάκης δέχεται το βουλεύτρια (γιατί κι αυτό κανονικό είναι και έχει και προϊστορία στην παλιότερη γραμματεία), ακόμη τα γυμνασιάρχισσα, λυκειάρχισσα. Διαπιστώνει σωστά παράλληλα ότι "άρχισαν να ακούγονται τα "γυμνασιάρχισσα, συναδέλφισσα, βουλευτίνα, στρατιωτίνα, χωροφυλακίνα". Κακίζει ευτυχώς ο Τσοπανάκης και το "η αναπληρωτής υπουργός". Παρατηρώ με την ευκαιρία ότι δεν είναι μόνο οι Ιταλοί που εύκολα λένε "il signor Professore" για γυναίκα καθηγήτρια. Το ίδιο και οι Γάλλοι λένε και γράφουν: "Madame le Professeur" για γυναίκα καθηγήτρια. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι στις εκφορές αυτές απαντούμε το le ή το il· ποτέ δε λένε ή γράφουν "la professeur", όπως εμείς "η βουλευτής".
Ο Τσοπανάκης είχε εκφράσει παλαιότερα, πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια (1944), την ελπίδα ότι μέσα σε μια πεντηκονταετία από τότε θα λυνόταν οριστικά το γλωσσικό ζήτημα. Το ζήτημα λύθηκε πριν να ολοκληρωθεί η πεντηκονταετία, όμως εκείνος σήμερα με τη Γραμματική του ουσιαστικά ζητά να αναστρέψει την πορεία που ακολουθήσαμε "προς τη δημοτική", που την έχομε, νομίζω, ολοκληρώσει. Μολονότι ως ένα βαθμό "αντιρρησίας" του δημοτικισμού, καθώς απομακρύνεται από τον Τριανταφυλλίδη και αρνείται τον Ψυχάρη, όπως είχα παρατηρήσει και παλιότερα (1983),[47] ο Τσοπανάκης δεν είναι συνακόλουθος με τον εαυτό του γράφοντας σε ορισμένα σημεία των μελετών του νευρώδικος, σκελετώδικος, μνημειώδικος, πενηνταετία, ελληνόπρεπος, εκπροσώπισσα (θηλ. του εκπρόσωπος) και άλλα. Σήμερα απορώ, αλλά και δεν απορώ γιατί ορισμένοι λόγιοι δημοτικιστές της "τελευταίας ώρας" επιδοκιμάζουν γενικώς την τακτική Τσοπανάκη στο γλωσσικό θέμα.
Ο Τσοπανάκης δικαιολογημένα δεν εγκρίνει εκφράσεις όπως: "δεν επιδέχεται βελτίωσης" και ανάλογα. Όμως εδώ δεν έχομε επίδραση της σύνταξής του "στερούμαι", όπως υποστηρίζει ο Τσοπανάκης. Το χρήστη ασφαλώς τον επηρεάζει το επίθετο "επιδεκτικός", που χρειάζεται βέβαια γενική ("επιδεκτικός βελτίωσης"). Παρόμοια σφάλματα γίνονται συχνά προκειμένου και για άλλα ρήματα. Το λάθος εξηγείται αν δεχτούμε επίδραση του αντίστοιχου επιθέτου, που ενδιάθετα σκέπτεται ο χρήστης.
Ο Τσοπανάκης καταγράφει[48] τη συχνή χρησιμοποίηση του ρήματος "μαίνομαι" στην έκφραση "η πυρκαϊά μαίνεται", που βέβαια είναι καθαρευουσιάνικο καλούπι, όπως και πολλά άλλα ανάλογα, που χρησιμοποιούνται ακόμη στο γραπτό κυρίως λόγο. Όμως τέτοια καλούπια τα κληρονομήσαμε από την καθαρεύουσα. Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να τα αποφύγομε.
Καμιά φορά ο συντάκτης της Γραμματικής οδηγείται σε παρακινδυνευμένεςσυστάσεις, που μόνο σε σύγχυση μπορούν να οδηγήσουν αν επιχειρηθεί να εφαρμοστούν. Είναι η περίπτωση των κοινόχρηστων έχω και μετέχω, που δεν έχουν αόριστο στη νέα μας γλώσσα. Ο Τσοπανάκης προτείνει[49] "την υιοθέτηση του αορ. έσχον (στην σύνθεση με τις προθέσεις) με τους ευπρόσδεκτους τύπους "μετέσχες, παρέσχε", κτλ., περιμένοντας, καθώς γράφει την χρήση και την συνήθεια να ρυθμίση τα παραπέρα (μετέσχαμε; -ατε; -αν;)". Μόνο λόγιος και αρκετά μάλιστα καθαρευουσιάνος, θα πει: "μετέσχον"· ο μη "λόγιος" θα πελαγώσει. Ποια είναι η λύση; Για να μη λέμε "μετείχε" στη θέση του αρχαίου "μετέσχε", θα χρησιμοποιήσομε περίφραση: "έλαβε μέρος". Αυτή τη λύση προτείνει και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης.
Μελετώντας κανείς τα ποικίλα θέματα που θίγει η Γραμματική Τσοπανάκη θα είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει πλήθος από λεπτομερειακότερες παρατηρήσεις, άλλοτε συμφωνώντας άλλοτε διαφωνώντας. Όμως τέτοιες παρατηρήσεις δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν σε ένα μάλλον γενικό κριτικό δημοσίευμα.
6. Δομή, γλώσσα και ύφος του δημοσιεύματος.
Σε μια κάπως εκτενέστερη κριτική θεώρηση ενός φιλόδοξου ασφαλώς δημοσιεύματος δεν είναι ίσως περιττές ορισμένες παρατηρήσεις για την όλη οικοδόμηση του έργου. Για τη Γραμματική που κρίνεται θα έλεγα ότι επεκτείνεται κατά κόρον ― ακόμη και αν ήταν καθαυτό ιστορική γραμματική της νέας ελληνικής ― σε θέματα της αρχαίας γλώσσας, καθώς και σε απόψεις γραμματικών των μεταγενέστερων χρόνων γύρω από την αρχαία γλώσσα. Η διαπλάτυνση αυτή θα δικαιωνόταν αν επρόκειτο για γραμματική ― αν μια τέτοια γραμματική ήταν νοητή ― της όλης ελληνικής γλώσσας. Ώρες ώρες διερωτάται κανείς αν έχομε μπροστά μας τη γραμματική της νέας ή της αρχαίας γλώσσας[50].
Από το άλλο μέρος πάμπολλες σελίδες του βιβλίου κινούν τον αναγνώστη να διερωτηθεί σε ποιους απευθύνεται ο συγγραφέας. Αρκετές από τις σελίδες του βιβλίου είναι χρήσιμες σ' εκείνον που γλωσσολογεί και ενδιαφέρεται για μιαν αναλυτικότερη ιστορία της ελληνικής γλώσσας όμως οι σελίδες αυτές "φορτώνουν" τη Γραμματική και την κάνουν δυσπρόσιτη σε πλατύτερο κοινό. Θα έλεγα ότι ο Τσοπανάκης με τη Γραμματική του επιχειρεί να μας δώσει ένα είδος "διαθήκης" σχετικά με τα γλωσσικά μας πράγματα. Χαρακτηριστικό της παντοδαπής ύλης που συγκέντρωσε ο συγγραφέας στη Γραμματική του είναι ότι σε ορισμένες σελίδες του ελέγχει λάθη αληθινά απαίδευτων και αγράμματων, που δεν μπορούν καν να συζητούνται (λάθη όπως εχάθει (με ει), ως εξείς, ξεκινείστε,[51] εν πάσει περιπτώσει). Μάλιστα τα λάθη αυτά, καθώς και άλλα παρόμοια, αποδίδονται στην κατάργηση της ορθογραφικής διάκρισης της υποτακτικής! Όμως πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι πολύ συχνά παρέχονται σωστές οδηγίες στη χρήση της γλώσσας. Συζήτηση εντούτοις γι' αυτά τα θέματα θα είχε τη θέση της σε καθαρώς εκλαϊκευτικό δημοσίευμα και όχι σε "σοφή" Γραμματική ―και καμιά φορά σε ύφος που δεν ταιριάζει σε γραμματικό σύγγραμμα. Ο Τσοπανάκης φτάνει να συζητεί και θέμα χρήσης του λατινικού αλφαβήτου για την αποτύπωση της νέας ελληνικής. Διερωτάται κανείς: ποιος σήμερα υποστηρίζει μια τέτοια "καινοτομία"; Όσα πάλι λέγονται και για τη γλώσσα του Μακρυγιάννη και του Ίωνος Δραγούμη εντάσσονται στην τάση να συζητηθούν, αν είναι δυνατόν, όλα τα ζητήματα. Σε άλλο σημείο της Γραμματικής του ο συγγραφέας τοποθετώντας τον εαυτό του έξω από τα όρια κάθε γραμματικής κάνει λόγο λ.χ. για τη θέση που πρέπει να έχει το άρθρο δίπλα στο λήμμα λεξικού[52]. Σημειώνει ότι το άρθρο τοποθετείται μετά το λήμμα ―πράγμα προφανέστατο.
Ο Τσοπανάκης σε ένα τελευταίο τμήμα της Γραμματικής του καταγράφει ανάλογα με την προέλευσή τους τις ξένες λέξεις που κατά καιρούς δέχτηκε η γλώσσα μας. Οι κατάλογοι τείνουν να είναι εξαντλητικοί. Καταγράφουν και λέξεις που μόνο σε ιδιώματα απαντούν. Έτσι δίνεται η εντύπωση αληθινού κατακλυσμού ξένων λέξεων στη γλώσσα μας από τα παλαιότερα χρόνια, ιδίως τουρκικών. Όμως σε μια γραμματική της κοινής γλώσσας και όχι των ιδιωμάτων θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια ώστε οι παρεχόμενες πληροφορίες να αναφέρονται όσο γίνεται αποκλειστικά στην κοινή γλώσσα. Δε νομίζω πάντως ότι ξένες λέξεις όπως "ελεγκάν, εξαντρίκ, λουξ, μασκέ, μπλαζέ, ντεκλαρέ", κ.τ.ό., μπορούν να πάρουν εισιτήριο για το γραπτό μας λόγο.
Δεδομένου ότι ο συγγραφέας προβάλλει "ανακαινιστικός" ως προς τη θεωρία περί γλωσσικού οργάνου, αξίζει να δούμε πως ο ίδιος χρησιμοποιεί το συζητούμενο γλωσσικό όργανο. Πρέπει να πω λοιπόν ότι η γλώσσα του στη Γραμματική του, καθώς και στα άλλα παλαιότερα δημοσιεύματά του, είναι η κανονική δημοτική με ορισμένες αποκλίσεις (η σπουδαιότερη είναι η αναφερόμενη στο τελικό -ν). Καμιά φορά μάλιστα θα λέγαμε πως υπερδημοτικίζει (όταν λ.χ. γράφει συγκομμένη προστακτική,[53] όπου πολλοί από μας θα έγραφαν "συγκεκομμένη προστακτική". Γράφει[54] συνθέτεται, ενώ πολλοί άλλοι θα έγραφαν συντίθεται. Χρησιμοποιεί ακόμη το γειτονιά και σε θεωρητική χρήση (η "άμεση γειτονιά" περιοχών με ορισμένους λαούς)[55]. Γράφει ακόμη: "Διονύσιος Θρακιώτης"[56]. Άλλος θα έγραφε: "Διονύσιος ο Θραξ".
Για το περίφημο τελικό -ν, που είναι μια από τις "αδυναμίες" του, αφιερώνει ο συντάκτης της Γραμματικής τις παραγράφους 247-250, σελ. 169-173, του βιβλίου του. Επιστρατεύει μάλιστα και κείμενα του Μακρυγιάννη [!] υπέρ των απόψεών, καθώς και του Ίωνος Δραγούμη. Ο τελευταίος σε ζητήματα ύφους διαφωνεί με το Βλαστό, αλλά όχι πάντα με γνώση των πραγμάτων. Εξάλλου μνημονεύει και τον Τριανταφυλλίδη, ενώ εκείνος δέχεται το τελικό -ν μόνο στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο[57].
Νομίζω πάντως ότι δεν αποφαίνεται σωστά ο Τσοπανάκης όταν διατείνεται[58] ότι "ένα από τα σημαντικότερα δείγματα των διαφορών ανάμεσα στην προφορική και την γραπτή μορφή της δημοτικής αποτελεί η συμπροφορά και η τύχη του -ν στο εσωτερικό και κυρίως στο τέλος των λέξεων κάτι που, καθώς νομίζει ο Τσοπανάκης, εξελίχθηκε σε μεγάλο ορθογραφικό πρόβλημα του γραπτού μας λόγου" [!]. Ο Τσοπανάκης μεγαλοποιεί συναισθηματικά και υποκειμενικά το θέμα. Άλλες είναι οι διαφορές μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου· πολύ σημαντικότερες. Το -ν είναι σχεδόν ορθογραφικό θέμα ―και περιορισμένης μάλιστα σημασίας, όταν δε φτάνει στην υπερβολική χρήση που του κάνει ο Τσοπανάκης
Σχετικά τώρα με το ύφος του συγγραφέα. Ο Τσοπανάκης αγαπά καμιά φορά τον ελεγκτικό τόνο στη χρήση του γλωσσικού του οργάνου. Γράφει λ.χ. "Φαίνεται ότι μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε…", "Δεν ξέρω αν αρχίσαμε καν να καταλαβαίνουμε…", "Δεν ξέρω αν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε…",[59] "Κανένας δεν ξέρει ακόμα και σήμερα…",[60] "Δεν ξέρουμε πόσοι Έλληνες υποψιάζονται τι είναι οι ρύποι· μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι ότι κανένας δε ξέρει τί είναι τα λύ-ματα· κανένας δεν τα συνδέει με την από-λύμανση και απο-λυμαίνω και κανένας δεν θα στεναχωριόταν αν τους ρύπους τους λέγαμε ακαθαρσίες και τα λύματα βρωμιές. Φαίνεται όμως ότι μερικοί θα στεναχωριούνταν, μια που η λ. είναι βαφτισμένη από τον Όμηρο (Ιλ. Α 313, 314, Ξ 171 λύματα και απελυμαίνοντο)"[61]. Σε άλλο σημείο του δημοσιεύματός του σκιαμαχεί ο Τσοπανάκης όταν καταφέρεται εναντίον της "τάσης να θεσμοποιηθεί η Γραμματική [Τριανταφυλλίδη] όπως είναι και να γίνει αμετακίνητο Ευαγγέλιο".
Το ύφος του Τσοπανάκη σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αφημένο και αυθόρμητο με την αφορμή κάποιου λάθους που ελέγχεται. Όμως το ύφος σε μια γραμματική πρέπει να αποβάλλει το συναισθηματικό του χαρακτήρα. Μια γραμματική διατυπώνει και ερμηνεύει όσο γίνεται κατά αντικειμενικό τρόπο τα πράγματα.
Συμπερασματικά.
Συγκεφαλαιώνοντας θα έλεγα ότι ο Τσοπανάκης δεν είναι δημοτικιστής του τύπου ορισμένων λογίων των τελευταίων χρόνων που ποτέ δεν πίστεψαν στο δημοτικισμό, αλλά η φορά των πραγμάτων τούς έφερε να γίνουνένα είδος δημοτικιστών ιδιότυπων, στην πραγματικότητα ένα είδος "νεοκαθαρευουσιάνων". Ο Τσοπανάκης είναι αναντίρρητα δημοτικιστής στην πράξη, με αποκλίσεις στο χώρο της θεωρίας, μολονότι καμιά φορά η φρασεολογία του αφήνει να υποθέσομε ότι συμβαίνει το αντίθετο. Ακριβώς λοιπόν επειδή ο Τσοπανάκης ανήκει στο χώρο του δημοτικισμού, όχι μόνο ξενίζει, αλλά και δημιουργεί διαμαρτυρία η τεχνητή ―ως προς ορισμένα σημεία― αντίθεσή του προς τον Τριανταφυλλίδη. Η άποψή του, που παλαιότερα την είχε αναπτύξει, για μια τρίτη δημοτική μετά τη δεύτερη του Τριανταφυλλίδη δε βασίζεται καθόλου στην πραγματικότητα. Όμως στην εποχή μας με τα μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα δε φτάνει να είναι κανείς δημοτικιστής ―δημοτικιστές λέγονται σήμερα όσοι γράφουν καλή ή άσχημη δημοτική. Χρειάζεται κοντά στη σωστή κατά βάση χρήση της γλώσσας να εμφορούμαστε από σωστές και ισορροπημένες ιδέες που να μην αντιμάχονται τη γλωσσική μας πράξη, τη γλωσσική τακτική μας όταν γράφομε, αλλά και να κυβερνούν τη σκέψη μας πάνω σε κάθε θέμα που συνδέεται με τη γλώσσα μας, τη διάδοσή της και τη σωστή της υπεράσπιση και στο χώρο της παιδείας και στο γενικότερο χώρο της κοινωνίας. Η τακτική του Τσοπανάκη υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσει τον ακατατόπιστο στο θέμα αναγνώστη ώστε να νομίσει ότι τάχα όλο το γλωσσικό οικοδόμημα που θεμελίωσε ο Τριανταφυλλίδης κινδυνεύει να ανατραπεί. Χαρακτηριστικός είναι κάποιος τίτλος που σημειώθηκε σε δημοσιογραφική συνέντευξη του Τσοπανάκη: "Επιστροφή στην καθαρεύουσα;". Όχι, δε γυρίζομε στην καθαρεύουσα. Ούτε βέβαια πρόταση του Τσοπανάκη είναι να γυρίσομε στην καθαρεύουσα. Ακόμη, σε μια άλλη συνέντευξη που έχει δώσει τελευταία ο Τσοπανάκης ρωτήθηκε από το δημοσιογράφο: "Καθαρευουσιάνος ή δημοτικιστής;" Και ο Τσοπανάκης δε δυσκολεύτηκε να διακηρύξει ότι όλα τα κείμενά του είναι γραμμένα στη δημοτική.
Όπως φάνηκε, νομίζω, από πολλές παρατηρήσεις μου, η Γραμματική του Τσοπανάκη αποτελεί "παραφωνία" σε σχέση με τις γενικά παραδεκτές σήμερα απόψεις των ορθόδοξων δημοτικιστών. Όμως το γραμματικό αυτό σύγγραμμα θα αποδειχτεί χρησιμότατος σύμβουλος σε εκείνον που στο μέλλον θα επιχειρήσει να συγκροτήσει λεξικό της νέας μας γλώσσας εκτενέστερο από εκείνα που κυκλοφορούν σήμερα. Τα χρήσιμα στοιχεία που παρέχονται με τη Γραμματική σε σχέση με την κλίση πολλών ονομάτων και ρημάτων, καθώς και άλλων μερών του ελληνικού λόγου, θίγουν προβλήματα που, άσχετα του αν ο Τσοπανάκης δίνει ή δε δίνει τη σωστότερη λύση, θα έχει χρέος ο μελλοντικός συντάκτης του εκτενέστερου λεξικού να τα αντιμετωπίσει.
Όπως θα διαπίστωσε ο αναγνώστης, δε συζήτησα στην ουσία ειδικότερα θέματα γραμματικής. Τέτοια θέματα αντίκρισαν άλλοι αρμόδιοι κριτές[62]. Η δική μου κριτική αντιμετώπιση του έργου έγινε από ορισμένες άλλες πλευρές. Αντίκρισα θέματα που αναφέρονται, όπως είπα ήδη, στην "περιρρέουσα ατμόσφαιρα" του δημοσιεύματος. Εκεί, νομίζω, εντοπίζεται ο θεωρητικότερος, ο βασικότερος χαρακτήρας του έργου και λιγότερο σε επιμέρους γραμματικές αποκλίσεις και παρατηρήσεις ― όσο κι αν στις τελευταίες δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα ο συγγραφέας. Ακριβώς στην "περιρρέουσα ατμόσφαιρα" εδράζεται κυρίως η συντηρητικότητα του δημοσιεύματος ― για να μην πω η τάση για γλωσσική παλινδρόμηση. Λυπάται αληθινά κανείς διαπιστώνοντας ότι η γενική εντύπωση και του ενημερωμένου ακόμη αναγνώστη από το έργο μπορεί να αδικήσει τον Τσοπανάκη, αφού σε ορισμένες σελίδες του (όπως έχω ήδη παρατηρήσει) κατέγραψε και ταξινόμησε γλωσσικό υλικό χρήσιμο για περαιτέρω γλωσσική επεξεργασία.
1 Νεοελληνική Γραμματική, Εκδ. Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη - Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου και Σίας, Αθήνα, 1994, σελίδες 828.
2 "Το Βήμα της Κυριακής" (30.10.1994).
3 Τέτοιες γλωσσικές παρεκκλίσεις έχω διαπιστώσει και συζητήσει σε ορισμένα βιβλία μου της τελευταίας εικοσαετίας που απευθύνονται κυρίως σε ευρύτερο κοινό. Αναφέρω ιδίως τα ακόλουθα: "Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή" (1979), "Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά", β΄ έκδ. Με προσθήκες (1988).
4 Βλ. συναφές με το θέμα δημοσίευμά μου: "Το θέμα της γλώσσας μας σήμερα και τα ιστορικά αίτια που οδήγησαν στη σημερινή γλωσσική κακοδαιμονία" (Βυζαντινά 13, 1985, 967-980· ανατύπ.: Ε. Κριαρά, Η γλώσσα μας. Παρελθόνκαι παρόν (1992), σελ. 223-236).
5 σ. 76 § 86· πβ. και σ. 74 § 83, 84.
6 Το άρθρο (Νέα Εστία, 15.3.1983, σελ. 359-362)· η βιβλιοκρισία (Διαβάζω, αρ. 59, της 29.12.1982). Ανατυπώθηκαν στο βιβλίο μου: Η γλώσσα μας. Παρελθόνκαι παρόν, σελ. 145 κε.
7 σ. 574 § 695
8 σ. 574 § 696.
9 Άπαντα Ιωάννου Βηλαρά, επιμέλεια Γ. Βαρβαρέττου, Αθήνα [1935].
10 σ. 124 § 175· πβ. σ. 181§ 275.
11 σ. 124 § 175· πβ. 95-6 § 120, σ. 181 § 275.
12 Νέα Εστία της 19.3.1983· ανατ. Ε. Κριαρά, Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, σελ. 153.
13 Οι απόψεις τους με έχουν απασχολήσει σε δημοσιεύματά μου. Βλ. κυρίως το άρθρο μου "Ο γραπτός δημοτικός μας λόγος σήμερα" (περιοδ. Αντί 10.6.1983) (=απάντηση στον Γ. Καλιόρη) και τμήμα (τίτλος: Νεοκαθαρευουσιάνοι) άρθρου μου "Η γλώσσα μας σήμερα. Αποκλίσεις στη θεωρία και την πράξη" (περιοδ. Επιστημονική Σκέψη 21 Οκτ. - Δεκ. 1984 (15.1.1985), σ. 49-55) (=σχολιασμός κειμένων του Στ. Ράμφου)· ανατύπ.: Ε. Κριαρά, Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, σελ. 289-303, ιδίως σελ. 294 κε).
14 "Τα ιστορικά της Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη" στο βιβλίο μου "Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά", β΄ έκδ. 1988, σελ. 208-235.
15 σ. 72 § 77.
16 Γ. Μπαμπινιώτη, Ελληνική γλώσσα. Παρελθόν-παρόν-μέλλον (Μελετήματα, διαλέξεις και άρθρα, 1977-1993), Gutenberg 1994. Ειδικότερα το κεφάλαιο: Γιάννης Ψυχάρης. Η γλωσσολογική του συμβολή στη μελέτη της ελληνικής, σελ. 77-106.
17 Για τη δημοτική στα νομικά κείμενα βλ. σχετικά άρθρα μου αναδημοσιευμένα στο βιβλίο μου "Η σημερινή μας γλώσσα", σελ. 187-209, καθώς και ειδικό άρθρο για το μεταγλωττισμένο αστικό κώδικα αναδημοσιευμένο στο βιβλίο μου "Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν", σελ. 368-371.
18 Βλ. τα κείμενα των δικαστικών κωδίκων όπως είναι σήμερα μεταγλωττισμένα στη δημοτική γλώσσα.
19 σ. 73-4 § 82.
20 Αγαπητού Τσοπανάκη, Ο δρόμος προς την δημοτική, σελ. 209-211. Για τα ιστορικά του μονοτονικού και άλλα σχετικά με το σύστημα βλ. στο: Ε. Κριαρά, Η σημερινή μας γλώσσα. Μελετήματα και άρθρα (1984), σελ. 211-263 και του ίδιου, Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, σελ. 439 κε.
21 §158.
22 Για το θέμα της μεταγραφής ξένων κύριων ονομάτων στα ελληνικά βλ. άρθρα μου αναδημοσιευμένα στο βιβλίο μου: Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, σελ. 460-480 και πρόσφατο άρθρο μου: "Η μεταγραφή από τις ξένες γλώσσες" στο περιοδικό "Θαλλώ",τεύχ. 6, 1994, σελ. 9-11.
23 σ. 154 § 224α.
24 σ. 596 § 727δ.
25 σ. 539 § 655.
26 σ. 355 § 517.
27 σ. 653.
28 σ. 92 σημ.
29 σ. 713.
30 σ. 655.
31 σ. 671 § 786β.
32 σ. 205.
33 σ. 653.
34 σ. 205.
35 Θα δεχόταν κανείς προφορά διπλών συμφώνων μόνο σε περιπτώσεις σύνθετων λέξεων με τις προθέσεις εκ, εν στις οποίες το αρχικό σύμφωνο του δεύτερου συνθετικού είναι κ ή μ ή ν (εκκαθαρίζω, εμμένω, εννοώ, κ.τ.ό.). Αλλά και εδώ η σωστή ίσως προφορά είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή στην πράξη.
36 σ. 127 § 178 σημ. 2.
37 Βλ. Ε. Πετρούνια ("Το Βήμα της Κυριακής", 30.10.1994).
38 σ. 354 § 515.
39 σ. 813.
40 σ. 354 § 515 σημ.
41 σ. 265 § 407. - Βλ. Ε. Κριαρά, Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά, β΄έκδ. σελ. 31, 117-8.
42 σ. 265 § 407 σημ.
43 Για παλαιότερη χρησιμοποίηση του θυληκού "γραμμάτισσα" βλ. Ε. Κριαρά, Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή, σελ. 116-118.
44 Κατά πληροφορία που ευγενικά μου έδωσε ο φίλος κριτικός κ. Ευάγγελος Μόσχος.
45 σ. 265 § 407.
46 σ. 713 § 821 σημ. 1.
47 Ε. Κριαρά, Η γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, σελ. 140 κε., 148 κε. και 155.
48 σ. 397 § 561 σημ. 1.
49 σ. 425. Καμιά φορά ο συγγραφέας της Γραμματικής αναφέρεται και στην αρχαιότατη μορφή της ελληνικής γλώσσας για να κάμει ορισμένες διαπιστώσεις (σ. 45 § 21 σημ.)
50 Κάπου αναφέρει πώς νοεί τις πτώσεις ο Αριστοτέλης (σ. 194 § 290 σημ. 1).
51 Συγκεκριμένα το λάθος αυτό (-είστε αντί -ήστε), λάθος αμαθών ή απρόσεκτων, γινόταν και στα χρόνια του Τριανταφυλλίδη, δηλαδή και πριν ακόμα γίνει λόγος ή τουλάχιστον επεκταθεί η απλουστευμένη ορθογράφηση της υποτακτικής.
52 σ. 197 § 295 σημ. 1.
53 σ. 95 § 120α.
54 σ. 701 § 812 ι.
55 σ. 65 § 61.
56 σ. 194 § 290 σημ. 1, σ. 198 § 298 σημ.
57 σ. 171-2 § 248β-249.
58 σ. 166 § 242.
59 σ. 95 § 120β.
60 σ. 169 § 247β.
61 σ. 735 § 841δ.
62 Βλ. τις διαπιστώσεις και παρατηρήσεις των Ε. Πετρούνια και Ι. Ν. Καζάζη ("Το Βήμα της Κυριακής", 30.10.1994).