Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Γειτονιές βαμμένες κόκκινες Ταμπούρια-Ανάσταση
Αυτοβιογραφία...
ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Το κάρβουνο κι η χαμαλίκα
Όταν έφυγα από τη Σύρα και ήρθα στον Πειραιά, έμεινα σε μια θεία μου που τη λέγανε Ειρήνη Αλτουβά, στην οδόν Φωτίου Κορυτσάς, τέρμα στα Ταμπούρια. Εκεί εγνώρισα κάτι πατριώτες μου Φραγκοσυριανούς. Αν και μικρός, το βραδάκι στο καφενείο τους γνώρισα, και συναναστράφηκα μαζί τους. Αυτοί, ήταν κι αυτοί γαιανθρακεργάτες. Τους παρεκάλεσα και με πήραν μαζί τους, αν και μικρός, επειδή γνωρίζανε τον πατέρα μου. Με αυτή τη σκληρή δουλειά που έκανα, δεκαπέντε χρονών να κουβαλώ ζεμπίλι στην πλάτη με τα κάρβουνα, εκέρδιζα είκοσι, σαράντα δραχμές γιατί εδουλεύαμε με τον τόνο.
Τότες μου φάνηκε και μένα πως πλούτισα, και για πρώτη φορά αγόρασα κι έβαλα παπούτσια στο ποδάρι μου. Ως τότε από την ξυπολισά είχανε κάνει οι πατούσες μου σχισίματα.
Κατάκοπος κάθε βράδυ, εκοιμόμουνα με δυο κουβέρτες στο πάτωμα της θειας μου, και φαινόμουνα και βάρος, μολονότι της έδινα εξήντα δραχμές τη βδομάδα. Με τάιζε και μ’ έπλενε.
Από τις υπόλοιπες έστελνα στη μάνα μου όσες μπορούσα. Δεν ήμουνα και σπάταλος ακόμη. Ως μικρός, και στο καφενείο στη ζούλα εχωνόμουνα.
Τα γράμματα από το σπίτι μου πηγαινοερχόντουσαν σε μένα και στη θεια μου, την οποία η μάνα μου περικαλούσε να με προσέχει, για να μην πάρω μεγαλύτερο κακό δρόμο. Είχα αρχίσει πια να είμαι παλικαράκι. Έπιασα διάφορους φίλους, της γειτονιάς τα παιδιά.
Πειραιάς εδώ. Λιμάνι. Ο κόσμος αλητεμένος. Τα παιδιά άλλος έπαιζε χαρτιά, άλλος γύριζε στις γυναίκες, άλλος κάπνιζε. Αρχίνησα και γω να καπνίζω στου Φουκά.
Τότες ο κόσμος, χωρίς εμπόδιο από κανέναν, τρεις μέρες κράτηση μονάχα για όποιον πιάνανε να φουμάρει, κάπνιζε χασίσι εύκολα, χωρίς να νιώθει πως τον πειράζει. Το χασίσι ερχόταν από την Τουρκία λαθραίο. Υπήρχε και στην Ελλάδα, κατώτερης ποιότητος. Όσοι εργαζόντουσαν στα λιμάνια απόκτησαν τη συνήθεια και τη διάδωσαν στους χαμάληδες, απλούς εργάτες, και σ’ όποιον αποζητούσε να ξεχνά.
Εννιά μήνες μετά τον ερχομό μου στον Πειραιά ήρθε και ολόκληρη η οικογένειά μου στον Πειραιά, και μέναμε όλοι μαζί στα Ταμπούρια. Ο πατέρας αμέσως έπιασε δουλειά μαζί μου στο κάρβουνο. Βολευόμαστε οικονομικά.
Μια μέρα πήγαμε να δώσουμε κάρβουνο σ’ ένα μεγάλο καράβι που πήγαινε τότε Ελλάς – Αμερική. Δεν το θυμάμαι τ’ όνομά του. Παλαιό καράβι πόκανε τη γραμμή Αμερικής χρόνια.
Εδούλευα με το συχωρεμένο τον πατέρα μου. Έλαχε να με βάλουνε χαφιαδόρο εμένανε στα αμπάρια κάτω. Να πέφτουν από πάνω από τα μάτια τα κάρβουνα, να ρίχνουνε και γω να τραβάω με το φτυάρι το κάρβουνο. Εκεί εγώ ετεμπέλιασα. Δε βαριέσαι, λέω, να κάτσω να κοιμηθώ και δεν πα να ρίξουνε. Ρίχνανε. Μα εγώ δεν τράβαγα. Ρίξανε ενενήντα τόνους κάρβουνο, το οποίον όταν είδανε πια ότι δεν τραβάω, σου λέει τι έπαθε; Μήπως έπαθε κάτω τίποτε; Γιατί δεν τραβάει; Τι κάνει; Εγώ κοιμόμουνα, ε; Όταν εξύπνησα όμως και είδα το κάρβουνο από πάνω μου φοβήθηκα. Τι είναι αυτό. Πως θα το βγάλω αυτό το πράμα; Είδα κι έπαθα να βγω από κει μέσα. Με βγάλανε αναίσθητο. Πήγα να σκάσω. Με βγάλανε με χίλια ζόρια, με χίλια βάσανα. Πήγανε από κει από κάτω που τραβάνε κάρβουνο για τη μηχανή και μπήκαν μέσα και με τραβήξανε και με βγάλανε και κατόπιν τραβήξανε το κάρβουνο και έπεσα από πάνω.
Το πρωί κατά τις έξι ξυπνούσαμε. Ο πατέρας σηκωνόταν πρώτος και με σήκωνε και εμένα. Άντε πάμε για δουλειά. Σηκωνόμουνα. Όλο κουρασμένος ήμουνα. Ήμουνα και παιδάκι ακόμη. Την εφοβόμουνα τη δουλειά και την κούραση, γιατί ήταν βαριά δουλειά. Αλλά τι να κάνω; Έπρεπε να πάω και με τον πατέρα μου γιατί κι ο πατέρας μου ήτανε φιλάστενος. Τον ελυπόμουνα. Αλλά ήμουνα και μικρό παιδί, δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ παιδί. Για λογαριάστε τώρα να κουβαλάς τόσα κάρβουνα.
Πίναμε ένα τσάι, ένα φασκόμηλο και λίγο ψωμί. Γάλα ποτέ. Μας έδινε η μάνα φαγιά να πάρουμε μαζί μας, να κάτσουμε κει πέρα να φάμε. Κατά τις εννιάμισι δέκα σταματάγαμε για να κάμουμε κολατσό. Το πρωί, μισή ώρα ποδαρόδρομο απ’ τα Ταμπούρια να φθάσουμε στις δεξαμενές του Βασιλειάδη, στον Κάνθαρο. Εδώ μπροστά στις αποθήκες διαφόρων, του Παληού, του Εμπειρίκου, αυτών που είχαν καράβια. Εμείς γεμίζαμε τις μαούνες από τις αποθήκες και το βάζαμε στα καράβια. Το κάρβουνο ερχότανε από την Αγγλία, από την Ρωσία, από διάφορα μέρη. Ερχόντανε τα καράβια, τα φορτηγά, και αδειάζανε εκεί στις αποθήκες, και το κουβαλάγαμε απ’ όξω μέσα στις αποθήκες. Κι ύστερα από τις αποθήκες στα καράβια που ήταν να ταξιδέψουν. Αυτή ήταν η δουλειά μας.
Στο δρόμο βλέπαμε όλους τους εργάτες, τον κόσμο που κατέβαινε στη δουλειά του. Άνθρωποι από διάφορες εργασίες. Η παρέα, δέκα δώδεκα νομάτοι με τον κάπο επικεφαλής, μαζευότανε στον Κάνθαρο. Πιο πέρα ήταν τα ναυπηγεία του Βασιλειάδη που ανεβαίνανε που πήγαιναν στη Σύρα, στην Άνδρο, στα νησιά. Στην παρέα του Στέφανου είμαστε δέκα νοματαίοι και όλοι Συριανοί και Φράγκοι, μισοσυγγενείς σχεδόν. Ο Στέφανος καθολικός κι αυτός. Ήτανε κι άλλες πέντε δέκα παρέες, Σαντορινοί, Συμιακοί. Τις ήξερα. Προσπαθούσανε να είναι έτσι κι αυτοί συγγενείς, δέκα δώδεκα νοματαίοι. Η παρέα του Μανόλη, η παρέα του Γιώργη κλπ.
Οι δουλειές ήτανε εργολαβία. Υπήρχαν άλλοι πιο μεγάλοι κάποι. Κάποι ονομαζόντουσαν στην δουλειά αυτοί όπως είχαμε το όνομα βάρκοι εμείς. Το σωματείο των γαιανθρακεργατών είχε κάπους, αρχιεργάτες. Κι αυτοί οι κάποι εμεριμνούσανε για τις παρέες που κάνανε τη δουλειά. Ήτανε πέντε δέκα παρέες. Κι ερχόντανε. Αυτή η μαούνα είναι πενήντα τόνοι, να πούμε. Άντε δουλέψτε την εσείς. Πάρτε δρόμο να τη βγάλτε. Φώναζαν π.χ. Να ’ρθει η παρέα των Φραγκοσυριανών να κάνουν τη δουλειά.
Πότε βγάζαμε το κάρβουνο όξω από τα φορτηγά που ξεφορτώναμε. Πότε πηγαίναμε κάτω στο λιμάνι, πιάναμε μια μαούνα εξήντα εβδομήντα τόνους, δέκα νοματαίοι, δώδεκα, την οποία έπρεπε να την αδειάσουμε στον Κάνθαρο, μέσα εκεί που είχανε τις αποθήκες του κάρβουνου οι μεγάλοι εφοπλιστές. Και πότε παίρναμε με τη μαούνα και πηγαίναμε και δίναμε κάρβουνο από τις αποθήκες στα καράβια που ήταν να πλεύσουν.
Εδούλευα. Κουραζόμουνα. Με το ζεμπίλι στον ώμο. Κι έλεγα πότε θα ’ρθει η ώρα να σχολάσουμε. Εγώ ήμουνα μικρός κι έπρεπε να κουβαλάω. Τα γεροντάκια φκιαρίζανε. Αλλά κι αυτοί εκουραζόντουσαν. Αυτή ήτανε η δουλειά μου μέρα, νύχτα, συνέχεια, τρία, τέσσερα χρόνια.
Οι κάποι μιλούσαν με τα διάφορα γραφεία που είχαν τα καράβια, με τα γραφεία που είχαν τις αποθήκες και με το σωματείο. Στο σωματείο ανήκαμε όλοι οι ανθρακεργάτες και είχαμε πρόεδρο των γαιανθρακεργατών έναν ονομαζόμενος Γεράσιμος Γαλιατσάτος. Μάλλον Κεφαλονίτης ήταν αυτός, ο οποίος στο τέλος έγινε καταχραστής. Κάθε μήνα δίναμε ένα τάλιρο στο σωματείο. Το σωματείο εμεριμνούσε για όλα τα πράματα. Για τους γιατρούς, άμα τον χρειαζότανε κανένας, να πάει κανένας στο νοσοκομείο. Όχι και να κάτσεις βέβαια. Δεν είχαμε λεπτά για να κάτσεις πέντε δέκα μέρες.
Οι κάποι μόνο διατάζανε και κανονίζανε. Τους κάπους τους πλήρωνε το σωματείο, δηλαδή από αυτούς που είχαν τις αποθήκες τους και τα καράβια. Ήταν άνθρωποι του σωματείου. Πήγαιναν στα γραφεία και πληρωνόντουσαν.
Σήμερα εδώσαμε εκατό τόνους κάρβουνο στο τάδε καράβι. Δώσε μας τα λεφτά μας. Ο κάπος ο δικός μας, της ομάδας, ο Στέφανος, αφού σπατσάραμε από τη δουλειά και φεύγαμε, επήγαινε στο γραφείο του σωματείου. Πόσο δώσαμε σήμερα, πόσο βγάλαμε; Τόσο κάνει με τον τόνο. Και τα’παιρνε. Το δράδυ μας τα ’δινε. Όλη αυτή η παρέα μας εκαθόμαστε στα Ταμπούρια και το βράδυ πάλι σμίγαμε σ’ ένα καφενεδάκι, πάλι Συριανό, κι ερχόταν εκεί και μας έβρισκε ο Στέφανος και μας έδινε τα λεφτά. Κι αν δεν έβρισκε κανέναν, την άλλη μέρα το πρωί του τα ’δινα.
Στην παρέα ο κάπος κι όλοι οι άλλοι ήταν ίσοι. Ο κάπος της παρέας δεν εκουραζόνταν τόσο όσο εκουραζόμαστε εμείς που είμαστε εργάτες. Δηλαδή ερχόνταν ένας εφώναζε από το γραφείο. Έβγαινε. Εμείς εδουλεύαμε. Ερχόντανε άλλος για να δει, να λύσει, να δέσει, τι χρειαζόταν εκεί πέρα. Πήγαινε. Ενώ οι άλλοι οι κάποι του σωματείου που διατάζανε τους κάπους της παρέας καθόλου δεν δουλεύανε.
Αυτός ο Στέφανος ήταν καλός άνθρωπος, ένα ανθρωπάκι όπως εμάς ήτανε. Ένας αγράμματος, αφού δεν ήξερε ούτε το όνομά του να υπογράψει. Αγράμματος τελείως. Γιατί κι αυτός έλαχε και ώρες που εδούλευε. Άμα δεν είχε δουλειά άλλη, δεν μπόραγε να κάθεται να διατάζει, εμπρός, πιάσε, φκιάριζε. Γύριζε, κουβάλαγε. Αλλά ήταν λίγο πιο ελεύθερος από ένανε σαν εμάς που εμπαίναμε τώρα μέσα και επιάναμε γραμμή δουλειά. Ο κάπος έπαιρνε εξ ίσου με τους άλλους. Τον εμπιστευόμασταν. Ήταν άνθρωπος του σωματείου. Εξάλλου ξέραμε πόσα λεφτά κάνανε οι τόνοι που εβγάλαμε. Το ξέραμε ακριβώς. Ούτε να πάρει ούτε ένα τάλιρο παρά πάνω. Μπορώ να σου πω ότι καμιά φορά χάλαγε κι από τα δικά του.
Το καλοκαίρι ζέστη μεγάλη. Ήταν ανυπόφορη η δουλειά. Το χειμώνα μπορεί να έκανε λιγάκι κρύο αλλά ήσουνα ντυμένος, ύστερα έπιανες τη δουλειά σου, δούλευες καλύτερα.
Από εμφάνιση είμαστε άστα, γιατί πηγαίναμε στα κάρβουνα. Μουτζούρες. Ένα ντρίλινο παντελόνι, ένα πουκάμισο, ένα σακάκι της φωτιάς. Και βέβαια μετά, όταν κάναμε τη δουλειά μας και πηγαίναμε στα σπίτια μας και ντυνόμαστε, κάπως ήμαστε συμμορφωμένοι.
Στο λιμάνι δεν είχε μέρος να πλυθείς. Καθένας ήθελε να πάει στο σπίτι του να σαπουνιστεί, να πλυθεί, να γίνει ωραίος στα καθαρά.
Στο κεφάλι φορούσαμε μαντίλι από μια πετσέτα. Τη δέναμε στα μαλλιά για να μη πηγαίνει η μουτζούρα. Πάντως επήγαινε. Ένα μαντίλι που δέναμε στο λαιμό μας για να μην πηγαίνουν από πίσω από το λαιμό, στην πλάτη, τα κάρβουνα. Πετσέτα ειδήμων γι’ αυτή τη δουλειά, δηλαδή περίπου ενάμισι πήχης φάρδος και ενάμισι πήχης μάκρος. Την έβαζες εκεί πέρα κι έπαιρνε το κάρβουνο, τον ίδρωτα, ξέρω γω τι. Αυτή ήτανε ταχτική. Μόλις πηγαίναμε στο σπίτι τη βγάζαμε και ή την πλέναμε ή την αφήναμε εκεί στέγνωνε και την άλλη μέρα τα ίδια.
Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι κατά τις δυο, πρώτα πλύσιμο καλά να μη λερώσουμε τα σεντόνια. Έλουζες το κεφάλι σου, όλα. Φαγί γερό ό,τι υπήρχε μες στο σπίτι, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά, μακαρόνια, μπακαλιάρο. Το καθημερινό. Μετά ξάπλα. Κούραση. Εγώ που ήμουνα παιδάκι κουραζόμουνα. Έπεφτα και κοιμόμουνα μέχρι το βράδυ στις τέσσερις πέντε η ώρα. Μετά σηκωνόμαστε και πηγαίναμε στο καφενείο. Βέβαια εγώ δεν πήγαινα στο καφενείο και τόσο. Πήγαινα κάπου αλλού εγώ κι έβρισκα κάτι φιλαράκια στα χρόνια μου, καθόμαστε συζητάγαμε διάφορα πράγματα. Άλλος έλεγε για το κορίτσι του, άλλος έλεγε για έτσι, άλλος αλλιώς. Από τους φίλους μου άλλοι δουλεύαν στα ναυπηγεία, άλλοι στα γυαλάδικα, άλλοι αλλού.
Εγώ τότες στο κάρβουνο που δούλευα, άρχισα και τα ’ψηνα μ’ αυτή την πρώτη τη γυναίκα που πήρα. Εγώ αυτήν είχα στο νου μου.
Από τον καιρό που ήμουνα παιδάκι μου άρεσε ο χορός. Χόρευα ζεμπέκικο, χασάπικο και σέρβικο, κι ακόμη από μικρός έφτιαχνα στίχους κι ας ήταν άσημα τα τραγουδάκια μου. Ήμουνα και μάγκας κι ομορφόπαιδο.
Εκεί στα Ταμπούρια επήγαινα και άραζα ταχτικά στο σπίτι μιας εξαδέρφης μου Κούλας Ριγούστου, και στην ίδια αυλή καθόταν η κοπέλα που αγάπησα. Αυτή ήταν ορθόδοξος, καταγόταν από την Πελοπόννησο και λεγόταν Ζιγκοάλα. Αυτού άραζα το λοιπόν κι έβλεπα αυτήνε το λεοντάρι που ήθελα να πάρω αργότερα.
Όλο κρυφά πολεμάγαμε. Να μην την δούνε οι δικοί της, η μάνα της, ο πατέρας της, τ’ αδέλφια της. Εμένα οι δικοί μου δε μ’ ένοιαζε. Το ξέρανε που της μίλαγα. Κι αυτή περίμενε με παντοίους τρόπους να με βρει ζούλα να μου μιλήσει. Έβγαινε όξω να ψωνίσει στο μπακάλικο. Την περίμενα εγώ στην πόρτα, καμιά φορά έβγαινα και όξω, πήγαινα στο δρόμο που θα ’ρχότανε, την έβρισκα και μιλάγαμε. Και λέγαμε τέλος πάντων, έτσι και έτσι και ξέρω γω τι, να τη φιλήσω, κι ότι θα σε πάρω να σε κάνω γυναίκα μου, και πότε θα γίνει αυτή η δουλειά. Ίσως να ’ναι γνωστή η παροιμία που λέει ότι όποιος σ’ αγαπάει σε κάνει να κλαις. Δεν είχαμε γνωριστεί δέκα μέρες και η Ζιγκοάλα με είπε Φραγκόσκυλο.
Όμως μ’ όλο το Φραγκόσκυλο ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος σχεδόν. Απ’ τις πρώτες μέρες επιάστηκε και ένας χρόνος πέρασε χωρίς να μικρύνει η φλόγα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις δέκα η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου.
Ήταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχρινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα.
Μικρός αρρεβωνιάστηκα κορόιδο που πιάστηκα
και πήρα μια μπεμπέκα μαγκιόρα για γυναίκα.
Στο γάμο μάγκα να ’σουνα να δεις καλαμπαλίκι
σαν να ’μουν υπόδικος και περιμένω δίκη.
Και βγήκε η απόφαση πως είμαι παντρεμένος
να κουβαλώ καθημερινώς σα γάιδαρος στρωμένος.
Επήρα τη γυναίκα μου, παίρνω το μπουγιουρντί μου
τα σέα μου τα μέα μου και βουρ για το τσαρδί μου.
Την άλλη μέρα ξύπνησα τότε να δεις μεράκια
αφού δεν είχαμε ψιλή κι αυτή ’θελε χαδάκια.
Να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφηνε απ’ το σπίτι,
κι ένα χαλκά ’πο σίδερο μου πέρασε στη μύτη.
Παίρνω ένα ξύλο από οξιά κι απάνω της το σπάω
της δίνω ξύλο αλύπητο φεύγω κι ακόμα πάω.
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978.
Αυτοβιογραφία...
Η πρώτη λαϊκή ορχήστρα
Λοιπόν μ’ αυτούς εγύριζα στους τεκέδες και έπαιζα και εξασκήθηκα και έγινα τέλειος στο μπουζούκι. Όπου γυρίζαμε εγώ έβλεπα ότι τραβούσα τον κόσμο. Μόλις άραξα κάπου και άρχισα να παίζω μαζεύονταν ο κόσμος. Και ήρθαν και με βρήκαν οι αθρώποι που με εζητούσαν για δουλειά. Εν τω μεταξύ ήρθε και με επήρε ένας συνάδελφος μουσικός φίλος μου, ο οποίος έπαιζε ωραίο βιολί, Αρμένης, λεγότανε Βαχράμ. Αυτός ήλθε και με ξεμυάλισε και με επήρε κοντά του και έπαιζα. Τότε έκανα και την ορχήστρα την πρωτινή τη λαϊκή.
Έπαιξα για πρώτη φορά στην Ανάσταση του Πειραιώς. Υπάρχει ακόμα. Στη σημερινή Ευγένια. Είναι πιο πέρα απ’ τον Άγιο Διονύση. Αυτό έγινε το 1934-35. Εκεί είχε ένα μαγαζάκι, μια παράγκα με ξύλα ο Κωνσταντόπουλος. Εκεί έπαιζα εγώ, ο Μπάτης, ο Ανέστος, ο Στράτος. Επαίζαμε εκεί πέντε έξι μήνες. Και εκεί εμαζευόντανε ένας άπειρος κόσμος, πολύς. Δεν μπορούσες να περπατήσεις από τον κόσμο. Εκεί εσεργιανούσε όλος ο κόσμος. Ερχόντουσαν πολλοί από διάφορα μέρη, δηλαδή από την Αθήνα και απ’ όλες τις συνοικίες, από τις επαρχίες, και εκαθόντουσαν και εγλεντούσαν. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που έγινε αυτό στον Πειραιά με τη λαϊκή ορχήστρα. Ήταν για πρώτη φορά ε; Μεγάλη δουλειά.
Εκεί ελανσάρισα το Αντιλαλούν οι φυλακές.
Αντιλαλούν οι φυλακές
τ’ Ανάπλι και Γεντί Κουλές.
Αντιλαλούν τα σήμαντρα
Συγγρού και Παραπήγματα.
Αν είσαι μάνα και πονείς
έλα μια μέρα να με δεις.
Έλα πριν με δικάσουνε
κλάψε να μ’ απαλλάξουνε.
Επίσης τότε ελανσάρισα το Κάν’ τονε Σταύρο, κάν’ τονε, τοΜ’ έκαψες τσαχπίνα μου ωραία, το Μια γαλανομάτα μια τρελή τσαχπίνα. Πάνω από είκοσι εικοσιπέντε τραγούδια ελανσάρισα εκεί πέρα.
Κάθε βράδυ επαίζαμε. Εγώ τότες είχα το μεγαλύτερο μεροκάματο σ’ όλη την κομπανία, διακόσιες δραχμές το 1934. Εξήντα πέντε, εβδομήντα πέντε δραχμές ήταν το μικρότερο μεροκάματο, το οποίο έπαιρνε ο Μπάτης, εβδομήντα πέντε δραχμές θα ’παιρνε ο Δεληάς.
Τότες ήμουνα ακόμη στα σφαγεία του Πειραιώς. Ως εκδορεύς όταν εδούλευα, έβγαζα και διακόσες δραχμές και πεντακόσες και τριακόσες. Πληρωνόμαστε το κομμάτι. Όμως το μπουζούκι με τραβούσε.
Εκονομούσα πολλά λεφτά και εγλεντούσα και εξενυχτούσα με διάφορες κοπέλες και ηθικές και ανήθικες, μάλλον με ανήθικες, διότι με ηθικές δεν ημπορούσα να κάνω αυτά τα όργια που έκανα με τις ανήθικες, που ήμουν και αγαπητικός στα βούρλα του Πειραιώς. Κάθε ημέρα τραγουδούσα και κάθε ημέρα ήμουν μαστούρης, δηλαδή όλη η τετράδα, εγώ, ο Μπάτης, ο Στράτος, και ο Ανέστης.
Δε θυμάμαι ακριβώς πως σταματήσαμε, πως διαλυθήκαμε. Πάντως εδούλευε το μαγαζί. Οι άνθρωποι ήτανε άγριοι. Φασαρίες, καυγάδες, το ένα το άλλο, μαχαίρια. Και αυτά τα πράματα για διάφορα, και ιδίως για γυναίκες. Οι χασικλήδες, που λένε ότι τέλος πάντων για το χασίσι σφάζουν, οι χασικλήδες ήτανε οι καλύτεροι αθρώποι. Ποτές ένας χασικλής, εξόν να είχε κακιά ψυχή, δε θα κάνει έγκλημα. Όπως είπαμε όταν εφούμερνε ναρκωνότανε και το μόνο που ήθελε να κοιμηθεί. Όλος ο κόσμος να καιγότανε, τίποτες δεν τον ενδιέφερε. Ούτε έβαζε ο νους του ούτε τι έκανε ο άλλος, ούτε έλεγε το ένα ούτε έλεγε το άλλο. Αυτοί είναι οι αθρώποι οι χασικλήδες. Καλοί αθρώποι, άγιοι αθρώποι. Στο λέω εγώ αυτό και το υπογράφω. Να πειράξω άλλον άνθρωπο; Να πω κακό για άλλον άνθρωπο; Πολύ θα το συλλογιστώ. Υπήρχε φιλότιμο. Εκδίκηση δεν υπάρχει. Δεν υπήρχε εκδίκηση καμιά. Εκείνα γινόντουσαν από φιλότιμο στο άψε σβήσε. Ερχόντουσαν οι αγαπητικοί που ήταν στα Γιουγιούλια του Γιούλη, που είχανε τις πουτάνες. Εκεί βγάζαν τις διαφορές τους ο ένας με τον άλλονε. Γιατί μου πήρες την γκόμενα; Μια το ένα, χίλια δυο.
Γινόντανε καυγάδες και για τα σπασίματα. Το θεωρούσανε για προσβολή. Μπορούσε να σηκωθεί επάνω να σκοτωθούνε. Δεν τους άρεζε. Και πού; Στα χρόνια τα δικά μου επροφυλάγανε να μη σπάσουνε, να μην κάνουνε, να μη δείξουνε, και πηγαίναν τα γκαρσόνια από πάνω, πήγαινε ο καταστηματάρχης. Μη σπάτε, μη ξέρω γω τι. Τι καυγάδες δε γινήκανε για το σπάσιμο. Δεν ανεχόταν ο καθένας να του ’ρχονται τα γυαλιά και τα πιάτα. Στα γλέντια μπορεί να σπάγαν ένα πιάτο, ένα ποτήρι, αλλά όχι έτσι τόσα πολλά που σπάγαν τώρα πριν τ’ απαγορέψει η κυβέρνηση. Θρήνος. Τι γυαλάδικα αδειάζανε για να σπάνε στα χέρια. Δεν μπορώ να καταλάβω τέτοια πράμα δηλαδή γιατί τώρα τους έχει πιάσει η μανία να σπάζουνε.
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 152-154.
Δυτικές συνοικίες...
Έφυγε από κείνη τη μοιραία πολυκατοικία που είχε μισερωθεί η ζωή του και νοίκιασε μια καμάρα σε μια συνοικία του Πειραιά, στην Αμφιάλη, μια λαϊκή συνοικία, και πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τα λεφτά λιγοστά κι ίσα που τα έφερνε βόλτα. Ποιος να το έλεγε, ποιος να το περίμενε, ότι ο Χαράλαμπος Ψείρας, ένας Βεληγκέκας μερικά χρόνια πριν, θα ξέπεφτε έτσι. και σαν να μην έφταναν αυτά του είχε σφηνωθεί κι άλλη έμμονη ιδέα. Ότι κρύωνε. Νόμιζε ότι κρύωνε συνέχεια κι αναγκαζόταν να ντύνεται βαριά και να σκεπάζεται με κουβέρτες και παπλώματα κι όλα τουρτούριζε. Ένα ράκος είχε καταντήσει με το άγχος της παγωνιάς. Μόνος του ζούσε, παρέα με ένα βιβλιάριο ασθενείας γεμάτο συνταγές και τις νύχτες κουκουλωμένος τα βαριά σκεπάσματα χάζευε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τα σόου κι έτρεμε, έτρεμε… Και δεν τολμούσε να θυμηθεί τίποτα. Τίποτα. Μα πώς, πώς είχαν γίνει όλα αυτά; Και κάποτε έτυχε να συναντήσει τη Μαριγώ στο δρόμο και πήγε να της ορμήσει να τη σκοτώσει, μα τι να σκοτώσει, μια μεθυσμένη, εδώ πατούσε εκεί βρισκόταν, ούτε που τον γνώρισε…
Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ έδειχνε καθαρά τα βρόμικα δόντια του κι όλο σκάνδαλα έβγαιναν στη φόρα. Στην Ανατολική Ευρώπη ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί και τα σύνορα είχαν σπάσει. «Μια μούντζα μωρέ θέλουν όλοι…» ήταν το σύνθημα που επικρατούσε και έτριβαν τα χέρια τους οι Αμερικές και οι Γερμανίες. Φαστ φουντ, διαφημίσεις, σμάιλ, σμάιλ μωρό μου, ο θάνατος να παραμονεύει στα παρκάκια, γυάλινα μάτια στο υπόγειο της Ομόνοιας, ευκολίες πληρωμής, άχρηστα τεχνολογικά επιτεύγματα, κακομούτσουνοι μετανάστες, συμφεροντολόγοι μικρομεσαίοι, η ιατρική να εφευρίσκει νέους τρόπους γονιμοποίησης, πλαστικές κουκλάρες, ο πανικός να σουλατσάρει στις λεωφόρους του κόσμου κι η αίσθηση του χαμένου και του μοναδικού να κάνουν τραμπάλα στη συνείδηση της ζωής. Σαν κλωστή είχε κοπεί η συνέχεια, η όποια συνέχεια…[…] μάντρα του νεκροταφείου. Νύχτα με φεγγάρι απόκληρο πίσω από τα κυπαρίσσια κι ερημιά στα σοκάκια. Άπνοια και ζέστη σαν ψαροκόκαλα στο λαιμό…
Τον πλησίασε και τον χτύπησε στην πλάτη κι ήθελε να τον παρηγορήσει να μη δίνει σημασία στο Μίχο – τέτοιος αλήτης σαν το Μίχο δεν ξανάγινε στην περιοχή –αλλά για όλα έφταιγε αυτή η σκιά του νεκροταφείου που τους τρέλαινε όλους και τους έκανε αλλιώτικους. Τέτοια του έλεγε, πάντα ανοιχτόκαρδος ο Τέλης, ένας καλόκαρδος στα βάσανα του κόσμου, και πήραν τους δρόμους μέχρι να τελειώσει ο έρωτας του Μίχου με τη Σταματίνα. Έκοβα βόλτες γύρω από τη μάντρα του νεκροταφείου κάτω από τη σκιά των μακάβριων κυπαρισσιών. Οι προβολείς κάποιου αυτοκινήτου έκοβαν το σκοτάδι για λίγο κι οι γάτες με υψωμένες ουρές έψαχνα στα σκουπίδια και τα μάτια τους γυάλιζαν ύπουλα. Ένα τσούρμο σκυλιά κυνηγιόνταν γαβγίζοντας – απόκληρο το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα – κι από ένα κέντρο ακουγόταν δυνατά ένα λαϊκό τραγούδι. Κι αυτοί οι δυο σαν σκιές […]
Η συνοικία δεν μπορούσε να κοιμηθεί και στα σουβλατζίδικα της πλατείας έπιναν παγωμένες μπύρες που άφριζαν και τέντωναν τα σάπια στομάχια τους. Παρέες που μιλούσαν για το ποδόσφαιρο –ένα λάθος πέναλτι, ένας πληρωμένος διαιτητής, μια άδεια Κυριακή- ή για την πολιτική –λες και γνώριζαν τα πράγματα αυτοί- ή για γυναίκες – αυτός ο μύθος της παγωμένης φωτιάς, το πάθος, όλα δικά σου μάτια μου στην ερημιά του κόσμου…
Κι αυτοί οι δυο περπατούσαν σαν στρατιώτες μιας άγνωστης μάχης που είχε προ πολλού χαθεί γύρω από το νεκροταφείο, δυο σκιές παγιδευμένες στην πνιγηρή νύχτα, δυο «κάποιοι» στην τροχιά του πεπρωμένου και πίσω από τη μάντρα, με τα συνθήματα ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ και ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, είχε ακόμη λόγο το ΚΚΕ σ’ αυτές τις γειτονιές, ήταν θαμμένη η Νένα, φαρμακωμένη, και στο φωτογραφείο κρέμονταν οι δακρυσμένες της φωτογραφίες – Μπολόνια 1976 - και στο ράντσο αναστέναζε ο έρωτας του Μίχου με τη Σταματίνα κι ένα κουβάρι τα σεντόνια και χάχανα κι ένα λοφάκι από σπόρια στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Γιάννης Ρεμούνδος, Δυτικές Συνοικίες, Οδυσσέας, Αθήνα 2000, σ. 26-27, 311-312
Μετάβαση στο σημείο: Γειτονιές βαμμένες κόκκινες