Tο κείμενο του Eπιφάνιου Δημητριάδη είναι γραμμένο με τη μορφή ενυπνίου και αποκαλύπτει ποιον προσανατολισμό ήθελαν οι λόγιοι του συγχρονικού ρεύματος να πάρει η νεοελληνική εκπαίδευση:
«Έπειτα με έδειξε το σχολείον των τεσσάρων γενεών. Eκεί, με είπε, διδάσκονται οι νέοι μας τας τέσσαρας διαλέκτους. Ποίας διαλέκτους, τον ηρώτησα, την ελληνικήν ή την λατινικήν, οπού εις τον καιρόν μου εδιδάσκοντο με μεγάλους κόπους και πικρίας; Θυσιάζετε λοιπόν και εσείς δέκα χρόνους ολοκλήρους της ζωής των τέκνων σας, (τον πλέον ωραιότερον και πολυτιμότερον καιρόν τους) δια να τους δώσητε μίαν βαφήν επιπολαίαν δύο διαλέκτων αποθαμμένων, με τας οποίας δεν θέλουν ομιλήσει ποτέ; Όχι, με είπεν, ημείς ηξεύρομεν καλλίτερα να μεταχειρισθώμεν τον καιρόν μας. H ελληνική διάλεκτος είναι σεβασμιωτάτη αληθινά διά την παλαιότητά της και διά τους περιφήμους συγγραφείς της, όμως ημείς έχομεν τον Όμηρον, τον Πλάτωνα, τον Σοφοκλή και όλους τους άλλους συγγραφείς μεταφρασμένους εντελέστατα εις το ιδίωμα της ιδίας μας διαλέκτου. Kαι μ' όλον οπού ελέγετο από παιδαγωγούς μικρόνοας ότι δεν ημπορούσε να φθάση η μετάφρασίς μας εις την ωραιότητα εκείνης της διαλέκτου, η έκβασις όμως μας έκανε να καταλάβωμεν ότι ελανθάνοντο. Όσον διά την λατινικήν διάλεκτον οπού ως νεωτέρα δεν ημπορούσε να είναι πλέον εύμορφη από την ελληνικήν, αύτη απέθανε τον καλόν της τον θάνατον. Πώς, του αποκρίθηκα, η απλή διάλεκτός σας ευδοκίμησε κατά πάντα; Kαι εκάμετε μεταφράσεις; Nαι, βέβαια, με είπεν, εκάμαμεν μεταφράσεις τόσον τελείας, τόσον ευφραδείς, που δεν έχομεν πλέον χρείαν να ανατρέχωμεν εις τας πρώτας τους πηγάς.»