Φλώρινα
Φλώρινα: ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών
Συγκρότηση ενότητας: Αναστασία ΧαλκιάΠλατεία Ηρώων Πλατεία Ηρώων
Τα Κοκόζια...
Ο ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ, αρχηγός του κλιμακίου Κοκοζιών Φλωρίνης, είχε καλέσει τους οπαδούς του σε γενική συνέλευση το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου 1924. Στις έξι το απόγευμα.
Στις έξι παρά πέντε, εκνευρισμένος, ο αρχηγός πέρασε τη λασπωμένη Πλατεία Ηρώων κι έφτασε μπροστά στα Γραφεία του Συλλόγου. Η πόρτα ήταν κλειστή. Ο Κουκουβάγιας μπήκε από ένα παράθυρο, τσεκούριασε βιαστικά μια καρυδένια ντουλάπα κι άναψε τη φωτιά. Κατόπι, έστρωσε μια πυκνόμαλλη προβιά μπροστά στο τζάκι και ξάπλωσε. Έβαλε κάτω απ’ την αριστερή αμασχάλη του μια τεράστια κολοκύθα κι ακούμπησε πάνω της νωχελικά, σαν να ’τανε εκείνος πασάς κι εκείνη πουπουλένιο μαξιλάρι.
Έξω ο νοτιάς έλιωνε τα μαρτιάτικα χιόνια. Αμέτρητα ρυάκια κυλούσαν μουρμουριστά από κάθε ύψωμα κι έτρεχαν να ενωθούν με τον πολυθόρυβο Σακολέβα που, φουσκωμένος, θολός, περήφανος, έστριβε πότε δεξιά και πότε αριστερά και ροκάνιζε αλύπητα τις απροστάτευτες όχθες του.
Ο Κουκουβάγιας έβγαλε από την τσέπη του λίγο τριμμένο καπνό, έκοψε ένα φύλλο χαρτί από ένα παλιό σημειωματάριο, κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άναψε και τράβηξε θεριακλίδικα μια δυο φορές ενώ προσπαθούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του.
Μηχανικά, σήκωσε το χέρι και τράβηξε προς τα πίσω τα μακριά ξανθά μαλλιά του. Έμεινε έτσι ακίνητος, με ολάνοιχτα τα γαλάζια μάτια του, εξετάζοντας τις λεπτομέρειες του καπνισμένου σανιδένιου ταβανιού, σαν να επρόκειτο να βρει εκεί πάνω τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε.
Εκείνο το απόγευμα τα είχε βάλει, ακόμα μια φορά, με τις «ψείρες». «Ψείρες» ήταν η χήρα η μάνα του και οι δύο αδελφές του, τρεις γυναικούλες μαραζιασμένες κι ασκημισμένες απ’ τον καημό της προσφυγιάς, που μέρα και νύχτα έχυναν τα ματάκια τους πάνω στα ξένα κεντήματα για να ‘χει το «παλικάρι» τους ψωμί να φάει, νερό να πιεί και ψάθα να κοιμηθεί.
-Ή δουλειά θα βρεις, του λέγανε, ή στο σχολείο θα πας. Αρκετά τεμπέλιασες.
Μα κανένας νόμος δεν υποχρέωνε τον Κουκουβάγια, που ήτανε τότε δεκαπέντε χρονών, να πάει στο σχολείο. Κανένα επάγγελμα δεν τον τραβούσε. Καμιά δουλειά δεν άξιζε τον κόπο να λερώσει τα χέρια του.
Στη Φλώρινα, η κοινωνία αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή του. Μα τι τον ενδιέφερε; Εκείνος είχε τη δικιά του κοινωνία που την είχε δημιουργήσει ο ίδιος και που την κυβερνούσε αυστηρά, καλόκαρδα, τίμια, πότε με πάθος αντρίστικο και πότε με κέφι παιδικό, πάντα μόνος, χωρίς συμβουλές και συνεργασίες.
-Είμαι αρχηγός και πατέρας σας! Έλεγε στους νεαρούς συντρόφους του. Κάνω ό,τι θέλω! Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν!
Είχε συγκεντρώσει γύρω του όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ντόπια και προσφυγάκια, που φεύγανε απ’ το σπίτι γιατί τα τυραννούσε ο νηστικός πατέρας τους, που παρατούσαν τη χήρα μάνα τους γιατί είχανε βαρεθεί τα κλάματά της, που το ’σκασαν από το σχολείο γιατί τα ’δερνε ο δάσκαλος, και τα ’σερνε πίσω του σαν κλώσα τα πουλιά της.
Πότε με μητρκή στοργή, πότε με πατρικές φοβέρες και δασκαλίστικο ξύλο τα είχε ημερώσει και τα είχε αδελφώσει σε μιαν αδιάσπαστη ένωση που λεγόταν «Σύλλογος Κοκοζιών».
Κοκόζ τουρκικά θα πει «απένταρος», μα οι νεαροί άψιλοι, που τα κατάφερναν, με δουλειά και με κλεψιά, να ’χουν περισσότερες δραχμές απ’ τους αδέκαρους γονείς τους, εξευγένισαν τον ταπεινό αυτό τίτλο και τον εστόλισαν με τιμή και δόξα.
Οι αρχές του Συλλόγου ήταν απλές, μα ο αρχηγός τούς τις είχε μπήξει στο κεφάλι σαν σφήνες σε ξύλο οξιάς:
«Θέλεις; μπορείς. Μπορείς; κλέβεις. Κλέβεις; έχεις. Έχεις; δίνεις. Δίνεις; παίρνεις».
Τα Κοκόζια, αφού τρομοκράτησαν την πάνω Φλώρινα, θέλησαν να επεκτείνουν την αλήτικη κυριαρχία τους και στις κάτω γειτονιές. Έπρεπε, λέγανε, τα μέλη του Συλλόγου που περνούσαν τη συνοριακή γραμμή του Διοικητηρίου, ο Μιχάλης που έκανε το λούστρο, ο Βαγγέλης που πουλούσε πασατέμπο κι ο Σωκράτης που πήγαινε στο Α’ Δημοτικό Σχολείο με τον Αντρέα, να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην κάτω ζώνη. Μα στο Βαρόσι βασίλευε τότε ένας άλλος αρχηγός, ο Γκόγκης, με αμέτρητους οπαδούς, λιγότερο πειθαρχημένους και πιο μαχητικούς, που κρατούσαν τα στενά και δεν άφηναν να περάσει ούτε μύγα «κάτω των δεκατριών ετών».
Έτσι, σε κάθε επιδεικτική κατάβαση των Κοκοζιών οι Βαροσιάνηδες απαντούσαν με μαζική ανάβαση, που κατέληγε πάντοτε σ’ έναν αιματηρό και «υαλοθραυστικό» πετροπόλεμο, στην Πλατεία Ηρώων, μπροστά στο «σπίτι» του Συλλόγου.
Ο χιονάνθρωπος...
Με υπαρκτά συναισθήματα
πλάθανε τον χιονάνθρωπο της ενορίας τους
πατηκώνοντας το ουρανοκατέβατο χιόνι
στη στρογγυλή πλατειούλα
και τον τριγυρίζαν σαν αδιάφορα
παρατηρώντας πιο πολύ τους περαστικούς
παρά αυτόν τον ίδιο,
με τα χέρια στα βάθη της τσέπης
αφή ξυλιασμένη.
Ύστερα, τον ρίξαν με κλοτσιές,
τον χαλάσαν με το ένστικτο του θανάτου,
τον τσαλαπάτησαν όλα μαζί
σα μαύρη μαγεία,
σαν πολιτικό κρατούμενο:
τα άταχτα, αθώα, ζωηρά παιδάκια.Μίμης Σουλιώτης, «Ο χιονάνθρωπος», Βαθιά επιφάνεια, Κέδρος, Αθήνα 1992.
Χριστουγεννιάτικα κάλα...
Η φωτιά που θα ανάψουν τα μεσάνυχτα, 23 Δεκεμβρίου ξημερώνοντας 24 Δεκεμβρίου, πρέπει να ’ναι η καλύτερη και μεγαλύτερη σ’ όλη τη Φλώρινα.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας τη μεγαλύτερη φωτιά άναβαν στον «πάνω μαχαλά», κι έτρεχαν προς τα ’κει όλοι, μικροί – μεγάλοι, να τη δούνε.
Πάνω μαχαλάς ήταν και η αλάνα πάνω στην οποία άναβαν φωτιά, και σήμερα είναι χτισμένο το κτίριο του Φ.Σ.Φ. Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ και, ονομαζόταν έτσι γιατί λίγο παρέκει, απ’ τα μισά της σημερινής οδού Αιμιλιανού, άρχιζαν τα τούρκικα σπίτια της τότε Φλώρινας. Γι’ αυτό τον λέγανε Γύφτικος μαχαλάς.
-Όλοι θέλουμε να ’χουμε τη μεγαλύτερη φωτιά.
Ν’ ακουστεί η γειτονιά μας, ο μαχαλάς μας. Και είναι πολλοί οι μαχαλάδες: Βαρόσι (ή Γιάζι), Τσουκούρι, Τσουκαλάδικα κλπ. Κι αργότερα στα χρόνια μου: Αβράμηδες, Κιουταχαλήδες, Καυκάσικα, Καραγκιόζη, Καβάκια.
Ούτε Νόμος, ούτε Εξουσία, έχει θέση τώρα. Βασιλεύουν οι πιτσιρίκοι. Και οι μεγάλοι τους συμβουλεύουν σ’ αυτό. Το κοντό παντελονάκι, η γύμνια, η κούραση, οι δικαιολογίες, το κρύο το χιόνι, δεν έχουν θέση. Ο αρχηγός είπε να πάμε για κέδρα. Κι είναι αρχηγός το μεγαλύτερο λιλιπούτειο αγόρι. Γιατί μετέχουν και κορίτσια στις δουλειές.
Τα παιδιά της γειτονιάς, πηγαίνουν στο δάσος, που ζώνει την πόλη μας, οπλισμένοι σαν αστακοί με σχοινιά, τσεκούρια, σύρμα. Εφεδρεία έχουν το λουρί του παντελονιού. Κι αν δεν έχουν με τα χέρια. Ποιος λογαριάζει τέτοια ώρα το τσίμπημα των βελόνων των κέδρων! Πρέπει να μαζευτούν πολλά κέδρα. Όσο για τη μεταφορά, τι κι αν μας πιάσει η νύχτα; Τι κι αν ακούς τους λύκους ή τα τσακάλια, λίγο παρεκεί από σένα; Τώρα όλα είναι χαρούμενα. Και ζώα, και φύση, και μεις.
Τα κέδρα αποθηκεύονται σε σίγουρο μέρος. Αυλές ή παλιόσπιτα. Μα τώρα πρέπει να μαζευτούν και ξύλα. Κι ο μήνας αυτός, πριν τα κάλαντα, είναι προσοδοφόρος και πρόσφορος. Οι νοικοκυραίοι έχουν πολλά ξύλα. Ο χειμώνας είναι βαρύς, στη Φλώρινα. Κι ακούς τα βραδάκια, τα παιδιά της γειτονιάς, της κάθε γειτονιάς να τραγουδούν, ισότονα, και ρυθμικά, δυνατά ή φωνακλάδικα καμιά φορά:
-Ξύλα για κάλαντα, ξύλα για κάλαντα…
Και τη σοδειά τους στην αποθήκη. Κι από κει στη φωτιά, τα μεσάνυχτα της 23 Δεκεμβρίου, στα κάλαντα.
Οι νοικοκυρές δίνουν ξύλα για κάλαντα. Κι όλο μεγαλώνει η πραμάτεια των παιδιών. Πλούσια τα φετινά κάλαντα σε ξύλα κλπ. Αλήθεια πόσοι ομηρικοί αγώνες δεν έγιναν για τη συγκέντρωσή τους; Μα και καυγάδες ομηρικοί για τη διαφύλαξη και σωτηρία της σοδειάς, γίνονται. Γιατί κάθε γειτονιά κοιτά να μάθει πού τα κρύβουν οι άλλες, για να τα πάρουν, να τα κλέψουν. Το ‘χει το έθιμο τούτο.
Κι έχουμε σκοπούς υπεύθυνους για τη φύλαξη. Ως και στο σχολείο δεν πάμε γι’ αυτό. Μα και τραυματισμούς και αιχμαλώτους έχουμε. Κανένας δεν εύχεται να ‘ναι αιχμάλωτος. Ντροπή ανείπωτη γι’ αυτόν και τη γειτονιά. Τρόπαιο των νικητών. Σε τέτοιους καυγάδες μπλέκουν και μεγάλοι. Και με τη λήξη τους, τίποτα. Σα να μην έγινε τίποτα. Το ‘χει το έθιμο. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν ξεχνούμε τα δικά μας.
Τα παιδιά φυλάγουν τα ξύλα καλά κι άγρυπνα, γιατί δεν πρέπει να κλαπούν και να τροφοδοτήσουν ξένη φωτιά. Πρέπει αυτοί να κλέψουν ξύλα και η φωτιά τους να ‘ναι η πρώτη.
Τούτο το έθιμο –να κρύβουμε καλά τα ξύλα και να κλέβουμε ξένα- είναι υπέρτερο απ’ τον ποινικό νόμο και μένουν ατιμώρητες οι πράξεις αρπαγής και κλεψιάς κάθε καύσιμης ύλης για κάλαντα. […]
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, βγάζανε και αστυνομική περίπολο στη Φλώρινα, οι τούρκικες αρχές, μήπως βρεθεί κάποιος ή κάποιοι να μαγαρίσουν, ή, να ενοχλήσουν την ομαλή εφαρμογή του εθίμου. Έλεγαν οι τούρκοι –ADET OLUR (αντέτ ολούρ) δηλ. συνήθεια που γίνεται.
Από νωρίς ανοίγεται στη παγωμένη γη, η τρύπα. Μέσα σ’ αυτή, θα μπει το προσάναμμα. Ύστερα ξυλαράκι για να αρπάξει η φωτιά. Και μετά κέδρα, ξύλα, μαδέρια, που τα συγκρατεί ένα ψηλό μαδέρι, σαν άξονας της φωτιάς. Τελευταία, πριν λίγα χρόνια –ίσως 20ρια– βάζουμε και λάστιχα αυτοκινήτων. Και ρίχνουν, ρίχνουν, να γίνει βουνό η προσφορά, για να φτάσουν οι φλόγες στα ουράνια. Να φανούν σ’ όλη τη Φλώρινα. Να φανεί η γειτονιά. Να ζεσταθούν όλοι, μαζί με το κροτάλισμα των καρπών των κέδρων. Το 1986 λιώσανε τα παντζούρια μιας πολυκατοικίας. Ήταν πλαστικά.
Οι μεγάλοι έρχονται και αυτοί στη φωτιά. Βοηθούν, συμβουλεύουν, μερικοί είναι αρχηγοί, και, λένε πολλά αστεία και πειράγματα.
Ύστερα αρχίζει το πήδημα της φωτιάς. Κι όταν αφήνει άθικτο το κορμί και τα ρούχα:
-Αυτή τη στιγμή, λένε οι γεροντότεροι, κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό τα πνεύματα, που ενθουσιάζονται απ’ τις φωνές μας, και ανεβάζουν πιο ψηλά τις φλόγες, μεγαλώνοντας το ύψος της φωτιάς. Και δώστου δυνάμωμα της φωτιάς με κέδρα, ξύλα, μαδέρια. Αλίμονο. Πόσοι φράχτες διαλύθηκαν! Πόσοι πάσσαλοι αμπελιών! Μα και κάρο έχουμε βάλει στη φωτιά, καθώς και οικοδομήσιμη ξυλεία.
Ο πατέρας μου, μου είπε, πως όταν ο πατέρας του δηλ. ο παππούς μου –θεός σχωρές τον, θα ήταν φέτος 1993 τουλάχιστον 135 χρονών αν ζούσε –όντας αρραβωνιασμένος με τη γιαγιά μου, πήγε με την παρέα του και ξήλωσαν όλον τον φράχτη του σπιτιού, πήραν και το κάρο του πεθερού του, και, τα ρίξανε στη φωτιά, συνοδευόμενοι από ακράτητα γέλια, αστεία και έπαρση. Τόχει το έθιμο.
Όσο για τον πεθερό μου, και προπάππο μου, μόνο φωνές και κάποιες απειλές έστελνε, χωρίς να το κουνάει, κι ας ήξερε ποιοι είναι οι παλικαράδες. Τι να ‘καμνε ο μακαρίτης!
Το ‘χει το έθιμο. Τα ίδια έκανε και κείνος, όπως και μεις σήμερα. Εξάλλου ήταν και ο γαμπρός!
Στις μέρες μου, θυμάμαι, μαζί με τη γερμανική κατοχή 1941-1944, είχαμε ρημάξει οικοδομήσιμη ξυλεία του γείτονα μας, μακαρίτη Τέγου Σαπουντζή, πρώτου Δημάρχου Φλώρινας, δυο ώρες μετά την απελευθέρωση μας απ’ τους τούρκους, και καθώς ζεσταινόμασταν όλοι στη φωτιά, ο μακαρίτης ο Τέγος, πανέξυπνος άνθρωπος, τρίβοντας τα χέρια του με ικανοποίηση και χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του απ’ τη φωτιά είπε:
-Ωραία φωτιά! Και τα ξύλα που καίγονται, ακόμα πιο ωραία την κάνουν. Μπόλικη ζεστασιά.
Κι ο πρωτοξάδελφός μου Μάχος (Τηλέμαχος) Μούλης αυθόρμητα του απάντησε:
Ζεστάσου τσάμπα κύριε Δήμαρχε. Δικά σου είναι τα ξύλα.
Ήταν κι αυτός ένας απ’ όλους μας που «εν γνώσει και αγνοία» του μακαρίτη Τέγου, πήραμε τα ξύλα του για να γίνει η φωτιά μας μεγαλύτερη και καλύτερη.
Έτσι γίνεται πάντα. Παλιά και σήμερα. Χρειαζόμαστε όσο γίνεται περισσότερα ξύλα για κάλαντα.
Άλλοτε πάλι ξεσηκώναμε όλα τα σεργκιά της αγοράς και τα καίγαμε, καθώς και τις ξυλοπροχειροκαλύβες της. Σταματούσαμε μόνον αν κάποια ήταν δική μας ή συγγενική.
Το 1960 μια παρέα καθώς «έκλεβε» ξύλα για «κάλαντα», «έκλεψαν» ένα γουρουνόπουλο ως 20 κιλά, νομίζοντας πως ήταν δεντρίσιο χοντρό ξύλο, παρότι αυτός που το κρατούσε ένιωθε κάτι κρύο. Φοβήθηκαν να μπουν ξανά στο σπίτι για να το αφήσουν.
Την άλλη μέρα πήγαν να φάνε κρέμα με λουκουμάδες κι άκουσαν να λένε για το «κλέψιμο» του γουρουνιού. Άρχισαν να γελούνε νευρικά, κι ο καταστηματάρχης τους λέει:
-Βρε! Σίγουρα εσείς μου «κλέψατε» το γουρούνι. Και τούτοι λιγωμένοι στα γέλια βγήκαν από το γαλακτοπωλείο αφήνοντας μισοφαγωμένο το έδεσμα τους.
Σήμερα όλοι τους είναι ευτυχείς γονείς και παππούδες.
Το 1987, πενηνταριά μέτρα δίπλα από το πατρικό μου σπίτι, στο Βαρόσι δηλ. Ελευθρίας 62, οι καλαντιστές ρίξανε τον εξωτερικό τοίχο της Κυρατσώς Κικιλίντζα, για να βρούνε ξύλα για κάλαντα, καθώς είναι έρημο. Την άλλη μέρα βάλανε μάστορα να τον χτίσει μονότουβλο όμως. Το ίδιο βράδυ τον ξαναγκρεμίσανε, για να ξαναχτιστεί την επόμενη μέρα με τσιμεντογωνίες.
-Ευτυχώς που δε σπάσανε την πόρτα της αποθήκης που είναι γιομάτη ξύλα, κι άλλα πράγματα, μου είπε χαμογελώντας ο χτίστης. Θα ‘βρισκαν πολύ πράγμα, μπόλικα ξύλα για κάλαντα. Οικοδομήσιμη ξυλεία «κλέψανε» τα κάλαντα του 1987 απ’ την αυλή της οικογένειας Παναγιώτου, δίπλα στην Εκκλησία τ’ Άη Παντελεήμονα. Τα παιδιά, από φόβο, μήπως δε φτάσουν τα ξύλα για να κρατήσει η φωτιά ως το πρωί, ξαναγυρίζουν στα σπίτια ζητώντας, ισότονα, και ρυθμικά:
Ξύλα για κάλαντα…
Ενώ άλλα ψάλλουν:
Καλήν ημέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας (όχι ο ορισμός σας) κλπ.
Και οι νοικοκυραίοι, όσοι βρίσκονται σπίτι και δεν είναι στη φωτιά, δίνουν. Η φωτιά, η χαρά αυτή όλων, να μην τελειώσει, να ‘ναι μεγάλη. Και δίνουν και κεράσματα πάλι, και λεφτά και τσίπουρο, γιατί κάνει κρύο –λίγο τσίπουρο κάνει καλό.
Τα παιδιά πάγωσαν. Και τώρα όμως δε λυγίζουν και:
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει.
Κι η φωτιά καίει, μεγαλώνει. Κάθε φορά που ρίχνει κάποιος ένα κέδρο στη φωτιά φωνάζει:
-Τσίρι _ βίρι δηλ. κέδρο κάνε θόρυβο, ταραχή, οχληρής φλυαρίας για να φοβηθεί η νύχτα, να φύγει όσο γίνεται πιο γρήγορα και να ‘ρθει η μέρα με τα καλά της, τον ήλιο, τη χαρά, το φως Του.
Όλοι είναι καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, σε πέτρινα καθίσματα –πρόχειρα– ή σταυροπόδι πάνω στο χιόνι ή κανένα ξύλο. Ζεσταίνονται από μπρος και παγώνουν στις πλάτες. Και γυρίζουν να ζεστάνουν τις πλάτες, χοροπηδώντας ταυτόχρονα για να ξεπαγώσουν τα πόδια και οι πατούσες. Ψήνουν κάστανα. Συδαυλίζουν τη φωτιά, με παλούκια που ’χει ο καθένας, ώσπου να τα φάει κι αυτά η φωτιά. Το ρίχνουν στο τραγούδι, στο χορό. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Όλοι χορεύουν. Όλοι χαίρονται. Όλοι πηδούν.
Την επίσημη θέση κατέχει, η πιο σεβάσμια μορφή της γειτονιάς. Ο αρχηγός μ’ ένα μεγάλο ξύλο –συνήθως από κρανιά– συδαυλίζει τη φωτιά, για να τρίζουν τα κέδρα καθώς θα την ταΐζουν.
Οι γεροντότεροι, που ‘χουν κουβαλήσει απ’ το σπίτι τα σύνεργα, δηλ. μπρίκι, ζάχαρη και τσίπουρο, βράζουν στη φωτιά πόντς δηλ. ζεστό γλυκό τσίπουρο. Το πίνουν αλληλοσερβιριζόμενοι. Συνήθως μερακλώνουν κι αυτοί, γιατί έχουν ζεσταθεί –κι εσωτερικά– τώρα, αρχίζει το τραγούδι τους. Δίνουν και λίγο πόντς στα μικρά. Το ‘χει η ώρα, κάνει καλό.
Για μεζέ δίνουν και λίγο χοιρινό κρέας, όσοι δε νηστεύουν. Γιομίζει τα άδεια στομάχια κι είναι φρέσκο – φρέσκο. Χτες, ίσως και σήμερα σφάξανε το γουρούνι τους, μιας και το ‘χουμε συνήθειο στη Φλώρινα και την περιοχή της, να σφάζουμε τα γουρούνια ή τ’ Άη Δημήτρη παραμονιάτικα, ή όπως και σήμερα παραμονή Χριστουγέννων. Ίσως και ενδιάμεσα.
Και είναι πανάρχαιη τούτη η συνήθεια: οι Ρωμαίοι γεωργοί θυσίαζαν γουρουνόπουλα στα Σατουρνάλια (17 ως 25 Δεκεμβρίου) προς τιμήν του Κρόνου και της Δήμητρας για «την προαγωγή της ευφορίας της γης», και, για να μην μπει «ο δαίμονας». Με το δάχτυλο κάνουμε απ’ το αίμα του γουρουνιού, το σημείο του σταυρού στην εξώπορτα του σπιτιού μας, μα και στο μέτωπο μας, κυρίως στα μικρά παιδιά, για καλό, για υγεία.
Οι νέοι και οι νέες, παρέες – παρέες, τραγουδώντας, συνοδεία και μουσικών οργάνων γυρίζουν από φωτιά σε φωτιά. Δέναι για ύπνο τούτη η βραδιά.
Η Φλώρινα καίγεται. Είναι φωτισμένη πέρα ως πέρα από τις ανταύγειες των φωτιών της που δεν είναι λίγες. Πάνω από είκοσι κάθε χρόνο. Παλιά ήταν περισσότερες. Φωτεινή, ζει σε ατμόσφαιρα γλεντιού, τραγουδιού, χορού, χαράς, τη γέννηση του Χριστού.
Με το ξημέρωμα, οι νοικοκυρές της γειτονιάς, με το κατσί, παίρνουν λίγη ανθρακιά για το σπίτι ν’ ανάψουν τη σόμπα τους. Παλιά έτσι άναβαν το τζάκι τους οι Φλωρινιώτες, για το καλό του σπιτιού – κι άλλοι παίρνουν τενεκέδες ολόκληρους –ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών καλούν χαρούμενα τους Χριστιανούς στη γέννηση του Θείου Βρέφους.
Κι οι μικροί θριαμβευτές, παρέες – παρέες κι αυτοί, ξαναπηγαίνουν στα σπίτια, να γεμίσουν τις τσέπες τους, με ό,τι περίσσεψε:
Καλήν ημέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θεία Γέννηση
να ειπώ στ’ Αρχοντικό σας κλπ.
Τέτοια κάλαντα μια φορά το χρόνο γιορτάζουμε στη Φλώρινα.
Πού διάθεση για ύπνο! Κι ας είναι όλοι ξενύχτηδες, θεοσκοτωμένοι στην κούραση, ψόφιοι.
Λάζαρος Μέλλιος, Χριστουγεννιάτικα κάλαντα και φωτιές στη Φλώρινα, Φλώρινα 1995, σ. 18-26.
Κολέντα, μπάμπω, κολέν...
Ξύλα για τα Κάλαντα
Οι μισές μέρες του Δεκέμβρη έτσι περνάν για μας τα παιδιά: Το πρωί σχολείο και το απόγευμα για κέντρες Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο. Σχολείο πηγαίναμε σχεδόν αδιάβαστοι, βιβλία δεν ανοίγαμε στο σπίτι καθόλου και το μαύρο σιδερένιο χαράκι του δάσκαλου τελικά μόνο στις παλάμες μας έκαμνε χρήση και ποτέ στον πίνακα.
Πλησιάζουν οι μέρες για τα Κάλαντα και ο Δημητρός παίρνει την απόφαση να γυρίσουμε στη γειτονιά να μάσουμε τα ξύλα, τα ξύλα για τα κάλαντα.
-Το ξύλο κρατάει τη φωτιά, έλεγε, η κέντρα γρήγορα καίγεται…
Φέρνει λοιπόν ο Δημητρός τον γαϊδαράκο τους, τον στολισμένο με χάντρες και πετσιά, γύφτικα χαϊμαλιά και γυρνάμε από πόρτα σε πόρτα φωνάζοντας όλη η παρέα δυνατά και ρυθμικά:
-Ξύλα για τα κάλαντα! Ξύλα για τα κάλαντα!
Στην διπλανή γειτονιά, την Τρπκόφτσκα μάλα φωνάζουμε:
-Ντ’ ρβα ζα κόλεντα, ντ’ ρβα ζα κόλεντα!!
-Βγαίνει η Μπάμπο, η αφέντρα του σπιτιού τα χρόνια εκείνα, για τις μέρες όμως μόνο αυτές, του δωδεκαήμερου, βγαίνει η Μπάμπο και μας δείχνει ποια ξύλα να πάρουμε.
Κάθε σπίτι είχε ξεχωρίσει τα ξύλα που θα έδινε για τη φωτιά. Ξύλα συνήθως που δεν σχίζονταν, ξύλα ροζιασμένα, ξύλα στραβά, μπαίνουν σε μια άκρη της αυλής για τη Φωτιά.
Ο Δημήτρης με το γάιδαρό του περίμενε έξω στην πόρτα, στις αυλές δεν έμπαινε φοβόταν τα σκυλιά. Το ίδιο και ο υπασπιστής του ο Πάπας, πάντα μαζί με το Δημητρό, έτρωγε συνέχεια τα νύχια του και κλωτσούσε τις πέτρες που συναντούσε στο δρόμο και με το ένα χέρι κρατούσε τα φορτωμένα ξύλα, μη και γύρει το σαμάρι, καθώς ο γάιδαρος έσκυβε και μύριζε όσες σβουνιές άλλου γαϊδάρου έβρισκε μπροστά του ή καθώς προσπαθούσε να διώξει τις αλογόμυγες από την κοιλιά του και κάτω από τα πισινά του πόδια.
Μερικοί τσιγγούνηδες από άλλες γειτονιές δεν μας έδιναν ξύλα με τη δικαιολογία ότι δεν θα έρθουν στη δική μας Φωτιά…
Ιωάννου Δημήτρης, «Ξύλα για τα κάλαντα», Κολέντα, μπάμπω, κολέντα, Καστανιώτης, Φλώρινα 1989, σ. 18
Κάλαντα...
Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά.
Τα γνωρίζω τα παιδιά – όλα
τα γνωρίζω.
Εκείνο το χλωμό παιδί είναι του Ρήγα
του Πέτρου Ρήγα που τον πήραν ένα σούρουπο
στα γερμανικά στρατόπεδα.
Το διπλανό με τα μεγάλα μάτια
είναι του ανάπηρου Καπλάνη.
Κι ετούτο δω το βυζανιάρικο
δεν είναι τ’ ορφανό της κυρα-Δέσπως;
…Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά…
Κοίτα πως χαμογελούν…
Πόσο ωραία λένε τα κάλαντα!Μάρκος Μέσκος, «Κάλαντα», Μαύρο δάσος (Ποιήματα 1958-1986), Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 21.
Μετάβαση στο σημείο: Πλατεία Ηρώων