Θέματα
O Σκιαδάς ασχολείται, στην εισήγησή του, με θεωρητικά ζητήματα της μετάφρασης. Καταρχήν, διακρίνει τη γραπτή από την προφορική μετάφραση, με βασικό κριτήριο την παροδικότητα της πρώτης και τη χρονική διάρκεια της δεύτερης. Στη συνέχεια ως αντικείμενο της εισήγησής του καθορίζει τη γραπτή μετάφραση, η οποία ως προς τις μεθόδους και τους στόχους της θα πρέπει να ερευνηθεί από δύο σκοπιές: (α) τη γλωσσική, γιατί κάθε γλώσσα οργανώνει με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα, γεγονός που δημιουργεί δυσκολίες στο πέρασμα από τη μεταφραζόμενη στη μεταφραστική γλώσσα, και (β) τη φιλολογική, γιατί κάθε λογοτεχνικό έργο έχει ένα ιδιαίτερο ύφος και χαρακτήρα, που η μετάφραση θα πρέπει να διατηρήσει και να προβάλει, ώστε να προκαλεί στον αναγνώστη της την ίδια επίδραση με το πρωτότυπο. Ως προς το δίλημμα πιστή-ελεύθερη μετάφραση, λέγεται ότι στόχος της μεταφραστικής διαδικασίας είναι η πιστότητα προς το πρωτότυπο, δεν θα πρέπει όμως να αποκλείεται προκαταβολικά και η ελευθερία του μεταφραστή, όταν αυτή αποσκοπεί στην πιστή απόδοση του νοήματος του πρωτοτύπου. Έτσι «η ελευθερία ανήκει στον χώρο του μεταφραστή ως ένα προνόμιο και ως τεκμήριο της πιστότητάς του στο πρωτότυπο» (σ.30).
Η μεταφραστική διαδικασία διακρίνεται σε τρεις φάσεις:
Κατά την ερμηνεία, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μετάφρασης, βασικός στόχος του μεταφραστή είναι να πλησιάσει την αντικειμενική φυσιογνωμία του έργου και να αποφύγει, κατά το δυνατόν, να προβάλει σ' αυτό υποκειμενικές κρίσεις του. Η μεταφορά του πρωτοτύπου στη μεταφραστική γλώσσα περιγράφεται, κατά τον ορισμό του Wilamowitz, ως "μετεμψύχωση", ως ενσάρκωση δηλαδή του πνεύματος του συγγραφέα σε νέα γλωσσική μορφή. Η μεταφορά αυτή δεν είναι χωρίς απώλειες, γιατί περιεχόμενο και γλωσσική μορφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, γι' αυτό και η τέλεια μετάφραση κρίνεται από τη φύση της αδύνατη, γεγονός που πιστοποιείται με την ενδεικτική αναφορά σε δυσκολίες, που παρουσιάζονται κατά τη μετάφραση αρχαίων ελληνικών κειμένων. Η μετάφραση, επομένως, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο, ούτε μπορεί να ταυτιστεί μαζί του· στόχος της είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και ουσιαστική ομοιότητα με το μεταφραζόμενο κείμενο. Η μετάφραση, κατά τον Σκιαδά, δεν ανήκει στο ίδιο λογοτεχνικό είδος με το μεταφραζόμενο κείμενο, αλλά αποτελεί ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό είδος με δικούς του κανόνες και στόχους: στόχος της είναι να προκαλεί νοσταλγία για το πρωτότυπο και να λειτουργεί ως δρόμος επιστροφής σ' αυτό. Το συμπέρασμα είναι ότι η μετάφραση, ως πράξη ανθρώπινη, θα πρέπει να κρίνεται στα όρια του δυνατού, παρότι απαιτούμε απ' αυτή τα αδύνατα: να επενδύσει το πνεύμα του συγγραφέα με νέα γλωσσική μορφή και να ασκεί στον αναγνώστη της την ίδια επίδραση με το πρωτότυπο.
Oι θεωρητικές θέσεις του Σκιαδά είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένες από τη μεταφραστική θεωρία του Wilamowitz. Παρότι καθορίζει δύο σκοπιές για τη διερεύνηση της μεταφραστικής διαδικασίας, τη γλωσσική και τη φιλολογική, επιμένει κυρίως στη γλωσσική, και ειδικότερα στις απώλειες που συνεπάγεται το μεταφραστικό πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη. H οπτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη συγκαταβατική στάση του απέναντι στο μεταφραστικό αποτέλεσμα. Eπιπλέον, δεν διευκρινίζει με ποιό τρόπο η μετάφραση θα ασκεί στον αναγνώστη της την ίδια επίδραση με το πρωτότυπο, χωρίς όμως να ανήκει στο ίδιο λογοτεχνικό είδος με αυτό.