Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

V. Από το Μέγα Ετυμολογικό

(12ος αι. μ.Χ.), [σ. 193]

Βεβαιῶ παρὰ τὸ βέβαιον· τοῦτο παρὰ τὸ βαιὸν, ὅ σημαίνει τὸ μικρὸν καὶ ἀληθές· τοῦτο ἐκ τοῦ βίβημι βήσω· ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔβην· ἡ μετοχή βὰς βάντος. καὶ ἐξ αὐτοῦ βαὸς καὶ βαιός· καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βέβαιος. ἢ παρὰ τὸ βιβῶ βίβαιος ὡς τιμῶ Τίμαιος· καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τοῦ ῑ εἰς ε̅ (ὡς ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος, ἀδίκαστος ἀδέκαστος) γίνεται βέβαιος ὁ ἀσφαλής καὶ ἑδραῖος καὶ βεβηκώς· πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ἀστηρίκτων. τὰ διὰ τοῦ α̅ι̅ο̅ς̅ἀπὸ ῥημάτων, εἴτε κύρια εἴτε προσηγορικά, προπαροξύνεται καὶ διὰ τῆς α̅ι̅διφθόγγου γράφονται· οἷον πηδῶ Πήδαιος, ὑλῶ Ὕλαιος, λύω Λύαιος, ὄνομα κύριον, ματῶ μάταιος· οὕτως οὖν καὶ βιβῶ βίβαιος. οὕτω Θεαγένης.

Μετάφραση

Βεβαιῶ από το βέβαιος και αυτό από το βαιός 'μικρός, αληθινός' [!!], και αυτό από το βίβημι βήσω, αορ. β΄ ἔβην, μτχ. βάς βάντος. Από εκεί το βαός - βαιός [180] -και με αναδιπλασιασμό το βέβαιος. Ή: από το βιβῶ προέρχεται το βίβαιος [181], όπως τιμῶ Τίμαιος, και με την αιολική τροπή του ι σε ε (όπως στο ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος [182]…) σχηματίζεται το βέβαιος 'βέβαιος, σταθερός, ορθός', σε αντιδιαστολή προς το 'ασταθής'. Τα παράγωγα σε -αιος από ρήματα (κύρια ή προσηγορικά) είναι προπαροξύτονα και γράφονται με τη δίφθογγο αι [όχι με το τότε ομόηχο ε], π.χ. πηδῶ Πήδαιος…· έτσι και το βιβῶ βίβαιος. Έτσι ο Θεαγένης.

180 Καθαρά κατασκευασμένος τύπος.

181 Όπως στην προηγούμενη σημείωση.

182 Δες § 136.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20