ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση 

Διδακτικό εγχειρίδιο: Μίμνερμος 

Eλεγειακός ποιητής και μουσικός 

12. ἀλλ' ὀλιγοχρόνιον γίνεται (D5, 5. 4-8W)

ἀλλ΄ ὀλιγοχρόνιον γίνεται ὥσπερ ὄναρ
ἥβη τιμήεσσα· τὸ δ΄ ἀργαλέον καὶ ἄμορφον
γῆρας ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτίχ΄ ὑπερκρέμαται͵
ἐχθρὸν ὁμῶς καὶ ἄτιμον͵ ὅ τ΄ ἄγνωστον τιθεῖ ἄνδρα͵
βλάπτει δ΄ ὀφθαλμοὺς καὶ νόον ἀμφιχυθέν.

Σαν όνειρο λιγόχρονο επλάστηκε
η νιότη η τιμημένη· ενώ σκληρό και άσκημο
το γήρας, που ήρθε κιόλας και νά κρέμεται πάνω από τα κε­φάλια μας·
φρικτό, άτιμο, κάνει τον άνθρωπο αγνώριστον,
απάνω του ξεχύνεται, και του σκοτίζει μάτια και νου.

INK

Λίγο κρατούν, σαν όνειρο, τα λατρευτά τα νιάτα·
τ' άχαρα κι άσχημα γεράματα, νά τα,
στο κεφάλι μας κρέμονται πάνω,
μισερά κι αλάτρευτα συνάμα,
που αγνώριστο κάνουν τον άντρα σαν ξεχυθούν,
και του χαλούν τα μάτια και τα φρένα.

M. I. Mπαχαράκης

Λεξιλόγιο

1. ὄναρ, τό: όνειρο. Xρησιμοποιείται μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού. Oι υπόλοιπες πτώσεις συμπληρώνονται από τις αντίστοιχες πτώσεις του ονόματος ὄνειρος.

1. ὥσπερ ὄναρ: Xρησιμοποιείται παροιμιωδώς για να περιγράψει εφήμερες, φευγαλέες καταστάσεις.

2. ἥβη, ἡ: νεότητα.

2. τιμήεσσα: τιμήεις, -εσσα, -εν= ακριβός, πολύτιμος (για άψυχα).

2. ἀργαλέος, -έα, -έον (πβ. ἄλγος)= οδυνηρός, επίπονος, βαρύς.

2. ἄμορφον: ἄμορφος, -ον (πβ. μορφή)= δύσμορφος, άσχημος.

3. γῆρας, τό: γηρατειά (γενική: γήραος, γήρως, δοτική: γήραϊ, γήρᾳ).

3. αὐτίχ': αὐτίκα (επίρρημα)= αμέσως, τη στιγμή που.

3. ὑπερκρέμαται: αιωρείται, κρέμεται.

4. ὁμῶς (επίρρημα): μαζί, ομοίως.

4. ἄτιμον: το επίθετο αποκτά ερωτική απόχρωση στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Aνάλογα πρέπει να κατανοηθεί και το επίθετο τιμήεσσα στο στίχο 2.

4. ἄγνωστον: ἄγνωστος, -ον= αγνώριστος (εδώ).

4. τιθεῖ: τίθησι.

5. ἀμφιχυθέν: ἀμφιχέω (ομηρικό)= περιχέω, επιχέω.

Τελευταία Ενημέρωση: 08 Ιαν 2010, 12:00