ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Εργαλεία
Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας
ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
§11.40. Οι "υποθετικές" επιρρηματικές προτάσεις δηλώνουν την προϋπόθεση, τον όρο υπό τον οποίον ισχύει το περιεχόμενο της κύριας πρότασης.
Η εξαρτημένη υποθετική πρόταση λέγεται και "υπόθεση" ("πρόταση", "ηγούμενον", "προκείμενη"), ενώ η κύρια πρόταση "απόδοση" ("επόμενον", "συμπέρασμα", η ἀπόδοσις έχει να κάνει με την επιστροφή των οφειλομένων από το οφειλέτη). Υπόθεση και απόδοση αποτελούν στην ενότητά τους έναν "υποθετικό λόγο".
Οι προηγούμενοι όροι ανάγονται στην πλειονότητά τους στους αρχαίους θεωρητικούς της γραμματικής και προσδιορίζουν τη σχέση εξαρτημένης και κύριας πρότασης ως σχέση λογικής προτεραιότητας: η υπόθεση "υπό-κειται" και προηγείται της απόδοσης και την προσδιορίζει (το ὑπό, πρό, ἡγούμενον αφενός, το ἑπόμενον, ἀπόδοσις αφετέρου δηλώνουν ρητά ή υπόρρητα αυτό που λογικά προηγείται και αυτό που λογικά ακολουθεί και απορρέει από το προηγούμενο): όποιος αναγνωρίζει ότι ισχύει το περιεχόμενο της "υπόθεσης" αποδέχεται και το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτήν στην "απόδοση".
§11.41. Οι υποθετικές επιρρηματικές προτάσεις εισάγονται συνήθως με τους συνδέσμους εἰ, ἐάν [= εἰ + ἄν], ἄν, ἤν, επ. εἴ κε. Στον εισαγωγικό σύνδεσμο της εξαρτημένης πρότασης αντιστοιχεί ενίοτε στην κύρια ένα συσχετικό δεικτικό οὕτως (στον Όμηρο τῷ) = "τότε", "τότε λοιπόν", τότε, τότε δη κ.λπ.:
ΟΜ Οδ 4.732-733 εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, τῷ κεν μάλ' ἔμεινε || γιατί αν μάθαινα εγώ ότι σχεδίαζε αυτό το ταξίδι, τότε σίγουρα θα έμενε.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.1.3 εἰ τοίνυν μέγιστον ἀγαθὸν τὸ πειθαρχεῖν φαίνεται εἰς τὸ καταπράττειν τἀγαθά, οὕτως εὖ ἴστε || αν λοιπόν η πειθαρχία αποδεικνύεται ο σπουδαιότερος όρος για να πραγματοποιεί κανείς το ορθό, τότε λοιπόν να είστε βέβαιοι.
§11.42. Η άρνηση στις υποθετικές προτάσεις είναι κατά κανόνα μή διότι προέρχονται σε πολλές περιπτώσεις από ευχετικές προτάσεις, οι οποίες ανήκουν στις προτάσεις επιθυμίας (βλ. §9.6. κεξ.). Σπάνια χρησιμοποιείται και η άρνηση οὐ.
§11.43. Η προέλευση των υποθετικών προτάσεων μπορεί να ανιχνευτεί σε χωρία όπως π.χ.:
ΟΜ Ιλ 7.28 ἀλλ' εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη || μα αν θέλεις να με ακούσεις, το όφελος θα ήταν μεγαλύτερο.
Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να αναγνωστεί και ως εξής:
ἀλλ' εἴ μοί τι πίθοιο! τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη || αλλά μακάρι να με άκουγες! το όφελος θα ήταν μεγαλύτερο.
Το εἰ δηλαδή θα μπορούσε εδώ να εκληφθεί ως ένα είδος "επιφωνηματικού επιρρήματος", και από εδώ εικάζεται ότι προήλθαν οι υποθετικές προτάσεις.
§11.44. Ένας υποθετικός λόγος ενδέχεται να αναφέρεται σε μιαν ορισμένη ατομική περίπτωση, μπορεί όμως και να παρουσιάζει μια κατάσταση πραγμάτων ως κάτι καθολικό που ισχύει παντού και πάντοτε. Όταν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, το υποθετικό εἰ είναι δυνατόν να αποκτήσει μια χρονική σημασία, προπαντός στην περίπτωση της "επαναληπτικής ευκτικής" (για τον όρο αυτόν βλ. §11.57. Σημείωση).
§11.45. Ο υποθετικός λόγος μπορεί να εκληφθεί, όπως διαφαίνεται και από την ορολογία με την οποίαν περιγράφεται, ως μια μορφήαιτιώδους σχέσης. Στην περίπτωση αυτήν η σχέση υπόθεσης-απόδοσης παρουσιάζεται ως σχέση "αιτίου και αιτιατού", "αιτίας και αποτελέσματος", "λόγου και "ακολουθίας". Δεν πρόκειται ωστόσο για μια πραγματική, "φυσική" αιτία, αλλά για μια εικαζόμενη ή δυνατή "προϋπόθεση" την οποίαν "προτείνει" (βλ. πρότασις) ο ομιλητής και η οποία μπορεί βέβαια να γίνει αποδεκτή από τους άλλους ως ο "λόγος" που συνεπάγεται την απόδοση ως "ακολουθία" του, μπορεί όμως εξίσου και να απορριφθεί. Το ότι ο "λόγος" αυτός είναι απλώς μια προτεινόμενη υπόθεση υποδηλώνεται με το μόριο εἰ, ἐάν.
Σημαντικός είναι όμως εδώ και ο ρηματικός τύπος και η έγκλιση που χρησιμοποιείται, καθώς μέσω αυτής υποδηλώνεται ποια είναι κατά την άποψη του ομιλητή η σχέση της προτεινόμενης υπόθεσης με την πραγματικότητα. Η σχέση αυτή αποτελεί ουσιαστικά το κριτήριο για την κατηγοριοποίηση των υποθετικών λόγων της ΑΕ. Στα είδη αυτά η υπόθεση ή πρόταση προκαταλαμβάνει τον τρόπο που εκφέρεται η απόδοση, χωρίς όμως αυτό να ισχύει απόλυτα. Αυτή η ελευθεριότητα ερμηνεύεται από τους θεωρητικούς με την παραπομπή στο ευέλικτο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο μπορεί κατά τον σχηματισμό της απόδοσης να εγκαταλείπει συχνά τη θέση και την άποψη που είχε κατά την διατύπωση της πρότασης. Η μεταβολή αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς, εξαρτάται κυρίως από τη νοοτροπία και τη διάθεση του ομιλητή.