«Το αποτέλεσμα της γενικότερης γλωσσικής σύγχυσης και της στρεβλής διδακτικής μεθόδου, παρουσιάζεται χαρακτηριστικά στην ποιότητα της μεταφραστικής εργασίας, με την οποία, κατά κανόνα, ολοκληρωνόταν η διδακτική αντιμετώπιση των κειμένων στη σχολική πράξη. Ενώ όμως δόθηκε τόση βαρύτητα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών, η προσήλωση στη γραμματική δραστηριότητα δεν επέτρεψε να αναπτυχθεί ένας ευρύτερος θεωρητικός προβληματισμός γύρω από την ερμηνεία και τη μετάφραση των κειμένων.
Υπάρχει καταρχήν γύρω από το θέμα αυτό στην εκπαιδευτική του διάσταση μια γενικότερη ασάφεια, η οποία προκαλείται από τη χρήση κάποιων όρων. Οι όροι αυτοί, μολονότι σχετίζονται μεταξύ τους, παρουσιάζουν και διαφορές, που ωστόσο δεν είναι ευδιάκριτες στη σχολική νομοθεσία. Πρόκειται για τους όρους:
Οι όροι αυτοί μπορούν ευκολότερα να αποσαφηνισθούν, όταν συμβαίνει να συνυπάρχουν ανά ζεύγη ή τριάδες στο ίδιο νομοθετικό κείμενο.
(α) ερμηνεία - μετάφρασις - παράφρασις:
Οι όροι εμφανίζονται μαζί στο πρόγραμμα του 1897: "Ερμηνεία τίνος ή τινών τώνδε των λόγων του Δημοσθένους … Ανά παν δεκαπενθήμερον γραπτή εις το αρχαίον ιδίωμα παράφρασις εν τω σχολείο". "Μετά το τέλος της του συντακτικού διδασκαλίας … γραπτή κατ' οίκον ή εν τω σχολείω μετάφρασις εις το λατινικόν".
Από το συσχετισμό των τριών όρων φαίνεται ότι η "ερμηνεία" έχει ευρύτερη σημασία και περικλείει τους δυο άλλους που βοηθούν την ερμηνευτική διαδικασία. Κάποια σύγχυση προκαλείται ανάμεσα στους άλλους όρους, που, ενώ φαίνονται ότι επιτελούν την ίδια λειτουργία, δηλ. τη μεταφορά κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, ο όρος "παράφρασις" χρησιμοποιείται για τα αρχαία ελληνικά, ενώ η "μετάφρασις" για τα λατινικά. Η ίδια διάκριση των δύο όρων γίνεται και σε άλλα προγράμματα και πάντοτε ο όρος "παράφρασις" αναφέρεται στα αρχαία ελληνικά.
Η διδακτική ορολογία των αρχαϊστών λογίων αποσαφηνίζει τη σύγχυση: "Παράφρασις λέγεται, όταν φράσις ταυτόσημος άλλη φράσει παραλαμβάνηται" [Στ. Κομμητάς, Γραμματική, Πέστη 1828, σ.244.]. Η "παράφρασις" δηλαδή δεν είναι μετάφραση από μια γλώσσα σε άλλη, αλλά μεταποίηση της ίδιας γλώσσας με ταυτόσημες φράσεις της και πειθαρχεί σε ορισμένους κανόνες: "Το της μεταθέσεως σχήμα μεταποιείν εις το φυσικόν και το φυσικόν εις το της μεταθέσεως· οίον το, Ηρόδοτος περί Ομήρου τάδε ιστόρηκεν, εις το Ηρόδοτος ιστόρηκε τάδε περί Ομήρου" [ό.π.]. Ο Κομμητάς στο κεφάλαιο "Περί παραφράσεως" παραθέτει 13 κανόνες με παραδείγματα, σύμφωνα με τους οποίους οι μαθητές μπορούσαν να εκφράσουν την ίδια έννοια με διαφορετικές συντακτικές ποικιλίες, χωρίς να παρεκκλίνουν από τον αρχαίο λόγο.
Η "παράφρασις" στην παραδοσιακή σχολική πρακτική έχει ορισμένη λειτουργία: "γίνεται μεν και προς σαφήνειαν τινός κειμένου, γίνεται δε και προς άσκησιν εις τον έλληνα λόγον· δια γαρ της παραφράσεως τοιαύτη έξις εγγίνεται τω παραφράζοντι, ώστε κατά φύσιν απαντάν αυτώ τας του ελληνισμού φράσεις και γράφοντι και λέγειν προθυμουμένω" [ό.π.].
Η "παράφρασις" συνεπώς παραπέμπει στην παραδοσιακή μεταφραστική ιδεολογία που σχεδόν απαγόρευε τη μετάφραση των αρχαίων ελληνικών κειμένων: "Παραφράζονται δε κυρίως διά σαφήνειαν τα των άλλων διαλέκτων, ως σκοτεινότερα, εις την αττικήν, ως γνωστοτέραν. Ωσαύτως και των ποιημάτων τα πλείστα, λυόμενα από τον δεσμόν του μέτρου και μεταβάλλοντα την λέξιν εις το σαφέστερον. Παράφρασις δε εμπορεί να ονομασθή και όχι μετάφρασις και η εκ της παλαιάς γλώσσης οποιασδήποτε διαλέκτου εις την σημερινήν γλώσσαν μας μεταποίησις των κλασικών συγγραφέων … Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν ότι η παράφρασις συντείνει μόνον εις γύμνασιν των μαθητών, οίτινες προϋποθέτονται ότι δια των γραμματικών κανόνων απέκτησαν γνώσιν ικανήν, ώστε να νοώσι τους συγγραφείς" [Κ. Κούμας, Γραμματική δια σχολεία, Βιέννη 1833, σ.424-425].
(β) Εξήγησις-μετάφρασις.
Στο διάταγμα της Αντιβασιλείας του 1836, άρθρο 72, τονίζεται: "Οι μαθηταί θέλουν ενασχολείσθαι με την εξήγησιν ενός εκάστου τεμαχίου … υποχρεούμενοι να μεταχειρίζωνται εις τας μεταφράσεις φράσιν καθαρώς ελληνικήν". Εδώ φαίνεται ότι "εξήγησις" είναι η ερμηνευτική διαδικασία και "μετάφρασις" η γραπτή ή προφορική απόδοσή της.
(γ) Ερμηνεία-εξήγησις.
Στο πρόγραμμα του 1884 (διάταγμα 23 Ιουνίου) εμφανίζονται μαζί οι όροι: "Ερμηνεία Ξενοφώντος Κύρου Αναβάσεως … Εξήγησις ακριβής της σημασίας εκάστης λέξεως και της εννοίας εκάστης φράσεως". Η "ερμηνεία" προφανώς έχει την ευρύτερη σημασία, ενώ η "εξήγησις" είναι βοηθητικό στοιχείο της και σημαίνει ό,τι και η μετάφρασις, όπως εξάλλου φαίνεται και από την εξής περικοπή από οδηγίες του υπουργού για τη διδασκαλία των μαθημάτων: "Οφείλουσι … οι διδάσκοντες να μη αναγκάζωσι τους μαθητάς να γράφωσιν εξήγησιν" [Εγκύκλιος 16780/1896, Οδηγίαι περί τρόπου διδασκαλίας μαθημάτων. Βλ. Δ. Αντωνίου, ό.π., σ.328].
Από την εξέταση της ορολογίας προκύπτει η διαπίστωση ότι ώς το τέλος περίπου του 19ου αι. οι όροι "ερμηνεία", "εξήγησις" και "μετάφρασις" χρησιμοποιούνταν συχνά ως σημασιολογικά ισότιμοι. Στα νεότερα προγράμματα έπαψαν να χρησιμοποιούνται οι όροι "παράφρασις" και "εξήγησις", ενώ ο όρος "ερμηνεία", που αρχίζει να χρησιμοποιείται και για τα νεοελληνικά κείμενα (από το πρόγραμμα του 1914), αποκτά τη σημασία της εμβάθυνσης και κατανόησης μορφής και περιεχομένου, έχει δηλ. πολύ ευρύτερη σημασία από τη μετάφραση, η οποία αποτελεί ένα στάδιο της ερμηνείας.
Πάντως στην εκπαιδευτική πράξη και σήμερα ακόμη υπάρχει κάποια σύγχυση στη σημασία των όρων αυτών οι φιλόλογοι ζητούν από τους μαθητές την "ερμηνεία", την "εξήγηση" ή τη "μετάφραση" ενός αρχαίου κειμένου και εννοούν συνήθως το ίδιο πράγμα.»