ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άλλες Κριτικές
- Α. Παπανδρέου: Αυγή, 12/9/76
- Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου & Ελένη Καρατζόλα: Γλωσσικός Υπολογιστής 2(1-2)
- Εμμ. Κριαράς: Οι επιφυλλίδες του Βήματος, 15/02/78
- Φ. Κλεάνθης, Μ. Παπαδοπούλου, Κ. Σταματίου: ΤΑ ΝΕΑ - Γράμματα - Βιβλίο
- Μίμης Σουλιώτης: «ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.10.1994
- Β. Φόρης: Καθημερινή, 24/3/1962
- Β. Δ. Φόρης: Καθημερινή, 23/03/62
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις.
Κώστας Κανάκης
Μίμης Σουλιώτης: «ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.10.1994
Ο κ. Μίμης Σουλιώτης είναι διευθυντής στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Φλώρινας.
Μεταφράζοντας τη Μικρή Γραμματική του Τριανταφυλλίδη
Manolis A. Triandaphyllidis: «Petite Grammaire du Grec Moderne». Traduite par Fernand Duisit et Octave Merlier, Α.Π.Θ. Ινστιτούτο Νεοελλ. Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1994, σελίδες 269.
«Ως έργον ατελεύτητον», κατά Εμπειρίκο, μπορεί να χαρακτηρισθεί η συγγραφή της πολύπλαγκτης Νεοελληνικής Γραμματικής - πόσο μάλλον η μετάφρασή της σε οιαδήποτε ξένη γλώσσα. Το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών επανέλαβε το τόλμημα, επανεκδίδοντας, μονοτονική και αναπροσαρμοσμένη, τη γαλλική εκδοχή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μ. Τριανταφυλλίδη (που είχε πρωτοεκδοθεί στα ελληνικά από τον ΟΕΔΒ το 1941). Την εκπόνησαν οι διαπρεπείς ελληνιστές Dusuit και Merlier, που είχαν κάμει και τη μετάφραση της πρώτης έκδοσης (1975).
Από το πληροφοριακό δελτίο του ΙΝΣ αντλούμε ότι ανάλογες μεταφράσεις της κατά το δυνατόν εκσυγχρονισμένης Τριανταφυλλίδειας Μικρής Γραμματικής θα κυκλοφορήσουν μέσα στο 1994, δουλεμένες από πανεπιστημιακούς δασκάλους επί το πλείστον: στα αλβανικά (Δώρης Κυριαζής), στα βουλγαρικά (Ελίνα Πετροπούλου) και στα σερβικά (Zoran Mutic), όσον αφορά τη Βαλκανική. Επίσης, στα αγγλικά (John Burke), στα γερμανικά (Μαρία Μπογδάνου), στα ισπανικά (Carlos Mentez), στα ιταλικά (Maria Caracausi) και στα ρωσικά (Ελίνα Μητροπούλου), για την Ευρώπη. Το 1994 είναι πλέον έτος μεταφράσεων της ελληνικής γραμματικής! Το Πρώτο Μέρος της Petite Grammaire απαρτίζεται από 142 παραγράφους και πραγματεύεται τους φθόγγους και τα γράμματα της ελληνικής γλώσσας. Στο Δεύτερο Μέρος (πργρ. 143-319) εξετάζονται οι λέξεις (λόγιες και λαϊκές, ονοματοποιία, παραγωγή των λέξεων, σύνθεση ομώνυμα κ.ά.). Στο Τρίτο (πργρ. 320 έως και 783) αναλύονται σε δύο μεγάλες ενότητες, ως είθισται, τα κλιτά και τα άκλιτα μέρη του λόγου. Ακολουθούν «Λίγα λόγια για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας» και το βιβλίο περατούται με χρηστικούς πίνακες: 1) κύριων θεμάτων και όρων, 2) φωνητικός [λ.χ. γάντζος, γγίζω, γγόνι, γκαζόζα], 3) μορφολογικός [λ.χ. αρσενικά ουσιαστικά σε -ας, -άς, -ης, -ής κ.ο.κ.], 4) ορθογραφικός [λ.χ. ν final, να final, να demonstratif: να τος, να με], 5) των συγγραφέων που παραθέματά τους αξιοποιούνται και 6) πίνακας των ελληνικών λέξεων που περιέχονται στο βιβλίο στη γαλλική τους μετάφραση.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τούτο το πολύτιμο πόνημα δεν παρουσιάζει παρά μόνον τις εγγενείς, και ίσως αιωνίως άλυτες, απροσδιοριστίες και αδυναμίες της πρωτότυπης νεοελληνικής γραμματικής. Λόγου χάρη, επισημαίνεται (πργρ. 121) η σημασιολογική διαφορά των δύο «να» στις φράσεις «να' μαστε [έτοιμοι]» και «να' μαστε [πάλι!]». Οι δύο ελληνιστές δεν παραλείπουν να διευκρινίσουν, εξάλλου, την τονική έμφαση που παίρνει το «να» στη φράση «νά μπω», έναντι του συνηθέστερου «να μπω». Ίσως ο τονισμός του δεικτικού «νά», κατ' αναλογίαν προς το ερωτηματικό «πώς» (πργρ. 774 και 56.2) να επέλυε το πρόβλημα. Αφετέρου είναι οδυνηρά γνωστή η ρευστότητα της ιστορικής ορθογραφίας των ελληνικών: «δωσίλογος» στη γραμματική, γραφή ορθή, πλην όμως στις εφημερίδες έχει επικρατήσει πλέον ο «δοσίλογος». Ρευστή ορθογραφία, αφού πολύ ρευστές είναι οι δομές της κοινωνίας μας. Εξάλλου, πειθαρχούν οι δύο ελληνιστές στη νεοελληνική μας γραμματική, η οποία θεωρεί πως αλληλοπαθείς αντωνυμίες δεν υπάρχουν πια. Ωστόσο, υποψιάζομαι πως η εξόριστη αντωνυμία βρίσκεται στις φράσεις «βοηθάμε ο ένας τον άλλο», «αγαπιόμαστε μεταξύ μας». Μπορεί να λαθεύω, αλλά θυμούμαι που είχα ρωτήσει σχετικά τον διακεκριμένο καθηγητή της ελληνικής γλώσσας κ. Χρήστο Τσολάκη το 1981, και είχε χαμογελάσει με πολλή σημασία.