Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

3. Υποκοριστικό -υ(λ)λο-

§ 326. Το - lo - εξυπηρετούσε από παλιά τη δήλωση της μείωσης και γι' αυτό ήταν κατάλληλο για χαϊδευτικά ονόματα· πρβ. γερμ. Wulf - ila, Att - ilaκαι το πλήθος λατινικών υποκοριστικών σε -lus -la -lum (-ulus -ellus -illus κτλ.). Στα ελληνικά αυτή η έννοια συνδέθηκε ιδίως με το -υλος και παρόμοια επιθήματα:

παχυλός 'κάπως παχύς, κάπως αδρανής' (Αριστοτ.) από το παχύς 'παχύς',

δρῑμύλος 'κάπως οξύς' (Μόσχος· σχετικά με τη μετάθεση του τόνου πρβ. κουρο-τρόφος § 152) από το δριμύς 'οξύς'.

Σύμφωνα με τέτοια παραδείγματα σχηματίζονται επίσης

μικκύλος (Μόσχος) από το μικκός μικρός,

ἀρκτύλος 'νεαρή αρκούδα, αρκουδάκι' (Πολυδεύκης) από το ἄρκτος.

§ 327. Στα κύρια ονόματα το -υλος έχει μάλλον διπλή προέλευση, χωρίς όμως να μπορούμε να τραβήξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο ομάδες. Από τη μια μεριά μπορεί να προέρχεται από συντμημένα ονόματα με διατήρηση του αρχικού φθόγγου του β΄ συνθετικού: π.χ. Ἀστύλος αντί για Ἀστύ-λαος όπως Σθένελος αντί για Σθενέ-λαος κτλ.· έπειτα το -υλος προστίθεται γενικά σε εκείνα τα διπλόθεμα ονόματα, που το α΄ συνθετικό τους λήγει σε -υ-: Ἡδύλος από το Ἡδυ-· σε αυτά τα συντμημένα ονόματα έχει επίσης υιοθετηθεί από παλιά ο διπλασιασμός του συμφώνου (§ 23): Θράσυλλος Βάθυλλος όπως Θέολλος (αντί για Θεόλαος) Χάριλλος και επιπλέον Φίλλιος Σθέννις Ἀγαθθώ κτλ. Από την άλλη μεριά η παραγωγή με το -υλος (και άλλα επιθήματα) από προσηγορικά που χρησιμοποιούνται ως κύρια ονόματα είναι κληρονομιά της προϊστορικής εποχής: Χοιρύλος από το Χοῖρος (χοῖρος 'γουρουνάκι'). Κατ' αναλογία το -υλος -υλλος προσκολλήθηκε τελικά σε διαφόρων ειδών α΄ συνθετικά: Δημύλος αντί για Δημο-, Νίκυλλος αντί για Νικο-.

Συζητήσιμο είναι πώς ακριβώς συσχετίζονται τα προσηγορικά υποκοριστικά σε -ύλλιον (§ 294).

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20