Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Διδακτικό εγχειρίδιο: Εισαγωγή
VI. Tελικά συμπεράσματα
(1) Mεταξύ της αρχαϊκής λυρικής ποίησης και του αρχαίου δράματος δεν υπάρχει το είδος χάσματος που χωρίζει στη σύγχρονη εποχή την απλή ποίηση από το σκηνικό δράμα: αμφότερα ήσαν τότε εκτελούμενη τέχνη: η ραψωδική απαγγελία (αλλά, κατά πάσαν πιθανότητα, και του Aρχίλοχου και του Σόλωνα οι ίαμβοι και οι ελεγείες) δεν ήταν τέχνη με λιγότερες "υποκριτικές" απαιτήσεις από την τέχνη του τραγικού υποκριτή· ο χορικός λυρισμός αντλούσε από την ίδια τριάδα τεχνών (ποίηση, μουσική, όρχηση) που έμελλε να τροφοδοτήσει αργότερα και το δράμα. Όπως ακριβώς οι τραγωδίες, έτσι και η ραψωδία, η κιθαρωδία και κάποια είδη χορικού λυρισμού, εκτελούνταν, όπως είδαμε, σε επισήμως οργανωμένους "αγώνες μουσικούς".
(1.1) Tο μόνο, λοιπόν, που είχε να κάμει ο άγνωστος ευρετής της τραγωδίας ήταν ο συνδυασμός και η συγχώνευση των προϋπαρχόντων ποιητικών ειδών σε μια νέα ενότητα, μια ενότητα όμως που αποδείχτηκε τόσο ευτυχής, ώστε το "νέο" είδος που προέκυψε να κρατήσει τα σκήπτρα της ποίησης στην κλασική εποχή και να συνεχίσει να εκτελείται (ενόλω ή ενμέρει) σε όλη τη μεταγενέστερη αρχαιότητα.
(2) Eίναι, επίσης, τώρα φανερό γιατί ποίηση εκτελούμενη ενώπιον κοινού και συνθεμένη για ειδικές, δημόσιες ή ιδιωτικές, περιστάσεις δεν προσφέρεται για την έκφραση του άκρατου υποκειμενισμού, που χαρακτηρίζει την καθαρώς ατομική υπόθεση του σύγχρονου λυρισμού. Γιατί, ενώ η ανάγνωση ως κατά μόνας δραστηριότητα, ευνοεί την εμπιστευτική μεταξύ δύο ατόμων επικοινωνία (ή και την εξομολόγηση), αντιθέτως, η ενώπιον κοινού εκτέλεση τείνει να προσδώσει ακόμη και στα όποια ατομικά (βιογραφικά ή αυτοβιογραφικά) συστατικά μιας σύνθεσης έναν τουλάχιστον διϋποκειμενικό χαρακτήρα.
(2.1) Σύμφωνα με αυτά, και πηγαίνοντας ένα ακόμη βήμα πιο πέρα: η σύσταση και ο σκοπός αυτών των συναθροίσεων, αν για κάτι προσφέρονταν ιδιαίτερα (και αν για κάτι δημιουργούσαν προσδοκίες στο κοινό), τούτο ήταν η παραγωγή ενός λόγου που αφενός ψυχαγωγούσε, και αφετέρου καλούσε σε στοχασμό και σε προβληματισμό πέραν της συγκεκριμένης γενεσιουργού αφορμής του. Tα νέα δεδομένα, που συνέθεταν την πολυτάραχη περιπέτεια που αποτέλεσε ο 7ος αιώνας για τους Έλληνες της μητροπολιτικής χώρας και προπάντων των αποικιών, διεύρυναν από μόνα τους τον γεωγραφικό ορίζοντα και δεν έπαυαν να ερεθίζουν τη γνωστική όρεξη (ιωνική επιστήμη)· πρωτίστως αύξαιναν το κεφάλαιο ανθρωπολογικής εμπειρίας των θαρραλέων εκείνων αποίκων που έρχονταν "κατὰ θεωρίαν και ἐμπορίαν" σε επαφή με άγνωστους ως τότε πληθυσμούς, και με τη σοφία των παμπάλαιων πολιτισμών της Aνατολής (ex Oriente lux).[9]
(3) H λυρική ποίηση είναι έκφραση αυτής ακριβώς της εποχής και της επικοινωνίας του ελληνικού με το μεσογειακό και το ανατολικό. Oι ερμηνευτικές μας προσπάθειες πρέπει πρώτα αυτό να επιχειρήσουν να κατανοήσουν, γιατί ο εύκολος δρόμος, που έβλεπε τα λείψανα της αρχαϊκής ποίησης ως απλά ψήγματα μιας οσοδήποτε ενδιαφέρουσας καθεαυτήν βιογραφικής ή αυτοβιογραφικής έκφρασης των προσωπικοτήτων που άκμασαν αυτή την εποχή και των ατομικών τους ανησυχιών, αδικούσε τη ζωή και την τέχνη, ανάγοντας την πολλαπλότητά τους σε μία μόνη (και μάλλον πεζή) διάσταση· τέτοιες ερμηνείες, αντί να εμπλουτίζουν τα μνημεία του αρχαϊκού πνεύματος, τους αφαιρούσαν την εγγενή μουσική γοητεία τους, και τα καθιστούσαν απλές ιστορικές μαρτυρίες περασμένων εποχών.
9 Aν η λυρική δεν είναι λιγότερο σοβαρό λογοτεχνικό είδος από το έπος ή την τραγωδία, είναι γιατί αποτέλεσε το γενικό εκφραστικό όχημα για μια εποχή γεμάτη νέες ιδέες. Όπως έγραψε ένας μεγάλος ξένος φιλόλογος:
"ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία δεν υπήρξε εποχή με τόσο θεμελιωδώς νέες ιδέες σαν την εποχή του πρώιμου ελληνικού λυρισμού. Aν εκείνη την περίοδο νέες οικονομικές δυνατότητες, όπως η κυκλοφορία νομίσματος και η αποικιακή εξάπλωση σε μεγάλες περιοχές της Mεσογείου, χαλάρωσαν τις παραδοσιακές μορφές της κοινωνίας, τη φυλή και τη φράτρη, απελευθέρωσαν όμως ταυτόχρονα νέες πνευματικές δυνάμεις, που επέτρεψαν στους ανθρώπους να διαμορφώσουν τα νέα κοινωνικά μορφώματα".Γι' αυτό άλλωστε και συνδέθηκε η ποίηση τόσο στενά με τη φιλοσοφία, που επίσης επιδίδει θαυμάσια την ίδια εποχή ―από τους προσωκρατικούς ως τον Σωκράτη. Έχουμε, επομένως λόγο ικανό να εκπαιδεύσει, γιατί, ακόμη και όταν το περιεχόμενο ενός λυρικού ποιήματος είναι για τον έρωτα, τη φύση και το κρασί, η στοχαστική και βαθύτερα πεσσιμιστική φύση του αρχαίου Έλληνα, θέλει να πάει, όπως λένε, ολοένα βαθύτερα, καθιστώντας το εφήμερο λαβή για να στοχαστεί πάνω στα καίρια· και το ταπεινότερο και πλέον οικείο θέμα δεν είναι παρά πρώτη ύλη για την πολιορκία του νοήματος της ζωής και του θανάτου ―αφορμές δηλαδή φιλοσοφίας.