- Ενδογλωσσική Μετάφραση
Διδασκαλία - Εκπαίδευση
Ενδογλωσσική Μετάφραση
Ιστορική επισκόπηση της μετάφρασης των κλασικών γλωσσών (του Λ. Πόλκα)
1. Η μετάφραση στην ελληνική αρχαιότητα
1.1. Η διαγλωσσική μετάφραση
Tην περίοδο της αρχαϊκής και κλασικής αρχαιότητας οι Έλληνες δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη διαγλωσσική μετάφραση είτε ως πρακτική είτε, πολύ περισσότερο, ως θεωρία. Παρά το γεγονός ότι η επικοινωνία τους με πολλούς λαούς, ξένους και αλλόγλωσσους ήταν συχνή -η αρχαία ελληνική γλώσσα περιέχει ως γνωστόν πολλά ξένα δάνεια- και παρά το ότι στον χώρο της κοντινής Ανατολής ήταν γνωστή η μεταφραστική πράξη -από τα μέσα της 2ης χιλιετηρίδας (1500 π.X.) είχε μεταφραστεί στα χουριτικά και στα χεττιτικά το ακκαδικό έπος του Γκίλγκαμες- οι Έλληνες δεν ενδιαφέρθηκαν να εντάξουν τη μετάφραση στην πολιτιστική τους ζωή.[1]
Στο κύριο σώμα της αρχαϊκής και κλασικής γραμματείας τηρείται, κατά κανόνα, η διαχρονική λογοτεχνική σύμβαση να μη μεταφράζεται η γλώσσα των ξένων, οι οποίοι συχνά στα κείμενα της αρχαϊκής και κλασικής γραμματείας χαρακτηρίζονται βάρβαροι. Μερικά γνωστά παραδείγματα: στην ομηρική Ιλιάδα οι Τρώες, που χρησιμοποιούν αλλότριες γλώσσες (Δ 438), και οι βαρβαρόφωνοι σύμμαχοί τους Κάρες (Β 867), μιλούν την ίδια γλώσσα με τους Αχαιούς, όπως οι Πέρσες με τους Αθηναίους στην ομότιτλη τραγωδία του Αισχύλου. Στον Αγαμέμνονα πάλι του Αισχύλου η βουβή στην αρχή Κασσάνδρα, για την οποία χρειάζεται διερμηνέας (στ.1062-63) προκειμένου να καταλάβει κανείς τη βάρβαρον (στ.1051) γλώσσα της, μιλάει στη συνέχεια ελληνικά προφητεύοντας το τέλος του Αγαμέμνονα. Σε άλλες περιπτώσεις, πληροφορούμαστε για προελληνικούς λαούς που μιλούν ανακατωμένες γλώσσες, όπως οι κάτοικοι της Κρήτης (Οδ. τ 175), ή που χρησιμοποιούν βάρβαρον γλώσσαν, όπως οι Πελασγοί της Κριστώνας στη Μακεδονία (Ηροδ., Ιστορ. 1.57), δίχως όμως να δίνονται πιο συγκεκριμένα στοιχεία. Σε κάποιους βέβαια στίχους του Αριστοφάνη (Αχαρνής, στ.100· Όρνιθες, στ.1615, 1628-29) εντοπίζονται δείγματα βαρβαρικού λόγου, που εξυπηρετούν ανάγκες τις κωμωδίας.
Ο οποιοσδήποτε επομένως λόγος για την ύπαρξη της μετάφρασης στην αρχαία Ελλάδα, μέχρι τουλάχιστον και τα κλασικά χρόνια, διατυπώνεται με γενικούς όρους ή με τη μορφή της υπόθεσης, όταν δεν αναφέρεται σε περιθωριακά παραδείγματα, που εξυπηρετούν πρακτικές κυρίως ανάγκες. Έτσι, σε αρχαιοελληνικές ιστορικές μαρτυρίες που μας πληροφορούν για τη "διαπολιτισμική επικοινωνία" ανάμεσα στους Έλληνες και στους γειτονικούς τους λαούς, όπως οι Αιγύπτιοι, εμπλέκονται και ζητήματα ξενογλωσσίας. Παράδειγμα η εξήγηση που δίνει ο Ηρόδοτος σχετικά με την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης (Ηροδ., Ιστορ. 2.52-58). Επίσης, πιθανή θεωρείται η ύπαρξη διερμηνέων στο μαντείο των Δελφών, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους ξένους επισκέπτες. Ακόμη, αρκετοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, αν δεν γνώριζαν ξένες γλώσσες -φαινόμενο πάντως σπάνιο την κλασική περίοδο[2]-, πρέπει να ερχόντουσαν σε επαφή με τα αιγυπτιακά κείμενα, πιθανώς μέσω διερμηνέων, ίσως και μεταφράσεων. Όσο για τη μετάφραση από την Καρχηδονιακή, που εκπόνησε ένας ανώνυμος Έλληνας του 4ου αι. π.Χ., διασώζοντας το χρονικό ενός ταξιδιού του βασιλιά των Καρχηδονίων στην Αφρική (Άννωνος Καρχηδονίων βασιλέως Περίπλους), συνιστά εξαιρετικό φαινόμενο, που δεν αφορά στον χώρο της λογοτεχνικής παραγωγής.
H απουσία αξιοσύστατων μαρτυριών για λογοτεχνική, μεταφραστική παραγωγή στην περίοδο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων αποδίδεται: κατά πρώτο λόγο, στις εξουσιαστικές σχέσεις των Ελλήνων με τους γειτονικούς τους λαούς[3] και, κατά δεύτερο, στο ότι η επικοινωνία τους με άλλες γλώσσες και χώρες τα χρόνια αυτά υπήρξε κυρίως προφορική· γι' αυτό, ίσως, και οι μεταγενέστερες μεταφραστικές απόπειρες της ελληνικής αρχαιότητας συγχρονίζονται μάλλον με την καθιέρωση της γραφής ως αγωγού γραμματολογικής ενημέρωσης και σπουδής.[4]
1.2. Η ενδογλωσσική μετάφραση
Οι προηγούμενες παρατηρήσεις αφορούσαν κυρίως στο ζήτημα της διαγλωσσικής μετάφρασης. Τι γίνεται, ωστόσο, με το άλλο σκέλος της την ενδογλωσσική; Στην προκειμένη περίπτωση η καθολική ανάγκη για ενδογλωσσική μετάφραση, όταν δηλ. μια μη κατανοητή, εξαιτίας της παλαιότητάς της και του έντονου διαλεκτικού της χαρακτήρα, λογοτεχνική γλώσσα, όπως λ.χ. η ομηρική, χρειάζεται να "μεταφραστεί", ή να "παραφραστεί", σε μια μεταγενέστερη παραλλαγή της αρχαίας ελληνικής, προκειμένου να γίνει περισσότερο κατανοητή, δεν άφησε απόλυτα αδιάφορους τους Έλληνες.[5] Ήδη στα κλασικά χρόνια αρχίζει να εμφανίζεται ένα πρωτοβάθμιο είδος "ενδογλωσσικής" μετάφρασης, υπό τον τύπο ερμηνείας δύσκολων λέξεων της παλαιότερης αρχαιοελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τους Δαιταλείς του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκαν το 427 π.Χ, όπου ένα πρόσωπο (πιθανότητα ο πατέρας) ζητεί από ένα άλλο (πιθανότατα τον γιο του) να του εξηγήσει τις Ομήρου γλώττας και αναφέρει κάποια δυσεξήγητα χωρία από την Iλιάδα και την Oδύσσεια.
Από το προηγούμενο παράδειγμα, πληροφορούμαστε ότι η πρακτική της ερμηνείας ποικίλων αρχαϊσμών αποτελούσε τμήμα της σχολικής μόρφωσης που προσφέρονταν στους νέους της κλασικής εποχής· οι οποίοι έπρεπε, σ' ένα πρώτο στάδιο, να μάθουν να κατανοούν λέξη προς λέξη τον ποιητή που περισσότερο από όλους χρησιμοποιήθηκε στη σχολική διδασκαλία καθ' όλη την αρχαιότητα. Aς πούμε ότι έπρεπε να μάθουν να τον "μεταφράζουν" σε μια μορφή ελληνικών, γνωστότερη και αμεσότερα κατανοητή.[6] Εξάλλου, δείγματα ομηρικής "παράφρασης" στίχων της Ιλιάδας (Α 12-42) μας διασώζει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (393d),[7] ενώ ο Δημόκριτος έγραψε για τις ιδιωματικές ή απαρχαιωμένες λέξεις των επών στο έργο του Περί Ομήρου ή ορθοεπείης και γλωσσέων,[8] τη χρήση των οποίων καταδικάζει ο Αριστοτέλης (Περί Ποιητικής, 1457b 2-4, 1458a 1-2).
H προηγούμενη πρακτική κορυφώνεται και γενικεύεται κατά την ελληνιστική περίοδο· γενικότερα, με τους αλεξανδρινούς φιλολόγους, οι οποίοι, προσηλωμένοι στον αττικισμό,[9] μπορεί να μην ασχολήθηκαν με τη μετάφραση, ενέταξαν όμως στα φιλολογικά τους πονήματα, άφθονα σχόλια και εξηγήσεις σπάνιων λέξεων: δύο ποιητές, ο Φιλιτάς ο Κώος και ο Σιμίας ο Ρόδιος (περ. 300 π.Χ.), κατήρτισαν τις πρώτες, αυτοτελείς και εμπεριστατωμένες, συλλογές επικών "γλωσσών", και "γλωσσών" των κατά τόπους διαλέκτων,[10] ενώ ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος συνέταξε το Περί των υποπτευομένων μη ειρήσθαι τοις παλαιοίς και ο Κράτης ο Μαλλός, πρώτος διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Περγάμου (περ. 140 π.Χ.) έγραψε για τις Αττικές γλώσσες.[11]
1.3. Η μετάφραση των εβδομήκοντα
Σημαντικό ρόλο στη μετάφραση διαδραματίζει η σχέση μεταφραζόμενης και μεταφραστικής γλώσσας. Έτσι, δεν είναι άσχετο ότι, από τον 3ο αι. π.Χ. κε., όταν η ελληνική γλώσσα εδραιώνεται στον ευρύτερο χώρο της Mεσογείου ως lingua franca, κάνουν την εμφάνισή τους μεταφράσεις στα ελληνικά από λαούς της κοντινής Ανατολής. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η μετάφραση των Eβδομήκοντα: σύμφωνα με μια, φανταστική μάλλον, αφήγηση, που περιέχεται στην Eπιστολή του Aριστέα, γύρω στο 200 π.X., μια επιτροπή εβδομήντα δύο ραβίνων σοφών ανέλαβε να πραγματοποιήσει σε μικρό χρονικό διάστημα μια εμπνευσμένη μετάφραση στα ελληνικά των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, για τους ελληνόφωνους Eβραίους που ήσαν διασκορπισμένοι έξω από την Παλαιστίνη και είχαν αρχίσει να λησμονούν την εβραϊκή και την αραμαϊκή. Στην Επιστολή του Αριστέα αναφέρεται ότι οι εβδομήντα δύο μεταφραστές συμβουλεύονταν ο ένας τον άλλον, μέχρι να επιτευχθεί ο ιδεωδέστερος τύπος μετάφρασης κάθε κεφαλαίου. Παρά ταύτα, κατά τον Φίλωνα από την Αλεξάνδρεια (περ. 25 π.Χ. - 40 μ.Χ.), οι εβδομήντα δύο μεταφραστές, αν και δούλευαν σε πλήρη απομόνωση ο ένας από τον άλλον, παρήγαγαν ταυτόσημες εκδοχές του πρωτοτύπου, γεγονός, που παρέπεμπε στον θεόπνευστο χαρακτήρα του όλου μεταφραστικού εγχειρήματος.[12]
Η Επιστολή του Αριστέα θεωρείται σημαντικό κείμενο, επειδή ακριβώς παρουσιάζει τη μετάφραση ιερών κειμένων ως θεόπνευστη δημιουργία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εβδομήντα δύο μεταφραστές στην Αλεξάνδρεια, προτού αρχίσουν το μεταφραστικό τους έργο, έπλεναν τα χέρια τους, ενώ το μεταφραστικό αποτέλεσμα είχε δημόσιο χαρακτήρα, ώστε να θεωρείται στο εξής απαραβίαστο. Ο συλλογικός χαρακτήρας της μετάφρασης συνιστούσε ένα είδος θεσμοποιημένου ελέγχου, που επηρέαζε αναμφισβήτητα τη μεταφραστική διαδικασία. Ενώ σε άλλα πεδία μετάφρασης ο συλλογικός μεταφραστικός μόχθος θα μπορούσε να εκτιμηθεί επιζήμιος για την ποιότητα του μεταφραστικού αποτελέσματος, στην προκειμένη περίπτωση ο συλλογικός χαρακτήρας της εργασίας των Εβδομήκοντα έγινε σύντομα η νόρμα για τη μετάφραση της Βίβλου. Η συλλογική ευθύνη "προστάτευε" τον μεμονωμένο μεταφραστή από τη χρήση προσωπικού ύφους, ώστε να μην έχει την τύχη του William Tyndale, που το 1563 μαρτύρησε για το μεταφραστικό έργο της Βίβλου.[13]
1 Βλ. I.Θ. Kακριδής, "Oι αρχαίοι Έλληνες και οι ξένες γλώσσες", στο Mελέτες και Άρθρα, Θεσσαλονίκη 1971, σ.3-18. Κατά την Ingrid Kurz, "The Rock Tombs of the Princes of Elephantine", Babel 31.4 (1985) 213-218, τα πρώτα ίχνη μετάφρασης ανάγονται στο 3000 π.Χ., κατά την περίοδο της Φαραωνικής Αιγύπτου, στην περιοχή της Ελεφαντίνης, όπου σε δίγλωσσες επιγραφές γίνεται λόγος για "επιστάτες διερμηνέων".
2 Χαρακτηριστική εξαίρεση ο Θεμιστοκλής, που έμαθε τα περσικά όταν κατέφυγε εξόριστος στην αυλή του Αρτατέρξη, βλ. Θουκ., Ιστορ. 1.138, Πλούταρχος, Θεμ. 29.5d και Κοϊντιλιανός, Inst. Orat. 11.2.50. Η πληροφορία από τον I.Θ. Kακριδή, ό.π., σ.8-9.
3 Ο I.Θ. Kακριδής, ό.π., σ.17, κάνει λόγο για τη "θουκυδίδεια αυτάρκεια" των Ελλήνων.
4 Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, "Μεταφράζοντας από τα ελληνικά στα ελληνικά" (προφορική ανακοίνωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης).
5 Βλ. F. Montanari, "Tradurre dal Greco in Greco", στον τόμο S. Nicosia (επιμ.), La traduzione dei testi classici. Teoria prassi storia. Atti del Convegno di Palermo 6-9 Aprile 1988, M. D' Auria: Νάπολη 1991, σ.223.
6 F. Montanari, ό.π., σ.223.
7 F. Montanari, ό.π., σ.223.
8 Βλ. R. Pfeiffer, Iστορία της κλασσικής φιλολογίας, τ. 1, μτφρ. Π. Ξένος & Β. Μοσκόβης, Ακαδημία Αθηνών: Aθήνα 1972, σ.14, 50, 93.
9 Βλ. Κ.Α. Τρυπάνης, Ο Αττικισμός και το γλωσσικό μας ζήτημα, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων: Αθήνα 1984, σ.7-15.
10 R. Pfeiffer, ό.π., σ.103 κε.
11 Βλ. Κ.Α. Τρυπάνης, ό.π., σ.24.
12 Βλ. J. Delisle & J. Woodsworth, Translation through History, John Benjamins University Comp.- Unesco Publ.: Άμστερνταμ 1995, σ.163.
13 Βλ. J. Delisle & J. Woodsworth, ό.π, σ.163.