ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Albert Debrunner
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική
1. -ων (-ωνος)
§ 313. Το -ων για το χαρακτηρισμό ενός πλάσματος που έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμά του τη βάση είναι κληρονομιά: γάστρων 'κοιλαράς' (Αριστοφ.) από το γαστρ-, τρίβων 'πονηρός άνθρωπος, τριμμένο πανωφόρι' (κλασ.) από το τριβή 'άσκηση' ή από το τρίβειν 'τρίβω', κύφων 'κυρτό ξύλο (ως ζυγός ή όργανο βασανισμού)' (κλασ.) από το κυφός 'σκυφτός'· πρβ. λατ. praedo 'ληστής' από το praeda 'λεία', susurro 'σπερμολόγος' από το susurrus 'βουητό, ψίθυρος', κ.ά. Και οι δύο γλώσσες σχηματίζουν με αυτό το επίθημα ευχαρίστως παρατσούκλια από ουσιαστικά και επίθετα: Δρόμων από το δρόμος 'τρέξιμο', Στράβων από το στραβός 'αλλήθωρος', Capito από το caput 'κεφάλι', Cato από το catus 'ευφυής'. Από κει το -ων εξελίχθηκε σε επίθημα συντμημένων ονομάτων (§ 164): Ἄνδρων για ένα όνομα με το Ἀνδρο-, Κλέων για το Κλεο-· τη μετάβαση διευκόλυνε η δυνατότητα συσχετισμού περιπτώσεων όπως τα Νίκων Ξένων με τα νίκη ξένος και ταυτόχρονα με τα Νικό-λαος Ξενο-κράτης κτλ.
§ 314. Τα επίθετα σε -ιος σχηματίζουν φυσικά -ίων: οὐρανίων 'κάτοικος του ουρανού' (Όμ.) από το οὐράνιος· από τη σχέση τέτοιων λέξεων με το υποκείμενο ουσιαστικό (οὐρανός) προέκυψε ένα νέο εξατομικευτικό -ίων: μαλακίων 'θηλυπρεπής' (Αριστοφ.) από το μαλακός 'μαλ(θ)ακός', στεφανίων 'είδος καπέλου με στεφάνι' (Ησύχιος) από το στέφανος, πορφυρίων 'νερόκοτα' (Αριστοφ. και Αριστοτ.) από το πορφύρα (πορφυροῦς). Πρβ. λατ. tenebrio 'άνθρωπος με σκοτεινούς σκοπούς' από το tenebrae 'σκοτάδι', σύμφωνα με περιπτώσεις όπως centurio 'εκατόνταρχος' από το centuria. Ως πατρωνυμικό επίθημα το -ίων συνέβαλε στον εκτοπισμό του πατρωνυμικού -ιος, απ' όπου προήλθε: Στον Όμηρο απαντά βέβαια το Κρονίων (δίπλα στο Κρονίδης) αλλά και το Τελαμώνιον υἱόν (πλάι στο Τελαμωνιάδης), παρομοίως το Πηλεΐων (δίπλα στα Πηλεΐδης και Πηληϊάδης) αλλά και το Νηληΐῳ υἷι (δίπλα στα Νηλεΐδης και Νηληϊάδης). Από το θηλυκό σε -ιώνη (και - ί̄̄ νη) υπάρχουν μόνο πενιχρά λείψανα: Ἀκρισιώνη 'κόρη του Ἀκρισίου ', Εὐην ί̄̄ νη 'κόρη του Εὐήνου '.