Πειραιάς
Πόλη αγεωμέτρητη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Το λιμάνι του Πειραιά
- Η αγορά του Πειραιά
- Πλατεία Καραϊσκάκη (Λεμονάδικα)
- Τρούμπα
- Ακτή Μιαούλη
- Ακτή Ξαβερίου-Χατζηκυριάκειο-Πειραϊκή
- Κεντρικές Συνοικίες
- Διαδρομές στην παραλία των αρχόντων, των μετοίκων και των προσφύγων
- Προφήτης Ηλίας-Κρητικά
- Νέο Φάληρο
- Γειτονιές βαμμένες κόκκινες
- Δραπετσώνα
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Πες στη μορφίνη, ακόμα...
Ζόρικα περνάγαμε στη Λεύκα, κι εγώ κι η Μορφίνη. Το νοίκι ήτανε κομμάτι πρόβλημα, αλλά τα βολεύαμε τελικά. Όσο για το ίδιο το σπίτι, πέσαμε με τα μούτρα μαζί με τον Ασταρώθ και σε λίγες μέρες είχ’ αποκτήσει ένα μικρό διαχωριστικό μες στην κουζίνα όπου μπορούσα να πλένομαι. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ξαναβάψαμε την κουζίνα, βάλαμε πλαστικά καφάσια Κόκα-Κόλα στους τοίχους αντί για ράφια, ζωγραφίσαμε πάνω στους απαίσιους ροζουλί τοίχους στο δωμάτιο, και βάψαμε γκρι-άσπρο τις πόρτες και τα παράθυρα, με όμορφες κόκκινες γραμμές. Την είχαμε καταβρεί, αν και δεν αντέχαμε να βάψουμε όλο το σκατουλορόζ δωμάτιο απ’ την αρχή. Ήτανε τεράστιο και ψηλοτάβανο, το γαμημένο. Όχι σαν την ταρατσούλα με το κοτετσόσπιτο.
Μου ψιλοέλειπε η ταρατσούλα, αλλά δε γαμείς; Καλά ήταν κι εδώ. Μου βρήκε κι ο Ασταρώθ ένα ράντζο κι ένα ψυγείο σχεδόν τσάμπα, οχτώ καφετιά όλα μαζί, και τήνε πέρναγα ζάχαρη.
Από κάτω μένανε καμιά δεκαριά μαύροι. Άλλοι ναυτικοί, άλλοι φοιτητές, κι άλλοι άστα να παν στο διάολο. Αστέρια παιδιά. Με κάτι χαμόγελα να όλη την ώρα, μου φτιάχνανε το κέφι ό,τι και να συνέβαινε. Ήτανε κι ένας, ο Τζίμμυ, παιδί απ’ τα λίγα. Κουτσός, με τόνα πόδι γεμάτο καρφιά, να στηρίζεται συνέχεια σ’ ένα μπαστούνι και να περιμένει τα λεφτά της ασφάλειας απ’ το καράβι, που ποτέ δεν ερχόντουσαν. Ο Τζίμμυ ήταν ο πιο μεγάλος και τον είχαν όλοι κάτι σαν αρχηγό. Δεν τσαντιζότανε ποτέ, δε γκρίνιαζε ποτέ, και μαγείρευε ονειρεμένα. Ερχόντουσαν μέρες που νόμιζα πως θα ’κανα βουτιά ίσα στην κατσαρόλα του. Οι πούστηδες, βγαίναν έξω στην αυλή να φάνε, κι οι μυρουδιές, μα την παναγία, με σκοτώνανε. Το κωλόγατο η Μορφίνη πάντα είχε τη μερίδα της. Αλλά εγώ ντρεπόμουνα να κατέβω. Απλά χαμογελάγαμε και λέγαμε ένα γεια κάθε που βλεπόμασταν. Η Μορφίνη, όμως, είχε γίνει σχεδόν οικότροφη. Σκατιάρα! Ντερλίκωνε κάτω, και μετά ξεραινότανε πάνω στα κεραμίδια μέχρι να της ξαναμυρίσει. Γάτες. Εμένα μου λες; Μια μέρα όμως, πήρα το αίμα μου πίσω.
Είχα βαλθεί να φτιάξω μια μακαρονάδα εκειπέρα να συνέλθω, και το βλακόγατο, που της μύρισε πάνω στη στέγη της κουζινίτσας που την είχε πέσει, έκανε ένα έτσι κι έσκυψε πάνω απ’ το παράθυρο να δοκιμάσει μακαρονάκι. Με τα πίσω πόδια στα κεραμίδια και τα μπροστά στο παράθυρο, το κεφάλι ανάποδα σαν ακεντράριστη φωτογραφία, και ξαφνικά δυο γατόποδα να γρατζουνάνε τον αέρα και …ΖΝΤΟΥΠ!
«Μιαααα!» Κατ’ ευθείαν κέντρο, στην αυλή! Κι όποιος μου ξαναπεί για γατίσιες ισορροπίες και κουραφέξαλα θα φάει έν’ αρχίδι. Και δε συζητάμε για την άλλη φορά που πήγε το ηλίθιο κι έπεσε μες στο βόθρο κι έτρεχε ο ταλαίπωρος ο Τζίμμυ να τήνε βγάλει. Σκατά στα μούτρα της, και κυριολεκτώ. Κάτσε σα μαλάκας εσύ, Ρίκυ, μετά, να πλένεις τη γάτα.
Περνάγαμε και καλά, όμως. Τις νύχτες που δε μου κόλλαγε ύπνος, σκαρφαλώναμε κι οι δυο στις στέγες και κάναμε τσάρκες στα κεραμίδια και στις ταράτσες. Όπου είχε φωτισμένο παράθυρο κάναμε μπανιστήρι και κρυφογελάγαμε μεταξύ μας. Έτσι είχ’ ανακαλύψει και για τους διπλανούς ότι διαβάζανε Απογευματινή, μισούσανε τις γάτες, κατουριόντουσαν για μωρά, και πιστεύανε πως όλοι τους οι γείτονες ήτανε λωποδύτες.
Όταν γυρνάγαμε πίσω μπορεί να μην είχε κίνηση ο δρόμος για ν’ ακούω και να τριπάρω, αλλά πολλές φορές ήταν η ώρα που γύρναγαν οι αποκάτω απ’ τις βόλτες τους και κάνανε το τελευταίο κους-κους της μέρας. Πολύ το γούσταρα να τους ακούω, ακόμα και που δεν καταλάβαινα Χριστό από τη γλώσσα τους. Ένιωθα μια περίεργη ηρεμία και πολλές φορές αποκοιμιόμουνα με τα σιγανά τους γέλια και τις κουβέντες τους.
Άλλες φορές, πριν να τήνε πέσω έκανα την απαραίτητη επιδρομή στην κάβα. Πολύ συχνά αφήναν έξω καφάσια με μπύρες ή αναψυκτικά για να φορτώσουν στις νταλίκες το πρωί. Ε, και βέβαια, έπαιρνα το χαράτσι μου.
Τα πρωινά ο δρόμος γέμιζε κόσμο. Εργάτες, νταλίκες, κλαρκ, γάτες, σκύλοι, κι ό,τι άλλο χώραγε. Στο μηχανουργείο δούλευαν ένας περίεργος καμπούρης που γούσταρε τις γάτες κι ήταν απ’ το Αιγάλεω, κι ένας ψηλός, αδύνατος, που γούσταρε τους κόπρους. Ζόρικος συνδυασμός. Καλά άτομα κι οι δύο, κάνανε χάζι κάθε μέρα που ’βαζα μπρος τη MONTESA, και ξηγιόντουσαν πάντα σπαθί.
Τ’ απογεύματα ερχότανε μόνο ο Ασταρώθ. Κανείς δεν ήξερε που έμενα. Ούτε ο Σίμος, ούτε κάνας άλλος μαλάκας. Έσκαγε ο Ασταρωθούλης μετά το σχολείο ή άμα την έκανε κοπάνα, και ξεφτιλιζόμασταν στις κόκα-κόλες και στο μαύρο. Αν και των αποκάτω ήτανε πάντα καλύτερη ποιότητα. Σκατούλες! Άμα δε γουστάραμε μέσα, περιμέναμε την ιεροτελεστία που ετοιμαζόντουσαν οι μαύροι να φύγουνε, και μετά την κάναμε κι εμείς. Ποτέ όμως πριν απ’ αυτούς. Τη βρίσκαμε πολύ να τους παρακολουθούμε που φτιαχνόντουσαν. Ξεκινάγανε από νωρίς ένας-ένας να πηγαίνουνε στο μπάνιο και ξύρισμα. Ώσπου να τελειώσουν όλοι, η αυλή μοσχομύριζε σαπούνι και κολώνια. Στο μεταξύ ανάβανε και κάνα τσιγαριλίκι, δώσ’ του κι άλλες μυρωδιές, κι αρχίζανε τα καλαμπούρια μέχρι να σενιαριστούνε. Γάμησέ τα, ήταν υπέροχοι. Τελικά, αφού μας φτιάχνανε κανονικά, φεύγαμε κι εμείς.
Τα Σαββατοκύριακα είχαμε φασίνα και μπουγάδα και μύριζε όλο το σπίτι απορρυπαντικό. Κι ούτε να ξανακούσω πως οι μαύροι βρωμάνε. Κι ούτε και μου ’λειψε καθόλου η κυρα-Βαρβάρα και τα σκουπίδια της.
Οι μήνες περνάγαν αφάσια και την είχα καταβρεί στην Αδριανού. Βέβαια, δεν ήταν κι όλα ζάχαρη, και σα να μην ήταν αρκετά δύσκολα τα πράματα, εκείνο το Φλεβάρη έσπασα το κωλόχερό μου και το Μάρτη χιόνιζε! Αρχίδια λουλούδια. Άμα δεν ήτανε ο Ασταρώθ κι οι αποκάτω την είχα άσχημα. Όμως ο μικρούλης βούτηξε απ’ τη γιαγιά του μια κουκουνάρα και κανά δυο κουβέρτες και μου ’φερνε και φαΐ, κι οι μαύροι ταΐζαν το γατί και κάνανε και τη δικιά μου φασίνα. Πρώτα παιδιά, όχι αστεία. Και ψωμολυσσάξαμε όλοι εκείνους τους δυο μήνες τους γαμημένους. Όχι μόνο εγώ. Γιατί πως διάολο να «δούλευα» εγώ με το δεξί στο γύψο, και πώς να δούλευαν κι άλλοι με τα χιόνια; Σκατά. Κι αυτοί δεν είχαν ούτε σόμπα.
Ήρθε ο Απρίλης, όμως, και πολύ το πήγαινα που άρχισα ν’ ακούω τα γέλια τους πάλι και που μπορούσα να ξαναταΐσω το γατί μου. Άσε που χωρίς τον βρωμόγυψο ξεκίνησα «δουλειά» στα γρήγορα και ξεχρέωσα τα δυο νοίκια του Σοφοκλή.
Όσο για τον Ασταρώθ, επειδή τον είχα καταλυπηθεί που πηγαινοερχόταν όλον αυτόν τον καιρό, πήγα και του ’κανα ένα χαρτί ότι και καλά είχε το δικαίωμα να πουλήσει τη MONTESA αντί για μένα, κι έτσι, άμα τον έπιανε κανείς δε θα ’χε πρόβλημα με τα χαρτιά κι ούτε θα τόνε τρέχανε. Κι άμα ξαναχτύπαγα, θα ’τανε άνετος να τήνε παίρνει όσο θέλει. Καλή φάση.
Τη γούσταρα τη ζωή μου στη Λεύκα. Πολύ τήνε γούσταρα. Κι ήτανε όμορφη η άνοιξη η πουτάνα. Έστω κι αργοπορημένη. Ο Απρίλης δε χρειαζότανε να είναι σώνει και καλά «ο μήνας ο σκληρός». Κι ο Μάης ήτανε κοντά. Η Μορφίνη είχε ξαναρχίσει να λιάζεται στις στέγες, κι εγώ είχα ξαναρχίσει τις τσάρκες μου στα κεραμίδια τις νύχτες με πανσέληνο.
Το ’χα αποφασίσει. Θα περνάγαμε ένα μοναδικό καλοκαίρι. Ίσως το πρώτο, μοναδικό καλοκαίρι, για μένα τουλάχιστο, εδώ και πολύ καιρό. Και σίγουρα το χρειαζόμουνα. Στοίχημα, ρε πούστη, θα ’τανε το πιο δυνατό μου καλοκαίρι.
Νικόλ Ρούσσου, Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σ. 119-124
Μετάβαση στο σημείο: Γειτονιές βαμμένες κόκκινες