Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

ΙΙ. -σκο-

§ 172. φά-σκειν 'λέω' από το φά-ναι, βά-σκειν 'πηγαίνω' από το βαίνειν ἔ-βη-ν, πάσχειν 'υποφέρω' από το *παθ-σκ- του ἔ-παθ-ον, βλώσκειν 'τρέχω' από το *μλω-σκ- του ἔ-μολ-ον.

Με αναδιπλασιασμό: γι-γνώ-σκειν 'αναγνωρίζω' από το ἔ-γνω-ν, βι-βρώ-σκειν 'τρώω' από το βέ-βρω-κα, ἐίσκειν 'μοιάζω' από το *Ϝε-Ϝικ-σκ- του ἴκελος 'όμοιος', ἀρ-αρί-σκειν 'αρθρώνω' από το ἀρι-θμός.

Από ενεστώτες όπως εὑρί-σκειν 'βρίσκω' και ἁλί-σκεσθαι 'κυριεύομαι' ( ή ;), όπου το ι φαίνεται να έχει μεταπτωτική αντιστοιχία προς το -ē- και το -ō- (εὑρή-σω, ἁλώ-σομαι), προέκυψε ένα νέο επίθημα -ίσκ-ειν· αυτό προσαρτήθηκε ακόμη και σε μακρόχρονες απολήξεις: αττ. θνήσκ-ειν, μιμνήσκειν από το -ηΐσκ-ειν.

§ 173. Η γνωστή από το λατινικό - sco(inveterasco 'γερνώ', exardesco 'αρπάζω φωτιά' κτλ.) εναρκτική σημασία είναι κατά πάσα πιθανότητα μοναδικό φαινόμενο αυτής της γλώσσας. Στα λίγα ελληνικά εναρκτικά παραδείγματα το στοιχείο αυτό βρίσκεται στη ρίζα: γηράσκειν 'αρχίζω να γερνώ' (ἐ-γήρᾱ-σα), όπως το διαλεκτικό γερμ. alten 'γερνώ' = alt werden 'γίνομαι γέρος', ἡβάσκειν 'μπαίνω στην εφηβεία' (δίπλα στο ἡβᾶν), ύστερα γενει-άσκειν 'αφήνω γένι' από το γένειον 'γένι'. Μόνο το μεθύσκεσθαι 'αρχίζω να μεθώ' αποκλίνει από αυτό το πλαίσιο.

Οι λεγόμενοι ιωνικοί θαμιστικοί τύποι του παρατατικού και του αορίστου, όπως φεύγεσκον, δόσκον, ἐλάσασκον, διαχωρίζονται, καθώς δεν είναι βέβαιη ούτε καν η ταύτιση του δικού τους -σκ- με το ενεστωτικό -σκ-.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40