Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΠοταμός Σακουλέβας Ποταμός Σακουλέβας
Καημένε μου...
Να συναντηθούμε πάλι
Στη γέφυρα του «Αριστοτέλη»
Μια νύχτα τον χειμώνα
Να μην ξέρουμε πού να πάμε
Προς τα πάνω ή προς τα κάτω
Γιατί θα είναι το ίδιο ωραία
Να δούμε γύρω
Τι λείπει απ’ τα παλιά
Η πόρτα του Θάνο
Το Γυμνάσιο
Η Αννέτα και η Φλώρα
Η φλαμουριά και ο Φώτης
Ώρα να φύγουμε πάλι
Κανείς πια δεν μένει εδώ
Καημένε μου(10-9-96)
«ΕΤΑΙΡΙΑ» 24/25 (1996) 2
Κωστάκης Λούστας, «Καημένε μου», Ποιήματα 1986-1997, εκδ. Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας, Φλώρινα 1997.
Φλώρινα...
Ο ήλιος, ο ουρανός και τα σύννεφα,
τα γύρω βουνά –καστανοκίτρινα το φθινόπωρο–
ο γκρίζο κάμπος στο βάθος
και ανάμεσά τους η μικρή πολιτεία.
Κόκκινα κεραμίδια στις στέγες,
κόκκινες πιπεριές στα μπαλκόνια,
ακακίες και φλαμουριές στις αυλές,
δρόμοι που ξεκινούν με στροφές,
άνθρωποι με χοντρή ομιλία,
κορίτσια με ρόδινα μάγουλα
και ακόμη το ποτάμι –ο Σακουλέβας–
με τις δεκαπέντε γέφυρες.
Η μικρή πολιτεία της δυτικής Μακεδονίας,
γνωστή για τα ξινά της νερά,
την δροσιά του καλοκαιριού της,
και τις χαμηλές της θερμοκρασίες,
στην καρδιά του χειμώνα.Κρίτων Κλ. Χάτζιος, «Φλώρινα», Ανθολογία φλωρινιώτικης ποίησης (1937-1987), Βιβλιοθήκη Βασιλικής Πιτόσκα, Φλώρινα 1987, σ. 8.
Το σπίτι μας...
Όταν ήμασταν πολύ μικρά μας απαγόρευαν να βγαίνουμε έξω από την αυλή. Τρέχαμε, παίζαμε οι αδελφές μου κι εγώ μόνο στην αυλή και το βυσσινόκηπο. Όταν πήγα στο δημοτικό τις άφησα εκείνες στην αυλή κι άρχισα να κάνω παρέα με τους συνομήλικούς μου που έπαιζαν μπροστά απ’ την πόρτα του σπιτιού μας.
Ο ποταμός, το νερό, οι γέφυρες και η απέναντί του όχθη ήταν η χαρά των παιδικών μας χρόνων. Στο τέλος του χειμώνα τα νερά του ψήλωναν τόσο πολύ που μπορούσες να τα δεις όρθιος απ’ το κατώφλι της αυλόπορτας. Έφθαναν σχεδόν το μπόι δυο ανθρώπων. Σαν ψήλωναν τα νερά κυλούσαν θολά, και καθώς οι βυσσινιές του πίσω κήπου μας έριχναν τα άνθη τους, έβλεπες να πλέουν πάνω στα νερά του άλλοτε κάτι ροζ κι άλλοτε κάτι κιτρινωπά άνθη από τα δέντρα. Τις μέρες εκείνες στεκόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο στη σειρά μπροστά απ’ το κάγκελο της ξύλινης γέφυρας, και συναγωνιζόμασταν ρίχνοντας κομμάτια από ξύλα, σπασμένα κλαδιά και κούτσουρα στα νερά που κυλούσαν παφλάζοντας από κάτω.
Όταν άρχιζε να ζεσταίνει ο καιρός, τα νερά του ποταμού αποτραβιόντουσαν ώσπου στένευαν τόσο πολύ τους καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσες με μια δρασκελιά να περάσεις την απέναντι μεριά. Όσο λιγόστευαν τόσο καταστάλαζαν τα νερά, γινόντουσαν διάφανα και κυλούσαν όλο και πιο αργά πάνω στα πελώρια ασπρόμαυρα χοχλάδια. Τους μήνες εκείνους κατεβαίναμε, μπαίναμε στο ποτάμι και περπατώντας ξυπόλητοι πιάναμε βατράχια. Ένοιωθα πάντα πολύ περίεργα όταν κατέβαινα στο ποτάμι. Έβλεπα τα δυό πετρόχτιστα ντουβάρια δεξιά κι αριστερά, κι έφερνα στο μυαλό μου τα νερά του να ψηλώνουν όσο τρεις φορές το μπόι μας τους μήνες του χειμώνα, θαρρούσα πως τα έβλεπα τις μέρες της πλημμύρας και πως περπατούσα κάτω απ’ τα νερά.
Τα παιχνίδια στο ποτάμι και μπροστά απ’ την πόρτα τελείωναν με το που άκουγα ένα από τα παιδιά να λέει: «Μουσταφά, έρχεται ο μπαμπάς σου». Φαινόταν τότε εκείνος στη στροφή του δρόμου, ψηλός, σκυφτός λιγάκι προς τα μπρος, χωρίς να βιάζεται μες το μαβί μάλλινο παλτό του με τη σαμουρόγουνα στο γιακά. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά του μαχαλά ένιωθαν μπροστά του ντροπή. Πεταγόμασταν μ’ ένα πήδημα απ’ το ποτάμι και προσπαθώντας να μη μας δει το βάζαμε στα πόδια για τα σπίτια μας.
Νετζατή Τζουμαλή, «Το σπίτι μας», Μακεδονία 1900, Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης, Πρέσπες 2001, σ. 23-24.
Παλιά στην Φλώρινα. Μέ...
Αυγουστιάτικο μεσημέρι, τρεις η ώρα. Η μικρή πόλη παίρνει το μεσημεριάτικο ύπνο. Το δασάκι που ακουμπάει, που και που αφήνει την δροσερή πνοή του να χαϊδεύει τις κόκκινες σκεπές των διώροφων σπιτιών. Πολυκατοικίες εκείνα τα χρόνια δεν είχαν ακόμη ξεφυτρώσει. Μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες, κτισμένες άλλες επί τουρκοκρατίας, οι περισσότερες όμως μετά την απελευθέρωση, συγκροτούσαν τη μικρή όμορφη πόλη.
Ήταν καλοκαίρι του 1946. Η συμφωνία της Βάρκιζας από καιρό είχε καταρρακωθεί. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχαν γίνει συλλήψεις όλων των αριστερών στελεχών της πόλης και της περιοχής. Τους είχαν σκορπήσει στα νησιά του Αιγαίου. Τρεις είχαν ξεφύγει την παγανιά. Κρύβονταν στην πόλη. Ο Στάθης ήταν ο τέταρτος που μαζί τους αποτελούσαν την καθοδήγηση του νομού. Είχε ξεφύγει τη σύλληψη διότι έλειπε στην Θεσσαλονίκη. Επειγόντως γύρισε. Στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής αποφασίστηκε να κυκλοφορεί ελεύθερος και να εκπροσωπεί νόμιμα την οργάνωση. Βέβαια η νόμιμη κυκλοφορία του δε κράτησε περισσότερο από τέσσερις μήνες.
Σ’ αυτούς τους τέσσερις μήνες συναντιόνταν με τους άλλους τρεις παράνομους και συνεδριάζαν. Η παρακολούθησή του ήταν ανελλιπής. Μπορούσε εύκολα, άθελά του να γίνει καταδότης των τριών. Γι' αυτό προκειμένου να συναντηθεί έπρεπε να πάρει τα μέτρα, να ξεφύγει την παρακολούθηση. Και το κατάφερνε. Ως που μετά το δημοψήφισμα του φθινοπώρου, για τον ερχομό του βασιλιά, πιάστηκε χωρίς να κινδυνέψουν οι άλλοι τρεις.
Για να ξεφύγει την παρακολούθηση και να παίρνει μέρος στις συσκέψεις, που γίνονταν πάντα νύχτα, έφευγε μεσημεριάτικα από το σπίτι, όταν ο κόσμος έπαιρνε το μεσημεριάτικο ύπνο. Πήγαινε σε οργανωμένο σπίτι, κοντά στο σπίτι που θα γίνονταν η σύσκεψη. Εκεί περίμενε να νυχτώσει για να πάει στο ραντεβού.
Το ίδιο έγινε κι αυτή τη φορά. Βγήκε κατά τις τρεις. Έξω ήταν νέκρα. Πήρε το δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Την πόλη νανούριζαν τα τζιτζίκια που είχαν πλημμυρίσει τα ψηλά δένδρα από τις όχθες του ποταμού. Το ποτάμι με το ελάχιστο νερό δεν έβγαζε άχνα. Μόνο τα βράδια τα βατράχια του στήναν την ενοχλητική συναυλία, καταστρέφοντας την γαλήνη της πόλης. Τα περισσότερα σπίτια από τις δύο όχθες του ποταμιού που περνούσαν δύο παράλληλοι δρόμοι είχαν χτιστεί επί τουρκοκρατίας πάνω στο μακεδονικό στυλ της βυζαντινής εποχής. Προέκτειναν το δεύτερο πάτωμα πάνω στο δρόμο στηρίζοντας την προέκταση σε καμπυλωτούς δοκούς. Υπήρχαν και διώροφα ωραία σπίτια κτισμένα νεότερα.
Ανέβαινε λοιπόν το δρόμο της δεξιάς όχθης του ποταμιού αντίθετα από τη ροή του. Πάνω από το ποτάμι, σε όχι μεγάλες αποστάσεις, ξάπλωναν ξύλινες γέφυρες μόνο για πεζούς. Ήταν και πέντε σ’ όλο το μήκος, ξύλινες κι αυτές, που περνούσαν και τροχοφόρα. Κάρα ως επί το πλείστον γιατί τα αυτοκίνητα τότε ήταν μετρημένα.
Πέρασε την μια μεγάλη γέφυρα και δύο μικρές γυρίζοντας πότε πότε προς τα πίσω επιδέξια για να δει μήπως το παρακολουθούν. Πλησιάζοντας στην επόμενη στενή γέφυρα αντίκρισε μια κοπέλα ν’ ανεβαίνει τη γέφυρα από την απέναντι πλευρά και να την περνά βιαστικά. Κατέβηκε στην άλλη άκρη της γέφυρας όπου την περίμενε μια βρύση. Τότε οι βρύσες ήταν σκορπισμένες στους δρόμους της πόλης σε πολλές γωνίες. Κρατούσε ένα γκιούμι στο χέρι. Το άφησε κάτω στην τσιμεντένια σκαφίτσα της βρύσης.
Τα μάτια των δύο νέων συναντήθηκαν. Ο Στάθης εικοσιπέντε χρονών τότε, η Θάλεια εικοσιενός. Είχαν χρόνια να συναντηθούν. Τότε που ο Στάθης ήταν είκοσι και η Θάλεια δεκάξι.
Ο Στάθης ώριμος νέος τώρα. Τον έκαμαν και πιο ώριμο οι ευθύνες που είχε στον αγώνα που συνεχίζονταν.
Χαμογέλασε η Θάλεια. Όλο το πρόσωπό της, με πρώτη τη ματιά της και τα ωραία της χείλη, έλαμπε χαμόγελο. Την πλησίασε όλο χαρά ο Στάθης. Έπιασε τα δυο της χέρια, τα έσφιξε όσο μπορούσε. Οι ματιές τους αγκαλιάστηκαν όλο φλόγα και χαρά. Ένα Α!! είπαν και οι δυο τους. Μείναν σιωπηλοί μιλώντας με τα μάτια τους. Να είχε ομορφύνει τόσο πολύ η Θάλεια όσο φάνταζε στον Στάθη! Ή μήπως η πολύκαιρη απομόνωσή του από το νεανικό περιβάλλον τον έκανε να την βλέπει τόσο όμορφη.
Ήταν μελαχρινή με κανονικό μπόι, σώμα προς το λεπτό, μαλλιά μαύρα, όχι και πολύ πυκνά, καλοχτενισμένα, πέφταν στους ώμους της. Μάτια καστανά παράξενα. Στόμα κανονικό με χείλη σαρκώδη, μα προπάντων κατάλευκα ωραία δόντια. Πόσο όμορφη!!!
Τι μπορούσαν όμως να πουν τόσο ξαφνικά που συναντήθηκαν! Έτοιμοι ήταν και οι δυο για πολλά. Μα αυτά δε λέγονται μεσημεριάτικα και κυρίως όταν σε παρακολουθούν. Λέγονται στο σούρουπο, σε χρόνο ξενοιασιάς, σ' ένα βραδινό περίπατο. Κι αν για την Θάλεια υπήρχε και τώρα χρόνος και δεν ήταν καθόλου και ακατάλληλη ώρα έστω και στη βρύση, όπως συνηθίζονταν παλιά στα χωριά, για τον Στάθη δεν υπήρχε χρόνος. Έπρεπε να βιαστεί, να φτάσει στον προορισμό του χωρίς να πέσει στην αντίληψη της παρακολούθησης. Σκληρέ αγώνα! Δεν αφήνεις περιθώρια για τρυφερότητα!
Ήταν όμως μόνο αυτό! Περισσότερο ήταν το ξάφνιασμα, η απροετοιμασία. Οι νέοι και οι νέες, όταν πρωτοσυναντιούνται, πόσες φορές δεν προσχεδιάζουν και δεν επαναλαμβάνουν αυτά που έχουν αποφασίσει να πουν! Πώς θα τα πουν. Πώς θ' αρχίσουν, πώς θα τελειώσουν. Γίνονται σαν τους ηθοποιούς όταν μαθαίνουν το κείμενο του ρόλου τους. Στην περίπτωσή μας όμως, όχι προετοιμασία δεν υπήρχε, αλλά το βασικότερο για το νέο μας δεν υπήρχε ούτε εμπειρία.
Την κοίταζε σαν χάνος. Μουδιασμένος, αδέξιος.
Η Θάλεια τόλμησε. Απελευθέρωσε τα χέρια της από τα χέρια του που συνέχιζε να της τα κρατά. Τα ακούμπησε στο στήθος του, προσπαθώντας να του κουμπώσει το ένα κουμπί του πουκαμίσου του που άφηνε ελεύθερο το ωραίο νεανικό του στήθος. Τα δυο της δάχτυλα στην προσπάθεια να κουμπώσουν το κουμπί, ακουμπούσαν τρυφερά το στήθος. Δάχτυλα απαλά. Δάχτυλα άβαφα, χωρίς μακριά νύχια, χάιδευαν το αναμμένο, ηλεκτρισμένο στήθος.
Πόσο όμως μπορούσε να διαρκέσει αυτό!
Πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Αυτήν την ολιγόλεπτη συνάντηση δεν την ξέχασε σ’ όλη την ζωή του ο Στάθης. Ίσως ήταν αυτό που λένε κεραυνοβόλος έρωτας. Που φέρνει τέτοια τραντάγματα στους νέους, τέτοιους κλονισμούς που δεν επουλώνονται ποτέ. Τραύματα που πονάνε όμορφα, συνοδευόμενα με την μορφή εκείνη που τα προκάλεσε.
Ο Στάθης δε θυμάται αν είπαν τίποτε. Τι είπαν! Θυμάται όμως πως ούτε αυτός ούτε η Θάλεια, τόλμησαν να προτείνουν να συναντηθούν άλλη ώρα, άλλη μέρα. Στην Θάλεια ήταν φυσικό για κείνα τα χρόνια, δεν ήταν συνηθισμένο να παίρνει εκείνη την πρωτοβουλία. Ο Στάθης όμως! Όπως πάντα αδέξιος, διστακτικός, συνεσταλμένος, τώρα θα άλλαζε που τα είχε και τελείως χαμένα.
Συνεχίζοντας το δρόμο για τον προορισμό του, μετά την συγκλονιστική τρυφερή αυτή συνάντηση, προσπαθούσε να συνέλθει απ’ αυτό το σοκ. Βασανίζονταν γιατί δεν μπόρεσε να της προτείνει να συναντηθούν μια άλλη βραδιά.
Πώς όμως θα συναντιόνταν αφού αυτός ήταν η σημαδούρα της παρανομίας! Με ποιο δικαίωμα, άθελά της, θα μπέρδευε την κοπέλα σ’ αυτή τη φωτιά που ετοιμάζονταν να ανάψει κι άναψε! Φωτιά αδελφοκτόνου πολέμου.
Όχι, καλά έκανε και χώρισαν έτσι. Χώρισαν όμως για πάντα. Δε συναντήθηκαν ποτέ. Νέα της έμαθε μόλις προ ολίγου από τον Άλκη. Δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούν. Αλλά και δεν το ήθελε. Φοβόνταν. Ήταν βέβαιος πως ύστερα από τόσα χρόνια θα είχε αλλάξει η Θάλεια. Κι αυτός την ήθελε νάνε τέτοια όπως τότε.
Έζησε πολλά χρόνια με την εικόνα της. Την έπλασε πάρα πέρα με την φαντασία του τέτοια όπως θα ήθελε την σύντροφο της ζωής του, την ερωμένη του.
Πόσες φορές στα δύσκολα χρόνια, χρόνια δοκιμασιών δεν την φαντάζονταν και δεν έπλαθε με την φαντασία του ολόκληρες σκηνές με ήρωα τον εαυτό του και την Θάλεια!
Ναι την θυμόταν πάντα. Και μ’ αυτή παρομοίασε την ρωσίδα κοπέλα που συνάντησε στην γέφυρα του ποταμού Αγκαρά στην πόλη Ιρκούκς της Σιβηρίας! Αυτή όμως είναι μια άλλη τρυφερή συνάντηση.
Κίτσος Γιαγγιώργος, Παλιά στη Φλώρινα. Μέρες νιότης, Αθήνα 1993, σ. 83-87.
Η μάχη της Φλώρινας...
Μαρτυρία μαχητή του ΔΣΕ στη Μάχη της Φλώρινας
"Λέγομαι Σεραφείμ Φλώρος - Κούτσικος. Γεννήθηκα το 1930 στο χωριό Παλιούρι Καρδίτσας. Σε ηλικία 17 χρόνων, το 1947, κατατάχτηκα στο Αρχηγείο Αγράφων του ΔΣΕ. Με τη μεγάλη πορεία έφτασα στο Γράμμο. Ήμουν διοικητής διμοιρίας συνδέσμων στην 103 Ταξιαρχία. Συμμετείχα στην εποποιία του Γράμμου το 1948 και με τον ελιγμό πέρασα στο Βίτσι. Το φθινόπωρο του 1948 εντάχθηκα στο λόχο κυνηγών Αρμάτων της 103 Ταξιαρχίας. Πήρα μέρος στη μάχη της Νάουσας (11-14/1/1948). Εκεί τραυματίστηκα ελαφρά.
Στις 11 Φλεβάρη 1949, το τμήμα μας ξεκίνησε από τη Βίγλα προς Φλώρινα. Στις 12.2.1949 άρχισε η μάχη. Με Πάντζερ - Φάους κάναμε το πρώτο χτύπημα. Το τμήμα στρατού υποχώρησε. Εμείς μπήκαμε μέσα στην πόλη από την πλευρά της Γεωργικής Σχολής. Αφού κάναμε οδομαχίες επί 2-3 ώρες, πήραμε διαταγή να οπισθοχωρήσουμε μέσα σε συνθήκες σκληρής παγωνιάς και στα χιόνια. Ο στρατός έκανε αντεπίθεση, το τμήμα μας εγκλωβίστηκε, είχαμε πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Εγώ τραυματίστηκα βαριά στο αριστερό πόδι και δεν μπορούσα να περπατήσω. Η ομάδα τραυματιοφορέων με βοήθησε και με έβαλε πάνω στο άλογο, εγώ, όμως, έπεσα από το άλογο και έμεινα εκεί 24 ώρες. Με βρήκαν 2 φαντάροι και ο υπολοχαγός Βυζάντιος του Α2. Ο υπολοχαγός Βυζάντιος τράβηξε αμέσως το πιστόλι του να με πυροβολήσει. Τότε, ένας στρατιώτης, Γκίζας Αλέκος, από τα Φάρσαλα, εμπόδισε τον υπολοχαγό Βυζάντιο να με πυροβολήσει λέγοντάς του: "Μικρό παιδί είναι, τραυματίας, μην το κάνεις αυτό". Ενας από τους φαντάρους μου είπε ότι "ο υπολοχαγός Βυζάντιος εκτέλεσε 52 τραυματισμένους εκείνη την ημέρα".
Αφού σώθηκα, τελικά, πέρασα στρατοδικείο και καταδικάστηκα σε 10 χρόνια φυλακή με αναστολή. Στη φυλακή έμεινα 12 μήνες. Μετά το 1950, όμως, πέρασα από το Κακουργιοδικείο της Φλώρινας. Στο Κακουργιοδικείο παραβρέθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντιά μας, ο ίδιος ο υπολοχαγός Βυζάντιος. Ένας από τους δικαστές του Κακουργιοδικείου έκανε πολλές ερωτήσεις στον υπολοχαγό Βυζάντιο και ανοιχτά τον ετίμησε γιατί "εκτέλεσε εν ψυχρώ 50 τραυματισμένα άτομα".
Παρόμοια περιπέτεια είχε ο συμπατριώτης μου, τραυματισμένος στη Φλώρινα, ο Οικονόμου Βασίλης, αδελφός του αετού του θεσσαλικού ιππικού, του Γαζή, από το Λεοντάρι Σοφάδων και ο Τσαρούχας από το Θραψίμι Καρδίτσας. Μετά την ανάρρωσή μου επέστρεψα στο χωριό μου Παλιούρι, έκανα οικογένεια και συνεχίζω τον αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ για τα ιδανικά που αγωνίστηκε ο ΔΣΕ.
Παλιούρι Καρδίτσας, 20 Οκτώβρη 2007".
Μετάβαση στο σημείο: Ποταμός Σακουλέβας