Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

4. Αναδρομική παραγωγή

§ 24. Η ψυχολογική διεργασία του αναλογικού σχηματισμού είναι η ίδια είτε η νεόπλαστη λέξη έχει μεγαλύτερο φθογγικό εύρος από εκείνη στην οποία προστέθηκε για να τη συμπληρώσει είτε είναι μικρότερη από αυτήν. Στο πραγματικό, όμως, ινδοευρωπαϊκό γλωσσικό περιβάλλον η δεύτερη διαδικασία, η αναδρομική παραγωγή, είναι ασύγκριτα σπανιότερη και πρέπει να θεωρηθεί ανωμαλία. Η διεύρυνση της γλωσσικής έκφρασης είναι, ακριβώς, προς το συμφέρον της σαφήνειας της ομιλίας (με εξαίρεση την περίπτωση που συζητήθηκε στην § 23), και όταν πια είχαν παραχθεί όλες οι κάπως μεγαλύτερες λέξεις, δηλαδή διέθεταν κιόλας μια πιο σύντομη βάση, τότε ακριβώς δημιουργούνταν η αφορμή για τον σχηματισμό μιας καινούριας βάσης, αν η παλιά, λόγω μετατόπισης της σημασίας της παραγωγής, δεν μπορούσε να εκληφθεί ως τέτοια.

§ 25. Στα αρχαία ελληνικά μπορούμε να διακρίνουμε μόνο τρία είδη αναδρομικού σχηματισμού: α) Ονόματα από ρήματα· π.χ. ἧττα (κλασ.) από το ἡττᾶσθαι (κλασ.-αττικ.), που έχει μετασχηματιστεί από το *ἡττοῦσθαι (§ 185), γυιός 'παράλυτος' (ελληνιστ. ποιητές) από το γυιοῦν 'παραλύουν τα μέλη (γυῖα) μου' [19] (§ 200)· πρβ. λατ. pugna 'μάχη' από το pugnare 'μάχομαι', που παράγεται από το pugnus 'γροθιά'. β) Απλά από σύνθετα· π.χ. ψευδής (Όμ.) από τα ἀ-ψευδής (Ησίοδος), φιλο-ψευδής 'που του αρέσουν τα ψέματα' (Όμ.· και τα δύο από το ψεῦδος σύμφωνα με την § 140), ἠνεκής ἠνεκέως (Εμπεδ.) = δι-ηνεκ- (Όμ.) 'εκτεταμένος'· φορός και βοσκός δες § 97 . γ) Ψευδοσύνθετα από πραγματικά σύνθετα (το αντίστροφο των παρασύνθετων [§ 39 ]): ἀπελεύθερος από το ἀπ-ελευθεροῦν (κλασ.· πρβ. § 46), ἰσοπολίτης 'πολίτης δημοκρατικού κράτους' (ελληνιστ.) από το ἰσο-πολιτεία 'ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων' (ελληνιστ.· δες § 92).

Όσον αφορά τον αναδρομικό μορφικό σχηματισμό, εδώ θα περιοριστούμε στην υπόδειξη: το ἡττᾶν 'νικώ' (ελληνιστ.), που προέκυψε από το προαναφερθέν ἡττᾶσθαι, πήρε ακριβώς τη σημασία του παθητικού νικᾶσθαι που αποτέλεσε πρότυπό του· πρβ. § 216 για επιτελεστικά ενεργητικά από αμετάβατα αποθετικά. Αρσενικό από θηλυκό γένος: μητρυιός 'θετός πατέρας' (άγνωστος κωμωδιογράφος στον Πολυδεύκη!) από το μητρυιά (Όμ.). Δες επίσης το Ευρετήριο.

19 Πρβ. χωλός 'κουτσός' - χωλοῦν 'σακατεύω', πηρός 'σακάτης' - πηροῦν, τυφλός - τυφλοῦν. Για τα γυῖα - γυιοῦν - γυιός πρβ. λατ. truncus 'κορμός' - truncare 'κουτσουρεύω' - truncus 'κουτσουρεμένος, σακατεμένος'.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40