ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΛΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Holton, D., P. Mackridge & E. Φιλιππάκη-Warburton. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας.
Γιάννης Βελούδης
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τόμ. 145, τεύχ. 1712
Η έκδοση της καινούριας αυτής Γραμματικής της νεοελληνικής γλώσσας δεν αποτελεί σημαντικό γεγονός μόνο για το αγγλόφωνο κοινό στο οποίο κατά κύριο λόγο απευθύνεται. Είναι εξίσου σπουδαίο εκδοτικό γεγονός για τον μητρικό ομιλητή και για τον ειδικό γλωσσολόγο, αφού πρόκειται για ένα περισπούδαστο έργο τριών εξαίρετων επιστημόνων οι οποίοι θέτουν σε νέα βάση την ανάλυση επιμέρους θεμάτων της γλώσσας μας και θα επηρεάσουν αναμφίβολα Έλληνες ή ξένους συγγραφείς που θα επιχειρήσουν την εκπόνηση ενός ανάλογου έργου.
Η επιστημονική μελέτη και έρευνα της γλώσσας μας έχει γνωρίσει κατά την τελευταία εικοσιπενταετία πραγματική άνθηση, όπως φαίνεται από το πλήθος των μελετών που έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και Πρακτικά διεθνών συνεδρίων. Μεγάλο μέρος της τεράστιας αυτής βιβλιογραφίας αξιοποιείται σιωπηρώς κατά τον καλύτερο τρόπο από τους συγγραφείς της παραπάνω Γραμματικής, οι οποίοι ξέρουν να κρατούν την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στη θεωρία και τη διδακτική πράξη. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού και οι τρεις ερευνητές διαθέτουν μεγάλη πείρα και έχουν ασχοληθεί παλαιότερα, οι δύο από αυτούς, με συστηματικές γραμματικές περιγραφές της κοινής νεοελληνικής. Ο P. Mackridge, καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο έργο του The Modern Greek Language, Οξφόρδη 1985 (και σε ελληνική μετάφραση: Η νεοελληνική γλώσσα, Αθήνα 1990) μας έδωσε μια από τις καλύτερες αναλύσεις της γλώσσας μας σε χρηστικό επίπεδο, ενώ η καθηγήτρια της γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton έγραψε, σε συνεργασία με τον καθηγητή Brian Joseph, το βιβλίο Modern Greek, Λονδίνο 1987, το οποίο εξυπηρετεί τις ανάγκες των ειδικών για την ανεύρεση καθολικών γλωσσικών γνωρισμάτων. Και ο D. Holton, σπουδαίος νεοελληνιστής στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, έχει δείξει με τις πολυάριθμες πρωτότυπες έρευνές του, όχι μόνο για την κρητική Αναγέννηση, ότι γνωρίζει σε βάθος τα προβλήματα διδασκαλίας της γλώσσας και της λογοτεχνίας μας. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας τριών πανεπιστημιακών δασκάλων, οι οποίοι βλέπουν από διαφορετική οπτική γωνία ποικίλες πτυχές της νεοελληνικής, υπήρξε λαμπρό, όπως δείχνει η σύγκλιση απόψεων, η νηφάλια αντιμετώπιση αμφιλεγόμενων θεμάτων και η εξισορρόπηση αντιπαρατιθέμενων ή αλληλοσυγκρουόμενων θεωρητικών προσεγγίσεων. Μεγάλη αρετή του έργου είναι ότι μένει έξω από θεωρητικές διενέξεις και μονομερείς προσεγγίσεις, στις οποίες καταλήγουν συνήθως όσοι προσκολλώνται σε μία μόνο θεωρία.
Η ογκώδης και καλαίσθητη αυτή Γραμματική χωρίζεται σε τρία μεγάλα μέρη. Στο πρώτο (σ. 1-41) εξετάζεται η φωνητική, η φωνολογία και το σύστημα γραφής (αλφάβητο, μονοτονικό και πολυτονικό σύστημα, στίξη). Καταγράφονται με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τα είκοσι (20) φωνήματα της νεοελληνικής [δεκαπέντε (15) σύμφωνα και πέντε (5) φωνήεντα)] με τις τριάντα τέσσερις (34) συνολικά αλλοφωνικές ποικιλίες τους. Πιστεύω ότι καλώς δεν αναφέρονται αλλόφωνα που συναντάμε σε διαλέκτους, αφού σκοπός της Γραμματικής αυτής είναι η περιγραφή της κοινής γλώσσας. Θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς ως προς την αντιμετώπιση φθόγγων b, d, g, οι οποίοι εκλαμβάνονται ως φωνητικές πραγματώσεις των συνδυασμών [mp], [nt] και [nk] αντίστοιχα. Το ίδιο ισχύει και για τους φθόγγους [ts] [dz] που έχουν μονοφωνηματική αξία και δεν φαίνεται να αποτελούν συμπλέγματα δύο στοιχείων. Για καθαρά εποπτικούς λόγους θα άξιζε τον κόπο να δοθούν σε ένα συγκεντρωτικό πίνακα τα γραφήματα, τα φωνήματα, τα αλλόφωνα και οι γραφηματικοί συνδυασμοί. Για να φανεί η λειτουργικότητα της νέας προσέγγισης, αρκεί να αναφέρω ότι τα παραδοσιακά «πάθη φωνηέντων» ερμηνεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία, με βάση την «ιεραρχική ηχηρότητα»: α > ο > u> e> i. Έτσι, όταν συγκρουστούν δύο φωνήεντα, επικρατεί το ισχυρότερο: του έδωσαν > του' δωσαν (αφαίρεση), μου άρεσε > μ' άρεσε (έκθλιψη), Θεόδωρος > Θόδωρος (συναίρεση). Πρόκειται δηλαδή στην ουσία για ένα και το αυτό φαινόμενο, το οποίο με την πολυδιάσπασή του στη σχολική Γραμματική κατατρύχει τους μαθητές, που αναγκάζονται να απομνημονεύουν αντιφατικούς και αλληλοεπικαλυπτόμενους ορισμούς.
Στο δεύτερο μέρος (σ. 43-184, βλ. και τις προσθήκες της σ. 520) εξετάζεται υποδειγματικά το μορφολογικό σύστημα του άρθρου, του ονόματος, του επιθέτου, του επιρρήματος, των αντωνυμιών, των αριθμητικών και του ρήματος. Η κατηγοριοποίηση των ρημάτων είναι εξαντλητική και από διδακτική άποψη η πλέον πρόσφορη. Στην ταξινόμησή τους εντάσσουν οι συγγραφείς και τους λόγιους τύπους που χρησιμοποιούνται στην κοινή γλώσσα, όπως: εφιστώ, εστάλη, συνελήφθη, επιτυχών, προταθείς κ.ά. Η ενότητα που αναφέρεται στην παραγωγική μορφολογία (σ. 176-184) πιστεύω ότι χρειάζεται αναθεώρηση, καθώς διατέθηκε πολύ λίγος χώρος για το πολύπλοκο θέμα της επιθηματικής και προθηματικής παραγωγής. Αρκεί να αναφερθεί ότι από τα τριάντα επτά (37) σημαντικότερα (με τις συνδυαστικές τους δυνατότητες) υποκοριστικά επιθήματα της νεοελληνικής, καταγράφονται εδώ (σ. 176-177) μόνο πέντε (5), με αποτέλεσμα να αναζητά κανείς μάταια υποκοριστικά, λ.χ. σε -άκος (ανθρωπάκος, δασκαλάκος, κηπάκος, υπνάκος), σε -ούδι (αγγελούδι, μαθητούδι) κ.ά. Αντίθετα, από τα δεκατρία (13) συχνότερα εμφανιζόμενα μεγεθυντικά επιθήματα, αναφέρονται επτά (7), δεν συμπεριλαμβάνονται όμως άλλα που θα ερμήνευαν λέξεις του τύπου σάχλ-ας, γυναικ-άς, μεθύστ-ακας, χαιρετ-ούρα, ψαρ-ούκλα, μπεκρ-ούλιακας. Και τα επιθήματα που παρατίθενται για το σχηματισμό επιθέτων είναι απελπιστικά λίγα. Από τα πολλά που πρέπει να προστεθούν αναφέρω ενδεικτικά τα: -άτος (αφράτος, χορτάτος), -ιστικός (οικιστικός, υλιστικός), -ίστικος (δασκαλίστικος). Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαίος ο σχολιασμός της χρήσης και της παραγωγικής ικανότητας ορισμένων, όπως λ.χ. των επιθέτων σε -τέος. Ο Αγ. Τσοπανάκης επισημαίνει στη Νεοελληνική γραμματική του (1994, σ. 673): «Θα μπορούσε κανείς να πεί ότι στην κοινή νεοελληνική χάθηκε τελείως ο ρηματικός αυτός τύπος.» Χρησιμοποιείται πράγματι ως γλωσσικό απολίθωμα στη γραφειοκρατική γλώσσα (προφυλακιστέος), στη μαθηματική ορολογία (αφαιρετέος, διαιρετέος) και σε ελάχιστες άλλες περιπτώσεις. Δεν υπάρχει επίσης αναφορά στα λεγόμενα «ψευδοπροθήματα», όπως λ.χ. αρχι- (αρχιτεμπέλης), αυτό- (αυτοεξυπηρέτηση) και το ιδιαίτερα παραγωγικό ευρω- (ευρωβουλευτής). Έμφαση θα έπρεπε να είχε δοθεί στα φραστικά ονόματα (φακοί επαφής, παιδική χαρά, λέξη-κλειδί) τα οποία εισέρχονται με ταχύτατους ρυθμούς στη γλώσσα μας, συχνά ως μεταφραστικά δάνεια. Ως υποκατηγορία των περιφραστικών ονομάτων είναι απαραίτητη και η σύντομη πραγμάτευση των ακρονυμίων. Ορισμένα από τα σύνθετα που καταγράφονται στη σ. 184 αποτελούν μεταφραστικά δάνεια από τη γαλλική ή από την αγγλική, πράγμα το οποίο δεν δηλώνεται, με αποτέλεσμα να οδηγείται ο μη ειδικός σε εσφαλμένα ετυμολογικά συμπεράσματα: σκηνή + θέση -> σκηνοθεσία. Πρόκειται όμως για μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό mise en scène. Σύγκρ. τερματοφύλακας < goalkeeper, φοροδιαφυγή < taxevasion κ.ά.
Στο τρίτο -το πλέον πρωτότυπο και σημαντικότερο- μέρος του βιβλίου, το οποίο δικαίως καταλαμβάνει ασυγκρίτως μεγαλύτερη έκταση (σ. 185-486), ερευνάται η σύνταξη του ρήματος, του ονόματος, του επιρρήματος και της πρόθεσης, με τις αντίστοιχες φράσεις. Σε ιδιαίτερη ενότητα εξετάζονται οι κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις και άλλα συντακτικά φαινόμενα. Η πραγμάτευση του ρηματικού συστήματος τίθεται σε νέα βάση, με επανεκτίμηση της παραδοσιακής ορολογίας. Διαπιστώνεται ότι ό όρος «αόριστος» είναι ακατάλληλος για την περιγραφή της νεοελληνικής, αφού αναφέρεται στη ρηματική άποψη. Έτσι χρησιμοποιείται ο όρος simple past, αντί του παραδοσιακού «οριστική αορίστου», ενώ οι εγκλίσεις «οριστική» και «υποτακτική» δεν ορίζονται με βάση τον ρηματικό τύπο αλλά την παρουσία η μή του συνδέσμου να ή του μορίου ας και στο είδος της άρνησης (δεν / μη). Έτσι δεν υπάρχει στα νέα ελληνικά οριστική και υποτακτική ενεστώτα, παρά μόνο μία ενεστωτική έγκλιση. Ως προς την «υποτακτική αορίστου», οι συγγραφείς της Γραμματικής αυτής εισάγουν έναν εντελώς καινούριο όρο τον «εξαρτημένο ρηματικό τύπο» ("dependent"), αφού είναι ο μόνος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς την παρουσία μορίου ή συνδέσμου. Θα ήταν ευχής έργο αν οι γλωσσολόγοι ακολουθήσουν τη νέα αυτή ορολογία η οποία είναι λειτουργική και, επομένως, από διδακτική άποψη προσφορότερη.
Τα προβλήματα με την ενότητα αυτή είναι ότι δεν αξιοποιούνται, στο βαθμό που θα έπρεπε, τα πορίσματα της σημασιολογίας για την καλύτερη ερμηνεία των συντακτικών φαινομένων. Αρκεί να συγκρίνει κανείς την παρουσίαση του «άρθρου» στη Γραμματική αυτή (σ. 276-285) με την πραγμάτευση του ίδιου θέματος στον συγκεντρωτικό τόμο που επιμελήθηκε η Δ. Θεοφανοπούλου-Κοντού κ.ά., με τίτλο: Θέματα της νεοελληνικής σύνταξης. Θεωρία-Ασκήσεις, Πανεπιστήμιο Αθηνών-Διατμηματικό πρόγραμμα διδασκαλίας της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Αθήνα 1998, σ. 11-29. Στο τελευταίο αυτό έργο οι συγγραφείς μελετούν πολύ πιο αποτελεσματικά τη χρήση του άρθρου με συντακτικά και, σε χωριστή ενότητα, με σημασιολογικά-πραγματολογικά κριτήρια. Όταν παραβλέψει κανείς τα τελευταία κριτήρια, είναι επόμενο να μη συμπεριλάβει στην ανάλυσή του, ανάμεσα στα άλλα, την εμφατική σημασία του οριστικού (είναι ΤΟ βιβλίο) και του αόριστου άρθρου (είχε ΕΝΑ φεγγάρι…). Έπρεπε ίσως ακόμα να είχε τονιστεί ότι σε ορισμένες εκφράσεις η παρουσία ή η απουσία του άρθρου επιφέρει σημασιολογική διαφοροποίηση: περιμένει παιδί / περιμένει το παιδί. Τέλος, απουσία του άρθρου παρατηρείται σε κλιτικές προσφωνήσεις και επιφωνηματικές εκφράσεις: Δεσποινίς ! Σιωπή!! Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να έρθουν στην επιφάνεια οι σημασιολογικές ιδιότητες και ιδιαιτερότητες πολλών ρημάτων, οι οποίες παρουσιάζονται εδώ μόνο στο τυπικό συντακτικό τους πλαίσιο. Για τη μεταβατική / αμετάβατη λ.χ. χρήση των ρημάτων, ο καθοριστικός ρόλος της συντακτικής λειτουργίας του υποκειμένου εξαρτάται από τη σημασία του ρήματος: αγρίεψα τη γάτα / η γάτα αγρίεψε. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν γενικά ψυχική διάθεση. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι επιβάλλεται να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα σημασιοσυντακτικά κριτήρια.
Για πρώτη φορά σε νεοελληνική Γραμματική γίνεται εκτενής ανάλυση ποικίλων γραμματικών φαινομένων τα οποία μελετήθηκαν συστηματικά τα τελευταία μόλις χρόνια. Υποδειγματική είναι η ανάλυση της σειράς των όρων της πρότασης (σ. 426 κ. εξ.), ένα σοβαρό ζήτημα το οποίο απασχόλησε την κυρία Φιλιππάκη-Warburton σε πρωτοποριακές μελέτες της, με υπέροχες πραγματολογικές παρατηρήσεις για τη θεματοποίηση. Πολύ σημαντικές είναι επίσης οι αναλύσεις των αδύνατων τύπων των προσωπικών αντωνυμιών, της κλιτικής επανάληψης (clitic doubling) (: Τον συνάντησα τον αδελφό της προχθές), της τροπικότητας, της αναφοράς κ.ά.
Χρησιμότατα είναι τα τέσσερα Παραρτήματα στο τέλος του βιβλίου (σ. 487-503), όπως και το Ευρετήριο όρων και θεμάτων (σ. 517-519). Ιδιαίτερη σημασία για την ανανέωση της παρωχημένης γραμματικής μεταγλώσσας, που χρησιμοποιείται ακόμα σε ορισμένα γραμματικά έργα, αποκτά το Γλωσσάριο γραμματικών όρων (σ. 504-516) στο οποίο καταγράφεται καίρια σύγχρονη ορολογία (αλλόφωνο, αναφορά, εξαρτημένος ρηματικός τύπος, εστία, θέμα-σχόλιο, συμπληρωματικός δείκτης, τροπικότητα) που μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί στη διδακτική πράξη.
Για μια τόσο σοβαρή και υπεύθυνη Γραμματική ξαφνιάζει η παντελής απουσία βιβλιογραφίας, με εξαίρεση τη σύντομη αναφορά στις νεοελληνικές Γραμματικές που γίνεται στον Πρόλογο του έργου (σ. ΧΙΙ-ΧV), χωρίς όμως να αναφέρονται και εδώ σπουδαίες Γραμματικές που έχουν γραφτεί στη γερμανική, τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα, οι οποίες ενδεχομένως θα ενδιέφεραν και το αγγλόφωνο κοινό, εκτός του ότι για λόγους πληρότητας δεν είναι σωστό να απουσιάζουν από ένα αναλυτικό έργο. Και στην ανατύπωση του 1999 αποσιωπάται η ογκωδέστατη Νεοελληνική γραμματική, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1994, του ομότιμου καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκού Αγ. Τσοπανάκη, η οποία -ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς ή όχι με τις λύσεις που προτείνει- είναι η πρώτη νεοελληνική Γραμματική που έρχεται να εμπλουτίσει και να συμπληρώσει τη Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Αθήνα 1941, του Μ. Τριανταφυλλίδη, και οπωσδήποτε τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της γραμματικής ανάλυσης. Η Γραμματική Τσοπανάκη είναι πραγματικός θησαυρός, αν μη τί άλλο, για το πλήθος του υλικού που περιέχει και για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο συγγραφέας το μορφολογικό σύστημα και το λεξιλόγιο της νεοελληνικής. Και η Γραμματική της νέας ελληνικής. Δομολειτουργική-επικοινωνιακή, των Χρ. Κλαίρη - Γ. Μπαμπινιώτη και των συνεργατών τους, από την οποία έχει κυκλοφορήσει το πρώτο μέρος που αναφέρεται στο Όνομα (Αθήνα 1996), προβλέπεται ότι θα δώσει νέα ώθηση στη γραμματική σπουδή της γλώσσας μας.
Παρόλο που η γραμματική αυτή δε στηρίζεται σε σώμα κειμένων, τα παραδείγματα είναι προσεκτικά επιλεγμένα και αντικατοπτρίζουν τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα, με ισόρροπη παρουσίαση του γραπτού και προφορικού λόγου, χωρίς να παραγνωρίζεται η επίδραση της λόγιας παράδοσης, η οποία είναι εμφανής σε απαιτητικά γραπτά κείμενα. Βλ. ενδεικτικά τα συγκεντρωτικά στοιχεία για τους λόγιους ρηματικούς τύπους (σ. 165-168) και τις λόγιες προθέσεις (σ. 404-407). Σπάνια θα συναντήσει κανείς αδόκιμα χρηστικά παραδείγματα (Τα κρατούμενα εδάφη "The occupied lands" σ. 237, των χίλιων παιδιών, σ. 295, δυό σακούλια πατάτες, σ. 346).
Δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα να επιμείνει ο βιβλιοκριτικός σε αυτά που θα ήθελε ο ίδιος να δει να αποτελούν αντικείμενο πραγμάτευσης σε μια νεοελληνική Γραμματική. Θα περίμενα όμως μια σύγχρονη Γραμματική, που καλύπτει μεγάλο εύρος της γλώσσας, να περιέχει περισσότερα στοιχεία της κειμενικής συνοχής και εκτενέστερη ανάλυση των γλωσσικών πράξεων που εξυπηρετούν ποικίλες καθημερινές επικοινωνιακές ανάγκες. (Έκφραση λ.χ. βεβαιότητας-αβεβαιότητας, συμφωνίας-διαφωνίας, επιδοκιμασίας-αποδοκιμασίας κ.ά.). Θα ευχόμουν να είχαμε μια περισσότερο «διαλογική Γραμματική» ανάμεσα στον ομιλητή και τον ακροατή: συστάσεις, ευχές, φιλοφρονήσεις, προσκλήσεις κ.ά. Η πραγμάτευση λ.χ. των επιφωνημάτων είναι ελλιπής, ίσως επειδή θεωρούνται περιθωριακά στοιχεία της προφορικής κατά κανόνα γλώσσας. Δεν αναφέρονται καθόλου τα ηχοποίητα επιφωνήματα, πολλά από τα οποία αποτελούν διεθνισμούς που επιβλήθηκαν μέσω των κόμικς, ενώ δεν είναι λίγα αυτά τα οποία εμφανίζουν εντυπωσιακή πολυσημία. Το χμ λ.χ., του οποίου οι επιτονιστικές παραλλαγές είναι αδύνατο να αποδοθούν γραφηματικά, δηλώνει απορία, περισυλλογή, αμφιβολία, απογοήτευση, κατάφαση κ.ά. Και το μπα (και α μπα!) παρουσιάζει εντυπωσιακή πολυσημία: έντονη έκπληξη, απορία, επιδοκιμασία, αγανάκτηση, ειρωνική άρνηση κ.ά. Πολλά ενδιαφέροντα φαινόμενα μένουν στο περιθώριο όταν επικεντρώνεται το ενδιαφέρον στην προτασιακή και όχι την υπερπροτασιακή δομή.
Η γλώσσα δε φυλακίζεται στο «κλουβί» της γραμματικής, όσο μεγάλο και αν είναι. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σπάνια θα συμφωνήσουν οι γλωσσολόγοι στον τρόπο παρουσίασης της δομής και της οργάνωσης της οποιασδήποτε γλώσσας. Σημασία έχει ότι οι συγγραφείς της κρινόμενης εδώ Γραμματικής έθεσαν συγκεκριμένους σκοπούς τους οποίους ακολούθησαν με επιστημονική ακρίβεια, μεθοδολογική συνέπεια και διδακτική επάρκεια. Οι D. Holton, P. Mackridge και Ε. Φιλιππάκη-Warburton μας εφοδίασαν με ένα πολύτιμο μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να διασχίζει με άνεση και να εξερευνά τον ανεξάντλητο και μονίμως ταραγμένο ωκεανό της ελληνικής γλώσσας. Με τη Γραμματική τους προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες στην έρευνα, τη διδασκαλία και την προβολή της μικρής σε αριθμό ομιλητών αλλά μοναδικής σε ιστορικό βάθος και πολιτιστική ακτινοβολία γλώσσας μας.