Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Δραπετσώνα Δραπετσώνα
Κατεδαφιζόμεθα...
Το σπιτάκι της κυρα-Μαρουσώς ήτανε πεταμένο στη Δραπετσώνα σ’ ένα αδέσποτο αλάνι που σιγά σιγά έγινε μάντρα. Σε κείνα τα οικόπεδα, που γειτονεύανε με τα παλιά προσφυγικά, ξεφυτρώσανε στο άψε σβήσε παράγκες και καμαράκια, πότε με άδειες και πότε χωρίς. Έτρεμε το φυλλοκάρδι του κοσμάκη μην ξεφανεί καμιά ώρα η μπουλντόζα και ξεθεμελιώσει τα παράνομα. Αραδιαστά σπιτάκια στριμωχτά, το’να κολλητό στ’ άλλο, μοιάζανε κοτέτσια. «Βοϊδοσβουνιές» τα’λεγε ο Σπύρος. Στεγάζονταν εκειδά πατείς με πατώ σε κάπου πενήντα φαμελιές με μεγάλα και μικρά παιδιά, γαμπρούς, νύφες, αγγόνια, γερόντους, θειάδες. Ξέχωρα οι συγγενείς κι οι πατριώτες που φτάνανε μουσαφιρέοι από την επαρχία, με κάποιο μπιτονάκι λάδι πεσκέσι, ένα σακούλι τραχανά ή χυλοπίτες, κι αράζανε κι αυτοί και στεριώνανε. Οι περισσότεροι ήτανε ξεριζωμένοι απ’ τα χωριά τους, κυνηγημένοι απ’ τον τρόμο και το θανατικό που ξεσήκωσε ο εμφύλιος. Στ έμπα της μάντρας ήταν ένα σιδεράδικο, μια αποθήκη με ξύλα, κάρβουνα και κρασιά. Είχε κι ένα υπόστεγο προχειροφτιαγμένο από παλιές σανίδες και σκουριασμένους τενεκέδες. Εκειδά ακουμπούσανε οι μανάβηδες και οι μικροπουλητάδες καρότσια, τάβλες, καφάσια. Έβαζε κι ο Κυριάκος ο παλιατζής παλιοσίδερα, έπιπλα, κρεβάτια, βιβλία. Παρκάριζε κι ο Αντώναρος το τρίκυκλό του «Εκταιλούντε Μαιταφορέ». Αφήνανε κι ασπριτζήδες, οι χτίστες, τα εργαλεία τους. Ολημερίς οι κρότοι δε σταματούσανε. Δουλεύανε ηλεχτρικά κολλητήρια, πριόνια, σφυριά, αμόνια, ραδιόφωνα κι ένα σμάρι αχαμνά παιδιά, πάντα μιξασμένα, ξαμολιόντανε να παίξουνε μ’ άγριο μονοφώνι. Τσιρίζανε κι οι μανάδες όντας γυρίζανε απ’ το μεροκάματο. «Βρε σεις αφορεσμένα! Βρε που να μη σώστε και να μη φτάστε!» Ξεθυμαίνανε την κούραση και τα νεύρα τους πάνω στα μικρά. Όσο ξύλο και βρισίδι τρώγανε απ’ τους άντρες τους το βράδι πρωί το τινάζανε στα παιδιά. Πιάνανε τη σκάφη, ανάβανε γκαζιέρες, ξύλα, να μαγειρέψουνε όπως όπως. Στα σκοινιά δεν απολείπανε τ’ απλωμένα ρούχα, φόρμες εργατικές, τρύπιες φανέλες, λιωμένα παιδικά και γυναίκεια εσώρουχα. Στ’ αυλάκια τρέχανε ολοχρονίς σαπουνάδες και βρώμες απ’ τα κοινά αποχωρητήρια. Δεν απολείπανε κι οι άντρες, τα τσακώματα «περί τιμή, φιλότιμο, συμφέρο». Και τότες πια ήτανε που γινόταν ανάστα ο Θεός.
Της κυρα-Μαρουσώς το καμαράκι ήταν ακρινό και ξέχωρο απ’ τ’άλλα. Δεν άκουγες που λέει ο λόγος, το ρουχαλητό και τις αρσιζιές του διπλανού σου. Είχε και κουζινάκι δικό του, πράμα σπάνιο. Της το έχτισε ο Σπύρος της πριν αχρηστευτεί. Καθώς είχανε’ρθει από τους πρώτους στη μάντρα περιφράξανε κι ένα περιβολάκι, φυτέψανε μυριστικά και μια κληματαριά. Η αλήθεια είναι πως όλα τα καμαράκια, λίγο ως πολύ, φροντίζανε για πρασινάδα, αναρριχώμενα, γιασεμάκι, βασιλικά, κατιφέδες, τζιράνια. Θυσία μεγάλη, γιατί το νερό το κουβαλούσανε από μακρινή βρύση ή τ’ αγοράζανε από βυτία.
Ώρες ώρες όλο τούτο το ψυχομάνι αγαπιόντανε, βοηθιόντανε, σφιχταγκαλιαζόντανε, έκλαιγε και τραγουδούσε, τη ζωή και το θάνατο, έπινε και χόρευε κι έλεγε τα ντέρτια και τους καημούς του. «Να καβατζάρουμε όπως όπως τη στυφή παραδαρμένη ζήση!» Πολλές φαμελιές είχανε στις φυλακές και στις εξορίες πατεράδες, άντρες, αδέρφια. ήτανε και χαροκαμένες φαμελιές. Μα σα ψήνονται οι ζωντανοί το χάρο τον απολησμονούνε.
Όσο κι αν ήταν αράθυμη η μάντρα, κι αν καβγάδιζε για το τίποτα, ποτέ δεν έβγαζε στη φόρα ο ένας τα μυστικά τ’ αλλουνού. Ζούσανε προσεχτικά μη δώσουνε το ελεύτερο στην Αστυνομία και χώσει τη μύτη της. Τρέμανε τα μπλεξίματα, νιώθανε σαν τονε πρόσφυγα που μένει σε ξένον τόπο. Μα πιο προσεχτικιά και φρόνιμη απ’ όλουνούς ήταν η κυρα-Μαρουσώ, όπου’χε την προστασία των θρησκευτικών σωματείων. Λίγοι ξέρανε την ιστορία της. Τα όσα τηνε βρήκανε στη Σαλονίκη, εκεί όπου πέρασε τα όμορφα και τα άσχημα. Στην Τούμπα, σου λέει, και τις πέτρες να ρώταγες «που κάθεται ο μαστρο-Σταύρος ο σιδεράς;» θα σου δείχνανε το σπίτι του. Ήτανε πιο γνωστός κι από δήμαρχος. Τον αγαπούσε ο κόσμος. Καλός στην τέχνη και στη γνώμη, ξύπνιος, χωρατατζής, αντάρτης. Όπου αγώνας πρώτος. Ήταν ανακατωμένος σε συνδικάτα, σε οργανώσεις. Μετελούσε τις φημερίδες. Ήξερε όλα όσα γίνουνται στον κόσμο και γιατί γίνουνται. Μίλαγε όμορφα σαν γραμματιζούμενος, ρητόρευε στα καφενεία κι όλο για τα πολιτικά, όλο για τα πολιτικά.
«Αυταδά σε φάγανε» τονε γκρίνιαζε η κυρά-Μαρουσοώ. «Για όλα είσαι. Μοναχά φαμελίτης δεν είσαι». Είχε και τα δίκια της. Γλυκό ψωμί δε φάγανε, ύπνο ήσυχο δε χορτάσανε. Ακόμα και πριν έρθει η διχτατορία του Μεταξά, από το ιδιώνυμο του Βενιζέλου άρχισαν οι παρτίδες του μαστρο-Σπύρου με τις Αστυνομίες. Νιόγαμπρος της τον πρωτοπήρανε απ’ το κρεβάτι. Άιντε τρεχάλες να του πηγαίνει στα κρατητήρια κουβέρτες κι αλλαξιές. Έβγαινε από τις φυλακές ο μαστρο-Σπύρος; Αράδιαζε σαν κουνέλα τα παιδιά η Μαρουσώ. Τα παράταγε μικρά στους πέντε δρόμους και ξαμολιότανε να βγάλει το έρμο το μεροκάματο. «Δεν καταλαβαίνω, μωρ’ άντρα μου. Εγώ ξέρω την τάξη του Θεού. Εσύ εβγήκες τώρα να τηνε χαλάσεις. Ξεστράτισες και τα παιδιά σου, ερήμαξες το σπιτικό μας. Πάει, διαλυθήκαμε…»
Στην κατοχή (Απρίλης του ’43 ήταν) τον πιάσανε τον κυρ Σταύρο οι Γερμανοί. Πολύ τον βασανίσανε. Δεν άνοιξε στόμα ούτε «αχ» να πει. Μοναχά στο εκτελεστικό δρόσισε την ψυχή του. Τα είπε όλα μαζεμένα. «Ζήτω και τούτο! Ζήτω και τ’ άλλο». Τη μια εκτελέσανε τον πατέρα και την άλλη, ξημέρωμα, σκότωσαν τον πρωτογιό καθώς «μπογιάντιζε στον τοίχο κάτι λόγια που τα’λεγε συνθήματα». Ο Σπύρος ήταν τότε μικρός. Θυμόταν μοναχά τους θρήνους της μάνας του όπου δερνότανε και ξερίζωνε τα μαλλιά της κι έσκιζε τις σάρκες της. Κι έπειτα ήρθε η απελευθέρωση. Η κυρα-Μαρουσώ γονάτισε κι ευχαρίστησε το Θεό που της αφήκε ζωντανούς τους αποδέλοιπους γιους. Μισό έμεινε στ’ αχείλι της το «Δόξα σοι ο Θεός». Πλακώσανε τα εμφύλια. (Ποιος αφορεσμένος τα’φερε;) Ο Χρήστος κι ο Δημητράκης της μπλεχτήκανε στο δεύτερο αντάρτικο. Κατατρεγμένοι από τους φασίστες ξαναπιάσανε το κλαρί. Για το Χρήστο της παίρνει όρκο η κυρα-Μαρουσώ, δεν αγαπούσε τις φασαρίες. ήταν και νιόπαντρος, φρεσκογλυκαμένος απ’ τη ζωή. Η γυναίκα που στεφανώθηκε του’δωκε καρπερά χτηματάκια στης Κατερίνης τα μέρη. Πήρε και το Δημητρό μαζί του. Χέρια γύρευε να δουλέψουνε τη γης, όχι να πιάσουν ξανά τ’ άρματα. Μα δεν τους αφήκανε να δούνε Θεού πρόσωπο. Φωτιές βάζανε στα σπαρτά, ρεζιλέματα, κλήσεις, απειλές. «Θα πεθάνετε, Βούλγαροι! Θα πεθάνετε!» Τους στήνανε καρτέρια, δεν κοτούσαν να ζυγώσουν τα χωράφια τους, ούτε να βγούνε νύχτα προς νερού τους. Κάθε μέρα βρισκότανε κι ένας μαχαιρωμένος και πεταμένος στα χαντάκια. Ο Χρήστος βαριέστησε, μαύρισε η ψυχή του. Δεν ήθελε να τον σκοτώσουνε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι .Τα μίλησε με τον αδερφό του και με κάνα δυο άλλους και πιάσανε ξανά το κλαρί. Θες το ριζικό τους, θες τους πρόδωσε ένας που κιότεψε, πέσανε σ’ ενέδρα και τους σφάξανε ολουνούς σαν τραγιά. Παλουκώσανε τα κεφάλια και τα γυρίζανε στα χωριά. «Αυτή η τύχη σας περιμένει, κομμούνες!»
Ο τέταρτος γιος της κυρα-Μαρουσώς, ο Τρύφωνας, ήτανε ναυτικός κι είπε πως θα τον σώσει το πέλαγος. Μα τούτος τα γύρευε μοναχός του τα δύσκολα. Ίδιος ο κύρης του. Από νήπιο μοίραζε προκηρύξεις. «Καταραμένη η ώρα που ξεμπάρκαρε» έκλαιγε η κυρα-Μαρουσώ. Μέχρι και τη θάλασσα απαρνήθηκε κι έγινε στεριανός και παράνομος. Και τα δυο βαριά γι’ αυτό το ταξιδιάρικο πουλί. Μα σαν τον είχε ανάγκη, σου λέει, το κίνημα στη Σαλονίκη, τι να’καμε;
«Ετούτα που γίνονται στην Ελλάδα δεν τα χωράει ο νους, αφύσικα πράματα» έλεγε ο Τρύφωνας. «Να πολεμάς, να νικάς το φασισμό και πριν γευτείς τη λευτεριά να γίνεται ο σύμμαχος οχτρός σου! Χειρότεροι αποδειχτήκανε ετούτοι από τον γκεσταπίτη. Π’ ανάθεμά τους ολουνούς! Δε μας ξέρουνε τι ράτσα πεισματάρικη είμαστε σαν πολεμούμε για την ελευθερία μας».
Διδώ Σωτηρίου, Κατεδαφιζόμεθα, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 137-141.
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά...
Από μικρός θυμάται τη μυρωδιά της καρβουνόσκονης στους σταθμούς. Και τη γέφυρα στον Άγιο Διονύση Πειραιά. Εκεί την άραζε από πολύ πιτσιρικάς. Από κει κοίταζε τα τρένα που περνούσαν από κάτω, σαν τεράστια φίδια, κατάμαυρα.
—Ρε Μανόλη, μαζοχιστής είσαι; Τι γούστο βρίσκεις εδώ;
Μ’ έπαιρνε μαζί του. Εκείνο τον καιρό οι δρόμοι της περιοχής ήταν γεμάτοι λάσπη, χώμα και καρβουνόσκονη. Περνούσαν συνέχεια και τα φορτηγά που μας έλουζαν με τη σκόνη του δρόμου.
Πιο πάνω, δεξιά, ήταν οι λαμαρίνες της Αιτωλικού, εκεί που την έστηναν οι πόρνες. Απέναντι από τη γέφυρα, κοντά στο σταθμό, ήταν το σουβλατζίδικο του Μπεχλιβάνη. Σε ολόκληρο τον Πειραιά δε θα’βρισκες νοστιμότερο σουβλάκι. Όχι τώρα. Τότε. Εκεί στο ίδιο σουβλατζίδικο είχαμε μεθύσει, θυμάμαι, μια φορά και ύστερα πήγαμε στην Κατερίνα. Με πήγε δηλαδή. Η πρώτη μου φορά!
Ήταν ένας δρόμος κάθετος στην Αιτωλικού, χωρίς σπίτια, μόνο με κάτι άγριους σοβατισμένους μαντρότοιχους, δεξιά και αριστερά, και πίσω τους όλο υπαίθριες αποθήκες. Πάνω στους τοίχους ακουμπούσαν πλαγιαστά κάτι τεράστιες λαμαρίνες και μέσα οι αποθήκες ήταν γεμάτες από παλιοσίδερα, με κάτι πελώριες άχρηστες μηχανές καραβιών, με προπέλες, άγκυρες, καζάνια, τροχαλίες. Οι πόρτες ξεχαρβαλωμένες κι αυτές, μισάνοιχτες.
Μέχρι τις εφτά το απόγευμα χάλαγε ο κόσμος από κίνηση. Φορτηγά, κάρα, τρίκυκλα, καροτσάκια. Μετά τις εφτά, μέσα σε πέντε λεπτά, δεν έμενε ψυχή, άδειαζαν οι δρόμοι, οι αποθήκες, τα γραφεία. Τι γραφεία δηλαδή; Κάτι υπόστεγα με μισοσπασμένες τζαμαρίες. Από λαμαρίνες και τα υπόστεγα. Και σκουριά. Χώμα και σκουριά. Ένα χρώμα σκούρο καφετί σαν αίμα περιόδου σκέπαζε τα πάντα. Πρόσωπα, τζάμια, δρόμους, τοίχους. Ακόμα και ο ουρανός, στη μεγάλη κίνηση, τότε που πέρναγαν τα κάρα και σήκωναν εκείνη την καφετιά σκόνη κι αυτός γινόταν καφετής.
Καλά καλά δεν υπήρχε ούτε φωτισμός. Ελάχιστος, από κάτι βρώμικες λάμπες στις δύο κολόνες της ΔΕΗ, στην άκρη του δρόμου. Δεν την έλεγαν ΔΕΗ τότε, ΠΑΟΥΕΡ.
Μετά τις εφτά, από το σούρουπο και ύστερα, όταν έπεφτε το σκοτάδι, όλοι εκείνοι οι δρόμοι γέμιζαν σιωπή και ησυχία. Μόνο τα σφυρίγματα των τρένων έσπαγαν τη βουβαμάρα. Δεν άκουγες ούτε τα ίδια σου τα βήματα καθώς βούλιαζαν μέσα σε κείνη την παχιά σκουριά. Καμιά φορά μόνο έβλεπες κάτι αδιόρατες σκιές να χάνονται ανάμεσα στις λαμαρίνες ή πίσω από τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες των αποθηκών. Αν πλησίαζες πολύ, μπορεί τότε ν’ άκουγες ανάσες βαθιές, ερωτικές. Σε πανσέληνο, μαγευόσουν. Έδινε το φεγγαρόφωτο τέτοιες αποχρώσεις στη σκουριά!… Ήταν και κείνη η καταπράσινη πανύψηλη λεύκα δίπλα στη μια κολόνα της ΔΕΗ! Αν προσθέσεις και τα σφυρίγματα των τρένων μέσα στη νύχτα, έχεις το παραμύθι σου έτοιμο.
Η Κατερίνα και η Ρόζα, Σμυρνιές και οι δύο, σαραντάρες, ήταν οι μόνιμες πόρνες της περιοχής. Όλοι οι νεαροί από τις γύρω γειτονιές, εκεί πρωτογνώρισαν τον έρωτα, εκεί κόλλαγαν τις πρώτες βλεννόρροιες.
Εγώ, εκείνη τη φορά που με πήγε ο Λούης, δεν κατάφερα τίποτα. Σαν ψάρι έτρεμα. Ούτε στύση ούτε επιθυμία. Αν και η Κατερίνα μου φέρθηκε πολύ εντάξει, εντούτοις δεν… Ίσως γιατί έκανε ψύχρα κι εγώ φορούσα κοντομάνικο πουκάμισο. Ίσως όμως και γιατί δεν έβλεπα μέσα στο σκοτάδι. Ούτε μάτια ούτε πρόσωπο.
—Έχεις δίκιο, Μανολόπουλε, αυτό φταίει. Κι εγώ όταν δεν βλέπω τη γυναίκα, έστω και μια ιδέα, δε μου’ρχεται. Μην το σκέφτεσαι.
Τη δεύτερη φορά πήγαν όλα ρολόι. Διάλεξα πάλι την Κατερίνα. Με πήγε κατευθείαν δίπλα στην κολόνα με το φως. Μάλλον την είχε δασκαλέψει ο Λούης. Μας φώτιζε εκείνη η φυματική λάμπα της. Όταν ξεκούμπωσε την μπλούζα της και είδα να ξεπετιέται το στήθος της, ξεχάστηκα. Μου φέρθηκε πολύ τρυφερά.
—Έλα, αγόρι μου, μην ντρέπεσαι.
Ξεκούμπωσε μόνη της το παντελόνι μου κι άρχισε να με χαϊδεύει. Δέκα μέτρα πιο πέρα ήταν η λεύκα. Έτσι ξεκρέμαστη, μοναδική, παραφωνία. Φύσαγε κι ένα ελαφρό αεράκι στα φύλλα της.
Πενήντα δραχμές δίναμε ο καθένας. Και τα δικά μου ο Λούης τα πλήρωσε. Και τις δυο φορές. Όχι ότι του περίσσευαν, αλλά εκείνη την εποχή δούλευε ακόμα ο πατέρας τους στα τρένα, ανθυποκλειδούχος, κάτι τέτοιο.
Όταν είχε νυχτερινή βάρδια ο γέρος του, πολλές φορές, την ώρα που εγώ διάβαζα στο σπίτι, άκουγα τα συνθηματικά σφυρίγματα του Λούη. Πήδαγα κρυφά από το παράθυρο του σαλονιού μας και κατηφορίζαμε μαζί για το σταθμό.
Όσα ψιλά είχε ο πατέρας του στην τσέπη, του τα’δινε. Ούτε χαιρετούρες άλλαζαν ούτε κουβέντες. Τις πιο απαραίτητες μόνο, όπως να προσέξει να μην τον φορτώσουν παράσημα ή να θυμηθεί να πάρει τα κλειδιά του.
—Μην ξυπνήσεις, όταν γυρίσεις, τη μάνα σου.
Μόνο που δεν ήταν μάνα του. Μητριά του. Η κυρα-Αθανασία. Τον αγαπούσε το Λούη ο γέρος του. Ας μην είχαν πολλές κουβέντες.
Όταν καμιά φορά πήγαινα σπίτι τους κι έλειπε ο Λούης και ήταν μόνος ο κυρ Πέτρος, ποτέ δε μου άνοιγε συζήτηση για να με ψωνίσει, όπως κάνουν οι περισσότεροι γονείς. Δεν άρχιζε εκείνα τα γνωστά: «Πες καμιά κουβέντα στον τεμπέλαρο ν’ ανοίξει και κανένα βιβλίο» ή «Τι σου λέει; Θα σπουδάσει; Θα φύγει για τη θάλασσα;» Τίποτα. Τον εμπιστευόταν το Λούη. Μάλλον γι’ αυτό.
Ακόμα και στην Αντιγόνη δεν άλλαζε συμπεριφορά. Λίγες κουβέντες και μ’ αυτήν. Τις απαραίτητες.
—Πολύ σπουδαία περίπτωση ο γέρος σου, του έλεγα με θαυμασμό ένα βράδυ που πήγα και τον βρήκα πάλι στου Μπεχλιβάνη.
Δε μου απάντησε. Κατάλαβα πως έχουμε γεγονότα.
—Απολύθηκε, ξάδελφε. Τέρμα τα χαρτζιλίκια και τα δωρεάν εισιτήρια.
Τον γέμιζε με ελευθέρας για δωρεάν ταξίδια μέχρι Λάρισα. Πήγα να του κάνω τον έξυπνο.
—Αφού είναι μόνιμος, κρατική υπηρεσία είναι, δε γίνεται.
—Γίνεται. Αν διάβαζες και καμιά εφημερίδα πού και πού, θα’βλεπες ότι γίνεται. Όχι όλο λογοτεχνία και σχολικά.
Κώστας Μουρσελάς, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ.262-265.
Αυτοβιογραφία...
Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους, στα Αθάνατα του Αι Γιωργιού πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος, ο Βασίλης ο κουλός, λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι σαράντα, τριάντα πέντε χρονών, χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα. Ήταν αδύνατο να κουνηθώ απ’ τη θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω, μου δίνανε λεμόνι ξυνό να φάω. Έγινε αυτό στα Αθάνατα του Αι Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, στο εικόνισμα του Αι Γιωργιού. Ήμουνα δεκαεφτά χρονώ. Αφού περάσανε δυο τρεις ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου.
Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε, τους αγάπαγα, σ’ ό,τι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες.
Κάντονε Σταύρο κάντονε
βαλ’ του φωτιά και κάφ’ τονε.
Δώσε του Νίκου του τρελλού
του μάστορα του ξυλουργού.
Τράβα βρε Γιάννη αραμπατζή
που ’σαι μαγκιόρος τεκετζής.
Δώσε του Νικολάκη μας
να βγάλει το μεράκι μας.
Τζούρα δώσε του Μπάτη μας
του μόρτη του μπερμπάντη μας.
Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά.
Όταν πήγαινα αργά στο σπίτι μεθυσμένος απ’ το χασίσι, έμπαινα σιγά σιγά στη ζούλα, για να μην ξυπνήσω τον πατέρα μου γιατί τον εντρεπόμουνα. Ένιωθα ότι δεν ήθελα να τον κοιτάξω στα μάτια του, που δείχνανε όλο τον πόνο του για μένα. Δεν φτάνει που είχε τη φροντίδα τη δικιά μου, αλλά ήταν υποχρεωμένος να ζει και τη γυναίκα μου.
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 93-94.
Αυτοβιογραφία...
Ο τεκές και το μαύρο
Είπαμε ότι έμαθα το όργανο σε έξι μήνες. Κανένας δεν μου έκανε μαθήματα στο μπουζούκι. Όχι, τίποτες. Για μένα το μόνο σχολείο ήταν ο τεκές. Άκουγα τους παλιούς και έπαιζα.
Ο Πειραιάς τότες ήτανε γεμάτος τεκέδες. Ο πρώτος τεκές, έχω ακούσει, ήτανε του Ζουάνου του Καλοκαιρινού, τα λουτρά. Έπαιζε μπουζούκι και χόρευε ζεμπέκικο καλό.
Μες στου Ζουάνου την αυλή
σκοτώσαν ένα χασικλή
Δεν πρόκανα να πάω, αυτός πέθανε. Εγώ εσύχναζα σε πολλούς τεκέδες. Στο Κωλομπότση, στου Μίχαλου, στου Σάλωνα, στου Αβίγλη κλπ.
Όλοι οι τεκέδες ήτανε ίδιοι. Ίδιοι και απαράλλαχτοι. Μια κάμαρα ήτανε τεκές. Ένα σπιτάκι ήτανε τεκές. Ένα άλλο παραγκάκι. Δεν υπήρχε δηλαδή να ’ναι σαλόνι να το κάνουνε τεκέ. Όχι. Μια κάμαρα μεγάλη και καθαρή, αυτό. Ο τεκές του Σάλωνα ήτανε δυο παραγκίτσες ξύλινες εκεί στο Καστράκι που ήτανε οι πρόσφυγες.
Μόλις φουμάρουνε οι χασικλήδες, δεν τους ενδιαφέρει αν ζούνε ή αν πεθαίνουνε. Είναι ησυχότατοι, δεν πειράζουν άνθρωπο. Μόνον να φαν θέλουν όταν πεινάσουν και τίποτε παραπάνω, και να κοιμηθούνε να βλέπουνε όνειρα. Δεν τους νοιάζει αν ο τεκές είναι ένα παλιόσπιτο.
Το ίδιο ήτανε και του Μίχαλου, στα Χιώτικα. Μια παραγκούλα με διάφορα μικρά παραγκάκια εκεί όπου έμενε και αυτός μέσα με την γυναίκα του. Κάπως διαφορετικό, πιο εξευγενισμένο πάλι. Εκεί ερχόντουσαν οι πρώτης τάξεως χασικλήδες, δηλαδή οι πιο σοβαροί, οι πιο καλοντυμένοι, οι πιο λεφτάδες, οι πιο κουτσαβάκηδες, εννοώ τα παλικάρια δηλαδή, ησυχότατοι και αυτοί, δουλεύανε σε δουλειές. Οι εργαζόμενοι. Καλοί αθρώποι.
Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί
και πάω να φουμάρω
μες στον τεκέ του Μίχαλου
πόχει το φίνο μαύρο.
(δηλαδή μαστέχα, ματζούνι)
Κάτω, αλλού είχε χώμα, αλλού σανίδια αλλά περισσότερο χώμα, γιατί κάπου κάπου επετάζαμε και κανένα ζαφείρι. Είχαμε δε εκεί, μπροστά εκεί στο λουλά, το μαγκάλι με τις φωτιές. Από διάφορα καρβουνάκια, από καρύδια, από αμύγδαλα, από θυμάρια του βουνού. Είχαμε και έναν ντενεκέ, το οποίο εφτούσαμε όλοι μέσα. Την ώρα που έπινες σ’ έπιανε ο βήχας, ξέρω γω τι, και για να βγάλεις, να καθαρίσουν, ήταν μπροστά εκεί ο ντενεκές με το νερό.
Για φωτιές οι μάγκες το περισσότερο εκυνηγάγανε τα θυμάρια. Πάντα το μαγκάλι είχε καρβουνάκια. Αν ήταν ένας τεκετζής, όπως ήταν του Σταύρακα να πούμε εδώ στις γραμμές, αυτός είχε μιαν αυλή και πηγαίναμε και φέρναμε θυμάρια τα οποία τα αφήναμε και εξεραινόντουσαν. Κι όταν ήταν να κάνουμε κανέναν αργιλέ δεν έβαζε καρβουνάκια. Ανάβαμε το θυμάρι και οι φωτιές του ήτανε μεγάλο πράμα. Θεός σχωρέστον. Αυτόνα τον εκτελέσανε οι Γερμανοί. Επήγαινε στον αποκλεισμό και έκλεβε τις ταινίες από τα ηλεκτρικά και τον επιάσανε και τον σκοτώσανε.
****
Ο κόσμος σου λέει, μάγκας είναι άνθρωπος που μην τόνε ζυγώνεις. Αλλά σας διαβεβαιώ ότι ο μάγκας είναι ήσυχος, πολύ ήσυχος άνθρωπος. Δεν πειράζει κανένα. Άμα είναι καλός άνθρωπος εννοείται. Άμα είναι παλιάνθρωπος, θα ’ναι παλιάνθρωπος.
Οι μάγκες ήταν σοβαροί. Εγώ ήμουνα μάγκας. Δεν επείραζα άνθρωπο. Δεν εκοίταζα να κάνω κανένα κακό. Δεν μ’ ενδιέφερε τι έκανε ο καθένας. Μ’ άρεζε να ’μαι ντυμένος πάντα κανονικώς, εντάξει. Να τα ’χω όλα μου, να μη μου λείπει. Και ήμουνα εντάξει. Τώρα απ’ το σπίτι μπορεί να μην ήθελαν τον δρόμο αυτό που τράβαγα, αλλά εγώ δυστυχώς μ’ έκανε το όργανο να περάσω τον δρόμο αυτόνε.
Πάντως εμείς οι μάγκες δεν πειράζαμε κανέναν κι ούτε θέλαμε άλλοι να μας πειράζουνε. Δουλεύαμε πολλοί σε σκληρές δουλειές και με τον ιδρώτα μας τρώγαμε το ψωμί μας και κάναμε τα γούστα μας. Π.χ. εμένα, όπως και σ’ όλους, άρεζε το καλό ντύσιμο. Ντυνόμουνα έτσι μάγκικα, αλανιάρικα να πούμε. Δεν εντυνόμουνα έτσι αριστοκρατικά, να φορέσω γραβάτα, να φορέσω ρεπούμπλικα και τέτοια. Α όχι. Καμιά φορά που έβαζα και τραγιάσκα. Ντυνόμουνα πάντα δηλαδή καλά, ιδίως αργότερα που είχα λεφτά, εγγλέζικα κοστούμια, αλλά εφαινόμουνα αλανιάρης. Δηλαδή, μπορεί να φορούσα ένα άριστο κοστούμι, χίλια, δυο χιλιάρικα, κι από μέσα να φορώ φανέλα. Ενώ άλλος μ’ αυτό το κοστούμι θα φόραγε παπιόν. Τώρα που ντύνομαι, που έχω αρρωστήσει και με φέρνουνε σε διάφορα καλά μέρη, βάζω γραβάτα. Την αλήθεια του Θεού. Βάζω γραβάτα γιατί φωνάζει η κυρία μου και φωνάζουν τα παιδιά. Ενώ εμένα μ’ αρέσουν φανέλες καλές.
Μπορεί να ντύνομαι αλανιάρικα αλλά πολύ κιμπάρικα. Θυμάμαι εγώ κάτι παλαιούς, πλούσιους στη Σύρα, κάτι εφοπλιστές με πολλά λεφτά, που τους έβλεπα έτσι και ντυνόντουσαν. Δεν είχα γράψει το τραγούδι εγώ Ήμουνα μάγκας μια φορά με φλέβα αριστοκράτη;
Όχι όμως να φαίνομαι, φαινόμενος στην αριστοκρατία. Όχι. Ταπεινά, ωραία. Το παπούτσι μου κανονικό, ίσιο, στιβάλια. Όχι με κορδόνια. Μ’ αρέσει το καλό το ντύσιμο. Είπαμε, λουλούδια, γράμματα και μουσική, και βάλε και το ντύσιμο. Βέβαια τ’ αγαπάω αυτά, αλλά να μην είμαι και τζούλας. Να ’μαι ντυμένος όπως μου πρέπει.
Ο κόσμος από το ντύσιμο μας ή δεν ξέρω πως, μας καταλάβαινε που ήμαστε μάγκες. Λάχαινε να φεύγουμε, να πηγαίνουμε σε μια γειτονιά, να καθόμαστε να πιούμε έναν καφέ δυο τρεις μαζί. Ε, ο κόσμος δεν μας ήξερε. Σου λέει. Ποιοί είναι αυτοί; Δεν είναι της γειτονιάς, είναι αλλιώτικοι. Αλλά ποιος ξέρει πως μας ξεχωρίζανε. Είμαστε ντυμένοι καλά. Μ’ αρέσανε να φοράω τα ρούχα μου σιδερωμένα, καθαρά, πλυμένα, όλα εντάξει. Επρόκανα μεν αλλά δεν τα φόρεσα πολύν καιρό, τα μαύρα ρούχα τα φασονέ, σεβιώτ. Καλά ρούχα. Τα οποία ήταν της μόδας τα πανταλόνια τζογιέ. Λίγο πιο στενό κάτω και πιο φαρδύ επάνω. Αν εφόραγα κανένα παντελονάκι ντρίλινο, το οποίο το κάναν τα εργοστάσια που είχαμε εκεί, το κοτσάραμε εκεί και το ράβαμε τζογιέ.
Για μας να πούνε ότι ο τάδε είναι δερβίσης ήταν μεγάλο πράμα. Εμείς εννοούμε καλό παιδί, έξυπνος, ήσυχος. Όλες του οι δουλειές είναι φρόνιμες, είναι καλές, ό,τι κάνει. Δερβισόπαιδο. Αυτή η κουβέντα είναι τούρκικια και μάλλον θέλει να πει ότι είναι παπάς ή μάλλον μοναχός. Βλέπεις τι πράματα είχαμε στο νου μας;
Ή κουτσαβάκης, ή μάγκας, ή δερβίσης, όλα αυτά είναι ένα. Με τη διαφορά ότι ανώτερος απ’ όλους είναι ο δερβίσης. Πάντως και τον κουτσαβάκη ο κόσμος τον θεωρεί κακό άνθρωπο.
Ενώ οι κουτσαβάκηδες ήταν ντυμένοι καλά. Δακτυλίδια, ρολόγια, παπούτσι γυαλισμένο, μουστάκι ε, ωραίο μουστάκι, πέρα πέρα τσιγκέλι. Δεν το κόβανε. Τα μαλλιά χωρίστρα. Κούρεμα καλό με ξυρισμένο σβέρκο, καπέλο ρεπούμπλικα ωραίο, γιατί εκείνο τον καιρό κάνανε ρεπούμπλικες μπορσαλίνο. Τα οποία έκανα και φόρεσα. Και τώρα είμαι έτοιμος, όταν πάει ο γιος μου στην Ιταλία να του γράψω να μου φέρει. Να μου φέρει και μια καφέ και μια μαύρη. Αλλά όσο μ’ αρέσει η τραγιάσκα όμως, δε μ’ αρέσει το μπορσαλίνο. Ήσυχος στην κοινωνία, δεν επείραζε κανένα αλλά ούτε ήθελε και να τον πειράζουν. Κουτσαβάκης. Υπήρχαν πειράγματα που μερικές φορές καταλήγαν και σε σφάξιμο. Π.χ. τον πείραζες τον κουτσαβάκη, δεν τον ήξερες να πούμε και του’λεγες, ρε δεν ντρέπεσαι, ρε δεν κάνεις παρά πέρα, τον έβριζες δηλαδή ασκόπως. Δε σήκωνε στον κουτσαβάκη. Θα σαλτάραινε απάνω στου και θα σου ’βαζε χέρι. Θα σε κτύπαγε με μαχαίρι, είτε και άλλως πάλι να σε σκότωνε. Δεν ήτανε παράδοξο. Μαχαίρια κρατούσανε πάντα. Είχανε στη μέση τους ένα μικρό μαχαίρι, ένα λεπιδάκι, ένα σουγιά, ένα κατσαβίδι. Δηλαδή δεν ήτανε αθρώποι να μαλώνουνε. Μαλώνανε, αλλά μόνον όταν τους πείραζες. Ήτανε εργατικοί σε καλές τέχνες. Ράφτες, καζαντζήδες, δηλαδή σε καράβια να δουλεύουνε, να σιάχνουνε τα καράβια, όχι ναυπηγοί, τα καράβια μέσα να τα κτυπάνε, να ματσακωνίζουνε, μηχανικοί. Διάφορες τέχνες και σε διάφορες δουλειές. Άλλοι ψαράδες, μανάβηδες, χασάπηδες, μπακάληδες, διάφορα. Οι οποίοι, άλλοι είχανε πολλά λεφτά άλλοι δεν είχαν. Άλλοι ήτανε υπάλληλοι. Αγαπούσανε τη λαϊκή μουσική, τους δικούς μας να πούμε. Μπορεί να είχανε πιο παλιά άλλα τραγούδια. Αλλά τα ίδια, στο ίδιο στυλ όπως τα λαϊκά. Και χορεύανε κιόλας. Χασάπικα, ζεμπέκικα, σέρβικα, όχι τσιφτετέλια. Το τσιφτετέλι διαδόθηκε εδώ από τον καιρό που ήρθαν από τη Σμύρνη οι πρόσφυγες, δηλαδή από το εικοσιδύο και μετά. Ναι μεν το ξέρανε και εδώ αλλά δεν το χορεύανε. Δεν τους άρεζε. Κατόπιν έγινε αυτό.
Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, στον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες. Π.χ. ότι ο Σκριβάνος ήταν πολύ παλικάρι. Όπου να πήγαινε στις φυλακές τον εσεβόντουσαν όλοι οι φυλακωμένοι. Εμάλωνε, σκότωνε, δεν άφηνε, ήτανε όμως ήσυχος, ήσυχος είπαμε.
Το πηγάδι άμα δεν του κάνεις μπα μπου δεν σου κάνει. Έτσι δεν είναι; Αυτά τα άκουγα από διάφορους ανθρώπους, όχι μόνο στη Σύρα αλλά και δω. Σκριβάνος, Γαβαλάς, ο πατριώτης μου από τη Σύρα, άλλοι Μπερτονόμοι, Κρητικοί. Στις φυλακές κι αυτοί. Πολλά τέτοια άκουγα, αλλά εγώ δεν ενδιαφερόμουνα σε τέτοια πράματα γιατί το νου μου στο μπουζούκι. Αργά και που αν κάναμε καμιά συζήτηση, έβαζα αυτί και άκουγα.
Βέβαια υπήρχαν και μάγκες και κουτσαβάκηδες που δεν ήταν εργάτες, δεν βγάζαν το ψωμί τους με τον ιδρώτα αλλά π.χ. με την διάρρηξη. Όπως έναν άλλον που γνώρισα, ο Σχίζας ο Αλέκος με τ’ όνομα. Διαρρήκτης που μόλις έριχνε ματιά στα λουκέτα άνοιγαν μοναχά τους.
Πάντως οι μάγκες τότες, εκτός απ’ αυτούς που ήταν αιμοβόροι, ακόμη κι αυτοί που ήταν κλεφταράδες, ήταν άνθρωποι καλοί. Ήσυχοι, μερακλήδες, τους άρεζε το χασίσι και το όργανο. Δεν ήταν παραδόπιστοι. Ενώ όλοι αυτοί τώρα είναι, τα νέα μπουζούκια και οι μεγάλοι και τρανοί ακόμα, πεσμένοι στα λεφτά. Έχουνε τρελαθεί με τα λεφτά και δεν τους ενδιαφέρει για τίποτες άλλο. Αφού έχουνε οικονομήσει τόσα λεφτά και έχουν ιδεί τόσα και τόσα. […] Τώρα δεν σου συζητάω για όλους ότι κάνουν αυτή τη δουλειά, αλλά γενικά. Δηλαδή εκφυλίστηκαν. Ενώ δεν έπρεπε. Τα μπουζούκια σας είπα ότι τα ’χουνε πιάσει αθρώποι εγκληματίες με χρόνια, κατάδικοι, θανατοφόροι, θανατοποινήτες, πολλοί τέτοιοι αθρώποι και τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες. Και τώρα βλέπεις και τα τσακώνει οποιοσδήποτε. Ούτε λαχαίνει να σκεφτεί το τι κρατάει. Να πει ότι εγώ κρατάω μπουζούκι και το μπουζούκι είναι ιερό πράμα. Διότι έχει βγει από τέτοια νταραβέρια. Γι’ αυτό και το κυνήγαγε κι η αστυνομία. Δεν ηθέλανε ν’ απλώσει το μπουζούκι. Αλλά άπλωσε όμως.
Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά
που γλένταγες τους μάγκες
κι οι πλούσιοι σου κάνανε, μπουζούκι μου
μεγάλες ματσαράγκες.
Τώρα σε βάλαν σε χαλιά
και σε σαλόνια επάνω
ακόμα κι από το βιολί, μπουζούκι μου
δυο σκάλες παρά πάνω.
Με ασανσέρ ανέβηκες
σε πολυκατοικίες
κι έπαιξες και γουστάρανε, μπουζούκι μου
ανφάν γκατέ κυρίες.
Τώρα θ’ ανέβεις πιο ψηλά
θα φτάσεις και στον Άρη
και ο Απόλλων ο Θεός, μπουζούκι μου
κι αυτός θα σε γουστάρει.
Δεν έχετε ιδέα δηλαδή τι κατακραυγή είχε το μπουζούκι εδώ και πενήντα χρόνια. Με κείνα τα κομμάτια που έλεγα και έπαιζα φοβόντουσαν να μη γίνουν οι αθρώποι τέτοιοι που σου συζητάω, κλέφτες, δολοφόνοι. Τέτοια δύναμη έχει το μπουζούκι. Είχε. Τώρα δεν έχει καμία δύναμη. Τώρα βλέπετε μέσα σε μια ορχήστρα που είναι ευρωπαϊκή έχουν και ένα μπουζούκι. Τώρα το μπουζούκι, έχω γραμμένο ένα τραγούδι
Μπουζούκι μου π’ ακούγεσαι
Αμερική κι Ευρώπη
και σ’ έχουνε για ίνδαλμα
στον κόσμο οι αθρώποι.
Ναι, ίνδαλμα στον κόσμο οι αθρώποι, έτσι έχει γίνει. Ύστερα πάλι λέω:
Μπουζούκι μου μες το ντουνιά
έχεις περίσια χάρη
από τη γη ακούγεσαι
επάνω στο φεγγάρι.
Τώρα θα περάσει λίγο διάστημα, θα το πάρουν να το περάσουν και πάνω στο φεγγάρι. Δεν θα το πάνε; Βέβαια, Μπουζούκι. Ιερό πράμα.
Μετάβαση στο σημείο: Δραπετσώνα