Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Γειτονιές βαμμένες κόκκινες Κοκκινιά
Οι νεκροί περιμένουν...
«Ου σαπάν-σακάτ…»
Η Ριρή δεν έχανε καθόλου τον καιρό της. Ο δικηγόρος της, είχε προ πολλού ξεχαστεί. Τον αντικαταστήσανε διάφοροι υποψήφιοι, ανθυπολοχαγοί, υπολοχαγοί μόνιμοι και έφεδροι. Στο τέλος, κέρδισε τις εύνοιές της, ένας απλός φαντάρος, φοιτητής της φιλολογίας. Τον λέγανε Κλέαρχο, κι ήταν ψηλός, ξανθός κι αδύνατος. Πρωί κι απόγεμα, ανεβοκατέβαινε την οδό Μοσκώφ, κοιτάζοντας άπληστα τα παράθυρά μας. Η Ριρή, που ήξερε τις ώρες του, έτρεχε βιαστικά στον καθρέφτη, τσιμπούσε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν, έτριβε μ’ ένα κόκκινο χαρτί από σοκολάτα τα χείλη της, φούντωνε τα μαλλιά της κι έγερνε η μισή έξω απ’ το παράθυρο, παρακολουθώντας τα σούρτα-φέρτα του Ρωμαίου της. Όταν έλειπαν οι μεγάλοι απ’ το σπίτι, καθόταν στο πιάνο κι άρχιζε να παίζει και να τραγουδάει ολόκληρο το Τσάρντας. Κι εκείνος έστεκε μαγεμένος τεντώνοντας τ’ αυτιά του και χειροκροτούσε και πετούσε λουλούδια.
Ως κ’ η κυρά-Ευανθία τον είχε πάρει μυρουδιά τον γαμπρό κι όταν έβλεπε της φώναζε:
—Ήρθι ου «σαπάν-σακάτ». Τα τρώει ου έρμους τα ντουρσέκια.
—Κοίταξε μην τα προφτάσεις στη μάνα μου, της είπε ανήσυχη η Ριρή.
—Αμ’ εννοιασ’ κι τσ’ τούπανι.
—Ποιός; ρώτησε με αγωνία η Ριρή.
—Να, η μαντάμα, η καρσινή.
—Η μαντάμ-Παρή;
—Ναίσκε.
—Μα αυτή την κουτσομπόλα δε θα την πιστέψει ποτέ η μαμά.
Η μαντάμ-Παρή ήταν μια φραγκολεβαντίνα ζωντοχήρα, που είχε περάσει από καιρό τα πενήντα. Ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει κι έφυγε για το Παρίσι, με μια νεαρή γαλλιδούλα. Από τότε η μαντάμ-Παρή καταδίωκε με πάθος τον έρωτα και τους ερωτευμένους.
Καθώς οι περισσότεροι δρόμοι της Σμύρνης ήταν στενοί, μπορούσε εύκολα ο κάθε γείτονας να παρακολουθεί όλη τη ζωή του αντικρινού του σπιτιού. Η μαντάμ-Παρή, που καθόταν καταντικρύ μας, τα τρία τέταρτα της μέρας και της νύχτας, τα περνούσε στο παράθυρο. Ήξερε όλα όσα συνέβαιναν στην οδό Μοσκώφ και στις γύρω γειτονιές, δυσάρεστα κι ευχάριστα.
Δυο ήταν οι μονομανίες της. Η πρώτη να βγάζει όλους τους άντρες ξελογιασμένους κι η δεύτερη να προσπαθεί να δείξει πως ήταν ακόμα σε θέση να παντρευτεί και να κάνει παιδί.
Κάθε πρωί, μόλις η μητέρα έβγαζε στο παράθυρο ν’ αερίσει τα σεντόνια, να σου και ξεπρόβαλε η μαντάμ-Παρή.
-Μπονζούρ, μαντάμ Μάγκη.
-Πώς είσθε; της απαντούσε η μητέρα εύθυμα.
Οι κληρονόμοι...
Ο καιρός στην Κοκκινιά είναι δύσκολος. Ο Παύλος δεν έρχεται συχνά στο σπίτι κι η Αντιγόνη λέει πως γι’ αυτό φταίει ένας άντρας με λαδωμένα μαλλιά και φουσκωμένη τσέπη. Κάθε βράδυ τριγυρίζει στη γειτονιά και μοιάζει να ζητάει κάποιον. Σταματάει γι’ αυτό όποιον θέλει και του ζητάει ταυτότητα, με το δάχτυλο στη σκανδάλη του πιστολιού του. Κι απ’ αυτούς, άλλους τους σέρνει στο τμήμα κι άλλους τους παραδίνει στη Γκεστάπο.
«Αυτός ο άνθρωπος, Αντιγόνη, είναι προδότης και καλό είναι να φυλάγεται κανείς», είπε ο πατέρας κι αποφάσισε να λείψει απ’ το σπίτι. Αλλ’ εκείνος ο «τρόμος» δεν κράτησε πολύ. Μια μέρα τον έφεραν μ’ ένα καρότσι και τον παράτησαν στην πόρτα της Αστυνομίας. Ο αστυνόμος που τον παρέλαβε είπε πως είχε μια τρύπα στην καρδιά κι ένα πρόσωπο χαλασμένο. Ύστερα του ’βαλε μια «ρεπούμπλικα» στο κεφάλι και την έγειρε τόσο, ώστε να μη φαίνεται τίποτε απ’ αυτό. «Τον σκότωσαν άνθρωποι της αντίστασης, εδώ, πιο κάτω», είπε ο κύριος Μηνάς, ο καθηγητής. Ο κύριος Μηνάς φοράει μια ξέθωρη γραβάτα κι είναι ψηλός. Μιλάει ευγενικά και με το διπλό του πηγούνι μου φαίνεται άνθρωπος αποφασιστικός, χωρίς όμως να τον βάζω το ίδιο με τον πατέρα μου…
[…] Όμως, έτσι κι αλλιώς, εγώ κι η Άννα τον αγαπάμε. Κι εκείνος φροντίζει να μας στέλνει σταφίδες, χαρούπια και τζίτζιφα. Σε τούτη τη γειτονιά, πέντε δρόμους πάνω απ’ την άσφαλτο και το αστυνομικό τμήμα, όλοι είμαστε πρόσφυγες. Κι ανάμεσα μας και μια κοντή και μελαχρινό γυναίκα που τη λένε Ελισσώ. Έτσι αδύναμη που είναι καλά θα ήταν να μην είναι λυπημένη, γιατί τα μάτια της πνίγονται στα δάκρυα και δεν μπορεί να δει κανείς πόσο μεγάλα κι όμορφα φαίνονται στη λύπη τους.
Αυτή η γυναίκα χτυπάει διακριτικά την πόρτα μας και ζητάει να μπει και να δει το σπίτι μας. Γυρίζει, αργά αργά, όλα τα δωμάτια, χαϊδεύει τα πόμολα και τα τζάμια κι όταν βγαίνει στην αυλή, στέκεται και εντελώς αφηρημένα κοιτάει ψηλά. Η μάνα τη συνήθισε και τη δέχεται πρόθυμα. Ύστερα δε θέλει και τίποτε. Όμως το κακό είναι, πως όταν φεύγει κλαίει σιγά και όλο λέει: «Το σπίτι μας, Βασίλη. Πάει το σπιτάκι μας, Βασίλη». Αυτό το σπίτι πριν λίγο καιρό ήταν δικό της. Τώρα δεν είναι. Της το πήρε ένας έμπορος μαυραγορίτης στη μεγάλη πείνα για ένα κομμάτι ψωμί. Κι αυτός, είναι ο νοικοκύρης μας. Πιο πολύ απ’ όλους πρέπει να τη νιώθει η μάνα μας, γι’ αυτό και δεν αρνιέται να της ανοίγει την πόρτα για να μπαίνει σ’ αυτό. Αλλ’ εγώ δεν είμαι ακόμα σε θέση να καταλάβω πόσο πολύ πονάει κανείς, όταν του πάρουν το σπίτι και ούτε έχασα ποτέ τίποτε που ν’ αξίζει. Στο χωριό δεν είχαμε παιχνίδια, που να μας ανήκουν, και εδώ τα παιδιά, για τον ίδιο λόγο, πηδούν ρέματα και παίζουν στις αλάνες ξυπόλυτα. Και πολλές φορές οι μάνες τους τα κρατούν όλη τη μέρα στο παιχνίδι για να ζητούν έτσι να ζητούν ψωμί, άσχετα αν πολλά απ’ αυτά τα τρέχουν με σπασμένα γόνατα στις κλινικές και τα νοσοκομεία. Ήταν Απρίλης, τότε, που ο πατέρας ήρθε κλεφτά. Μίλησε βιαστικά με την Αντιγόνη, που λίγο μετά έμοιαζε χαμένη κι ανήσυχη. Της είπε ότι τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς οι φασίστες βλέπουν τώρα πως χάνουν το παιχνίδι. Φεύγοντας, ο Παύλος Καζάς πήρε μαζί του μερικά ρούχα και θυμήθηκε την τελευταία στιγμή να μας φιλήσει. «Να είστε φρόνιμοι», μας είπε. Κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κι όταν πια βγήκε στο δρόμο, νιώσαμε το κενό που άφηνε. Ένα κενό, όχι από κείνα που δημιουργούν μοναξιά ή μόνο ανασφάλεια, αλλά κάτι περισσότερο. Φόβο. Ύστερα η Αντιγόνη, αναστατωμένη, γύριζε αμήχανα από δωμάτιο σε δωμάτιο, για να καταλήξει στην κουζίνα, όπου και θέλησε ν’ ανάψει το καντήλι, που δεν ήταν παρά ένα κοινό ποτήρι κρασιού, γεμάτο νερό και με υποψία καμένου λαδιού. Συμπλήρωσε μ’ ένα δάχτυλο λάδι, που δεν ξέρω αν ήταν από ελιά, και στερέωσε πάνω του ένα φιτιλάκι. Ωστόσο αυτό το εντελώς ταπεινό υλικό, για μια τόσο μεγάλη θυσία, όπως εκείνη την πίστευε, έδωσε τη δικιά του φλόγα, έστω κι αν γι’ αυτό χρειάστηκαν κάμποσες εκρήξεις. Ύστερα έκανε το σταυρό της, δικαιολογώντας την πράξη της, σαν χρέος που αναφερόταν στη μνήμη του κυρίου Μηνά. «Ο κύριος καθηγητής μας άφησε χρόνους. Τον σκότωσαν προδότες, μετά από καρτέρι που του ’στησαν στον κήπο της Κοκκινιάς», είπε με λύπη. Εγώ νομίζω πως αν η μητέρα άναψε το καντήλι το έκανε και για τη ζωή του πατέρα, που έπρεπε τώρα να κρύβεται.
Οι μέρες που ήρθαν, αίμα και δυστυχία μας έφεραν. Με το μεγάλο «μπλόκο» οι δρόμοι άδειασαν. Απ’ το πρωί εκείνης της αυγουστιάτικης μέρας η περιφερόμενη προδοσία των χωνιών καλούσε τους άνδρες αυτής της πόλης, από ηλικίας δεκατεσσάρων χρόνων και πάνω, να μαζευτούν στην πλατεία του θανάτου. Μερικοί που ήθελαν να ξεφύγουν από κείνη τη μέγγενη, έφτασαν στο σημείο να τους ξετρυπώσουν μέσα από φουγάρα ή να τους σέρνουν πάνω στα κεραμίδια, μέχρι να βρεθούν κουτσοί στο έδαφος. Κι έτσι, ανήμπορους και ανάπηρους, τους έσπρωχναν στον τόπο της μεγάλης σφαγής, σαν λαβωμένα σκυλιά. Στο δρόμο όμως, κι ενώ μούγκριζαν απ’ τους πόνους αναχτούσαν το πεσμένο ηθικό τους κι έβριζαν μ’ όλη τους την ψυχή. Κι έτσι γονατισμένη η Κοκκινιά, έβλεπε να χάνονται τα καλύτερα παιδιά της, από τους μασκοφόρους προδότες που τα ’στειλαν στο θάνατο. Ένα θάνατο μεθυσμένο απ’ το ούζο και το αίμα, ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Γερμανού στρατιώτη που «καθάριζε» ανελέητα στο παλιό εργοστάσιο. Τελικά, από κείνο το μακελειό, αυτό που βγήκε όρθιο ήταν η αξιοπρέπεια όλων αυτών που περιφρόνησαν το θάνατο, φτύνοντας τον κατάμουτρα. Λιπόθυμη εκείνη η μέρα έσβησε νε την οιμωγή και τον τρόμο μιας λαβωμένης στρατιάς αιχμαλώτων που, εκεί κατά το δειλινό, κουλουριάστηκε στο Χαϊδάρι.
Μια μαύρη ανάσα και μετά εκτελέσεις. Γερμανία, Νταχάου, Άουσβιτς.
Ύστερα οι μάντρες γέμισαν απ’ το όρθιο σώμα της Διαμάντως Κουμπάκη και οι δρόμοι ερήμωσαν. Αλλ’ αυτή τη φορά, επειδή το ήθελαν αυτοί. Απεργία. Ο Παύλος Καζάς με κίνδυνο ελέγχει την οδό Μοργκεντάου. Μόνο γερμανικά αυτοκίνητα κινούνται. Κι όταν η σιωπή χτυπάει με το δικός της τρόπο, χάνονται κι αυτά πανικόβλητα στην ερημιά.
Ύστερα ήρθε η μέρα του μνημόσυνου αυτών που εκτελέσθηκαν. Ατέλειωτες σειρές από μαυροφόρες τραβούν, άφοβα, στην πλατεία των εκτελέσεων. Και τότε, για δεύτερη φορά, ύπουλα, πιο ύπουλα τώρα, η πλατεία ξαναγεμίζει με πτώματα. Ο θάνατος έρχεται απ’ τα πολυβόλα της δεξαμενής. Αυτοί οι νεκροί, πιο τυχεροί απ’ τους πρώτους, μεταφέρονται στους ώμους των ζωντανών με τις γροθιές σφιγμένες. Μέχρι που ήρθε ο Οκτώβρης κι ο Παύλος Καζάς έριξε τις τελευταίες τουφεκιές στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής για να σηκωθούν οι σημαίες, ν’ ακουστούν τα χειροκροτήματα κι οι ιαχές: «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος».
Στέλιος Γεράνης, Μάντρ...
Μάντρα Κοκκινιάς
(17 Αυγούστου 1944)
Μες σε μια μάντρα ζήτησαν να πνίξουν μια γενιά
που ευώδιαζαν στα στήθια της, της λευτεριάς οι ανθώνες
κ’ ύψωνε αδούλωτες κραυγές τα θρυλικά χωνιά
π’ ορμήνεψαν κάθε καρδιά και μίλαγαν γι’ αγώνες.
Νόμισαν πως με θανάτους κρεμάλες και σχοινιά
πνίγεται ο πόθος του λαού κ’ η λεβεντιά της νιότης
- μα δεν τη σφυγμομέτρησαν καλά την Κοκκινιά
που δεν τη λύγισε κανείς φασίστας και προδότης.
Κ’ έτσι αφού σώπασε ο φονιάς τις σάρκες να τρυπά
κ’ αντίκρυ τους σωριάστηκαν νεκρά τα παλληκάρια,
διατάξανε τη σάλπιγγα του μίσους να χτυπά
και φύγαν παίρνοντας μαζί τους σκλάβους στα Χαϊδάρια.
Μ’ αντί να πάρουν λάφυρο της νιότης την ορμή
και να σκορπίσουν την ερμιά, το φόβο, την αντάρα
άφησαν μίσος στις καρδιές και μάζεψαν ντροπή
και πλήρωσαν πανάκριβα της μάνας την κατάρα.
Μετάβαση στο σημείο: Γειτονιές βαμμένες κόκκινες