Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Δραπετσώνα Βούρλα
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Η ΦΥΓΗ
Όταν μου τηλεφώνησε ο Λούης και μου ζήτησε να συναντηθούμε στο σουβλατζίδικο του Μπεχλιβάνη, παραξενεύτηκα. Είχα πολύ καιρό να τον δω. Μάλλον από τότε που μας είχε πετάξει στο δρόμο ο πρώην πεθερός του, ο ανεκδιήγητος Αντύπας.
Το σουβλατζίδικο του Μπεχλιβάνη είχε πάθει τις φθορές του κι αυτό. Εγκατάλειψη, βρώμα, ξεφτισμένοι τοίχοι, ξεφλουδισμένο μωσαϊκό, ένα ταβάνι λεκιασμένο, της συμφοράς.
Όπως τον βρήκα να κάθεται σε μια γωνιά μόνος του, αξύριστος, καμπουριασμένος, μαύρη κατάθλιψη μ’ έπιασε. Ένας Καραμανλής, κρεμασμένος ακριβώς από πάνω του, μυγοχεσμένος, ξεθωριασμένος, ολοκλήρωνε την εικόνα της εξαθλίωσης.
Δίπλα στον Καραμανλή μια μεγάλη φωτογραφία με την ομάδα του Ολυμπιακού, έγχρωμη, κόκκινη και άσπρη, καρφωμένη με πινέζες. Πιο πέρα το ρολόι του τοίχου σταματημένο. Το κοίταζε.
—Και πριν τρία χρόνια πάλι σταματημένο το βρήκαμε, στην ίδια ώρα. Θυμάσαι;
Ήταν και Δεκέμβρης, είχε και φοβερή υγρασία. Οι τελευταίες βροχές είχαν ποτίσει τα πάντα. Δεν έκλεινε καλά και η πόρτα, χωρίς θέρμανση, με σβησμένη τη σόμπα πετρελαίου, πάγωνες. Θυμήθηκα το φεγγίτη του Λούη στο υπόγειο της Δογάνη, τη νύχτα που μας συνέλαβαν, που είχε ανέβει να φράξει τη χαραμάδα – «Μανόλη, Θεέ μου, λυπήσου με» - με τα παπούτσια στον καλό της καναπέ! Δεν μπορούσε να το χωνέψει η μητριά του και κείνη την ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα, που κουβάλησε ο άντρας της. «Πέτρο μου, τι την έφερες; Δεν ταιριάζει με τίποτα εδώ μέσα. Και αυτό το τραπεζάκι!… Σιδερένιο; Μέσα σε ξύλινα έπιπλα; Θε μου, δεν είναι σπίτι αυτό, κόλαση είναι.»
Ο Λούης έβγαλε τσιγάρο. Το άναψε. Τον κοίταζα. Είχε αρχίσει να φαρδαίνει και το κούτελό του, ν’ αραιώνουν τα μαλλιά του, που και που ν’ ασπρίζουν. Ήταν και ντυμένος πολύ αλλοπρόσαλλα. Γκρι φαρδύ παντελόνι – στενά ήταν η μόδα τότε, φαρδύ αυτός –, σακάκι καρό, μακρύ, σταυρωτό, καρό πουκάμισο και πουλόβερ μπλε, χωρίς παλτό.
Μόλις έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, πρόσεξα και τις κάλτσες του – από άλλο ανέκδοτο κι αυτές. Πράσινες. Και μαύρα λουστρινέ παπούτσια. Είδε τη ματιά μου.
—Μη με κοιτάς, ξάδελφε. Μ’ έκλεψαν. Φόρεσα ό,τι είχε απομείνει.
Έσκυψε και άνοιξε τη βαλίτσα του να δω.
—Από μια βαλίτσα φίσκα, κοίταξε τι απόμεινε.
Ήταν άδεια σχεδόν. Κάτι κάλτσες, κάτι βιβλία, εκείνα τα γνωστά μας μακριά σώβρακά μου – ξαναγύρισε στα μακριά, φαίνεται – και τα ξυριστικά του.
—Καταστροφή, ξάδελφε.
Ήταν κι ένας σάκος δίπλα στη βαλίτσα του.
—Κι αυτός; Δικός σου;
—Της Σοφίας.
«Ωχ!» σκέφτηκα, «καινούριο πρόσωπο στην ιστορία.» Είδε την απορία μου ή μάλλον τη δυσφορία μου.
—Θα σου πω, Κωνσταντή. Όπου να ’ναι θα δεις. Στην τουαλέτα πήγε.
Είχε πάθει, λέει, βλάβη το τρένο ή είχε καθυστέρηση – δε θυμάμαι ακριβώς τι μου είπε –, πάντως θα’φευγε τα ξημερώματα.
—Καλά καλά – το πιστεύεις; - ούτε κατάλαβα πως έμπλεξα. Τους δυο τύπους πάντως τους θυμάμαι. Μελαχρινοί, μουστακαλήδες. Τους βρήκα σε μια ταβέρνα στα Τρίκαλα. Με ήξεραν από το Τσίρκο. Να πάω και να πάω στο τραπέζι τους, να με κεράσουν. Μαζί τους ήταν κι η Σοφία, που σου είπα. Θα ταξίδευε κι αυτή. Από κει και πέρα, Κωσταντή, ελάχιστα θυμάμαι. Όλο τους έλεγα να βρω κανένα ξενοδοχείο, να βγάλω τη νύχτα. «Εμείς» μου λέγανε, «εμείς. Θα σε πετάξουμε με το φορτηγό στον "Αλέξανδρο".» Εμείς θα και εμείς θα… Θυμάμαι πως αλλάξαμε και θέσεις, να πάω κοντά στη Σοφία, είπαν. Στάχτη μου’ριξαν στο κρασί; Δεν ξέρω. Αυτό που έπαθα δεν ήταν μεθύσι. Βύθισμα. Άκουγα που μου’λεγαν ότι χτύπησα γκόμενα κούκλα, ότι τυχερός που θα βγάλω τη νύχτα με κούκλα, και όλο μου’δειχναν τη Σοφία. Άκουγα και δεν άκουγα. Εν πάση περιπτώσει ούτε που κατάλαβα για πότε με πήγανε σ’ ένα ξενοδοχείο εικοστής κατηγορίας. Το θέμα είναι πως, όταν ξύπνησα το πρωί, είδα να κοιμάται δίπλα μου μια ξεσκέπαστη μισόγυμνη γυναίκα. Τρελάθηκα. Κοιμόταν και μ’ ανοιχτό στόμα. Είχε κρεατάκια, μου είπε. Είχε και κάτι τεράστια ρουθούνια. Μόλις τα είδα να ανοιγοκλείνουν, πανικός μ’ έπιασε. Και αδύνατη, σκελετός σκέτος. Τα γόνατά της, κάτι ανάμεσα κατσίκας και αλόγου. Μόνο μαλλιά είχε εξαίσια. Μακριά, μεταξένια. Έτσι την πάτησα και στην ταβέρνα, όταν με κάλεσαν οι Τύποι, να με κεράσουν. Είχα δει μόνο την πλάτη της και τα μαλλιά της. «Και δεν πάω;» είπα, «τι θα χάσω;» Και πήγα. Καλά που είχα προλάβει να βγάλω εισιτήριο. Μου άδειασαν τη βαλίτσα, τις τσέπες. Με κατάκλεψαν. Έφυγα τρέχοντας, μην ξυπνήσει η λεγάμενη, γιατί τότε θα ήταν το δράμα. Καλά καλά δε θυμόμουν αν ήταν η ίδια της ταβέρνας. Ταπί με άφησαν τα καθάρματα. Ούτε τους ήξερε ο ξενοδόχος. Πρώτη φορά που τους έβλεπε. «Σας έφεραν, εσάς και τη γυναίκα, και σας άφησαν σε κακά χάλια.» Τίποτα μανάβηδες. Θυμάμαι, το φορτηγό τους είχε πάνω κάτι άδεια τελάρα.
Ενώ μου τα εξιστορούσε όλ’ αυτά ο Λούης, ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου στην τσέπη, να δω αν είχα πάρει λεφτά μαζί μου. Είδε την κίνηση.
—Μη σκας, Κωσταντή. Εσύ μόνο τα ούζα να πληρώσεις και το τηλέφωνο που σε πήρα.
Ντράπηκα, την Παναγία μου. Και διαπίστωσα πως είχα λεφτά. Μου τα είχε δώσει πρωί πρωί η μάνα μου να πληρώσω κάτι λογαριασμούς και το πτυχίο, μαζί με το παράβολο για τις εξετάσεις στο υπουργείο. Κάπου τέσσερις πέντε χιλιάδες. Ήρθα σε πολύ δύσκολη θέση. Τι κάνω τώρα; Σε είκοσι μέρες έληγε η προθεσμία των εξετάσεων για γραμματέας του Πρωτοδικείου, και αν δεν πλήρωνα, θα με απέκλειαν. Του τα δίνω; Τι κάνω; Αυτός μου γύρισε πάλι την κουβέντα στη Σοφία.
—Όσο γι’ αυτή την καρακάξα, όπως θα κατάλαβες, την ώρα που ξεκινούσε το τρένο, τη βλέπω να καταφτάνει και να πηδά στο τελευταίο βαγόνι. Ούτε αθλήτρια άλματος επί κοντώ.
Ξαφνικά, σαν να σκέφτηκε κάτι, διακόπτει τη διήγηση και κοιτάζει προς την τουαλέτα.
—Έλα, σήκω, μου λέει ξαφνικά. Πλήρωσε τα ούζα, το τηλέφωνο, και φεύγουμε.
—Κι αυτή;
—Ασ’την. Γρήγορα. Καμιά γυναίκα δεν χάνεται.
Πέταξα τα λεφτά και φύγαμε άρον άρον. Ο Μπεχλιβάνης έτρεξε να μας δώσει και το σάκο της.
—Της γυναίκας είναι. Πες της ότι βιαζόμαστε και φύγαμε.
Κούναγε το κεφάλι του. Στρίψαμε τη γωνιά και ανηφορίσαμε προς το Σινέ «Βαλκάνια».
—Πολλά σου έκλεψαν;
—Ό,τι είχα και δεν είχα.
—Η Σοφία δεν τους ήξερε;
—Πρώτη φορά τους έβλεπε. Μάλλον την είχαν ψωνίσει στο δρόμο με το φορτηγό, καθώς κατέβαιναν από ψηλά, από Καλαμπάκα. Λαϊκή τραγουδίστρια. Είχε, λέει, ένα συμβόλαιο να τραγουδήσει στο «Ρομαντικό» της Αμφιάλης. Πάντως, για να μη λέμε και υπερβολές. δεν είναι τόσο τέρας, όσο σου την περιέγραψα. Μόνο τα γόνατά της, αλλά κι αυτά, αν παχύνει… Τριανταπεντάρα. Όταν πήγε κι έπλυνε το πρόσωπό της στην τουαλέτα του τρένου και βάφτηκε, άλλο πράγμα έγινε. Της έλειπε κι ένα δόντι. Της το’χε σπάσει, λέει το κλαρίνο. Της κατέστρεψε τη ζωή το κλαρίνο, αυτός δηλαδή που έπαιζε κλαρίνο στην ορχήστρα τους, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τα δημοτικά. Την έσπασε στο ξύλο.
Περπατώντας φτάσαμε στα παραπήγματα. Και Προσφυγικά να τα έλεγες και Τενεκομαχαλάδες, το ίδιο είναι. Η μια παράγκα δίπλα στην άλλη. Από κει ανέβαινε και το λεωφορείο. Τα σοκάκια ανάμεσα στις παράγκες πολύ στενά, το πολύ να χωρούσε να περάσει το καροτσάκι του παγοπώλη. Σε πολλές παράγκες, τα ψυγεία πάγου τα έβλεπες κι έξω από την πόρτα, όταν δε χώραγαν στο σπίτι. Χειμώνα, καλοκαίρι, δρόμοι και δρομάκια είχαν μονίμως, από βρωμόνερα, τις λιμνούλες τους και τα ποταμάκια τους. Πίσω από τις παράγκες, κάτι μοναχικά καταπράσινα δέντρα. Και πέρα το λιμάνι, η θάλασσα. Δεξιά δεν έβλεπες ουρανό. Μόνο άσπρους καπνούς από το εργοστάσιο λιπασμάτων. Λίγο ν’ ανηφορίζαμε ακόμα, προς Δραπετσώνα, θα άρχιζε η μπόχα του εργοστασίου. Εκεί ήταν και το υαλοπωλείο του Μπότσαρη και δίπλα το παπλωματάδικο του Ιορδάνη. Σταθήκαμε μάλιστα, θυμάμαι, και θαυμάζαμε μια λάμπα πετρελαίου, αντίκα. Μπορεί να ήταν και η ίδια, αυτή που αργότερα σκότωσε τη Φατμέ.
Κλότσησα μια κονσέρβα. Δεν άντεχα άλλο.
—Κοίταξε, έχω κάπου τέσσερις χιλιάδες μαζί μου, να πληρώσω κάτι λογαριασμούς. Δίνω και κάπου εξετάσεις. Πάρε τώρα τις χίλιες, να τη βγάλεις απόψε, και βλέπουμε.
Μου είπε πως ήθελε να πάει στο Λιακόπουλο, αλλά δεν απαντούσε κανείς στο τηλέφωνο.
—Μην τον ψάχνεις. Έχουν αρχίσει πάλι συλλήψεις και κρύβεται.
Δεν ξέρω πως μου ήρθε και έριξα μια ματιά πίσω μας.
—Λούη, η μυστήρια μας ακολουθεί. Αυτή θα είναι.
—Την είδα.
Κόλλησε δίπλα μας και μας ακολουθούσε αμίλητη. Ούτε συστάσεις ούτε… Όπως μου την περιέγραψε ήταν. Κάτι μεταξύ συμπαθητικής και άσχημης. Με πράσινη κοντή φούστα και μια φτηνιάρικη γούνα, ιμιτασιόν. Όλο παραπατούσε, καθώς φορούσε κάτι ψηλοτάκουνα παπούτσια. Στους λασπόδρομους της Δραπετσώνας πώς να’βρισκε ισορροπία; Σαν βάρκα σε κυματάκια λικνιζόταν.
—Κι αυτήν την κλέψανε;
—Αυτήν κι αν την κλέψανε. Και όχι μόνο την κλέψανε.
Απ’ ό,τι υπέθετε ο Λούης, από Καλαμπάκα μέχρι Τρίκαλα, την περάσανε και οι δύο του φορτηγού. Πρώτη τη μέθυσαν και ύστερα την κανόνισαν. Της αφήσανε το σάκο, αλλά της βούτηξαν μια δερμάτινη τσάντα.
—Σαράντα χιλιάδες, το λιγότερο, της πήραν. Και την ταυτότητα. Και τα χρυσαφικά της δουλειάς της. Άσε που τρέμει μήπως την γκάστρωσαν και της βγει και κανένα μούλικο.
Με τη λέξη «μούλικο» θυμήθηκα την ιστορία της αδελφής του. Τι να του πρωτοπείς όμως; Ότι την είχε γκαστρώσει ο Παναγιώταρος; Ότι από τα Τρίκαλα που τον συνάντησαν, θα πήγαιναν προς Θεσσαλονίκη για να ξεγεννήσει εκεί; Ότι ο Παναγιώταρος ήθελε να κρατήσει το παιδί πάση θυσία, μια και η Αθηνά του ήταν στείρα; Ότι πώς και πώς περίμεναν το θάνατό της για να γίνει ο γάμος τους; Τι να πεις και τι ν’ αφήσεις. Ή να του πω ότι την είχε σπιτώσει κανονικά στο δίπατο της Καστέλλας, με τον πατέρα τους μαζί, ή πως ο γέρος, πέντε μέρες πριν από την καταιγίδα, επειδή το’φερε βαρέως να έχει την κόρη του σπιτωμένη και έγκυο, τους την κοπάνησε και ξαναπήγε στη Δογάνη, στην πολυθρόνα του;
Μέσες άκρες, βέβαια, του τα ξεφούρνισα. Ο Λούης με άκουγε και όλο έσφιγγε τα χείλια του, όλο ξυνόταν. Ποτέ δεν του άρεσε να επηρεάζεται η ζωή του από τα οικογενειακά του. «Μια ζωή έχω. Δεν έχω πολλές».
—Η νεροποντή έδωσε τη λύση, αν όχι το πρόσχημα, στην Αντιγόνη. Όλη η παρέα αδειάζαμε νερά μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα πάντα κολυμπούσαν εκεί μέσα. Το γέρο σου μόλις που τον προλάβαμε. Στο καφενείο ήρθε κλαίγοντας και μας βρήκε η Αντιγόνη. Όμως δεν τον πήγε στο Τζάνειο που δούλευε. Ντρεπόταν. Στο Κρατικό της Κοκκινιάς τον πήγε και από κει πέρασε και την πήρε ο Παναγιώταρος για να’ρθουν σε σένα.
—Και πότε τα’φτιαξε μαζί του;
—Όταν την απέλυσαν από το νοσοκομείο ως αριστερή. Είχε αρχίσει να τη γυροφέρνει από πριν δηλαδή. Την πήρε μια μέρα να της δείξει το σπίτι της Καστέλλας, να της το νοικιάσει τάχα… Εκεί…
Είχε νυχτώσει για καλά. Άναψαν και τα φώτα. Οι ίδιες πάντα κιτρινιάρικες λάμπες στις κολόνες της ΠΑΟΥΕΡ μόλις που φώτιζαν τους μαχαλάδες των Προσφυγικών. Κάτι ψωριάρικες ακτίνες αντιφέγγιζαν στα βρωμόνερα και στις λάσπες.
Σε λίγο άναψαν οι επιγραφές στα μαγαζιά και τα φώτα μέσα στις παράγκες. Φωτίστηκαν, σιγά σιγά, παραθυράκια, κουρτίνες, πισσόχαρτα. Οι περισσότερες πόρτες ήταν φτιαγμένες από τάβλες καρφωμένες η μια δίπλα στην άλλη. Από τις χαραμάδες τους έβγαινε μια βαριά μυρωδιά από λάχανο, καπνό και τηγανίλα, κάτι μεταξύ καμένου λαδιού και καμένης ζάχαρης. Από κάπου ακούστηκε και μουσική. Θα ήταν πολύ παλιός ο δίσκος ή χαλασμένος. Μόλις που κατόρθωνες να ξεχωρίσεις τα λόγια. «Απόψε φίλα με, να με χορτάσεις. Αύριο φεύγω και θα με χάσεις.»
—Τον θυμάσαι, ξάδελφε; Τίνος είναι; Πού τον ακούσαμε;
Κοντοστάθηκα. Προσπάθησα να θυμηθώ. Και τότε, για πρώτη φορά, άκουσα τη φωνή της Σοφίας;
—Του Χιώτη είναι. Ζεμπέκικο χορεύεται.
—Το τραγουδάς και συ, μάνα μου; ακούω να της λέει τρυφερά ο Λούης.
—Κι εγώ του, του απαντά και ξαφνικά, χωρίς λόγο, βάζει τα κλάματα.
Άρχισα να αισθάνομαι περίεργα. Έψαχνε για μαντήλι στις τσέπες της, δεν είχε ούτε τσάντα. Της έδωσε κάτι χαρτοπετσέτες ο Λούης. Τρανταζόταν ολόκληρη από το κλάμα. Τι της ήρθε ξαφνικά. Ρούφαγε μύτες, σκούπιζε ρουθούνια, μάτια, μάγουλα.
—Κλάψε, μην ντρέπεσαι. Ο Κωσταντής είναι δικός μας.
Προχωρήσαμε. Ανάμεσα από τα κουρτινάκια, όλα πλεγμένα στο χέρι, βλέπαμε μέσα στις παράγκες διάφορα πρόσωπα. Άλλοι καθόντουσαν γύρω από τραπέζια, άλλοι σε κρεβάτια, πίνανε, κουβέντιαζαν.
Μας τράβηξε πιο κάτω μια άλλη μουσική, ένας αργόσυρτος ρυθμός, ανατολίτικος, σαν ταξίμι. Πλησιάσαμε σ’ ένα μπλε παράθυρο με μισόκλειστα τα παντζούρια του. Κρυφοκοιτάξαμε. Ένας άντρας πολύ μελαχρινός, πολύ κατσαρομάλλης, με μουστάκι, κοστούμι, καθισμένος σε μια ντιβανοκασέλα, έπαιζε ένα όργανο με πολύ μικρό μπράτσο – δεν το’χα ξαναδεί – που έβγαζε έναν περίεργο ήχο.
—Σάζι το λένε. Τούρκικο, μελωδικό, μας ψιθύρισε η Σοφία.
Απέναντι ένας καθρέφτης μεγάλος, αντίκα σε χρυσή κορνίζα. Είχαν παραμερίσει το τραπέζι και στη μέση του δωματίου είδα να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής μια κοπελίτσα. Δεκάξι χρονών; Το πολύ. Έφερνε γύρω από το λαιμό της ένα σάλι, το κατέβαζε στο στήθος και πάλι στο λαιμό. Σαν να μην είχε κόκαλο το σώμα της. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και χόρευε.
Η Σοφία είχε σταματήσει το κλάμα και κοίταζε.
Άρχισε να με περονιάζει η υγρασία. Δεν ήξερα ότι θ’ αργούσα τόσο, να πάρω παλτό. Δεν πρόλαβα και να πω στο Λούη για τα δικά μου, για τις σπουδές που τελείωσαν, για τον πιθανό διορισμό μου, για τη σχέση μου με την Ιουλία, που πήγαινε ολοταχώς για αρραβώνα και γάμο.
Όταν βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο και κατηφορίζαμε αμίλητοι, ξαφνικά τον βλέπω να σηκώνει το χέρι του και να σταματά ένα ταξί. Φρενάρισε δίπλα μας.
—Δώσε μου το χιλιάρικο και βλέπουμε. Θα πάω στο νοσοκομείο να δω το γέρο και μετά σπίτι. Θα ’ρθεις;
Ίσα ίσα που πρόφτασα να του δώσω το χιλιάρικο την ώρα που έμπαινε στο ταξί με τη Σοφία.
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 285-293.
«Βούρλα Πειραιώς»...
Ένα βράδυ με φώναξε ο διευθυντής στο γραφείο του. Ήταν 2 χρόνια που δούλευα δίχως πληρωμή, ως δόκιμος δημοσιογράφος. Εξακολουθούσα να εργάζομαι, για να ζούμε η μητέρα μου κι εγώ, σαν καθηγήτρια στο Όγδοο γυμνάσιο αρρένων. Ο Βουτσινάς μου λέει:
-Ήρθε η ώρα, κυρά μου, να σε δοκιμάσω εάν αξίζεις να γίνεις δημοσιογράφος ή όχι. θα σου δώσω ένα από τα δυσκολότερα θέματα στη δημοσιογραφία. Θα πας στις πόρνες, στα Βούρλα του Πειραιώς και θα μου κάνεις, όπως το ελπίζω, ένα συνταρακτικό ρεπορτάζ. Σκέφτηκα τη νύχτα –δεν κοιμάμαι πολύ- τον τίτλο που θα βάλω στην εφημερίδα: «Μια γυναίκα ξεσκεπάζει τη ζωή των αμαρτωλών κοριτσιών». Κι από πάνω τα λόγια του Χριστού. Μόνο μια Γαλλίδα δημοσιογράφος, η Μαρί Σουαζί, έκανε ένα τέτοιο συνταρακτικό ρεπορτάζ, αλλ’ αυτηνής είναι μάλλον αισχρό. Εσένα, το ρεπορτάζ το δικό σου θέλω να είναι βαθιά ανθρώπινο, γραμμένο με συμπόνια. Θέλω η εφημερίδα που θα πάει στο χωριό να συγκινήσει τα κορίτσια, εάν πέσει το ανάγνωσμα στα χέρια τους. Να φρίξουν από τη δυστυχία και την κατάντια της κοπέλας που παραστράτησε. Να φοβηθούν ώστε ποτέ τα ίδια να μην ξεπέσουν σε τέτοιο επάγγελμα. Για να δούμε τώρα εσύ τι θα μου φτιάξεις, μου είπε τελειώνοντας ο διευθυντής με την έρρινή του φωνή. Να δούμε, έχεις τη στόφα για τέτοιου είδους δύσκολα ρεπορτάζ: και με καληνύχτισε.
Η πόρτα έκλεισε του διευθυντού κι εγώ έμενα εκεί μπροστά κερωμένη. Αναμφιβόλως, σκέφθηκα, τα έκανε όλα αυτά για να με απολύσει. Τι θα γινόμουν εγώ στα Βούρλα; Και πρώτα-πρώτα πώς θα πήγαινα εκεί; Και πως θα με δέχονταν τα κορίτσια; Ο Θωμόπουλος, πρώτης τάξεως δημοσιογράφος και καλός φίλος, με προειδοποίησε:
- Όποια γυναίκα μπήκε εκεί μέσα, είτε για να πουλήσει θρησκευτικά βιβλία, είτε με άλλη αποστολή κοινωνική, βγήκε…δαρμένη!
- Ευχάριστη προοπτική, σκέφτηκα.
Στους συντάκτες αμέσως μαθεύτηκε το νέο.
- Να δούμε αν θα τολμήσει η Νάκου να πάει μοναχή της, έλεγε ο ένας
συντάκτης στον άλλον.
- Εγώ σου λέω πως ο διευθυντής τής το είπε έτσι, να τη δοκιμάσει.
Εύσχημος τρόπος για να την απολύσει.
Ο Χατζόπουλος, αδερφός του διηγηματογράφου, γιομάτος πάντα φαρμάκι για τις γυναίκες που εργάζονται, έλεγε:
- Αμ, τι λες! Ανάγκη έχομε τις γυναίκες να μπούνε στη δημοσιογραφία! Εδώ δεν μπορούμε να ζήσουμε εμείς! Άσε που η Νάκου δεν ξέρει τα Ελληνικά! Σπούδασε Γαλλικά!
Αυτά σχολίαζαν, το ήξερα, οι συντάκτες γύρω μου στα «Προπύλαια». Όσο για τη μητέρα μου, έγινε έξω φρενών, άμα της είπα την αποστολή που μου ανέθεσε ο Βουτσινάς.
- Κρίμα που ήταν και φίλος του πατέρα σου! Πεντάρα δεν σου δίνει, σε
κάνει ν’ αφήσεις τη λαμπρή σου θέση στην εκπαίδευση, όλο σου υπόσχεται λαγούς και πετραχήλια… Αμ, τον έχω μια φούρκα!
Τον πήρε στο τηλέφωνο και του τα είπε από την καλή. Ο Βουτσινάς γελούσε. Την άλλη μέρα με φωνάζει πάλι στο γραφείο του και μου λέει για τη μάνα μου:
- Καλή δέσποινα η κυρία Ελένη, παλαιά Αθηναία, αλλά και παλαιών
αρχών. Μ’ έλουσε για καλά χθες. Είχα καιρό να φάω κατσάδα. Μου θύμισε τη μάνα μου! και γελούσε.
Εγώ όμως δεν γελούσα. Φοβόμουν μη χάσω τη θέση μου και τα δυο χρόνια που, ως δόκιμη δημοσιογράφος, ήμουν όλο τρεχάματα. Όλα αυτά θα πήγαιναν χαμένα; Όσο η μητέρα μου έλεγε να το παρατήσω αυτό το επάγγελμα και να μείνω στην εκπαίδευση, τόσο πείσμωνα εγώ. Μόνον ο Δημ. Νίτσος, ο αγαπητός μου αρχισυντάκτης, μου έδινε κουράγιο:
- Βρε Νάκου, να πας στα Βούρλα. Έχει ενδιαφέρον ανθρώπινο. Θα δεις
από κοντά τη δυστυχία του κόσμου. Έζησες πολύ στο εξωτερικό. Έτσι θα μάθεις, άμα γνωρίσεις τον Πειραιά, τον μόχθο του κοσμάκη. Ο Πειραιάς έχει χρώμα δικό του, έχει επίσης έναν υπόκοσμο πολύ ενδιαφέροντα, είναι ένα μικρό σύμπαν. Εγώ θα σε στείλω αργότερα και σε εργοστάσια γι’ άλλα ρεπορτάζ, να γνωρίσεις τις συνθήκες εργασίας όλου αυτού του κόσμου. Ύστερα τι φοβάσαι; Θα σε φάνε οι γυναίκες; Να τις πιάσεις με το καλό. Στο βάθος είναι αγαθές. Θα δεις την ψυχοσύνθεσή τους, θα δεις.
Τέλος μου έδωσε κουράγιο κι έτσι αποφάσισα να κατέβω μοναχή στον Πειραιά και να πάω στα Βούρλα, γνωστά σ’ όλα τα λιμάνια της Μεσογείου. Τέτοιες γειτονιές, έμαθα, υπήρχαν ακόμα στη Μασσαλία –μαχαλάς ολόκληρος όπου όσοι έμπαιναν τη νύχτα, έβγαιναν ληστεμένοι από τους κακοποιούς. Υπήρχε επίσης μια τέτοια συνοικία και στη Βαρκελώνη και στην Αλεξάνδρεια. Σ’ εμάς εδώ ήταν αλλιώτικα τα πράγματα. Τα Βούρλα ήσαν υπό την προστασία της χωροφυλακής, και του …κράτους.
Ο χώρος, απέραντος, που νοίκιαζε το κράτος, ανήκε, ως έμαθα, στον τέως υπουργό Πιπινέλη. Και οι γυναίκες πάλι πλήρωναν το νοίκι τους. Είχε γύρω-γύρω τείχη και τον φρουρούσαν. Οι πόρτες ανοίγανε στις 9 το πρωί και κλείνανε τα μεσάνυχτα. Τις γυναίκες που μαζεύονταν εκεί, τις είχε πιάσει η αστυνομία δίχως άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος κι ήταν άρρωστες. Τις στέλναν πρώτα στου Συγγρού να θεραπευτούν από τ’ αφροδίσια νοσήματα. Κατόπι κλείνονταν στα Βούρλα και δεν μπορούσαν δίχως άδεια ποτέ να βγουν από το φρούριο. Η αστυνομία είχε καθήκον να τις επιτηρεί και να τις προστατεύει, εάν οι πελάτες τις δέρναν ή εάν γίνονταν καυγάδες αναμεταξύ τους. Υπήρχε για τις γυναίκες αυτές ιατρική παρακολούθηση και κάποια περίθαλψη.
Ο καλός μου φίλος, ο δημοσιογράφος Θωμόπουλος, μπήκε στον κόπο να τηλεφωνήσει για μένα, πριν να πάω, στην εκεί αστυνομία. Έτσι τ’ αστυνομικό κέντρο των Βούρλων θα μου επέτρεπε να επισκεφτώ το φρούριο και να κάνω την έρευνά μου.
Στον Πειραιά έφτασα ένα πρωινό πριν από τις 8, ντυμένη με παλιά ρούχα. Σκέφθηκα πως καλύτερα να έλεγα στα κορίτσια πως ήμουν ράφτρα, παρά πως πήγαινα για δημοσιογραφική έρευνα. Παρουσιάστηκα στο γραφείο της χωροφυλακής, δίπλα από το φρούριο. Ένας αστυνομικός μου έδωσε μια σφυρίχτρα μεγάλη στο χέρι.
- Μπορεί να χρειαστεί, εάν θελήσουν οι γυναίκες να σε κακοποιήσουν,
να τρέξουμε να σε βοηθήσουμε. Ποτέ δεν ξέρει κανείς μ’ αυτές.
Τέλος μου άνοιξαν μια πελώρια σιδερένια πόρτα και πέρασα την πύλη. Η πρώτη κοπέλα που συνάντησα, φορούσε ένα φουστάνι πράσινο μεταξωτό, βραδινό. Ήταν ψιλή, λιγνή, με μάτια μαύρα, μεγάλα. Φαινόταν κατάχλωμη, έβηχε κι έδειχνε αρρωστιάρα.
- Δεσποινίς! Της φωνάζω. Μη γνωρίζετε εδώ μέσα μια κυρία Μαρία που
με κάλεσε να της επιδιορθώσω τα φουστάνια της;
- Από Μαρίες έχομε πολλές εδώ. Προχώρησε μέσα και ψάξε να την
βρεις! η φωνή της ήταν βραχνή κι όλο έβηχε. Να, πέρασε εκεί! Σ’ εκείνα τα σπίτια δεξιά κάθονται οι μικρές. Ράφτρα είσαι; Κρατάς μαζί σου φιγουρίνια;
Προχώρησε και βρέθηκα σ’ έναν μεγάλο χώρο, σαν το Σύνταγμα κι ίσως και πολύ πιο μεγάλον. Υπήρχαν διάφορα κτίσματα, δηλαδή δωμάτια στη σειρά σαν κελιά μοναστηριού γύρω από μιαν αυλή. Υπήρχαν 3 τέτοια συγκροτήματα, μακριά το ένα από τ’ άλλο. Πληροφορήθηκα ύστερα πως κατοικούσαν εκεί οι γυναίκες ανάλογα με τις ηλικίες τους: οι μικρές, οι μεσόκοπες κι οι «γριές» των 40 και 50 χρονών, που ήταν φτηνότερες. Αυτές, όταν γερνούσανε περισσότερο και δεν βρίσκανε πια πελάτη, τότε, λέει, γυρνούσανε και πεθαίνανε σαν τα σκυλιά μπροστά στο φρούριο από την πείνα.
Οι μικρές, από τα 14 χρόνια τους μέχρι τα 18, κάθονταν δεξιά κι ήταν, ως έμαθα, οι πιο ατίθασες, οι πιο ανυπόφορες. Όλο καυγαδίζανε κι έδερνε η μια την άλλη. Στα μεσαία κτίσματα κατοικούσαν οι μεσόκοπες που μπορούσε κανείς πιο λογικά να μιλήσει μαζί τους και κάτι να μάθει από τη ζωή τους.
Στο βάθος, σ’ ένα είδος πλατείας φυτεμένης γύρω με καλαμιές, δίπλα από μια μεγάλη, ξεραμένη συκιά, υπήρχε το εστιατόριο, μια ταβέρνα δηλαδή που τρώγανε οι γυναίκες σε ξεχωριστά τραπέζια, πληρώνοντας φυσικά το φαΐ τους. Προχώρησα ακόμα, μην ξέροντας καλά που θα κατευθυνθώ, σαν βρέθηκε πάλι μπροστά μου η βραχνή ψηλή κοπέλα με το πράσινο φουστάνι.
- Να! Πήγαινε, μου λέει, στο μεσαίο κτίσμα! Θυμήθηκα πως εκεί κάθεται
μια κυρία Μαρία. Μα είναι κουφή. Μπροστά στην πόρτα θα δεις κρεμασμένο ένα ρόπαλο. Μ’ αυτό χτυπάνε οι πελάτες της για ν’ ακούσει.
Τράβηξα κατά κει που μου είχε πει η κοπέλα. Σειρά από δωμάτια και στην πόρτα η κάθε μια έβαζε τ’ όνομά της. Θυμάμαι μια έγραφε: «Λίτσα. Δεν δέχεται σήμερα λόγω τα έμμηνα». Παρακάτω, σε μιαν εσωτερική αυλή, κάθονταν 5-6 γυναίκες σε πεζούλες. Καπνίζανε, η μια χτένιζε την άλλη, λιάζονταν. Φορούσαν ρόμπες χτυπητές και κόκκινες κάλτσες. Ως φαίνεται, είχαν κεσάτια.
- Κυρά-Μαρία! φώναξε δυνατά το κορίτσι με τα πράσινα που με
συνόδευε. Σε ζητά η ράφτρα σου!
Δεν άκουγε. Χτυπήσαμε την πόρτα με το ρόπαλο. Στο τέλος βγήκε ένας πελάτης με το τσιγάρο στο στόμα. Κατόπι φανερώθηκε μια γυναικούλα μικρόσωμη, με κουρασμένο πρόσωπο, ούτε άσχημη, ούτε νόστιμη. Τρόμαξε να καταλάβει τι λέγαμε. Στο τέλος φώναξε δυνατά:
- Όχι! Δεν ζήτησα ράφτρα! Τι να την κάνω τη ράφτρα; Έλεγε
σαστισμένη.
Στο άκουσμα αυτό πετάχτηκαν οι γυναίκες που κάθονταν πιο πέρα, στις πεζούλες της αυλής.
- Θες να’ ναι καμιά από το κατηχητικό, σαν κι αυτή που μας ήρθε τις
προάλλες και την ξεμαλλιάσαμε; Απάνω της! και με κυκλώσανε όλες τους σα μαινάδες εξαγριωμένες.
- Πού είναι τα φιγουρίνια σου; Πού είναι τα σύνεργά σου; φώναξε μια απ’
αυτές κατακόκκινη από θυμό.
Τα χρειάστηκα, θα με χτυπήσουνε, σκέφτηκα. Με κοιτάζανε όλες με μίσος, σα να τους είχα κάνει κακό. Έσφιξα τη σφυρίχτρα στη φούχτα μου. Αλλ’ εκείνη τη στιγμή άνοιξε μια πόρτα κι έτσι δεν πρόφτασα να τη μεταχειριστώ. Ήταν ένας πελάτης που μ’ έσωσε:
- Βρε αφήστε τη γυναίκα, μην τη σπρώχνετε! Την ξέρω ποια είναι.
Παίρνω τα «Προπύλαια» κι είδα σήμερα τη φωτογραφία της. είναι δημοσιογράφος κι ήρθε να της πείτε τα παράπονά σας για να τα γράψει. Είναι δικιά μας. Ήρθε για το καλό σας.
Τι εννοούσε με το «δικιά μας», ποτέ δεν το κατάλαβα. Ένα μόνο ξέρω: πως οι γυναίκες ευθύς μερώσανε. Μια απ’ αυτές τότε μου φώναξε:
- Να γράψεις για τις πίκρες μας, για τα βάσανά μας! Πώς μας περιφρονά
ο κόσμος!
- Πήγαμε μια Κυριακή στην εκκλησία να προσκυνήσουμε και σηκωθήκανε
οι τίμιες και μας πετάξανε όξω με βρισιές! φώναξε μια άλλη.
Ο πελάτης που, ως μου είπε, ήταν θερμαστής, με πλησίασε και μου έδειξε την πρωινή εφημερίδα, στο μπροστινό φύλλο είχε τη ρεκλάμα της έρευνας που θα έκανα: «Η συντάκτις μας Λ. Νάκου ανάμεσα στις γυναίκες της αμαρτίας. Μια συγκλονιστική έρευνα στα Βούρλα του Πειραιώς».
- Μπα! Λοιπόν είσαι δημοσιογράφα; Ώστε ξέρεις και γράφεις; έκανε μια άλλη και συνέχισε με φθόνο στα μάτια. Αμ, θα κερδίζεις πολλά! Εσείς είστε τυχερές. Εμείς τι βγάζουμε; Το πολύ 800 δραχμές την η μέρα, άμα πέσει πολλή πελατεία και φτάσουνε στο λιμάνι τα ξένα καράβια.
Η πρώτη γυναίκα που με πλησίασε, επέμενε να μου πει τα βάσανά της. συνέχισε λοιπόν:
- Να γράψεις, μαθές, σα δημοσιογράφα, τα παράπονά μας! Πως μας περιφρονάνε. Ακόμα κι οι πελάτες μας φτύνουνε, μας δέρνουνε.
- Έννοια σας! Με τη σειρά να μου τα πείτε, με τι τρόπο βρεθήκατε δω. Την ιστορία σας, τ’ όνομά σας…
- Τ’ όνομά μας το αληθινό; Σάματι το ξέρομε; Το ξεχάσαμε. Και τότε ευθύς μου ήρθε στον νου ένα ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της πρώτης γυναίκας που έγραψε γι’ αυτές και που ήταν σπουδαία λογοτέχνης. Κι όσο κουβέντιαζα μαζί τους, το ποίημα αυτό το είχα στ’ αφτιά μου. Το θυμάμαι και το γράφω. Το λένε «Το αμαρτωλό».
Στη Σμύρνη Μέλπω. Ηρώ στη Σαλονίκη.
Στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό.
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
Ο τόπος μου ποιος ήταν;
Ποιοι οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με.
Σπίτι-πατρίδα έχω τα μπορντέλα.
Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές
κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το σήμερα χειρότερο από το χτες
και τ’ αύριο από το σήμερα θε’ να ’ναι.
Φιλιά από στόματα άγνωστα,
βρισιές κι οι χωροφύλακες να σε τραβολογάνε.
Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει.
Αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού
κι ενέσεις εξακόσια- έξι.
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλη η ζωή μου του χαμού…
Αφού τα είπαμε με τις γυναίκες, στο τέλος με καλέσανε να φάω στην ταβέρνα μαζί τους.
- Μη φοβάσαι! Δεν κολλάς αρρώστια, μου κάνει η πρώτη. Είμαστε
καθαρές. Χτες βγήκαμε από το νοσοκομείο του Συγγρού.
Ένοιωθα καθώς μου κουβεντιάζανε για τη ζωή τους, πως στο βάθος η καθεμιά έχει ανάγκη από ανθρώπινη συμπάθεια, να πει την ιστορία της, να ξαλαφρώσει την καρδιά της. Μα ήταν τόσες ιστορίες κι είχαν τόσα να μου πούνε, που δεν έφτανε μια μέρα για το ρεπορτάζ.
Στο μεταξύ ο Βουτσινάς, ο διευθυντής μου, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα των Βούρλων. Ζητούσε να μάθει μήπως οι γυναίκες κακοποίησαν τη συντάκτιδα των «Προπυλαίων». Είχε και την έννοια μου λοιπόν. Καλό κι αυτό, σκέφτηκα. Κάμποσες μέρες ανεβοκατέβαινα στον Πειραιά. Το βράδυ ένας αστυνομικός είχε την καλοσύνη να με συνοδεύει στον σταθμό.
Μια νύχτα μπήκα στην ταβέρνα που γλεντούσαν. Μια λατέρνα σε κάποια γωνιά έπαιζε μουσική. Τα κορίτσια, στολισμένα με φιογκάκια στα μαλλιά, πασαλειμμένα πούδρες, κάθονταν απάνω σε μιαν εξέδρα, για να τα ψωνίσουν οι μισομεθυσμένοι πελάτες. Στο φως του ηλεκτρικού οι γυναίκες μού φάνηκαν άρρωστες, αξιοθρήνητες. Η μια τακτοποιούσε τα μαλλιά της άλλης με ύφος τάχα αδιάφορο ή κρυφομιλούσαν αναμεταξύ τους.
Ο αστυνομικός που με συνόδευε ως τον σταθμό και με τον οποίο είχαμε πιάσει φιλίες, μου ’πε ότι θα κλείνανε σε κανένα χρόνο τα Βούρλα.
Κουβέντιασα λοιπόν και μαζί τους για το ζήτημα αυτό. Έμαθα πως καμιά δεν ήθελε να φύγει από κει.
- Εδώ έχουμε προστασία, περίθαλψη, δεν νιώθουμε τη μοναξιά μας. Αν
μας πετάξουνε στους δρόμους, χαθήκαμε, θα πέσουμε στα χέρια των σωματεμπόρων, λέγανε φοβισμένες.
Πριν να τελειώσω με τα Βούρλα, θα μιλήσω ακόμα για μια γυναίκα: την Μαρία την Κουφή. Τη γνώριζε ο Νίκος Καββαδίας. Μου είχε μιλήσει γι αυτήν, θυμάμαι το δωμάτιό της, σαν μπήκα, να μου προσφέρει καφέ και να μου διηγηθεί την ιστορία της.
-Να! Τούτο το κεφάλι φταίει, κόρη μου, έκανε, αν βρίσκομαι εδώ, κι όχι άλλος! έλεγε διαρκώς σαν επωδό.
Παρατήρησα τότε σε μια γωνιά της κάμαρης, στον τοίχο, ένα εικόνισμα, δίπλα τη φωτογραφία –πελώρια- του Παναγή Τσαλδάρη και παρακάτω ένα…κλύσμα! Αυτός που έβριζε η Μαρία η Κουφή ήταν ο μεγάλος Βενιζέλος, αυτός ο «γυαλάκιας» που πρωτοέκλεισε τα Βούρλα και «δυστυχήσανε».
Πού να ’ξεραν οι καημένες οι γυναίκες πως το ζήτημα της πορνείας απασχολεί όλους τους κοινωνιολόγους του κόσμου κι ότι πολύ μελάνι έχει ξοδευτεί από ειδικούς για το θέμα αυτό, εάν δηλαδή είναι καλύτερα να ασκείται ελεύθερα ή όχι, κι εάν με τον πρώτον ή τον δεύτερο τρόπο θα περιοριστούν ή θ’ αυξηθούν τ’ αφροδίσια νοσήματα! Ζήτημα άλυτο κι αυτό, μια κοινωνική πληγή που δεν μπορεί να επουλωθεί εύκολα. Στο μεταξύ είχα αρχίσει τις πρώτες συνέχειες του ρεπορτάζ στα Βούρλα. Με τα πρώτα φύλλα είχε ανεβεί η κυκλοφορία της εφημερίδας. Ο Βουτσινάς με φώναξε στο γραφείο του. Φαινότανε ευχαριστημένος.
- Να συνεχίσεις όσο μπορείς το ρεπορτάζ. Έρχεσαι σε άμεση επαφή με
τον αναγνώστη. Έχεις ευαισθησία και φαντασία. Τέτοιους συντάκτες χρειάζομαι. Μετά θα σε στείλω στην Αυστραλία, να ζήσεις με τους μετανάστες το δράμα τους, την ιστορία τους. πέρασε τώρα από το ταμείο!
Ο πρώτος μου μισθός στα «Προπύλαια» ύστερα από 2 χρόνια που ήμουν δόκιμη, έφτανε τις 3.000 – κι αυτό γιατί είχε πετύχει το ρεπορτάζ. Τώρα κάθε τόσο ο διευθυντής με φώναζε στο γραφείο του να κουβεντιάσουμε. Άρχισε να με υπολογίζει. Αυτός ο φαινομενικά ψυχρός άνθρωπος άρχισε να μου φέρνεται στοργικά. Κι οι συνάδελφοι ακόμα μου έδειξαν μεγαλύτερη εκτίμηση κι ενδιαφέρον.
Να σημειώσω πως εκείνη την περίοδο στην εφημερίδα «Προπύλαια» δούλευαν σπουδαίοι δημοσιογράφοι όπως ο Θωμόπουλος, ο Στούρνας, ο Παπαγεωργίου, ο Κώστας Καραχάλιος κι άλλοι εκλεκτοί, που για μένα στάθηκαν δάσκαλοι και φίλοι. Ο Λεβάντας, ο εξαιρετικός αυτός άνθρωπος και συγγραφεύς, εργαζόταν κι αυτός εκεί. Το ρεπορτάζ του για τη φτωχολογιά του Πειραιά, γραμμένα με την πένα λογοτέχνη, άφησαν εποχή. Αν ο Λεβάντας είχε γεννηθεί σ’ άλλη χώρα, τα διηγήματα του θα έπαιρναν μια θέση ξεχωριστή. Ήταν ένα είδος Τσέχωφ της Ελλάδος. Μα ποιος διαβάζει και γενικά ποιος λογαριάζει τους λογοτέχνες στην Ελλάδα:
Αλλ’ ας ξανάρθω στις μέρες που πήγαινα στον Πειραιά. Με τον Λεβάντα είχα την ευκαιρία να μιλώ γι’ αυτήν την πόλη που στο μεταξύ αγάπησα. Κατάλαβα τη γοητεία της. Τα σοκάκια κατά την Κοκκινιά, εκείνη μάλιστα την εποχή που την κατοικούσαν οι πρόσφυγες, με τα περβολάκια τους και τις ξύλινες ταράτσες, όπου άπλωναν ρούχα όμορφα κορίτσια, είχαν κάτι το πολύ γραφικό. Μου δόθηκε η ευκαιρία κατόπι, σ’ άλλη έρευνα της εφημερίδας, που έκανα, να μιλήσω μ’ αυτούς τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες και να καταλάβω πως μέσα τους φέρναν έναν παλιό πολιτισμό. Στον τόπο μας, μπολιάζοντας τον με το αίμα τους, θα έβγαινε κάτι καλύτερο, πιο δυναμικό και πιο πολιτισμένο. Τώρα που πήγα μετά από χρόνια, η Κοκκινιά στον Πειραιά γίνηκε μια μεγάλη συνοικία που φτάνει τις 80.000 κατοίκους με ψηλά σπίτια και δρόμους. Έχασε ωστόσο εκείνη τη γραφικότητα και την ομορφιά που είχε.
Πέρασαν χρόνια από τότε που πήγα στα Βούρλα –δεν υπάρχουν πια- κι αναρωτιέμαι τι να γίνηκαν οι δόλιες εκείνες γυναίκες, που να σκορπίσανε και σε τι αθλιότητα να πέσανε.
Από τα Βούρλα κρατώ ακόμα τη θύμηση της Θεανώς: μιας κοπέλας συμπαθητικιάς, όμορφης, ως 20 χρονών, που τις νύχτες, σαν έκλεινε το μπορντέλο-φρούριο, καθότανε και με τα λίγα γράμματα που ήξερε, έγραφε την ιστορία της ζωής της. Ποια δύναμη την έσπρωχνε να γράφει μέσα στην εξαθλίωσή της, στο καμαράκι του μπορντέλου, τόσες σελίδες, για ν’ αποδώσει το δράμα της; Αυτό σίγουρα είναι τ’ αληθινό τάλαντο, αυτή η δύναμη που σε σπρώχνει να εκφραστείς, να ξαναζωντανέψεις ό,τι έζησες.
Ήταν προσφυγοπούλα, Μικρασιάτισσα. Αυτή η Θεανώ λοιπόν έγραφε, χωρίς να το ξέρει κι η ίδια, όλη την τραγωδία της καταστροφής της Μικράς Ασίας, που έζησε ως μικρό παιδί. Δεν ήθελε στην αρχή να μου δώσει να διαβάσω τα τετράδιά της. Στο τέλος την κατάφερα. Τι έκπληξη! Τι συγκίνηση και χαρά η ανακάλυψη ενός καταπληκτικού ταλέντου! Είχα ακούσει και διαβάσει πολλά για την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής, κι από εξαιρετικούς συγγραφείς μάλιστα. Μα όπως την ζωντάνευε η πένα της Θεανώς που καθόταν εκεί, δίπλα από τη λάμπα, στην ησυχία της νύχτας, δεν την είχα ποτέ ξαναδιαβάσει. Μικρό παιδάκι, κρατούσε το μωρό τους έξω από την Σμύρνη, όταν άκουσε φωνές έντρομες: «-Οι Τσέτες! Έρχονται οι Τσέτες»! Ο πανικός, η φωτιά που έζωνε το χωριό, η μάνα της με τα λυμένα μαλλιά να κλαίει, προσπαθώντας να γλυτώσει τα παιδιά της, η σφαγή, όλα αυτά τα ξαναζωντάνευε η πένα της Θεανώς. Και στο τέλος το κοριτσάκι ζαλισμένο, χαμένο, βρέθηκε 10 χρονών, μόνο κι έρημο, στην προκυμαία του Πειραιά. Πουλούσε τότε σπίρτα στους δρόμους για να ζήσει, ώσπου έπεσε στα χέρια των σωματεμπόρων και κατέληξε στα Βούρλα.
Αμέσως το ανεκοίνωσα αυτό στον Βουτσινά και ξεσηκώσαμε γυναικείους συλλόγους προστασίας κοριτσιών. Η Αύρα Θεοδωροπούλου, εξέχουσα μορφή στην προοδευτική γυναικεία κίνηση της εποχής, ανασκουμπώθηκε να βγάλει τη Θεανώ, να τη σώσει από κει που βρισκόταν. Όλα ήταν έτοιμα, ύστερα από πολλά τρεχάματα στην αστυνομία, για ν’ αλλάξει ζωή η Θεανώ. Γιατί από τα Βούρλα δεν μπορούσε εύκολα να βγει μια κοπέλα. Έπρεπε ένα πρόσωπο σοβαρό να τα αναλάβει. Κι όλη την ευθύνη την ανέλαβε αυτή η υπέροχη γυναίκα, η Αύρα Θεοδωροπούλου, αδελφή της ποιήτριας, της Μυρτιώτισσας. Μα την τελευταία στιγμή η Θεανώ μάς τα χάλασε. Δείλιασε, τρόμαξε, φοβήθηκε εμάς τους έξω ή λυπήθηκε ν’ αφήσει τις συντρόφισσές της: Με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να εγκαταλείψει τα καμαράκι της στα Βούρλα.
- Θα περιμένω εδώ το ναύτη που μ’ έμαθε να γράφω. Ίσως με
παντρευτεί, μας έλεγε. Τι δουλειά έχω εγώ έξω, στον κόσμο που είναι γιομάτος από σωματεμπόρους; Πού ξέρω τις κυράδες που με θέλουν; Όχι! Όχι! Αφήστε με! κι έκλαιγε. Κι έτσι την αφήσαμε τη Θεανώ. Τα τετράδιά της, ζωντανή ιστορία ενός παιδιού που έζησε το δράμα μιας από τις πιο τραγικές σελίδες της ιστορίας του τόπου μας, τα κράτησα. Ήθελα, όπως ήτανε, δίχως καμιά διόρθωση λογοτεχνική, ατόφια, να δημοσιευτούν αργότερα. Αλλ’ από αναβολή σ’ αναβολή έφτασε η κατοχή. Οι Γερμανοί μπήκαν στο σπιτάκι μου της Εκάλης και κάψανε τα περισσότερα βιβλία και χαρτιά ως προσάναμμα στο τζάκι, γιατί κρύωναν τον χειμώνα. Έτσι χαθήκανε σε δεύτερη καταστροφή, της Ελλάδας τώρα, και τα έρμα χαρτιά της Θεανώς, που θα’ χαν το ενδιαφέρον ντοκουμέντου.
Αλλά τι να πρωτοθυμηθώ τότε στην κατοχή; Τα χαρτιά της Θεανώς ή που οι Γερμανοί, βλέποντας μόνο Γαλλικά ή Αγγλικά βιβλία στις βιβλιοθήκες του πατέρα μου, υποπτεύτηκαν πως είμαι Ισραηλίτισσα; Τρεχάματα λοιπόν στη Λειβαδιά ν’ αποδείξω πως κατάγομαι από παλιά οικογένεια, πως οι πρόγονοι μου ήταν γνωστοί από την Επανάσταση του 21, πως η Νεοελληνική ιστορία έγραψε γι’ αυτούς, για τον Λάμπρο Νάκο, για τον Γιαννούλη Νάκο που ήταν στην Φιλική Εταιρεία.
Τόσες και τόσες αγωνίες που ζήσαμε όλοι στην κατοχή, η πείνα… Πού να θυμηθώ τα τετράδια της Θεανώς στο ερειπωμένο πατρικό σπίτι της Εκάλης;
Τώρα που ξανάπιασα και γράφω για τα πρώτα μου χρόνια στη δημοσιογραφία, να, που θυμήθηκα τη Θεανώ, ένα πρόσωπο αγνό και μαρτυρικό μέσα στην αθλιότητα των πορνείων. Κι επειδή έχασα τα τετράδιά της που είναι η μαρτυρία της ζωής της, σα να’ χω τύψεις. Δε θέλω και στα γραψίματα τα δικά μου, που πιθανόν να καούν και να χαθούν κι αυτά, να την ξεχάσω. Γιατί δεν την ξέχασα ποτέ. Μ’ έκανε κι ένιωσα έντονα τη μαρτυρική πορεία της ράτσας μας.
Αυτοβιογραφία...
Οι πρόσφυγες
Εγώ, νέο παιδί, δεν παρακολουθούσα την πολιτική και τα κόμματα. Πάντως θυμάμαι τις φασαρίες των βενιζελικών με τους βασιλικούς. Τα διάβαζα τότε. Ήμουνα δε βασιλικός. Μου άρεζε η βασιλεία. Ο Βενιζέλος, κακό χρόνο να ’χει, αυτός ήτανε η αιτία που καταστράφηκε όλη η Ελλάδα, και φέραμε και τον πληθυσμό από τη Μικρά Ασία. Αυτός. Δεν υπήρξε πατριώτης. Γιατί αν ήτανε καλός πατριώτης δεν έπρεπε να πα να κάνει την τριανδρία στην Κωνσταντινούπολη αυτός και ο Κουντουριώτης, παρά να κάτσουν εδώ, να κοιτάξουν το μέτωπο που είχαμε στην Μικρά Ασία. Όχι εκείνος να ’ναι στην Μικρά Ασία, κι αυτός να κάνει την Τριανδρία εδώ πέρα. Να κτυπήσει ποιούς; Αυτουνούς. Όπου τους επιάσανε οι Τούρκοι τους σφάξανε. Αυτά τα διάβαζα. Δεν τα συζητούσα με κανένανε γιατί ήμουν μικρός κι οι φίλοι μου δεν ενδιαφερότανε για τέτοια. Πάντως θυμάμαι την καταστροφή και τους πρόσφυγες.
Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μια μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμεινε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντίρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, […], κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Τί να κάνανε κι οι αρχές; Ποιον άλλον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δύο; Πολλά.
Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυο. Φύγετε από δω ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν. Απατεώνες.
Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στην Θάσο, άλλοι στην Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάννησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριότεροι σε όλα. Είναι αθρώποι της δουλειάς. Ο Ωνάσης π.χ., τον βλέπεις.
Τη μουσική την ωφέλησαν οι πρόσφυγες. Βέβαια. Όταν ήρθαν από την Μικρά Ασία ασφαλώς ήρθανε και οι μουσικοί τους.
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 94-95.
Μετάβαση στο σημείο: Δραπετσώνα