Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

3. Τα ρήματα σε -σσειν (αττ.-βοιωτ. -ττειν)

§ 230. Η διάκριση υπερωικών και οδοντικόληκτων ρημάτων σε -σσειν (φυλάσσειν από το φυλακ-, αλλά κορύσσειν από το κορυθ-) δεν έχει νόημα για τους δικούς μας στόχους, καθώς για τα οδοντικόληκτα δεν έχει αποδειχθεί καμιά απολύτως περαιτέρω αναλογική εξάπλωση. Παρομοίως τα υπερωικά αρκέστηκαν συνολικά στην κληρονομημένη επικράτειά τους· αν εξαιρέσουμε μεμονωμένα παραδείγματα, όπως το ἐντυλίσσειν (κλασ.) 'τυλίγω', που είναι μια υποστασιοποίηση (§ 149) από το ἐν τύλῳ (τύλος 'εξόγκωμα') με τη βοήθεια της απόληξης του ἑλίσσειν 'στριφογυρίζω, περιβάλλω' (Όμ.), και το αἱμάσσειν (Πίνδαρος κτλ.) 'ματώνω', που αποτελεί ένα είδος σύντμησης του ομηρικού αἵματι παλάσσειν 'κηλιδώνω με αίμα', μόνο το -ώσσειν απέκτησε στην κλασική περίοδο αξιόλογη ιδιαίτερη υπόσταση με την έννοια 'είμαι επιβαρυμένος με μια αρρώστια'.

§ 231. Η αφετηρία βρίσκεται πιθανόν στο ἀμβλυώσσειν 'έχω αδύναμη όραση' (κλασ.), που ανήκει στο ἀμβλυωπ-εῖν, -ία, -ής (θέμα *oq u ̯ - 'μάτι', πρβ. τὼ ὄσσε, λατ. ο culus 'μάτι') [96]. Επειδή όμως τώρα πια η λέξη για το 'μάτι' είχε συσκοτιστεί στο -ώσσειν λόγω της φθογγικής μορφής της, μπόρεσε και το -ώσσειν να εγκαταλείψει αυτή την έννοια και να χρησιμοποιηθεί γενικά για να δηλώσει μια αρρώστια ή μια νοσηρή σωματική κατάσταση· έτσι προέκυψαν π.χ. τα καρδιώσσειν 'έχω στομαχόπονο' (κλασ.) από το καρδία, ὑπνώσσειν 'έχω υπνηλία' (κλασ.) από το ὕπνος, ἱδρώττειν 'ιδρώνω' (Γαληνός) από το ἱδρωτ-. Ο ανταγωνισμός των -(ι)ᾶν (§ 183 κεξ.) και -αίνειν (§ 221) στάθηκε εμπόδιο σε περαιτέρω εξάπλωση.

96 Κατά συνέπεια πρέπει να προϋποθέσουμε μια συζυγία -ώσσειν: -ῶψαι όπως πέσσειν : πέψαι 'μαγειρεύω'. Το υπερωικό θέμα εισχωρεί κατά πρώτον στις παραγωγές ἀμβλυωγμός κτλ.· γενικά εξωενεστωτικοί χρόνοι χρησιμοποιούνται μόνον αργότερα και τότε φυσικά με υπερωικό χαρακτήρα.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20