Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

5. -ώδης

§ 388. Μολονότι το -ώδης είναι στην πραγματικότητα συνθετικό, μπορεί να εξεταστεί εδώ, επειδή ίσως ήδη στην ομηρική εποχή, σίγουρα όμως αμέσως μετά, γινόταν αισθητό ως επίθημα. Περιέχει το θέμα σε s για την 'οσμή', που κρύβεται στο λατ. odor και στο ὀσφραίνεσθαι (από το *ὀδσ-)· πρβ. § 140 και σχετικά με τη "συνθετική έκταση" § 118 . Έτσι π.χ. εὐώδης 'ευωδιαστός' (Όμ.), θυώδης 'που μυρίζει θυμίαμα (θύον)' (Όμ.), δυσώδης 'δύσοσμος' (κλασ.). Μόλις με το άπαξ λεγόμενο στον Όμηρο λυσσώδης 'μαινόμενος' (από το λύσσα 'πολεμικό μένος') αρχίζει η γενίκευση της σημασίας του από το 'αυτός που η μυρωδιά του θυμίζει κάτι' στο 'όμοιος ως προς τη γενική εντύπωση που δίνει', για να εξαπλωθεί πολύ μετά τον 5ο αιώνα. Σχετικά με αυτή τη σημασιολογική εξέλιξη πρβ. π.χ. Αριστοφ. Λυσ. 616 κεξ.:

ἤδη γὰρ ὄζειν ταδὶ πλειόνων

καὶ μειζόνων πραγμάτων μοι δοκεῖ

και το γερμανικό "das riecht nach Bestechung" ['μυρίζει δωροδοκία'], λατ. fraud - ulentus 'απατεώνας' (από το ol ē re 'μυρίζω') κτλ. [172] Επιπλέον το -ώδης απέκτησε την έννοια 'πλούσιος σε': οι ἀνθεμώδεις λειμῶνες 'λιβάδια με μυρωδιά λουλουδιών' (Αριστοφ. κ.ά.) είναι ακριβώς 'λιβάδια πλούσια σε λουλούδια'.

§ 389. Ο κύριος όγκος των αναλογικών παραδειγμάτων του -ώδης έχει ως βασική λέξη ένα ουσιαστικό, σύμφωνα με την προέλευσή του από το 'αυτός που έχει τη μυρωδιά κάποιου πράγματος'· πρβ. ακόμη καματώδης 'εξαντλητικός' (Ησίοδος) από το κάματος 'κούραση', ἑλκώδης 'γεμάτος έλκη' (Ευρ.) από το ουδ. ἕλκος 'πληγή', στομώδης 'που λέει καλά λόγια' (Σοφ.) από το στόμα, ἀνδρώδης 'ανδροπρεπής' (κλασ.) από το ἀνδρ- 'άντρας'.

Επιθετικές βάσεις είναι σπανιότερες:

εὐρώδης (Σοφ.) = εὐρύς 'πλατύς' (μπορεί να προέρχεται επίσης από το εὖρος),

ἀγρυπνώδης 'που μας κάνει να χάνουμε τον ύπνο μας (ἄγρυπνος)' (Ιπποκράτης) (πρβ. ὑπνώδης 'νυσταλέος' [κλασ.] από το ὕπνος).

Παράγωγα, που μπορούσαν να συσχετιστούν με ουσιαστικά και ταυτόχρονα με ρήματα, όπως φυσώδης 'ανεμώδης' (κλασ.) πλάι στο φῦσα 'πνοή' και στο φυσᾶν 'φυσώ', αποτέλεσαν γέφυρα προς τη μεταρηματική χρήση του -ώδης:

δακνώδης 'δηκτικός' (Γαληνός) από το δάκνειν 'δαγκώνω',

πρεπώδης 'πρέπων' (κλασ.) από το πρέπειν 'αρμόζω' (πρβ. τη σημασία 'ταιριαστός, πρέπων' στο δημώδης από το δῆμος και στο ἀνδρώδης από το ἀνδρ-).

172 Η παραγωγή του -ώδης από το -οειδής (π.χ. θεοειδής 'όμοιος με θεό' Όμ., πρβ. § 120) είναι αδύνατη, καθώς το -οει- συναιρείται σε -οι- (δηλοῖ κ.τ.ό.) και το -ειδής εκφράζει σχεδόν αποκλειστικά την ομοιότητα της εξωτερικής μορφής, ενώ το -ώδης την ομοιότητα της ουσίας. Μ' αυτό δεν ισχυριζόμαστε ότι ένα όψιμο -ώδης και -οειδής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ταυτόσημα· π.χ. στον Αριστοτέλη στην ίδια σελίδα απαντούν τα σκώληξ ᾠοειδής και σκ. ᾠώδης.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20